Ως προσωκρατικοί επικράτησαν να ονομάζονται οι Έλληνες φιλόσοφοι που έδρασαν πριν το Σωκράτη, αν και μερικοί ήταν σύγχρονοί του. Είχαν ως επίκεντρο του στοχασμού τους το φυσικό κόσμο (ενώ ο Σωκράτης είχε τον άνθρωπο).
Η προσωκρατική φιλοσοφία άρχεται τον 6ο αι. στην Ιωνία, ειδικά στη Μίλητο, ακμαίο οικονομικό και πολιτισμικό κέντρο της εποχής. Εκεί εμφανίστηκαν ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης. Στον Κολοφώνα της Ιωνίας γεννήθηκε ο Ξενοφάνης που μετανάστευσε στη δυτική Ελλάδα. Ο Ηράκλειτος γεννήθηκε στην Έφεσο.
Η Κάτω Ιταλία αναδείχθηκε επίσης, καθώς εκεί μετανάστευσαν οι Έλληνες. Ο Πυθαγόρας έζησε στον Κρότωνα, ο Παρμενίδης στην Ελέα και ο Εμπεδοκλής στον Ακράγαντα. Στην κυρίως Ελλάδα υπήρχε αδράνεια από φιλοσοφικής πλευράς μέχρι που ο Αναξαγόρας από τις Κλαζομενές μετακόμισε (33) στην Αθήνα. Την ίδια εποχή εμφανίστηκαν στο προσκήνιο και τα Άβδηρα με τους Ατομικούς.
Βλέπουμε πως ο πρώτος φιλοσοφικός στοχασμός αναπτύχθηκε στην περιφέρεια. Η κατάσταση άλλαξε με τον Πλάτωνα και συνεχίστηκε μέχρι τους ελληνιστικούς χρόνους, όπου η Αθήνα κατείχε το μονοπώλιο στην παραγωγή σκέψεων και ιδεών.
Πρόβλημα με τις πηγές. Από το έργο των Προσωκρατικών, μόνο αποσπάσματα σώζονται, δηλαδή κατά λέξη παραθέματά τους, που τα αναφέρουν άλλοι αρχαίοι συγγραφείς. Οι κυριότεροι συγγραφείς που δίνουν τέτοια αποσπάσματα είναι ο Πλούταρχος, ο Σέξτος Εμπειρικός, ο Κλήμης Αλεξανδρεύς, ο Ιππόλυτος, ο Διογένης Λαέρτιος και ο Ιωάννης Στοβαίος. Τα προβλήματα των αποσπασμάτων είναι :
1.η γνησιότητά τους, αν δηλαδή πρόκειται για αυθεντικά αποσπάσματα των στοχαστών στους οποίους αναφέρονται.
2.η γλωσσική τους διατύπωση, αν είναι όντως εκείνη που χρησιμοποίησαν οι Προσωκρατικοί.
Για τους Προσωκρατικούς, υπάρχουν επίσης έμμεσες πληροφορίες για το βίο, το έργο και τη διδασκαλία τους, χωρίς να συνοδεύονται απαραίτητα από άμεσα παραθέματα. Οι πληροφορίες αυτές συγκροτούν την έμμεση παράδοση, όπως αυτές που προέρχονται από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη (δοξογραφική παράδοση). Ο Θεόφραστος συνέταξε ένα πολύτομο έργο, με θέμα τις φυσικές αντιλήψεις των πρώιμων στοχαστών. Το έργο αυτό είναι η πηγή των περισσότερων μεταγενέστερων συλλογών από ‘γνώμες’ (δόξαι) που πήραν διάφορες μορφές (34). Υπήρξαν βέβαια κι άλλοι συγγραφείς που αφιέρωσαν έργα τους στους πρώιμους φιλοσόφους.
Οι πληροφορίες, αντανακλούν συνήθως τις απόψεις των συγγραφέων τους όπως ο Αριστοτέλης. Για αυτό, πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί.
1.1.Οι απαρχές της φιλοσοφίας - Ο προφιλοσοφικός στοχασμός (35)
Ως πρόδρομοι των Προσωκρατικών θεωρούνται ο Όμηρος και ο Ησίοδος. Στα ομηρικά έπη η αντίληψη του κόσμου είναι απλοϊκή : ο ουρανός είναι ένα στέρεο ημισφαίριο που σκεπάζει τη στρογγυλή και επίπεδη Γη, η οποία εκτείνεται σε μεγάλο βάθος και φτάνει στον Τάρταρο, ενώ γύρω της κυλάει ο αχανής Ωκεανός.
Ο Ησίοδος δημιούργησε την κοσμογονία του τακτοποιώντας αρχαίο μυθολογικό υλικό, διαγράφοντας την πορεία ως την κυριαρχία του Δία και τη διακυβέρνησή του που βασίζεται στην τάξη και τη δικαιοσύνη (δίκην).
Άλλη μια θεογονική κοσμογονία διατύπωσε ο Σπαρτιάτης λυρικός ποιητής Αλκμάν, όπως και ο Φερεκύδης από τη Σύρο. Διάφορες εκδοχές κοσμογονίας αναφέρουν οι Ορφικοί που πίστευαν στη μετεμψύχωση. Τον 5ο αι. διάφοροι θρησκευτικοί κύκλοι συνδύαζαν την κοσμογονία με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις. Όλα αυτά δείχνουν τον προβληματισμό για το θέμα.
Τα έργα του Ομήρου και του Ησίοδου είχαν μεγάλη απήχηση στο στοχασμό των Προσωκρατικών, γλωσσικά και νοηματικά. Πολλά μοτίβα της πρώιμης φιλοσοφίας ανάγονται σε ποιητικά πρότυπα, η σημασία τους όμως δεν είναι τόσο μεγάλη. Τα πρότυπα αυτά γίνονται αντικείμενο φιλοσοφικής επεξεργασίας από τους Προσωκρατικούς και αποτελούν εφαλτήριο για νέες ιδέες. Στη φιλοσοφική τους θεμελίωση προσάγονται επιχειρήματα. Το ίδιο ισχύει και για τις λεγόμενες αιγυπτιακές και ανατολικές επιδράσεις στην ελληνική φιλοσοφία.
Οι Προσωκρατικοί διατύπωσαν ιδέες και θεωρίες που εξηγούσαν τον κόσμο και την ανθρώπινη αντίληψη για αυτόν. Το κυρίαρχο ερώτημα, η αρχή του κόσμου έχει δύο μορφές
Α) ως ερώτημα για τη δημιουργία – γένεση του κόσμου (κοσμογονία)
Β) ως ερώτημα για την υφή και τη λειτουργία του (κοσμολογία)
Το ερώτημα αυτό, προϋποθέτει την αναγνώριση της ύπαρξης επιπέδων πραγματικότητας και ταυτόχρονα την αναζήτηση μιας πραγματικότητας που δεν είναι άμεση προς την εμπειρία μας, ενώ αποτελεί το αληθινό υπόστρωμα ή την κύρια αιτία ύπαρξης του κόσμου. Η διάκριση αυτών των επιπέδων πραγματικότητας, συνδέεται και με το γνωσιολογικό ζήτημα, κυρίως όσον αφορά τα όρια της ανθρώπινης γνώσης.
Άλλα ζητήματα που απασχόλησαν τους Προσωκρατικούς, πέρα από το ενδιαφέρον τους για το φυσικό κόσμο, ήταν το σύμπαν, η αστρονομία και η μετεωρολογία, η βιολογία, η φυσιολογία και η ιατρική, η ζωογονία και η ανθρωπογονία. Οι συχνά ιδιότυπες απαντήσεις που έδωσαν, ασκούν γοητεία μέχρι σήμερα. Τους απασχόλησαν επίσης θέματα ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας, αν και αυτά δεν ήταν άμεσου ενδιαφέροντος.
1.2.Τα Φιλοσοφικά Ερωτήματα. (36)
Ως πρόδρομοι των Προσωκρατικών θεωρούνται ο Όμηρος και ο Ησίοδος. Στα ομηρικά έπη η αντίληψη του κόσμου είναι απλοϊκή : ο ουρανός είναι ένα στέρεο ημισφαίριο που σκεπάζει τη στρογγυλή και επίπεδη Γη, η οποία εκτείνεται σε μεγάλο βάθος και φτάνει στον Τάρταρο, ενώ γύρω της κυλάει ο αχανής Ωκεανός.
Ο Ησίοδος δημιούργησε την κοσμογονία του τακτοποιώντας αρχαίο μυθολογικό υλικό, διαγράφοντας την πορεία ως την κυριαρχία του Δία και τη διακυβέρνησή του που βασίζεται στην τάξη και τη δικαιοσύνη (δίκην).
Άλλη μια θεογονική κοσμογονία διατύπωσε ο Σπαρτιάτης λυρικός ποιητής Αλκμάν, όπως και ο Φερεκύδης από τη Σύρο. Διάφορες εκδοχές κοσμογονίας αναφέρουν οι Ορφικοί που πίστευαν στη μετεμψύχωση. Τον 5ο αι. διάφοροι θρησκευτικοί κύκλοι συνδύαζαν την κοσμογονία με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις. Όλα αυτά δείχνουν τον προβληματισμό για το θέμα.
Τα έργα του Ομήρου και του Ησίοδου είχαν μεγάλη απήχηση στο στοχασμό των Προσωκρατικών, γλωσσικά και νοηματικά. Πολλά μοτίβα της πρώιμης φιλοσοφίας ανάγονται σε ποιητικά πρότυπα, η σημασία τους όμως δεν είναι τόσο μεγάλη. Τα πρότυπα αυτά γίνονται αντικείμενο φιλοσοφικής επεξεργασίας από τους Προσωκρατικούς και αποτελούν εφαλτήριο για νέες ιδέες. Στη φιλοσοφική τους θεμελίωση προσάγονται επιχειρήματα. Το ίδιο ισχύει και για τις λεγόμενες αιγυπτιακές και ανατολικές επιδράσεις στην ελληνική φιλοσοφία.
Οι Προσωκρατικοί διατύπωσαν ιδέες και θεωρίες που εξηγούσαν τον κόσμο και την ανθρώπινη αντίληψη για αυτόν. Το κυρίαρχο ερώτημα, η αρχή του κόσμου έχει δύο μορφές
Α) ως ερώτημα για τη δημιουργία – γένεση του κόσμου (κοσμογονία)
Β) ως ερώτημα για την υφή και τη λειτουργία του (κοσμολογία)
Το ερώτημα αυτό, προϋποθέτει την αναγνώριση της ύπαρξης επιπέδων πραγματικότητας και ταυτόχρονα την αναζήτηση μιας πραγματικότητας που δεν είναι άμεση προς την εμπειρία μας, ενώ αποτελεί το αληθινό υπόστρωμα ή την κύρια αιτία ύπαρξης του κόσμου. Η διάκριση αυτών των επιπέδων πραγματικότητας, συνδέεται και με το γνωσιολογικό ζήτημα, κυρίως όσον αφορά τα όρια της ανθρώπινης γνώσης.
Άλλα ζητήματα που απασχόλησαν τους Προσωκρατικούς, πέρα από το ενδιαφέρον τους για το φυσικό κόσμο, ήταν το σύμπαν, η αστρονομία και η μετεωρολογία, η βιολογία, η φυσιολογία και η ιατρική, η ζωογονία και η ανθρωπογονία. Οι συχνά ιδιότυπες απαντήσεις που έδωσαν, ασκούν γοητεία μέχρι σήμερα. Τους απασχόλησαν επίσης θέματα ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας, αν και αυτά δεν ήταν άμεσου ενδιαφέροντος.
1.2.Τα Φιλοσοφικά Ερωτήματα. (36)
Από το Μύθο στο Λόγο
Η εξέλιξη που οδήγησε στη γένεση της ελληνικής φιλοσοφίας, χαρακτηρίστηκε πέρασμα από το μύθο στο λόγο :
Α) αντί για τους παραδιδόμενους μύθους κοσμογονίας (37) και φυσικών φαινομένων, εμφανίζονται θεωρίες από συγκεκριμένους στοχαστές.
Β) την ορθότητα των ερμηνειών δεν εγγυάται πλέον η παράδοση, αλλά οι ενδείξεις και τα επιχειρήματα που διέπονται από λογική, συνοχή και συνέπεια.
Παρ’ όλες τις ατέλειές τους, τα επιχειρήματα των Προσωκρατικών είναι αυτό ακριβώς, επιχειρήματα. Η απρόσωπη και η απομυθοποιημένη έκφραση είναι το αποφασιστικό βήμα για τη διατύπωση αφηρημένων εννοιών και γενικών κανόνων. Βέβαια, ο μύθος δεν έλειψε από τη φιλοσοφία, μάλιστα, στα πρώιμα χρόνια δύσκολα ξεχωρίζουμε τη μεταφορική από την κυριολεκτική χρήση της γλώσσας, ιδιαίτερα στο στοχασμό.
Σχετικά με τον ‘επιστημονικό’ ή μη χαρακτήρα των προσωκρατικών θεωριών, πρέπει να θυμόμαστε ότι αυτές βασίζονται σε παρατηρήσεις εμπειρικών δεδομένων και κριτική επεξεργασία, και είναι θεωρητικές προσεγγίσεις που μπορεί να είναι λανθασμένες, είναι όμως ορθολογικές. Ας μην ξεχνάμε πως η πειραματική φυσική ήταν εντελώς άγνωστη, ο φυσικός είχε περιορισμένο υλικό και οι προτάσεις του δεν ήταν δυνατόν να διατυπωθούν μαθηματικά. Οι πρώτοι φιλόσοφοι, πέρα από τις θεωρίες έπρεπε να οικοδομήσουν και την ανάλογη φιλοσοφική γλώσσα - ήταν οι πρώτοι που έγραψαν σε πεζό λόγο – την επιστημονική ορολογία και τον κριτικό λόγο. Από αυτούς διατυπώθηκαν οι κυριότερες έννοιες όλων των κλάδων της επιστήμης που χρησιμοποιούνται σήμερα.
Σημαντικό ρόλο έπαιξαν επίσης η θεολογία και η θρησκεία. Πολλοί στοχαστές διατυπώνουν τις θεωρίες τους μέσα από θεολογικά ενδιαφέροντα, αυτό όμως δεν πρέπει να υπερτιμηθεί, καθώς οι περισσότερες προσωκρατικές θεωρίες έχουν σημασία και συνοχή πέρα από θεολογικά στοιχεία. Συχνή επίσης είναι η κριτική των αντιλήψεων για τους θεούς ή τις λατρευτικές τελετές.
Α) αντί για τους παραδιδόμενους μύθους κοσμογονίας (37) και φυσικών φαινομένων, εμφανίζονται θεωρίες από συγκεκριμένους στοχαστές.
Β) την ορθότητα των ερμηνειών δεν εγγυάται πλέον η παράδοση, αλλά οι ενδείξεις και τα επιχειρήματα που διέπονται από λογική, συνοχή και συνέπεια.
Παρ’ όλες τις ατέλειές τους, τα επιχειρήματα των Προσωκρατικών είναι αυτό ακριβώς, επιχειρήματα. Η απρόσωπη και η απομυθοποιημένη έκφραση είναι το αποφασιστικό βήμα για τη διατύπωση αφηρημένων εννοιών και γενικών κανόνων. Βέβαια, ο μύθος δεν έλειψε από τη φιλοσοφία, μάλιστα, στα πρώιμα χρόνια δύσκολα ξεχωρίζουμε τη μεταφορική από την κυριολεκτική χρήση της γλώσσας, ιδιαίτερα στο στοχασμό.
Σχετικά με τον ‘επιστημονικό’ ή μη χαρακτήρα των προσωκρατικών θεωριών, πρέπει να θυμόμαστε ότι αυτές βασίζονται σε παρατηρήσεις εμπειρικών δεδομένων και κριτική επεξεργασία, και είναι θεωρητικές προσεγγίσεις που μπορεί να είναι λανθασμένες, είναι όμως ορθολογικές. Ας μην ξεχνάμε πως η πειραματική φυσική ήταν εντελώς άγνωστη, ο φυσικός είχε περιορισμένο υλικό και οι προτάσεις του δεν ήταν δυνατόν να διατυπωθούν μαθηματικά. Οι πρώτοι φιλόσοφοι, πέρα από τις θεωρίες έπρεπε να οικοδομήσουν και την ανάλογη φιλοσοφική γλώσσα - ήταν οι πρώτοι που έγραψαν σε πεζό λόγο – την επιστημονική ορολογία και τον κριτικό λόγο. Από αυτούς διατυπώθηκαν οι κυριότερες έννοιες όλων των κλάδων της επιστήμης που χρησιμοποιούνται σήμερα.
Σημαντικό ρόλο έπαιξαν επίσης η θεολογία και η θρησκεία. Πολλοί στοχαστές διατυπώνουν τις θεωρίες τους μέσα από θεολογικά ενδιαφέροντα, αυτό όμως δεν πρέπει να υπερτιμηθεί, καθώς οι περισσότερες προσωκρατικές θεωρίες έχουν σημασία και συνοχή πέρα από θεολογικά στοιχεία. Συχνή επίσης είναι η κριτική των αντιλήψεων για τους θεούς ή τις λατρευτικές τελετές.
1.1.3 Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης (38)
Θαλής (Νερό)
Θαλής (Νερό)
Δρα στις αρχές του 6ου αι. Για τη σκέψη του βασιζόμαστε μόνο σε μαρτυρίες.
Στην κοσμολογία του βασικό ρόλο παίζει το νερό και οι κοσμολογικές απόψεις του είναι οι εξής :
-η γη στηρίζεται (επιπλέει) στο νερό
-το νερό είναι η ‘αρχή’ των πάντων
Η άποψη αυτή, παραπέμπει στον Όμηρο και τον Ησίοδο. Ο Ωκεανός περιβρέχει τη Γη και είναι η πηγή όλων των νερών. Η ιδέα της ύπαρξης νερών κάτω από τη γη, έχει ομοιότητες με αιγυπτιακούς και βαβυλωνιακούς μύθους, κάτι που πιθανόν να οφείλεται στα ταξίδια του Θαλή σε αυτές τις περιοχές. Η ύστερη παράδοση θεωρεί πως θέλησε να εξηγήσει με αυτόν τον τρόπο τους σεισμούς.
Ο Θαλής θεωρούσε το νερό ως αρχή των πάντων (39) και πιθανόν να εννοούσε
Α) ‘όλα προήλθαν από το νερό’ (απάντηση στο ερώτημα από τι έγινε ο κόσμος)
Β) ‘όλα τα πράγματα αποτελούνται από νερό’ (απάντηση στο ερώτημα από τι αποτελείται ο κόσμος)
Πιθανόν να πίστευε και τα δύο. Το νερό είναι κοσμογονική αρχή και ταυτόχρονα συμμετέχει στη σύσταση του κόσμου, ως βασικό συστατικό όλων των πραγμάτων. Το νερό παύει να είναι θεός και αναγνωρίζεται ως φυσικό σώμα. Δεν ξέρουμε πως οδηγήθηκε ο Θαλής σε αυτήν τη θεωρία, πιθανόν εξαιτίας της φυσιολογίας, ή της μετεωρολογίας, ή ακόμα να επηρεάστηκε από τους μύθους της Εγγύς Ανατολής.
Άλλη άποψη του Θαλή, είναι πως ο κόσμος είναι γεμάτος θεούς, εννοώντας πως ο κόσμος είναι ζωντανός και έμψυχος, άρα κινείται, άρα ζει. Διαπίστωσε πως μερικά είδη πέτρας όπως ο μαγνήτης, μπορεί να έχουν περιορισμένη δυνατότητα κίνησης άρα μπορεί να έχουν ψυχή, που θεωρείτο η πηγή της ζωής και της κίνησης. Ο Θαλής θεωρούσε ότι η ψυχή ή η ζωή, καλύπτει μεγαλύτερο φάσμα από αυτό που φαίνεται. Πρόκειται για την άποψη του ‘υλοζωισμού’, ότι δηλαδή η ύλη έχει ζωή. Ο υλοζωισμός θεωρεί δομικό υλικό του κόσμου το φυσικό στοιχείο, εννοώντας το ως έμβιο σώμα, αδιάσπαστη ενότητα ύλης και ενέργειας.
Ο Θαλής θεωρείται (40) ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας, με πλατιές γνώσεις και επινοητικότητα στη γεωμετρία, την αστρονομία, τη μηχανική. Άλλωστε προέβλεψε και μια έκλειψη ηλίου. Η σκέψη του μπορεί να ήταν απλοϊκή, χρησιμοποίησε όμως έννοιες της φυσικής φιλοσοφίας για να ερμηνεύσει τον κόσμο. Μπόρεσε να αναγάγει τα πολλαπλά φαινόμενα του κόσμου σε μια απρόσωπη, ενιαία και μοναδική αρχή. Για αυτό, παρά τις ενστάσεις, θεωρούμε το Θαλή φιλόσοφο που προετοίμασε το δρόμο των μεταγενέστερων.
Αναξίμανδρος (άπειρο)
Πολύπλευρη προσωπικότητα. Συνέθεσε σε πεζό λόγο το πρώτο φιλοσοφικό σύγγραμμα, με πιθανότερο τίτλο το «Περί Φύσεως». Η θεωρία του είναι η έννοια του άπειρου, την οποία εισηγήθηκε ο ίδιος. Ουσιαστικοποίησε το ουδέτερο του επιθέτου ‘άπειρος’ το οποίο έχει δύο ετυμολογίες :
Α) α + πέρας = χωρίς όρια, χωρίς περιορισμό
Β) α + περάω = αδιαπέραστο
Οι δυο αυτές σημασίες δεν είναι ασυμβίβαστες. Κανείς δε μπορεί να φτάσει στα όρια εκείνου που είναι αδιαπέραστο. Φαίνεται πως ο Αναξίμανδρος θεωρούσε :
Α) το απεριόριστο στο χώρο (στην έκταση και τη διάρκεια)
Β) το ποιοτικά ακαθόριστο, γιατί το άπειρο δεν προσδιοριζόταν ως ένα από τα 4 στοιχεία (φωτιά, αέρας, νερό ή γη)
Το φαντάστηκε μάλλον σαν μια πρωταρχική κατάσταση αδιαφοροποίητης ύλης, όπου τα διάφορα στοιχεία και ιδιότητες δεν ξεχωρίζουν (41) αν και υπάρχουν σε λανθάνουσα κατάσταση. Στο άπειρον, ο Αναξίμανδρος είδε την πρωταρχική ύλη και κατάσταση του κόσμου όπως και την αιτία της κοσμικής τάξης. Της έδωσε θεϊκές ιδιότητες : χαρακτήρισε το άπειρον αθάνατο, άφθαρτο και θείο. Η ποσοτική και ποιοτική του ακαθοριστία, είναι απεριόριστη πηγή αλλά και κατευθυντήρια δύναμη του κόσμου.
Η εξήγηση που έδωσε για τη δημιουργία του κόσμου, είναι η εξής :
Από το άπειρο ξεχώρισε κάτι, που παρήγαγε φλόγα και νεφελώδη αέρα, στον πυρήνα του οποίου συμπυκνώθηκε η Γη, ενώ η φλόγα έζωνε τον αέρα. Η φλόγινη αυτή σφαίρα εξερράγη, διαλύθηκε σε κύκλους τριγυρισμένους από νεφελώδη αέρα, ο οποίος εξαπλώθηκε και σχημάτισε τα ουράνια σώματα.
Διάφορες μαρτυρίες αναφέρουν ότι ο Αναξίμανδρος εξήγησε τον Ήλιο, τη Σελήνη και τα άστρα, όπως και άλλα μετεωρολογικά φαινόμενα. Πίστευε πως η Γη είναι κυλινδρική και οι άνθρωποι ζουν στην επάνω επιφάνειά της. Το πλάτος της είναι τριπλάσιο από το βάθος της, δε στηρίζεται πουθενά και ισορροπεί στο κέντρο του σύμπαντος.
(42) Συνέδεε την αποξήρανση της Γης με την εμφάνιση της ζωής. Στο τελευταίο στάδιο της κοσμογονίας κάποια μέρη της με την επίδραση του Ήλιου αποξηράνθηκαν και ξεχώρισαν από το νερό. Ότι απέμεινε από την υγρή έκταση, είναι η θάλασσα. Πίστευε πως η βαθμιαία αποξήρανση της γης είναι μέρος μιας κυκλικής διαδικασίας, το άλλο άκρο της οποίας είναι ο κατακλυσμός όλης της ξηράς από τη θάλασσα, και η μετατροπή της σε ιλύ. Η ζωή παρουσιάστηκε μέσα σε υγρή λάσπη ή πηλό. Τα πρώτα ζώα αυτό-γεννήθηκαν από το υγρό στοιχείο, ήταν ιχθυόμορφα και τα περιέκλειαν φλοιοί. Από αυτά τα ζώα προέρχονται όλα τα άλλα που βγήκαν από το κέλυφός τους και προσαρμόστηκαν στις συνθήκες της ξηράς. Ο άνθρωπος εμφανίζεται στο τέλος αυτής της αλυσίδας. Αρχικά, όπως και τα άλλα πλάσματα αναπτύχθηκε μέσα σε ένα είδος ψαριού.
Φαίνεται πως ο Αναξίμανδρος, είδε τη γένεση του κόσμου ως ενιαία εξελικτική διαδικασία, κάθε φάση της οποίας εξηγείται από την προηγούμενη. Πολλοί θεωρούν τη θεωρία του ως πρόδρομο της εξελικτικής θεωρίας. (δείτε το πρωιμότερο χωρίο της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας με αυθεντική διατύπωση, σελ. 43) (Δαρβίνος)
Ο Αναξίμανδρος εκφράζει τη συνεχή εναλλαγή των αντίθετων δυνάμεων και ουσιών στον παρόντα κόσμο και όχι την εναλλαγή του παρόντος κόσμου με το άπειρον. Αναφέρεται στις μακροαλλαγές του φυσικού κόσμου που σχετίζονται με τις εποχιακές αλλαγές. Για να περιγράψει αυτήν την αλλαγή, χρησιμοποίησε μια μεταφορά : η υπεροχή μιας ουσίας εις βάρος μιας άλλης είναι ‘αδικία’, οπότε ακολουθεί η αντίδραση, η τιμωρία του ενόχου με την αποκατάσταση της ισότητας. Πολλοί βλέπουν εδώ την αρχή της αιτιότητας. Σύμφωνα με τον Αναξίμανδρο, ο νόμος της φύσης είναι η δικαιοσύνη, ο φυσικός κόσμος κυβερνιέται με κανόνες και τάξη.
Η κοσμολογία του είναι ορθολογική. (44) Εγκατέλειψε τελείως τις μυθολογικές διατυπώσεις κι εκφράστηκε με όρους της φυσικής φιλοσοφίας. Αποθεοποίησε τα φυσικά φαινόμενα και οι επιμέρους θεωρίες του επέδρασαν στην εξέλιξη του προσωκρατικού στοχασμού. Η ορθολογική νοοτροπία και οι επιστημονικές του ενασχολήσεις αποδεικνύουν το γόνιμο, συνθετικό του πνεύμα. Για αυτό, πολλοί θεωρούν ότι η ελληνική φιλοσοφία αρχίζει με τον Αναξίμανδρο.
Στην κοσμολογία του βασικό ρόλο παίζει το νερό και οι κοσμολογικές απόψεις του είναι οι εξής :
-η γη στηρίζεται (επιπλέει) στο νερό
-το νερό είναι η ‘αρχή’ των πάντων
Η άποψη αυτή, παραπέμπει στον Όμηρο και τον Ησίοδο. Ο Ωκεανός περιβρέχει τη Γη και είναι η πηγή όλων των νερών. Η ιδέα της ύπαρξης νερών κάτω από τη γη, έχει ομοιότητες με αιγυπτιακούς και βαβυλωνιακούς μύθους, κάτι που πιθανόν να οφείλεται στα ταξίδια του Θαλή σε αυτές τις περιοχές. Η ύστερη παράδοση θεωρεί πως θέλησε να εξηγήσει με αυτόν τον τρόπο τους σεισμούς.
Ο Θαλής θεωρούσε το νερό ως αρχή των πάντων (39) και πιθανόν να εννοούσε
Α) ‘όλα προήλθαν από το νερό’ (απάντηση στο ερώτημα από τι έγινε ο κόσμος)
Β) ‘όλα τα πράγματα αποτελούνται από νερό’ (απάντηση στο ερώτημα από τι αποτελείται ο κόσμος)
Πιθανόν να πίστευε και τα δύο. Το νερό είναι κοσμογονική αρχή και ταυτόχρονα συμμετέχει στη σύσταση του κόσμου, ως βασικό συστατικό όλων των πραγμάτων. Το νερό παύει να είναι θεός και αναγνωρίζεται ως φυσικό σώμα. Δεν ξέρουμε πως οδηγήθηκε ο Θαλής σε αυτήν τη θεωρία, πιθανόν εξαιτίας της φυσιολογίας, ή της μετεωρολογίας, ή ακόμα να επηρεάστηκε από τους μύθους της Εγγύς Ανατολής.
Άλλη άποψη του Θαλή, είναι πως ο κόσμος είναι γεμάτος θεούς, εννοώντας πως ο κόσμος είναι ζωντανός και έμψυχος, άρα κινείται, άρα ζει. Διαπίστωσε πως μερικά είδη πέτρας όπως ο μαγνήτης, μπορεί να έχουν περιορισμένη δυνατότητα κίνησης άρα μπορεί να έχουν ψυχή, που θεωρείτο η πηγή της ζωής και της κίνησης. Ο Θαλής θεωρούσε ότι η ψυχή ή η ζωή, καλύπτει μεγαλύτερο φάσμα από αυτό που φαίνεται. Πρόκειται για την άποψη του ‘υλοζωισμού’, ότι δηλαδή η ύλη έχει ζωή. Ο υλοζωισμός θεωρεί δομικό υλικό του κόσμου το φυσικό στοιχείο, εννοώντας το ως έμβιο σώμα, αδιάσπαστη ενότητα ύλης και ενέργειας.
Ο Θαλής θεωρείται (40) ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας, με πλατιές γνώσεις και επινοητικότητα στη γεωμετρία, την αστρονομία, τη μηχανική. Άλλωστε προέβλεψε και μια έκλειψη ηλίου. Η σκέψη του μπορεί να ήταν απλοϊκή, χρησιμοποίησε όμως έννοιες της φυσικής φιλοσοφίας για να ερμηνεύσει τον κόσμο. Μπόρεσε να αναγάγει τα πολλαπλά φαινόμενα του κόσμου σε μια απρόσωπη, ενιαία και μοναδική αρχή. Για αυτό, παρά τις ενστάσεις, θεωρούμε το Θαλή φιλόσοφο που προετοίμασε το δρόμο των μεταγενέστερων.
Αναξίμανδρος (άπειρο)
Πολύπλευρη προσωπικότητα. Συνέθεσε σε πεζό λόγο το πρώτο φιλοσοφικό σύγγραμμα, με πιθανότερο τίτλο το «Περί Φύσεως». Η θεωρία του είναι η έννοια του άπειρου, την οποία εισηγήθηκε ο ίδιος. Ουσιαστικοποίησε το ουδέτερο του επιθέτου ‘άπειρος’ το οποίο έχει δύο ετυμολογίες :
Α) α + πέρας = χωρίς όρια, χωρίς περιορισμό
Β) α + περάω = αδιαπέραστο
Οι δυο αυτές σημασίες δεν είναι ασυμβίβαστες. Κανείς δε μπορεί να φτάσει στα όρια εκείνου που είναι αδιαπέραστο. Φαίνεται πως ο Αναξίμανδρος θεωρούσε :
Α) το απεριόριστο στο χώρο (στην έκταση και τη διάρκεια)
Β) το ποιοτικά ακαθόριστο, γιατί το άπειρο δεν προσδιοριζόταν ως ένα από τα 4 στοιχεία (φωτιά, αέρας, νερό ή γη)
Το φαντάστηκε μάλλον σαν μια πρωταρχική κατάσταση αδιαφοροποίητης ύλης, όπου τα διάφορα στοιχεία και ιδιότητες δεν ξεχωρίζουν (41) αν και υπάρχουν σε λανθάνουσα κατάσταση. Στο άπειρον, ο Αναξίμανδρος είδε την πρωταρχική ύλη και κατάσταση του κόσμου όπως και την αιτία της κοσμικής τάξης. Της έδωσε θεϊκές ιδιότητες : χαρακτήρισε το άπειρον αθάνατο, άφθαρτο και θείο. Η ποσοτική και ποιοτική του ακαθοριστία, είναι απεριόριστη πηγή αλλά και κατευθυντήρια δύναμη του κόσμου.
Η εξήγηση που έδωσε για τη δημιουργία του κόσμου, είναι η εξής :
Από το άπειρο ξεχώρισε κάτι, που παρήγαγε φλόγα και νεφελώδη αέρα, στον πυρήνα του οποίου συμπυκνώθηκε η Γη, ενώ η φλόγα έζωνε τον αέρα. Η φλόγινη αυτή σφαίρα εξερράγη, διαλύθηκε σε κύκλους τριγυρισμένους από νεφελώδη αέρα, ο οποίος εξαπλώθηκε και σχημάτισε τα ουράνια σώματα.
Διάφορες μαρτυρίες αναφέρουν ότι ο Αναξίμανδρος εξήγησε τον Ήλιο, τη Σελήνη και τα άστρα, όπως και άλλα μετεωρολογικά φαινόμενα. Πίστευε πως η Γη είναι κυλινδρική και οι άνθρωποι ζουν στην επάνω επιφάνειά της. Το πλάτος της είναι τριπλάσιο από το βάθος της, δε στηρίζεται πουθενά και ισορροπεί στο κέντρο του σύμπαντος.
(42) Συνέδεε την αποξήρανση της Γης με την εμφάνιση της ζωής. Στο τελευταίο στάδιο της κοσμογονίας κάποια μέρη της με την επίδραση του Ήλιου αποξηράνθηκαν και ξεχώρισαν από το νερό. Ότι απέμεινε από την υγρή έκταση, είναι η θάλασσα. Πίστευε πως η βαθμιαία αποξήρανση της γης είναι μέρος μιας κυκλικής διαδικασίας, το άλλο άκρο της οποίας είναι ο κατακλυσμός όλης της ξηράς από τη θάλασσα, και η μετατροπή της σε ιλύ. Η ζωή παρουσιάστηκε μέσα σε υγρή λάσπη ή πηλό. Τα πρώτα ζώα αυτό-γεννήθηκαν από το υγρό στοιχείο, ήταν ιχθυόμορφα και τα περιέκλειαν φλοιοί. Από αυτά τα ζώα προέρχονται όλα τα άλλα που βγήκαν από το κέλυφός τους και προσαρμόστηκαν στις συνθήκες της ξηράς. Ο άνθρωπος εμφανίζεται στο τέλος αυτής της αλυσίδας. Αρχικά, όπως και τα άλλα πλάσματα αναπτύχθηκε μέσα σε ένα είδος ψαριού.
Φαίνεται πως ο Αναξίμανδρος, είδε τη γένεση του κόσμου ως ενιαία εξελικτική διαδικασία, κάθε φάση της οποίας εξηγείται από την προηγούμενη. Πολλοί θεωρούν τη θεωρία του ως πρόδρομο της εξελικτικής θεωρίας. (δείτε το πρωιμότερο χωρίο της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας με αυθεντική διατύπωση, σελ. 43) (Δαρβίνος)
Ο Αναξίμανδρος εκφράζει τη συνεχή εναλλαγή των αντίθετων δυνάμεων και ουσιών στον παρόντα κόσμο και όχι την εναλλαγή του παρόντος κόσμου με το άπειρον. Αναφέρεται στις μακροαλλαγές του φυσικού κόσμου που σχετίζονται με τις εποχιακές αλλαγές. Για να περιγράψει αυτήν την αλλαγή, χρησιμοποίησε μια μεταφορά : η υπεροχή μιας ουσίας εις βάρος μιας άλλης είναι ‘αδικία’, οπότε ακολουθεί η αντίδραση, η τιμωρία του ενόχου με την αποκατάσταση της ισότητας. Πολλοί βλέπουν εδώ την αρχή της αιτιότητας. Σύμφωνα με τον Αναξίμανδρο, ο νόμος της φύσης είναι η δικαιοσύνη, ο φυσικός κόσμος κυβερνιέται με κανόνες και τάξη.
Η κοσμολογία του είναι ορθολογική. (44) Εγκατέλειψε τελείως τις μυθολογικές διατυπώσεις κι εκφράστηκε με όρους της φυσικής φιλοσοφίας. Αποθεοποίησε τα φυσικά φαινόμενα και οι επιμέρους θεωρίες του επέδρασαν στην εξέλιξη του προσωκρατικού στοχασμού. Η ορθολογική νοοτροπία και οι επιστημονικές του ενασχολήσεις αποδεικνύουν το γόνιμο, συνθετικό του πνεύμα. Για αυτό, πολλοί θεωρούν ότι η ελληνική φιλοσοφία αρχίζει με τον Αναξίμανδρο.
Αναξιμένης (αήρ, φύση και άνθρωπος)
Νεώτερος του Αναξίμανδρου γύρω στα είκοσι χρόνια, έδρασε στο δεύτερο μισό του 5ου αι. Έγραψε ένα βιβλίο σε απλή και απέριττη ιωνική γλώσσα. Αναζήτησε την αρχή του κόσμου, την ουσία και την ύλη του. Θεώρησε πως η αρχή αυτή είναι :
-μία και μοναδική
-άπειρη και είναι
-ο αήρ
Θεωρούσε επίσης ότι ουσίες όπως η φωτιά, ο άνεμος, τα σύννεφα, το νερό, η γη και οι πέτρες δημιουργούνται με την πύκνωση ή την αραίωση του αέρα. Με τον όρο αήρ, ο Αναξιμένης εννοούσε τον αόρατο ατμοσφαιρικό αέρα, όταν αυτός είναι ισομερώς διαμοιρασμένος στην ατμόσφαιρα. Υποστήριξε πως ο αέρας είναι άπειρος με την ποσοτική έννοια, δηλαδή απεριόριστος και ανεξάντλητη πηγή του γίγνεσθαι. Ο αέρας αλλάζει εμφάνιση (πυκνότερος ή αραιότερος) ανάλογα με τη θέση του. Όλα όσα δεν είναι άμεσα αέρας, μπορούν να νοηθούν ως καταστάσεις που προέκυψαν από τις μεταβολές του αέρα. Έτσι, δεν υπάρχει τίποτα που να είναι (45) διαφορετικό ή αντίθετο από αυτόν. Απαραίτητη προϋπόθεση των μεταβολών, είναι η συνεχής κινητικότητά του. Εισήγαγε τις αλλαγές στη θερμοκρασία, που φαινομενικά δεν έχουν σχέση με την κίνηση του αέρα, φέρνοντας ως παράδειγμα την αναπνοή : όταν τα χείλη μας είναι κλειστά η αναπνοή μας βγαίνει ψυχρή. Αν ανοίξουμε το στόμα βγαίνει θερμότερη.
Η επιλογή του αέρα ως αρχή, μπορεί να οφείλεται στην παρατήρηση των φυσικών φαινομένων, στην καθημερινή εμπειρία, ως καθοριστικό παράγοντα όμως, θεωρούμε το γεγονός πως ταυτίζει την ψυχή με τον αέρα και χρησιμοποιεί τον αέρα και το πνεύμα ως συνώνυμους όρους. Υποδηλώνει ότι το πνεύμα – η πνοή, είναι πηγή ζωής. Η αντίληψη βέβαια για την ψυχή ως πνεύμα, είναι αρχαϊκή, η σύγκριση όμως μεταξύ πνεύματος και κοσμικού αέρα είναι πολύ σημαντική και πιθανότατα αυτή οδήγησε τον Αναξιμένη να υιοθετήσει τον αέρα ως αρχή του κόσμου. Το γεγονός πως συνέδεσε την αρχή του κόσμου με την αρχή του ανθρώπου, δηλώνει πως πρόβαλε μια ενιαία προοπτική κατανόησης του κόσμου και του ανθρώπου.
Διαμόρφωσε την κοσμογονία και την κοσμολογία του με επίκεντρο τον αέρα και τις μεταβολές του. Η Γη σχηματίστηκε (46) όταν ένα μέρος του άπειρου συμπυκνώθηκε, είναι πλατιά, αβαθής και στηρίζεται στον αέρα. Τα ουράνια σώματα είναι πύρινα και υποβαστάζονται και αυτά από τον αέρα. Με την πύκνωση του αέρα εξηγούσε και τα φυσικά φαινόμενα, εκτός των σεισμών.
Με αυτήν τη θεωρία απαντά τόσο στο ερώτημα ‘από πού προήλθε ο κόσμος’, όσο και στο ‘από τι αποτελείται ο συντελεσμένος κόσμος’, προβάλλοντας ένα ενιαίο εξηγητικό μοντέλο. Έχουμε εδώ το πρώτο συστηματικό, μονιστικό σύστημα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και υλιστικό, αν απαλλάσσαμε την έννοια του υλισμού από τις μεταγενέστερες σημασίες της και δεν την ξεχωρίζαμε από το πνεύμα. Η ύλη δε θεωρείται αδρανής, αλλά ζωντανή. Ύλη και δύναμη είναι ενιαίες. Η εξήγηση με την ποσοτική έννοια της διαφορετικής πυκνότητας, θεωρείται προδρομική της νεότερης φυσικής επιστήμης.
Πυθαγόρας και Πυθαγόρειοι
Ο Πυθαγόρας γεννήθηκε το 570 στη Σάμο και μετανάστευσε στον Κρότωνα της Κ. Ιταλίας όταν έγινε τύραννος του νησιού ο Πολυκράτης. Στον Κρότωνα ίδρυσε μια ηθικοθρησκευτική κοινότητα – αδελφότητα (εταιρεία) που είχε φιλοσοφικά και πολιτικά ενδιαφέροντα. Τα μέλη της ζούσαν ασκητικά, υπό κανόνες θεσπισμένους από τον Πυθαγόρα. Οι κανόνες αυτοί, ήταν μια σειρά θεωρητικών και πρακτικών οδηγιών που λέγονταν ακούσματα (καθώς μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα) ή σύμβολα (γιατί μέσω αυτών υπήρχε αναγνώριση μεταξύ των μελών). Τηρούσαν ιδιόμορφο τελετουργικό, με προστάτη τον Απόλλωνα και συνδέονταν μεταξύ τους με βαθιά φιλία και αλληλεγγύη. Τέτοιες εταιρείες ιδρύθηκαν και σε άλλες πόλεις της Κάτω Ιταλίας. Η αυξανόμενη πολιτική επιρροή, η διδασκαλία του Πυθαγόρα και ο τρόπος ζωής των μελών της εταιρείας, δημιούργησαν αντιπάλους και εχθρούς, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν βιαιότητες εναντίων (47) των εταιρειών αυτών. Τα επεισόδια αυτά ξεκίνησαν όσο ήδη ζούσε ο Πυθαγόρας, που αναγκάστηκε να καταφύγει στο Μεταπόντιο όπου και πέθανε το 497, μαζί με πολλούς οπαδούς του.
Ο Πυθαγόρας δεν έγραψε τίποτα. Η διδασκαλία του μεταδιδόταν προφορικά μέσω της εταιρείας, περιβαλλόταν με κύρος και αυστηρή εχεμύθεια. Τα πολλά έργα που συντάχθηκαν αργότερα, αποτελούν ετερόκλητα συμπιλήματα, που περιέχουν όμως αποσπάσματα ή επιτομές συγγραφέων από παραδόσεις γύρω από τον Πυθαγόρα και τους Πυθαγόρειους. Η έρευνα εξακολουθεί να βασανίζεται από ερωτήματα σχετικά με τι διδασκαλία και τις θεωρίες του.
Στην Αρχαιότητα, κυκλοφορούσαν πολλά κουτσομπολιά για τον Πυθαγόρα. Λέγονταν πως είχε ιδιαίτερες ψυχικές δυνάμεις και ήταν ικανός για υπερφυσικά κατορθώματα.
Οι σύγχρονοί του ήταν λίγο μπερδεμένοι απέναντί του. Ο Ηράκλειτος τον θεωρούσε απατεώνα, όπως και ο Ξενοφάνης. Ο Εμπεδοκλής τον θαύμαζε.
Στην ιστορία της φιλοσοφίας, άλλοι βλέπουν τον Πυθαγόρα ως θείον άνδρα ή σαμάνα, άλλοι ως σοφό, άλλοι ως δάσκαλο της ηθικής, άλλοι ως θρησκευτικό ηγέτη κι άλλοι θεωρούν ότι απασχολήθηκε σοβαρά με τη μελέτη του φυσικού κόσμου, καλλιεργώντας τη φυσική επιστήμη.
Ο (48) Πορφύριος αναφέρει πως κανείς δε μπορεί να πει με σιγουριά τι δίδασκε ο Πυθαγόρας, σίγουρα όμως έλεγε πως η ψυχή είναι αθάνατη, ότι μεταμορφώνεται σε άλλα είδη ζώων, πως ότι συμβαίνει έχει ξανασυμβεί και πως όλα τα πλάσματα πρέπει να θεωρούνται συγγενικά μεταξύ τους. Το ίδιο αναφέρεται και σε άλλες πηγές.
Ο Πυθαγόρας μίλησε για την ανθρώπινη ζωή και τη μετά θάνατον μοίρα, δίδαξε τη μετενσάρκωση. Με το θάνατο του ανθρώπου η ψυχή μπαίνει σε άλλο σώμα και μετά από πολλές μετενσαρκώσεις, απελευθερώνεται από τα δεσμά της και φτάνει σε τόπους ευδαιμονίας και γαλήνης (νησιά των Μακάρων). Κάποιοι θεωρούν ότι πρόκειται για αστρική αθανασία της ψυχής. Εξάλλου, τον 6ο αι. υπήρχαν και άλλες ομάδες που πίστευαν το ίδιο, όπως οι Ορφικοί και η μυημένοι στα Ελευσίνια μυστήρια.
Η μετενσωμάτωση της ψυχής δεν είναι τυχαία αλλά γίνεται μετά από κρίση. Έτσι δικαιολογείται ο ασκητικός βίος των πυθαγόρειων, που ρυθμιζόταν από πλήθος εντολών. Κύρια χαρακτηριστικά του Πυθαγόρειου βίου, ήταν ο σεβασμός της ζωής (απαγόρευση φόνου έμψυχου όντος), διαιτητικοί περιορισμοί, η τήρηση του μέτρου στην καθημερινότητα και ένας αντι-ηδονισμός που έφτανε μέχρι τον πουριτανισμό.
Για τους Πυθαγόρειους, ο κόσμος διέπεται από μυστικές και ακατάληπτες δυνάμεις που γίνονται κατανοητές μέσα από συμβολισμούς που (49) δε θυμίζουν σε τίποτα τον ορθολογισμό των πρώιμων Ιώνων φιλοσόφων. Η εικόνα αυτή συμπληρώνεται από την αντίληψη πως όλα τα έμψυχα είναι συγγενή μεταξύ τους. Όλα αυτά παρουσιάζουν τον πυθαγορισμό σαν ιδιότυπη αίρεση, πιστή στα χαρακτηριστικά του ιδρυτή του. Υπήρχαν όμως και επιχειρήματα.
Οι πυθαγόρειοι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες.:
-οι ακουσματικοί (αυτοί που τηρούσαν ευλαβικά τα ακούσματα ως τρόπο ζωής) και
-οι μαθηματικοί (εκείνοι που καταγίνονταν με τις επιστήμες (μαθήματα) στο πλαίσιο του πυθαγορισμού.
-Η μουσική και τα μαθηματικά πιστώνονται ως ο πρώιμος πυθαγορισμός.
Τα ακούσματα αποκαλύπτουν τη σημασία τους στην αρμονία και τον αριθμό, με ιδιαίτερο αυτόν του 10. Είναι το σύνολο των πρώτων τεσσάρων αριθμών (1+2+3+4) λέγεται δε, τετρακτύς και συνδέεται με αυτήν η έννοια της αρμονίας, που είχε κοσμική σημασία για τους Πυθαγόρειους.
Ο πυρήνας (50) της θεωρίας για τον αριθμό και την αρμονία, διευρύνθηκε τον 5ο αι. κυρίως από το Φιλόλαο. Ο Φιλόλαος τόνισε τη σημασία του αριθμού στην κατανόηση της πραγματικότητας και υποστήριξε πως ο κόσμος αποτελείται από περαίνοντα και άπειρα, εννοώντας τους περιττούς και άρτιους αριθμούς. Αυτά αποτελούν τις πρώτες αρχές όλων των πραγμάτων, που μόνο με την αρμονία μπορούν να συνυπάρξουν. Ο Φιλόλαος υποστήριξε επίσης, πως στο κέντρο του σύμπαντος υπάρχει μια κεντρική φωτιά (εστία του παντός) γύρω από την οποία περιστρέφονται ουράνια σώματα.
Από τον 5ο αι. και μετά, οι Πυθαγόρειοι επεξεργάστηκαν πιο αφηρημένα και πιο λεπτομερώς μεταφυσικές και κοσμολογικές ιδέες. Προσπάθησαν να ερμηνεύσουν και να περιγράψουν τον κόσμο με βάση τις σχέσεις των αριθμών. Θεώρησαν ότι το πέρας (όριο) και το άπειρον είναι τα στοιχεία του κόσμου που αποτελούν τη ρίζα των υπόλοιπων.
Σχημάτισαν μια σειρά δέκα αντιθέτων :
πέρας – άπειρον, περιττόν – άρτιον, εν – πλήθος, δεξιό – αριστερό, άρρεν – θήλυ, ηρεμούν – κινούμενον, ευθύ – καμπύλο, φως – σκότος, αγαθόν – κακόν, τετράγωνο – ετερομήκες.
Εξέφρασαν τη θεωρία ότι η αρμονία των σφαιρών δημιουργείται από την κίνηση των άστρων. Η αθανασία της ψυχής συνδέθηκε με τη θεωρία του αριθμού : η ψυχή είναι είδος αρμονίας, ένας αριθμητικός λόγος.
(51) Ο Αλκμαίων – μη πυθαγόρειος, υποστήριξε ότι η ψυχή είναι αθάνατη γιατί κινείται συνεχώς, όπως τα ουράνια σώματα.
Μετά τον 5ο αι. οι Πυθαγόρειοι καλλιέργησαν πολύ τα μαθηματικά. Σε αυτά διέπρεψε ο Αρχύτας, που είδε μέσα τους το κλειδί κατανόησης της φύσης, τόνισε τη δύναμη του αριθμού στη φύση και τις ανθρώπινες σχέσεις, ως δύναμη που συντελεί στην αρμονία.
Ο Πυθαγορισμός επέζησε μέχρι και 900 χρόνια μετά τη γέννηση του Πυθαγόρα. Η δυναμική και η γοητεία του, ενισχύθηκε από τους εκπροσώπους του, που ενσωμάτωναν στη διδασκαλία του τα μηνύματα των καιρών, παραμένοντας επίκαιροι. Μέχρι τον 3ο αι. μ.Χ. υπήρξε ισχυρός πόλος έλξης, οπόταν υπερίσχυσε εκείνος του χριστιανισμού.
Ξενοφάνης (νερό)
Γεννήθηκε γύρω στο 570 στον Κολοφώνα της Ιωνίας. Όταν την πόλη κατέλαβαν οι Μήδοι, έζησε περιπλανόμενος έως το θάνατό του. Έγραψε έμμετρα και απήγγειλε μόνος τα ποιήματά του, από τα οποία σώζονται αρκετά. Οι απόψεις του για το φυσικό κόσμο, μοιάζουν αρκετά με αυτές των Μιλήσιων. Θεωρεί ότι όλα, ακόμα και οι άνθρωποι, αποτελούνται και προέρχονται από το νερό και τη γη. Η θάλασσα είναι πηγή όλων των ποταμών, της βροχής, των νεφών και των ανέμων.
Την άποψή του αυτή, (52) την ενίσχυσε με τη θεωρία ότι περιοδικά η γη μετασχηματίζεται σε θάλασσα και το αντίστροφο, χωρίς κανένα από τα δυο στοιχεία να εξαφανίζεται. Η ζωή γεννήθηκε από τη λάσπη και ως απόδειξη θεωρούσε την ύπαρξη απολιθωμάτων.
Αμφισβήτησε τη βεβαιότητα για άνευ όρων εγκυρότητα της ανθρώπινης γνώσης, θεωρώντας πως είναι περιορισμένη. Υποστηρίζει ότι οι ανθρώπινες πνευματικές κατακτήσεις είναι απλώς γνώμες κι ακόμα κι όταν κάποιος πλησιάζει την αντικειμενική αλήθεια, δε μπορεί να είναι βέβαιος για αυτό. Επιδοκίμασε έτσι τη διαρκή αναζήτηση και έρευνα, ως σημαντικά στοιχεία της προόδου και του πολιτισμού. Άσκησε έντονη κριτική στην παραδοσιακή εικόνα του θείου που πρόβαλλε κυρίως από τον Όμηρο και τον Ησίοδο, θεωρώντας πως έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Στήριξε την κριτική του αυτή στην ηθική και την εθνολογία. Από τη μια κατέκρινε το γεγονός πως οι θεοί παρουσιάζονται ανήθικοι και με ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Από την άλλη (53) υποστήριξε ότι :
-οι διάφορες φυλές αποδίδουν στους θεούς τα δικά τους χαρακτηριστικά
-τα ζώα θα έκαναν το ίδιο αν μπορούσαν
Οι θέσεις του αυτές, παρουσιάζονται ως απόρροια της γνωσιοθεωρητικής του θέσης πως οι δοξασίες που στηρίζονται σε υποθέσεις, δεν έχουν καθολική ισχύ. Δέχεται επίσης πως σύμφωνα με αυτό, και οι δικές του θέσεις τίθενται υπό αμφισβήτηση.
Ο Ξενοφάνης προτείνει μια μονοθεϊστική εικόνα. Υπάρχει ένας και μοναδικός θεός, ανόμοιος στο σώμα και το πνεύμα με τους ανθρώπους και κινεί τα πάντα με το νου. Ο θεός (54) αυτός δεν έχει ανθρώπινα γνωρίσματα και πάθη, δρα με το σύνολο της ουσίας του και κυβερνά τον κόσμο μόνον με την πνευματική του ενέργεια. Δεν του αρνείται τη σωματική υπόσταση ούτε τη θέση του στο χώρο. Δεν προσδιορίζει όμως την ‘κατοικία’ του θεού αν και θεωρεί πως δρα στον κόσμο μόνο με τη διάνοιά του. Η θεολογία του αποτιμήθηκε με διάφορους τρόπους :
- κάποιοι (Πλάτων, Αριστοτέλης), συνέδεσαν το θεόν του Ξενοφάνη με το εόν του Παρμενίδη. Αν και μοιράζονται τη θεωρία του ενός, η αφετηρία και η συλλογιστικές τους είναι διαφορετικές.
- άλλοι (Θεόφραστος), ταύτισαν το θεό του Ξενοφάνη με τον κόσμο, κάτι που δε γίνεται γιατί ο θεός του Ξενοφάνη είναι ακίνητος, ενώ ο κόσμος κινείται.
- νεότεροι μελετητές, είδαν στο θεό του Ξενοφάνη έναν απομυθοποιημένο Δία, τονίζοντας την εκκίνησή του από την ποιητική παράδοση και υποθέτοντας πως ο θεός αυτός βασίζεται στους Μιλήσιους. Όπως και να’ χει, ο Ξενοφάνης δεν προσδιόρισε τη θέση του θεού στον κόσμο, ούτε περιέγραψε τη σχέση του με αυτόν.
Υπήρξε ποιητής, φιλόσοφος και στοχαστής, με γόνιμο και κριτικό πνεύμα. Επεδίωκε να τοποθετεί τις θεωρίες του σε στέρεες βάσεις, αναγνωρίζοντας όμως τα όριά τους. Με τη νέα έννοια του θεού, ανοίγει νέους δρόμους στο στοχασμό. Παρουσιάζεται ως προάγγελος της διατύπωσης πως κάθε μεταβολή στο φυσικό σύμπαν εξηγείται εύλογα με την παρουσία μιας αμετάβλητης, πνευματικής δύναμης.
1.1. Η Ακμή της Προσωκρατικής Φιλοσοφίας (55)
1.2.1. Ηράκλειτος
Την άποψή του αυτή, (52) την ενίσχυσε με τη θεωρία ότι περιοδικά η γη μετασχηματίζεται σε θάλασσα και το αντίστροφο, χωρίς κανένα από τα δυο στοιχεία να εξαφανίζεται. Η ζωή γεννήθηκε από τη λάσπη και ως απόδειξη θεωρούσε την ύπαρξη απολιθωμάτων.
Αμφισβήτησε τη βεβαιότητα για άνευ όρων εγκυρότητα της ανθρώπινης γνώσης, θεωρώντας πως είναι περιορισμένη. Υποστηρίζει ότι οι ανθρώπινες πνευματικές κατακτήσεις είναι απλώς γνώμες κι ακόμα κι όταν κάποιος πλησιάζει την αντικειμενική αλήθεια, δε μπορεί να είναι βέβαιος για αυτό. Επιδοκίμασε έτσι τη διαρκή αναζήτηση και έρευνα, ως σημαντικά στοιχεία της προόδου και του πολιτισμού. Άσκησε έντονη κριτική στην παραδοσιακή εικόνα του θείου που πρόβαλλε κυρίως από τον Όμηρο και τον Ησίοδο, θεωρώντας πως έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Στήριξε την κριτική του αυτή στην ηθική και την εθνολογία. Από τη μια κατέκρινε το γεγονός πως οι θεοί παρουσιάζονται ανήθικοι και με ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Από την άλλη (53) υποστήριξε ότι :
-οι διάφορες φυλές αποδίδουν στους θεούς τα δικά τους χαρακτηριστικά
-τα ζώα θα έκαναν το ίδιο αν μπορούσαν
Οι θέσεις του αυτές, παρουσιάζονται ως απόρροια της γνωσιοθεωρητικής του θέσης πως οι δοξασίες που στηρίζονται σε υποθέσεις, δεν έχουν καθολική ισχύ. Δέχεται επίσης πως σύμφωνα με αυτό, και οι δικές του θέσεις τίθενται υπό αμφισβήτηση.
Ο Ξενοφάνης προτείνει μια μονοθεϊστική εικόνα. Υπάρχει ένας και μοναδικός θεός, ανόμοιος στο σώμα και το πνεύμα με τους ανθρώπους και κινεί τα πάντα με το νου. Ο θεός (54) αυτός δεν έχει ανθρώπινα γνωρίσματα και πάθη, δρα με το σύνολο της ουσίας του και κυβερνά τον κόσμο μόνον με την πνευματική του ενέργεια. Δεν του αρνείται τη σωματική υπόσταση ούτε τη θέση του στο χώρο. Δεν προσδιορίζει όμως την ‘κατοικία’ του θεού αν και θεωρεί πως δρα στον κόσμο μόνο με τη διάνοιά του. Η θεολογία του αποτιμήθηκε με διάφορους τρόπους :
- κάποιοι (Πλάτων, Αριστοτέλης), συνέδεσαν το θεόν του Ξενοφάνη με το εόν του Παρμενίδη. Αν και μοιράζονται τη θεωρία του ενός, η αφετηρία και η συλλογιστικές τους είναι διαφορετικές.
- άλλοι (Θεόφραστος), ταύτισαν το θεό του Ξενοφάνη με τον κόσμο, κάτι που δε γίνεται γιατί ο θεός του Ξενοφάνη είναι ακίνητος, ενώ ο κόσμος κινείται.
- νεότεροι μελετητές, είδαν στο θεό του Ξενοφάνη έναν απομυθοποιημένο Δία, τονίζοντας την εκκίνησή του από την ποιητική παράδοση και υποθέτοντας πως ο θεός αυτός βασίζεται στους Μιλήσιους. Όπως και να’ χει, ο Ξενοφάνης δεν προσδιόρισε τη θέση του θεού στον κόσμο, ούτε περιέγραψε τη σχέση του με αυτόν.
Υπήρξε ποιητής, φιλόσοφος και στοχαστής, με γόνιμο και κριτικό πνεύμα. Επεδίωκε να τοποθετεί τις θεωρίες του σε στέρεες βάσεις, αναγνωρίζοντας όμως τα όριά τους. Με τη νέα έννοια του θεού, ανοίγει νέους δρόμους στο στοχασμό. Παρουσιάζεται ως προάγγελος της διατύπωσης πως κάθε μεταβολή στο φυσικό σύμπαν εξηγείται εύλογα με την παρουσία μιας αμετάβλητης, πνευματικής δύναμης.
1.1. Η Ακμή της Προσωκρατικής Φιλοσοφίας (55)
1.2.1. Ηράκλειτος
Γεννήθηκε και έζησε στην Έφεσο, τέλος του 6ου και αρχές του 5ου αι. εποχή με μεγάλες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές ανατροπές. Έχουμε ελάχιστες αξιόπιστες μαρτυρίες για τη ζωή του, πολλά όμως ανεκδοτολογικά περιστατικά για τις ρήσεις του. Αντιμετωπίζει κριτικά και με επιφύλαξη τις εξελίξεις της εποχής του και κρατά αποστάσεις τόσο από την παράδοση όσο και από τη νέα κοινωνία. Η πρώιμη λυρική ποίηση έχει ανακαλύψει το εγώ, έτσι ο Ηράκλειτος ‘αναζητά τον εαυτό’ του.
Λόγος, εν
Το γραπτό κείμενο του Ηράκλειτου, είναι ένα σώμα από ρήσεις και αποφθέγματα. Η δομή και η σύνθεσή τους είναι επεξεργασμένη εξαιρετικά και με λεπτομέρεια, ενώ το ύφος είναι ιδιόρρυθμο και αινιγματικό, θυμίζοντας χρησμούς. Έτσι ο Ηράκλειτος πήρε το προσωνύμιο ‘σκοτεινός’. Δεν αποκαλύπτει τη σκέψη του, ούτε όμως επιχειρεί να παραπλανήσει. Ο αναγνώστης καλείται να ερμηνεύσει τα σημάδια με ορθολογικό τρόπο. (56) Ο φιλόσοφος εμφανίζει τη φιλοσοφία του όχι ως αυθαίρετη και υποκειμενική κατασκευή, αλλά ως έκφραση ‘λόγου’ που διέπει και κατευθύνει τα πάντα, παρόλο που είναι απρόσιτος στον πολύ κόσμο. Η δυσκολία κατανόησης της σκέψης του, δεν οφείλεται σε εκείνον, αλλά στην αδυναμία των πολλών να κατανοήσουν τον ίδιο το Λόγο. Το έργο του είναι μια μορφή αποκάλυψης του Λόγου. Τι είναι όμως ο Λόγος; Ως λέξη έχει πολλές σημασίες και αποχρώσεις. Για τον Ηράκλειτο, σημαίνει πρώτα από όλα την ομιλία, την προφορική έκφραση, αλλά και τη ρύθμιση εκείνη που διέπει την πραγματικότητα και συνδέει όλα τα όντα με σχέσεις αναλογίας. Το αληθές λέγειν οφείλει να εκφράζει αυτήν την αρχή. Επομένως, ο Λόγος είναι η αιώνια καθολική σχέση που ρυθμίζει την πραγματικότητα. Οι άνθρωποι όμως, ‘ενώ βρίσκονται συνέχεια μαζί με το Λόγο, διαφωνούν μαζί του, και αυτά που συναντούν καθημερινά τους φαίνονται ξένα’.
Ο Ηράκλειτος θέλει να αφυπνίσει και να οδηγήσει τον άνθρωπο στη συμφωνία και ‘ομο-λογία’ προς τη λογική σχέση που καθορίζει και συνδέει τη βαθύτερη φύση των πραγμάτων. Θέμα του δεν είναι μόνο τα φυσικά όντα, αλλά και τα ‘λόγια και έργα’. Ο Λόγος αφορά το φυσικό μακρόκοσμο και τον ανθρώπινο μικρόκοσμο. Η κοινωνική συμβίωση βρίσκεται σε αναλογία με το κοσμικό γίγνεσθαι και στηρίζεται σε μια κρυφή ενοποιό δύναμη καθώς ‘όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από έναν, το θείο’.
Η συμφωνία προς το Λόγο, εκφράζεται μέσα από τη διάκριση μεταξύ της πολυμάθειας, της ουσιαστικής και βαθιάς γνώσης σε αντίθεση με την επιφανειακή προσέγγιση των πραγμάτων. Η επίγνωση της ενότητας των πάντων και η σύλληψη του Λόγου ως ‘κοινού’ στοιχείου μεταξύ τους, βρίσκεται στον πυρήνα της συμφωνίας.
Κόσμος, κίνηση (57)
Ο Λόγος, διέπει όλα τα όντα του φυσικού κόσμου και τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, δεν αποκαλύπτεται όμως στην επιφάνεια. ‘Η φύση αγαπάει να κρύβεται’ και απαιτείται κοπιώδης προσπάθεια για να ανακαλυφθούν οι νόμοι της.
Ο κόσμος, δεν είναι αποτέλεσμα ‘δημιουργίας’ ή ‘γένεσης’ αλλά προϋπάρχει αιώνια ως ζωντανή φωτιά που εναλλάσσεται δυναμώνοντας και εξασθενώντας. Το ευμετάβλητο ηρακλείτειο πυρ πορεύεται κυκλικά, γίνεται θάλασσα και η θάλασσα γίνεται γη, που ύστερα γίνεται θάλασσα που ξαναγίνεται πυρ. Ο Ηράκλειτος δεν πρεσβεύει την ολική καταστροφή του κόσμου από τη φωτιά και την εκ νέου δημιουργία του. Το πυρ του δεν ταυτίζεται με την υλική φωτιά αλλά αποτελεί μια κοσμολογική σταθερά που αέναα μεταβάλλεται, κινείται και μεταμορφώνεται.
Η διαρκής αυτή κίνηση είναι το βασικό χαρακτηριστικό της πραγματικότητας. Ο Ηράκλειτος το εξέφρασε με την εικόνα ενός ποταμού που παραμένει ο ίδιος ενώ το νερό του αλλάζει διαρκώς. Εντυπωσιακή είναι η φράση ‘δεν είναι δυνατόν να μπει κανείς δυο φορές στο ίδιο ποτάμι’, με σχετική τη ρήση ‘τα πάντα ρει’. Είναι όμως αλήθεια πως τίποτα δε μένει σταθερό? Όχι, και οι ειδικοί συμφωνούν πως η φράση ‘τα πάντα ρει’ κακώς αποδίδεται στον Ηράκλειτο, που επέμενε στη σύνδεση της διαρκούς μεταβολής με σταθερές παραμέτρους, στην αλληλοδιαπλοκή της ‘ετερότητας’ και ‘διαφοράς’ με την ‘ταυτότητα’ και ενότητα. Αν ‘ποτάμι’ είναι το νερό που ρέει, δε μπορούμε να μπούμε στο ίδιο, αφού το νερό του αλλάζει διαρκώς. Αν όμως εκλάβουμε ως ποτάμι την κατεύθυνση των νερών, τότε μπορούμε να ξαναμπούμε στο ίδιο ποτάμι.
Λόγος, εν
Το γραπτό κείμενο του Ηράκλειτου, είναι ένα σώμα από ρήσεις και αποφθέγματα. Η δομή και η σύνθεσή τους είναι επεξεργασμένη εξαιρετικά και με λεπτομέρεια, ενώ το ύφος είναι ιδιόρρυθμο και αινιγματικό, θυμίζοντας χρησμούς. Έτσι ο Ηράκλειτος πήρε το προσωνύμιο ‘σκοτεινός’. Δεν αποκαλύπτει τη σκέψη του, ούτε όμως επιχειρεί να παραπλανήσει. Ο αναγνώστης καλείται να ερμηνεύσει τα σημάδια με ορθολογικό τρόπο. (56) Ο φιλόσοφος εμφανίζει τη φιλοσοφία του όχι ως αυθαίρετη και υποκειμενική κατασκευή, αλλά ως έκφραση ‘λόγου’ που διέπει και κατευθύνει τα πάντα, παρόλο που είναι απρόσιτος στον πολύ κόσμο. Η δυσκολία κατανόησης της σκέψης του, δεν οφείλεται σε εκείνον, αλλά στην αδυναμία των πολλών να κατανοήσουν τον ίδιο το Λόγο. Το έργο του είναι μια μορφή αποκάλυψης του Λόγου. Τι είναι όμως ο Λόγος; Ως λέξη έχει πολλές σημασίες και αποχρώσεις. Για τον Ηράκλειτο, σημαίνει πρώτα από όλα την ομιλία, την προφορική έκφραση, αλλά και τη ρύθμιση εκείνη που διέπει την πραγματικότητα και συνδέει όλα τα όντα με σχέσεις αναλογίας. Το αληθές λέγειν οφείλει να εκφράζει αυτήν την αρχή. Επομένως, ο Λόγος είναι η αιώνια καθολική σχέση που ρυθμίζει την πραγματικότητα. Οι άνθρωποι όμως, ‘ενώ βρίσκονται συνέχεια μαζί με το Λόγο, διαφωνούν μαζί του, και αυτά που συναντούν καθημερινά τους φαίνονται ξένα’.
Ο Ηράκλειτος θέλει να αφυπνίσει και να οδηγήσει τον άνθρωπο στη συμφωνία και ‘ομο-λογία’ προς τη λογική σχέση που καθορίζει και συνδέει τη βαθύτερη φύση των πραγμάτων. Θέμα του δεν είναι μόνο τα φυσικά όντα, αλλά και τα ‘λόγια και έργα’. Ο Λόγος αφορά το φυσικό μακρόκοσμο και τον ανθρώπινο μικρόκοσμο. Η κοινωνική συμβίωση βρίσκεται σε αναλογία με το κοσμικό γίγνεσθαι και στηρίζεται σε μια κρυφή ενοποιό δύναμη καθώς ‘όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από έναν, το θείο’.
Η συμφωνία προς το Λόγο, εκφράζεται μέσα από τη διάκριση μεταξύ της πολυμάθειας, της ουσιαστικής και βαθιάς γνώσης σε αντίθεση με την επιφανειακή προσέγγιση των πραγμάτων. Η επίγνωση της ενότητας των πάντων και η σύλληψη του Λόγου ως ‘κοινού’ στοιχείου μεταξύ τους, βρίσκεται στον πυρήνα της συμφωνίας.
Κόσμος, κίνηση (57)
Ο Λόγος, διέπει όλα τα όντα του φυσικού κόσμου και τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, δεν αποκαλύπτεται όμως στην επιφάνεια. ‘Η φύση αγαπάει να κρύβεται’ και απαιτείται κοπιώδης προσπάθεια για να ανακαλυφθούν οι νόμοι της.
Ο κόσμος, δεν είναι αποτέλεσμα ‘δημιουργίας’ ή ‘γένεσης’ αλλά προϋπάρχει αιώνια ως ζωντανή φωτιά που εναλλάσσεται δυναμώνοντας και εξασθενώντας. Το ευμετάβλητο ηρακλείτειο πυρ πορεύεται κυκλικά, γίνεται θάλασσα και η θάλασσα γίνεται γη, που ύστερα γίνεται θάλασσα που ξαναγίνεται πυρ. Ο Ηράκλειτος δεν πρεσβεύει την ολική καταστροφή του κόσμου από τη φωτιά και την εκ νέου δημιουργία του. Το πυρ του δεν ταυτίζεται με την υλική φωτιά αλλά αποτελεί μια κοσμολογική σταθερά που αέναα μεταβάλλεται, κινείται και μεταμορφώνεται.
Η διαρκής αυτή κίνηση είναι το βασικό χαρακτηριστικό της πραγματικότητας. Ο Ηράκλειτος το εξέφρασε με την εικόνα ενός ποταμού που παραμένει ο ίδιος ενώ το νερό του αλλάζει διαρκώς. Εντυπωσιακή είναι η φράση ‘δεν είναι δυνατόν να μπει κανείς δυο φορές στο ίδιο ποτάμι’, με σχετική τη ρήση ‘τα πάντα ρει’. Είναι όμως αλήθεια πως τίποτα δε μένει σταθερό? Όχι, και οι ειδικοί συμφωνούν πως η φράση ‘τα πάντα ρει’ κακώς αποδίδεται στον Ηράκλειτο, που επέμενε στη σύνδεση της διαρκούς μεταβολής με σταθερές παραμέτρους, στην αλληλοδιαπλοκή της ‘ετερότητας’ και ‘διαφοράς’ με την ‘ταυτότητα’ και ενότητα. Αν ‘ποτάμι’ είναι το νερό που ρέει, δε μπορούμε να μπούμε στο ίδιο, αφού το νερό του αλλάζει διαρκώς. Αν όμως εκλάβουμε ως ποτάμι την κατεύθυνση των νερών, τότε μπορούμε να ξαναμπούμε στο ίδιο ποτάμι.
Αντίθετα (58)
Η κίνηση και η μεταβολή υπόκεινται σε νόμους και περιγράφονται ως αποτέλεσμα της δράσης των αντίθετων δυνάμεων. «τα ψυχρά θερμαίνονται – τα θερμά ψύχονται». Πίσω από αυτήν την εναλλαγή, κυριαρχεί ο Λόγος ως ενοποιητικό στοιχείο και ο Ηράκλειτος ταυτίζει αυτήν την αρχή με το θεό. Ποιότητες και καταστάσεις που φαίνονται αντίθετες, αλληλοδιαπλέκονται καθώς δε θα μπορούσαμε να εννοήσουμε τη μια χωρίς την άλλη. «η αρρώστια κάνει την υγεία ευχάριστη, η πείνα τη χόρταση και ο κάματος την ανάπαυση».
Η διδασκαλία αυτή περιγράφεται ως ‘ενότητα των αντιθέτων’. Ο Ηράκλειτος δεν επιχειρεί να ενοποιήσει τα ‘αντίθετα’ αλλά να δείξει πως δεν πρόκειται καν για αντίθετα, αλλά για εναλλασσόμενα μεγέθη και σταθερές. «το ίδιο είναι το ζωντανό και το πεθαμένο, το νέο και το γέρικο, γιατί στη μετάπτωσή τους τα πρώτα γίνονται δεύτερα και τα δεύτερα έχουν υπάρξει πρώτα».
Οι φαινομενικά αντίθετες αυτές καταστάσεις, διέπονται από μια συνεκτική σχέση αρμονίας, έτσι προκύπτει μια αντιθετική αρμονία, όπως αυτή του τόξου και της λύρας. Η λειτουργία του πολεμικού τόξου και της μελωδικής αρμονίας της λύρας, είναι αποτέλεσμα της συναρμογής αντίρροπων δυνάμεων. Ο Ηράκλειτος διακρίνει την αρμονία που συνδέει τα όντα σε φανερή και κρυφή. Τονίζει ότι η αφανής αρμονία είναι ανώτερη από τη φανερή (59) Η σχέση των αντιθέτων εκφράζεται όχι μόνο ως αρμονία αλλά και ως ‘πόλεμος’. Ο πόλεμος αυτός δεν έχει σχέση με αναμετρήσεις στα πεδία των μαχών, αλλά αποτελεί την άλλη όψη της αρμονίας: μια κοσμική σταθερά που συνδέει τα ‘αντίθετα’ παράγοντας διαρκώς νέες ισορροπίες μέσα από αλληλεπιδράσεις και συγκρούσεις.
Παρμενίδης
Η κίνηση και η μεταβολή υπόκεινται σε νόμους και περιγράφονται ως αποτέλεσμα της δράσης των αντίθετων δυνάμεων. «τα ψυχρά θερμαίνονται – τα θερμά ψύχονται». Πίσω από αυτήν την εναλλαγή, κυριαρχεί ο Λόγος ως ενοποιητικό στοιχείο και ο Ηράκλειτος ταυτίζει αυτήν την αρχή με το θεό. Ποιότητες και καταστάσεις που φαίνονται αντίθετες, αλληλοδιαπλέκονται καθώς δε θα μπορούσαμε να εννοήσουμε τη μια χωρίς την άλλη. «η αρρώστια κάνει την υγεία ευχάριστη, η πείνα τη χόρταση και ο κάματος την ανάπαυση».
Η διδασκαλία αυτή περιγράφεται ως ‘ενότητα των αντιθέτων’. Ο Ηράκλειτος δεν επιχειρεί να ενοποιήσει τα ‘αντίθετα’ αλλά να δείξει πως δεν πρόκειται καν για αντίθετα, αλλά για εναλλασσόμενα μεγέθη και σταθερές. «το ίδιο είναι το ζωντανό και το πεθαμένο, το νέο και το γέρικο, γιατί στη μετάπτωσή τους τα πρώτα γίνονται δεύτερα και τα δεύτερα έχουν υπάρξει πρώτα».
Οι φαινομενικά αντίθετες αυτές καταστάσεις, διέπονται από μια συνεκτική σχέση αρμονίας, έτσι προκύπτει μια αντιθετική αρμονία, όπως αυτή του τόξου και της λύρας. Η λειτουργία του πολεμικού τόξου και της μελωδικής αρμονίας της λύρας, είναι αποτέλεσμα της συναρμογής αντίρροπων δυνάμεων. Ο Ηράκλειτος διακρίνει την αρμονία που συνδέει τα όντα σε φανερή και κρυφή. Τονίζει ότι η αφανής αρμονία είναι ανώτερη από τη φανερή (59) Η σχέση των αντιθέτων εκφράζεται όχι μόνο ως αρμονία αλλά και ως ‘πόλεμος’. Ο πόλεμος αυτός δεν έχει σχέση με αναμετρήσεις στα πεδία των μαχών, αλλά αποτελεί την άλλη όψη της αρμονίας: μια κοσμική σταθερά που συνδέει τα ‘αντίθετα’ παράγοντας διαρκώς νέες ισορροπίες μέσα από αλληλεπιδράσεις και συγκρούσεις.
Παρμενίδης
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελέα της Κάτω Ιταλίας στο τέλος του 6ου αι. Θεωρείται ισάξιος του Ηράκλειτου αν δεν και δεν είναι τόσο γνωστός όσο εκείνος. Προσπαθεί να συλλάβει το ενοποιητικό στοιχείο του κόσμου, όχι όμως ως μια φυσική ουσία, αλλά ως η οντότητα των πραγμάτων. Θεωρεί πως όλα τα πράγματα και όλα τα όντα ‘είναι’.
Το ποίημα
Εκθέτει τις απόψεις του σε ένα ποιητικό κείμενο, στα πρότυπα του Ομήρου και του Ησίοδου, σε δακτυλικό, εξάμετρο στίχο. Οδηγήθηκε σε αυτήν την πρακτική από την επιθυμία του να παρουσιάσει τη φιλοσοφία του ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης και να της δώσει (60) το ανάλογο κύρος. Στο Προοίμιο, περιγράφει το ταξίδι του ποιητή πάνω σε ένα άρμα που το σέρνουν θαυμαστά άλογα, καθοδηγούμενος από τις κόρες του Ήλιου στο τέρμα τον υποδέχεται μια θεά λέγοντάς του ότι θα μάθει τα πάντα. Το ποίημα που ακολουθεί εμφανίζεται ως λόγος της θεάς, χωρισμένο στην Αλήθεια και τη Δόξα. Το μέρος της Δόξας αν και μεγαλύτερο δε διασώζεται παρά μόνο σε 44 στίχους, ενώ η Αλήθεια σώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της.
Το τμήμα της Αλήθειας
‘Τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως αποδεκτά , όλα στο σύνολό τους ως όντα’ λέει η θεά. Το γράμμα και το πνεύμα αυτού του χωρίου έχουν προκαλέσει πολλές διαμάχες.
Ερμηνεία 1 :
Η θεά κατηγορεί τις ανθρώπινες γνώμες (δόξαι) για έλλειψη αληθινής πίστης και στρέφεται στο αντικείμενο των γνωμών αυτών, στα φαινόμενα (δοκούντα), προστάζοντας τον ποιητή να τα θεωρήσει ως ‘όντα’. Έτσι εισάγεται στο ποίημα το ‘είναι’ και γεννιέται η οντολογία, δηλαδή ο λόγος περί του όντος, περί του είναι.
Η κατανόηση του ‘είναι’, είναι δύσκολη. Όταν ο Παρμενίδης τονίζει πως ‘τα δοκούντα είναι’, συνδέει το ‘είναι’ με τα φαινόμενα και τον κόσμο. Το ‘είναι’ δεν απορρίπτει τον κόσμο, αλλά δηλώνει το βαθύτερο και πιο καίριο χαρακτηριστικό του: ο κόσμος, τα φαινόμενα, τα όντα ‘είναι’. Ο Παρμενίδης δε ρωτά για το ‘τι’ των όντων και την αρχή τους, αλλά δηλώνει ‘ότι’ τα όντα είναι και το ‘είναι’ τους αυτό παραμένει αμετάβλητο (61).
Το ‘είναι’ των όντων, αντιδιαστέλλεται προς το μηδέν το οποίο αρνείται και απορρίπτει. Η «οδός του είναι» χαρακτηρίζεται ως η οδός «της πειθούς γιατί ακολουθεί την αλήθεια».
Ερμηνεία 2 :
Ερχόμαστε στον αντίποδα: η οδός «του δεν είναι και είναι ανάγκη να μην είναι». Πρόκειται για δρόμο χωρίς καθόλου γνώση, καθώς το μηδέν δε μπορείς ούτε να το γνωρίσεις, ούτε να το εκφράσεις.
Ο Παρμενίδης δέχεται τη δυνατότητα να μιλάμε για επιμέρους ανύπαρκτα πράγματα απορρίπτει όμως τη νοητική και γλωσσική σύλληψη και έκφραση του απόλυτου μηδενός, ως αντίθετο στο ‘είναι’.
Αναφέρεται και στους δύο δρόμους θεωρεί όμως την οδό του ‘είναι’ ως τη μόνη αληθινή καθώς μόνον το ‘είναι’ αποτελεί αυθεντικό αντικείμενο του νοείν. Η νόηση αναφέρεται εδώ ως μια ικανότητα ανεξάρτητη των αισθήσεων, που διεισδύει στη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων. Η θεά συνεχίζει να καθοδηγείται από τις αισθήσεις, συγχέοντας το ‘είναι’ και το μηδέν. Αντίθετα, το νοείν συλλαμβάνει το ‘είναι’ και ταυτίζεται μαζί του. Το ‘είναι’ και το ‘νοείν’ αλληλοεξαρτώνται και συναθροίζονται. Το ‘είναι’ χρειάζεται το νοείν για να εμφανιστεί, και το νοείν χρειάζεται το ‘είναι’ ως αντικείμενό του για να το διακρίνει από την αίσθηση.
Στο ποίημα περιγράφονται τέσσερα σήματα της οδού του ‘είναι’ και υποδεικνύουν τους κίνδυνους εκτροπής από αυτήν. Πρόκειται για το εόν που περιγράφεται ως αγέννητο και ανώλεθρο, όμοιο και αδιαίρετο, ακίνητο, τέλειο και παρομοιάζεται με ολοστρόγγυλη σφαίρα. Ο Παρμενίδης παραθέτει επιχειρήματα για να αποδείξει πως το εόν δε δημιουργήθηκε από το μηδέν και δε θα καταστραφεί ποτέ. Δεν εντάσσεται στο χρόνο, είναι αμετάβλητο, μοναδικό και συνεχές. Περικλείεται από όρια που εξασφαλίζουν την πεπερασμένη ακεραιότητά του. (δείτε το απόσπασμα).
Το εόν (62) εκλαμβάνεται ως συνώνυμο του είναι, μια έννοια που συμπυκνώνει την ύπαρξη των όντων του κόσμου.
Ο Παρμενίδης ήξερε πως τα όντα φθείρονται και χάνονται. Το αμετάβλητο που κηρύττει δεν έχει να κάνει με τα επιμέρους όντα, αλλά με το ‘είναι’ των όντων αυτών. Π.χ. το φλιτζάνι, μπορεί να σπάσει και να αλλάξει μορφή, τα θρύψαλά του όμως είναι πάντα φλιτζάνι. Το ‘είναι’ αυτό, που αφορά όλα ανεξαρτήτως τα όντα, είναι το μοναδικό αντικείμενο της Αλήθειας. Η Αλήθεια δεν αρνείται τον κόσμο και την πολυμορφία του, υπογραμμίζει όμως την ενότητα που τον διέπει αν τον δούμε γεμάτο από ‘είναι’.
Το τμήμα της Δόξας
Η θεά επικρίνει τους ανθρώπους που επηρεάζονται από τις αισθήσεις τους και χωρίζουν τα όντα στις αντίθετες μορφές του φωτός και της νύχτας. Κατόπιν περιγράφει το διάκοσμο, τη γένεση και την τωρινή κατάσταση του κόσμου, όπως αυτή διαμορφώνεται από την ανάμειξη του φωτός και της νύχτας (63). Το τμήμα της Δόξας δεν περιορίζεται στην εικόνα που έχουν οι θνητοί για τον κόσμο, αλλά περιέχει την κοσμογονία και την κοσμολογία της θεάς (δηλαδή του Παρμενίδη), κάτω από το μανδύα της θείας αποκάλυψης. Ως συνήθως, ελάχιστα πράγματα διασώθηκαν. Στη βάση αυτού του συστήματος, αναμειγνύονται οι δύο μορφές. Στις ‘γνώμες’ των ανθρώπων η νύχτα και το φως διακρίνονται ξεκάθαρα, στο σύστημα του Παρμενίδη αναμειγνύονται και γίνονται κοσμικές δυνάμεις που δημιουργούν και κυβερνούν τον κόσμο από κοινού, σε διαφορετική κατά περίπτωση αναλογία.
Βλέπουμε πως στο τμήμα της Δόξας αναπτύσσεται για πρώτη φορά ένα δυϊστικό σύστημα. Οι Ίωνες έψαχναν τη μια αρχή, ο Παρμενίδης μιλά για δυο ισότιμες μορφές – αρχές που συνεργάζονται για τη δημιουργία και τη λειτουργία του κόσμου.
Πέρα από αυτά, ο Παρμενίδης ανέπτυξε και μια θεωρία για τη λειτουργία των αισθήσεων. Η ανθρώπινη νόηση ανάγεται σε δύο μορφές που προσλαμβάνονται από το ανθρώπινο σώμα. Υποστήριζε πως ‘ο νεκρός δεν αντιλαμβάνεται το φως, τη θερμότητα και τη φωνή (λόγω έλλειψης του πυρός), έχει αίσθηση του κρύου και της σιωπής. Όσο ξένη κι αν είναι αυτή η σκέψη σε μας αντιλαμβανόμαστε λίγο τον Παρμενίδη που πιστεύει πως αν οι νεκροί έχουν την ίδια δυνατότητα να αισθάνονται όπως και οι ζωντανοί (‘Εμείς οι ζωντανοί’, Άϋν Ραντ, εκδ. Ωκεανίδα, φοβερό βιβλίο) τότε δεν περνούν στην ανυπαρξία αλλά εξακολουθούν να συμμετέχουν στο ‘είναι’, απλά με διαφορετικό τρόπο.
Επίσης μπορούμε να υποθέσουμε – και φταίει μια μαρτυρία του Σιμπλίκιου για αυτό – πως το ‘είναι’ περιέχει και μια υπαρξιακή διάσταση, καθώς ο θάνατος δεν πρέπει να μας φοβίζει γιατί τελικά, δεν οδηγεί στην ανυπαρξία.
Αλήθεια και Δόξα
Είδαμε πως η Αλήθεια είναι ένα μονιστικό σύστημα που διαπιστώνει πως τα όντα ‘είναι’ και δεν παύουν ποτέ να ‘είναι’. Είδαμε επίσης πως η Αλήθεια δεν αρνείται την πολυπλοκότητα των όντων, αλλά ασχολείται με το ‘είναι’ τους και την ενότητα αυτού που διαπιστώνει το ‘νοείν’. (64). Στην Αλήθεια η θεά παραβλέπει κάθε ιδιαιτερότητα των επιμέρους όντων και ασχολείται αποκλειστικά με το ‘είναι’ τους. Στη Δόξα, ασχολείται με την ειδική σύσταση των όντων.
Καταλαβαίνουμε έτσι πως ο μονισμός της Αλήθειας και ο δυϊσμός της Δόξας αλληλοσυμπληρώνονται και αφορούν τον κόσμο και τα όντα του, προσεγγίζοντάς τα μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Η Αλήθεια ασχολείται με το αμετάβλητο ‘είναι’ τους και η Δόξα με το κοσμικό γίγνεσθαι.
Επίδραση και επίγονοι
Η Αλήθεια επηρέασε την ελληνική φιλοσοφία περισσότερο από κάθε άλλο κείμενο, ειδικά στους μεταγενέστερους Προσωκρατικούς, στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Ο Πλάτωνας εκτιμά ιδιαίτερα τον Παρμενίδη, δίνει μάλιστα το όνομά του σε έναν από τους διαλόγους του.
Όμως, η επίδραση του Παρμενίδη μέσω της Ελεατικής Σχολής χρειάζεται προσοχή. Με τον όρο Ελεατική Σχολή εννοούμε τον Παρμενίδη, το Μέλισσο και το Ζήνωνα. Ο Μέλισσος επηρεάστηκε από τον Παρμενίδη και χρησιμοποιούσε τους όρους του, χωρίς όμως να τους καταλαβαίνει απόλυτα. Ο Ζήνων επηρεάστηκε κυρίως από τον τρόπο επιχειρηματολογίας του Παρμενίδη (65) τον οποίον και ανέπτυξε τόσο, που ο Αριστοτέλης τον ονόμασε ‘επινοητή της διαλεκτικής’. Βασικό στοιχείο της παρμενίδειας συλλογιστικής είναι η εις άτοπον απαγωγή. Με όπλο του τη μέθοδο αυτή, ο Ζήνων απορρίπτει την κίνηση και την πολλαπλότητα του κόσμου. Θα δούμε το Ζήνωνα και παρακάτω.
Μετά τον Παρμενίδη, η κοσμογονία εκλείπει, γιατί ο κόσμος παύει να αντιμετωπίζεται ως αποτέλεσμα γένεσης. Όσο για την κοσμολογία, περιγράφει πλέον τις κοσμικές μεταβολές ως αποτέλεσμα ένωσης, μείξης ή αλληλεπίδρασης κάποιων βασικών στοιχείων που υπάρχουν αιώνια. Τα στοιχεία αυτά, έχουν τα χαρακτηριστικά του Παρμενίδειου ‘είναι’. Αγέννητα, αμετάβλητα και ανώλεθρα.
Εμπεδοκλής
Το ποίημα
Εκθέτει τις απόψεις του σε ένα ποιητικό κείμενο, στα πρότυπα του Ομήρου και του Ησίοδου, σε δακτυλικό, εξάμετρο στίχο. Οδηγήθηκε σε αυτήν την πρακτική από την επιθυμία του να παρουσιάσει τη φιλοσοφία του ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης και να της δώσει (60) το ανάλογο κύρος. Στο Προοίμιο, περιγράφει το ταξίδι του ποιητή πάνω σε ένα άρμα που το σέρνουν θαυμαστά άλογα, καθοδηγούμενος από τις κόρες του Ήλιου στο τέρμα τον υποδέχεται μια θεά λέγοντάς του ότι θα μάθει τα πάντα. Το ποίημα που ακολουθεί εμφανίζεται ως λόγος της θεάς, χωρισμένο στην Αλήθεια και τη Δόξα. Το μέρος της Δόξας αν και μεγαλύτερο δε διασώζεται παρά μόνο σε 44 στίχους, ενώ η Αλήθεια σώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της.
Το τμήμα της Αλήθειας
‘Τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως αποδεκτά , όλα στο σύνολό τους ως όντα’ λέει η θεά. Το γράμμα και το πνεύμα αυτού του χωρίου έχουν προκαλέσει πολλές διαμάχες.
Ερμηνεία 1 :
Η θεά κατηγορεί τις ανθρώπινες γνώμες (δόξαι) για έλλειψη αληθινής πίστης και στρέφεται στο αντικείμενο των γνωμών αυτών, στα φαινόμενα (δοκούντα), προστάζοντας τον ποιητή να τα θεωρήσει ως ‘όντα’. Έτσι εισάγεται στο ποίημα το ‘είναι’ και γεννιέται η οντολογία, δηλαδή ο λόγος περί του όντος, περί του είναι.
Η κατανόηση του ‘είναι’, είναι δύσκολη. Όταν ο Παρμενίδης τονίζει πως ‘τα δοκούντα είναι’, συνδέει το ‘είναι’ με τα φαινόμενα και τον κόσμο. Το ‘είναι’ δεν απορρίπτει τον κόσμο, αλλά δηλώνει το βαθύτερο και πιο καίριο χαρακτηριστικό του: ο κόσμος, τα φαινόμενα, τα όντα ‘είναι’. Ο Παρμενίδης δε ρωτά για το ‘τι’ των όντων και την αρχή τους, αλλά δηλώνει ‘ότι’ τα όντα είναι και το ‘είναι’ τους αυτό παραμένει αμετάβλητο (61).
Το ‘είναι’ των όντων, αντιδιαστέλλεται προς το μηδέν το οποίο αρνείται και απορρίπτει. Η «οδός του είναι» χαρακτηρίζεται ως η οδός «της πειθούς γιατί ακολουθεί την αλήθεια».
Ερμηνεία 2 :
Ερχόμαστε στον αντίποδα: η οδός «του δεν είναι και είναι ανάγκη να μην είναι». Πρόκειται για δρόμο χωρίς καθόλου γνώση, καθώς το μηδέν δε μπορείς ούτε να το γνωρίσεις, ούτε να το εκφράσεις.
Ο Παρμενίδης δέχεται τη δυνατότητα να μιλάμε για επιμέρους ανύπαρκτα πράγματα απορρίπτει όμως τη νοητική και γλωσσική σύλληψη και έκφραση του απόλυτου μηδενός, ως αντίθετο στο ‘είναι’.
Αναφέρεται και στους δύο δρόμους θεωρεί όμως την οδό του ‘είναι’ ως τη μόνη αληθινή καθώς μόνον το ‘είναι’ αποτελεί αυθεντικό αντικείμενο του νοείν. Η νόηση αναφέρεται εδώ ως μια ικανότητα ανεξάρτητη των αισθήσεων, που διεισδύει στη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων. Η θεά συνεχίζει να καθοδηγείται από τις αισθήσεις, συγχέοντας το ‘είναι’ και το μηδέν. Αντίθετα, το νοείν συλλαμβάνει το ‘είναι’ και ταυτίζεται μαζί του. Το ‘είναι’ και το ‘νοείν’ αλληλοεξαρτώνται και συναθροίζονται. Το ‘είναι’ χρειάζεται το νοείν για να εμφανιστεί, και το νοείν χρειάζεται το ‘είναι’ ως αντικείμενό του για να το διακρίνει από την αίσθηση.
Στο ποίημα περιγράφονται τέσσερα σήματα της οδού του ‘είναι’ και υποδεικνύουν τους κίνδυνους εκτροπής από αυτήν. Πρόκειται για το εόν που περιγράφεται ως αγέννητο και ανώλεθρο, όμοιο και αδιαίρετο, ακίνητο, τέλειο και παρομοιάζεται με ολοστρόγγυλη σφαίρα. Ο Παρμενίδης παραθέτει επιχειρήματα για να αποδείξει πως το εόν δε δημιουργήθηκε από το μηδέν και δε θα καταστραφεί ποτέ. Δεν εντάσσεται στο χρόνο, είναι αμετάβλητο, μοναδικό και συνεχές. Περικλείεται από όρια που εξασφαλίζουν την πεπερασμένη ακεραιότητά του. (δείτε το απόσπασμα).
Το εόν (62) εκλαμβάνεται ως συνώνυμο του είναι, μια έννοια που συμπυκνώνει την ύπαρξη των όντων του κόσμου.
Ο Παρμενίδης ήξερε πως τα όντα φθείρονται και χάνονται. Το αμετάβλητο που κηρύττει δεν έχει να κάνει με τα επιμέρους όντα, αλλά με το ‘είναι’ των όντων αυτών. Π.χ. το φλιτζάνι, μπορεί να σπάσει και να αλλάξει μορφή, τα θρύψαλά του όμως είναι πάντα φλιτζάνι. Το ‘είναι’ αυτό, που αφορά όλα ανεξαρτήτως τα όντα, είναι το μοναδικό αντικείμενο της Αλήθειας. Η Αλήθεια δεν αρνείται τον κόσμο και την πολυμορφία του, υπογραμμίζει όμως την ενότητα που τον διέπει αν τον δούμε γεμάτο από ‘είναι’.
Το τμήμα της Δόξας
Η θεά επικρίνει τους ανθρώπους που επηρεάζονται από τις αισθήσεις τους και χωρίζουν τα όντα στις αντίθετες μορφές του φωτός και της νύχτας. Κατόπιν περιγράφει το διάκοσμο, τη γένεση και την τωρινή κατάσταση του κόσμου, όπως αυτή διαμορφώνεται από την ανάμειξη του φωτός και της νύχτας (63). Το τμήμα της Δόξας δεν περιορίζεται στην εικόνα που έχουν οι θνητοί για τον κόσμο, αλλά περιέχει την κοσμογονία και την κοσμολογία της θεάς (δηλαδή του Παρμενίδη), κάτω από το μανδύα της θείας αποκάλυψης. Ως συνήθως, ελάχιστα πράγματα διασώθηκαν. Στη βάση αυτού του συστήματος, αναμειγνύονται οι δύο μορφές. Στις ‘γνώμες’ των ανθρώπων η νύχτα και το φως διακρίνονται ξεκάθαρα, στο σύστημα του Παρμενίδη αναμειγνύονται και γίνονται κοσμικές δυνάμεις που δημιουργούν και κυβερνούν τον κόσμο από κοινού, σε διαφορετική κατά περίπτωση αναλογία.
Βλέπουμε πως στο τμήμα της Δόξας αναπτύσσεται για πρώτη φορά ένα δυϊστικό σύστημα. Οι Ίωνες έψαχναν τη μια αρχή, ο Παρμενίδης μιλά για δυο ισότιμες μορφές – αρχές που συνεργάζονται για τη δημιουργία και τη λειτουργία του κόσμου.
Πέρα από αυτά, ο Παρμενίδης ανέπτυξε και μια θεωρία για τη λειτουργία των αισθήσεων. Η ανθρώπινη νόηση ανάγεται σε δύο μορφές που προσλαμβάνονται από το ανθρώπινο σώμα. Υποστήριζε πως ‘ο νεκρός δεν αντιλαμβάνεται το φως, τη θερμότητα και τη φωνή (λόγω έλλειψης του πυρός), έχει αίσθηση του κρύου και της σιωπής. Όσο ξένη κι αν είναι αυτή η σκέψη σε μας αντιλαμβανόμαστε λίγο τον Παρμενίδη που πιστεύει πως αν οι νεκροί έχουν την ίδια δυνατότητα να αισθάνονται όπως και οι ζωντανοί (‘Εμείς οι ζωντανοί’, Άϋν Ραντ, εκδ. Ωκεανίδα, φοβερό βιβλίο) τότε δεν περνούν στην ανυπαρξία αλλά εξακολουθούν να συμμετέχουν στο ‘είναι’, απλά με διαφορετικό τρόπο.
Επίσης μπορούμε να υποθέσουμε – και φταίει μια μαρτυρία του Σιμπλίκιου για αυτό – πως το ‘είναι’ περιέχει και μια υπαρξιακή διάσταση, καθώς ο θάνατος δεν πρέπει να μας φοβίζει γιατί τελικά, δεν οδηγεί στην ανυπαρξία.
Αλήθεια και Δόξα
Είδαμε πως η Αλήθεια είναι ένα μονιστικό σύστημα που διαπιστώνει πως τα όντα ‘είναι’ και δεν παύουν ποτέ να ‘είναι’. Είδαμε επίσης πως η Αλήθεια δεν αρνείται την πολυπλοκότητα των όντων, αλλά ασχολείται με το ‘είναι’ τους και την ενότητα αυτού που διαπιστώνει το ‘νοείν’. (64). Στην Αλήθεια η θεά παραβλέπει κάθε ιδιαιτερότητα των επιμέρους όντων και ασχολείται αποκλειστικά με το ‘είναι’ τους. Στη Δόξα, ασχολείται με την ειδική σύσταση των όντων.
Καταλαβαίνουμε έτσι πως ο μονισμός της Αλήθειας και ο δυϊσμός της Δόξας αλληλοσυμπληρώνονται και αφορούν τον κόσμο και τα όντα του, προσεγγίζοντάς τα μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Η Αλήθεια ασχολείται με το αμετάβλητο ‘είναι’ τους και η Δόξα με το κοσμικό γίγνεσθαι.
Επίδραση και επίγονοι
Η Αλήθεια επηρέασε την ελληνική φιλοσοφία περισσότερο από κάθε άλλο κείμενο, ειδικά στους μεταγενέστερους Προσωκρατικούς, στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Ο Πλάτωνας εκτιμά ιδιαίτερα τον Παρμενίδη, δίνει μάλιστα το όνομά του σε έναν από τους διαλόγους του.
Όμως, η επίδραση του Παρμενίδη μέσω της Ελεατικής Σχολής χρειάζεται προσοχή. Με τον όρο Ελεατική Σχολή εννοούμε τον Παρμενίδη, το Μέλισσο και το Ζήνωνα. Ο Μέλισσος επηρεάστηκε από τον Παρμενίδη και χρησιμοποιούσε τους όρους του, χωρίς όμως να τους καταλαβαίνει απόλυτα. Ο Ζήνων επηρεάστηκε κυρίως από τον τρόπο επιχειρηματολογίας του Παρμενίδη (65) τον οποίον και ανέπτυξε τόσο, που ο Αριστοτέλης τον ονόμασε ‘επινοητή της διαλεκτικής’. Βασικό στοιχείο της παρμενίδειας συλλογιστικής είναι η εις άτοπον απαγωγή. Με όπλο του τη μέθοδο αυτή, ο Ζήνων απορρίπτει την κίνηση και την πολλαπλότητα του κόσμου. Θα δούμε το Ζήνωνα και παρακάτω.
Μετά τον Παρμενίδη, η κοσμογονία εκλείπει, γιατί ο κόσμος παύει να αντιμετωπίζεται ως αποτέλεσμα γένεσης. Όσο για την κοσμολογία, περιγράφει πλέον τις κοσμικές μεταβολές ως αποτέλεσμα ένωσης, μείξης ή αλληλεπίδρασης κάποιων βασικών στοιχείων που υπάρχουν αιώνια. Τα στοιχεία αυτά, έχουν τα χαρακτηριστικά του Παρμενίδειου ‘είναι’. Αγέννητα, αμετάβλητα και ανώλεθρα.
Εμπεδοκλής
Γεννήθηκε στον Ακράγαντα της Σικελίας τον 5ο αι. επηρεάστηκε από τον Πυθαγόρα και τον Παρμενίδη. Όσα ξέρουμε για τη ζωή του είναι μυθοπλασίες. Χρησιμοποίησε κι αυτός τον ποιητικό λόγο και παραδόξως, έχουν σωθεί πολλά αποσπάσματα. Μάλλον έγραψε δύο έργα: Το ένα λέγεται ‘Περί Φύσεως’ και περιγράφει το κοσμικό γίγνεσθαι ως αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης τεσσάρων βασικών στοιχείων (ριζώματα). Το άλλο λέγεται ‘Καθαρμοί’ κι ασχολείται με την πτώση της ψυχής, την κάθαρσή της και την επιστροφή της στην αρχική κατάσταση αθωότητας.
Οι διαφορές μεταξύ (66) των δυο αυτών ποιημάτων υπερεκτιμήθηκαν, έτσι ώστε συχνά ο Εμπεδοκλής να θεωρείται διχασμένη προσωπικότητα. Πρόσφατα όμως, ανακαλύφθηκαν κι άλλοι στίχοι, που επιβεβαιώνουν τη σύνδεση των δύο ποιημάτων.
Ριζώματα
Αρχικά ο Εμπεδοκλής επικυρώνει την παρμενίδεια άποψη γένεσης και φθοράς. Μεθερμηνεύει επίσης τα αντίστοιχα φαινόμενα τα οποία περιγράφει ως μείξη και χωρισμό αγέννητων στοιχείων. Κρατά το μηδέν έξω από τον κόσμο κι ανάγει τις κοσμικές μεταβολές και τα φαινόμενα σε τέσσερις υποστάσεις, τα ριζώματα. Η γη, το νερό, η φωτιά και ο αέρας. Τα ριζώματα δεν ταυτίζονται με στοιχεία που θα έχαναν το χαρακτήρα τους. Η ρίζα εξάλλου, επιτρέπει και υπηρετεί την ανάπτυξη του φυτού χωρίς να χάνει την υπόστασή της. Έτσι και τα ριζώματα είναι δυναμικά στοιχεία που αναμειγνύονται και διαπλέκονται, δημιουργώντας όντα και καθορίζοντας τις κοσμικές μεταβολές, χωρίς όμως να χάνουν την ταυτότητά τους. Οι σχέσεις μεταξύ τους διέπονται από την επίδραση δυο αγέννητων και αιώνιων κοσμικών δυνάμεων, της φιλότητας (φιλίας) και του νείκους (έχθρας). Διακρίνονται έτσι δύο αντιθετικές πορείες του κοσμικού γίγνεσθαι : η πρώτη οδηγεί στην απόλυτη ενότητα και σύνθεση (φιλότητα) και τα ριζώματα γίνονται μια συμπαγής ενότητα. Η δεύτερη οδηγεί στην αποσύνθεση και το διαχωρισμό των ριζωμάτων (νείκος).
Ο κοσμικός κύκλος (67)
Ο Εμπεδοκλής περιέγραφε το κοσμικό γίγνεσθαι ως αιώνια και συνεχή κυκλική πορεία, που μπορεί να παρομοιαστεί με την κίνηση των δεικτών ενός ρολογιού και χαρακτηρίζεται από το θεϊκό σφαίρο και τη χαοτική δίνη.
Φάση Ι : Η επικράτηση της φιλότητας δημιουργεί την απόλυτη αρμονία που περιγράφεται με το τέλειο γεωμετρικό σχήμα της σφαίρας, ως θεϊκής μορφής. Κάθε ίχνος νείκους έχει περιοριστεί στην περιφέρεια του σφαίρου, ενώ τα τέσσερα ριζώματα βρίσκονται σε απόλυτη και ομογενή μείξη.
Φάση ΙΙ : Το νείκος εισβάλλει στο σφαίρο, οδηγεί σε διαμάχη, αποσύνθεση και διάλυση. Με μια διαρκή στροβιλική κίνηση (δίνη) τα ριζώματα διαχωρίζονται και αποχωρίζονται. Τα έμβια όντα που δημιουργούνται βρίσκονται κάτω από την παρουσία και επιρροή του νείκους. Σε αυτή τη μάχη ανήκει κι ο παροντικός κόσμος.
Φάση ΙΙΙ : Ο δίνος εκφράζει την απόλυτη κυριαρχία του νείκους, που δημιουργεί κατάσταση χάους, διάλυσης και αποσύνθεσης.
Φάση VI: Η φάση καταλήγει στην απόλυτη κυριαρχία της φιλότητας και τη συγκρότηση του γαλήνιου σφαίρου.
Δαιμονολογία :
Οι Καθαρμοί διηγούνται τις περιπέτειες ενός δαίμονα, μια ψυχή που επηρεασμένη από το νείκος υποπέπτει σε σοβαρό παράπτωμα και χάνει την αθωότητα και καθαρότητά της. Περιπλανιέται και ενσαρκώνεται σε φυτά, ζώα και ανθρώπους, ως μια διαδικασία κάθαρσης και εξαγνισμού, έως ότου επιστρέψει στην κατάσταση του αθάνατου δαίμονος. (68)
Επίσης, εμφανής είναι η επίδραση του πυθαγορισμού στις απαγορεύσεις της αιματοχυσίας, της κρεοφαγίας και λοιπά.
Γνωσιοθεωρία
Ο Εμπεδοκλής εξέφρασε μια λεπτομερή θεωρία για την αίσθηση. Τα αισθητά αντικείμενα παράγουν τις απορροές, ένα είδος εκκρίσεων, που μέσα από τους πόρους μας φτάνουν στα αισθητήρια όργανα και εκεί αναγνωρίζονται από όμοια προς αυτά στοιχεία που έχουμε μέσα μας. Πρόκειται για τη θεωρία ‘γνωρίζουμε τα όμοια μέσω των ομοίων’.
Αναξαγόρας
Οι διαφορές μεταξύ (66) των δυο αυτών ποιημάτων υπερεκτιμήθηκαν, έτσι ώστε συχνά ο Εμπεδοκλής να θεωρείται διχασμένη προσωπικότητα. Πρόσφατα όμως, ανακαλύφθηκαν κι άλλοι στίχοι, που επιβεβαιώνουν τη σύνδεση των δύο ποιημάτων.
Ριζώματα
Αρχικά ο Εμπεδοκλής επικυρώνει την παρμενίδεια άποψη γένεσης και φθοράς. Μεθερμηνεύει επίσης τα αντίστοιχα φαινόμενα τα οποία περιγράφει ως μείξη και χωρισμό αγέννητων στοιχείων. Κρατά το μηδέν έξω από τον κόσμο κι ανάγει τις κοσμικές μεταβολές και τα φαινόμενα σε τέσσερις υποστάσεις, τα ριζώματα. Η γη, το νερό, η φωτιά και ο αέρας. Τα ριζώματα δεν ταυτίζονται με στοιχεία που θα έχαναν το χαρακτήρα τους. Η ρίζα εξάλλου, επιτρέπει και υπηρετεί την ανάπτυξη του φυτού χωρίς να χάνει την υπόστασή της. Έτσι και τα ριζώματα είναι δυναμικά στοιχεία που αναμειγνύονται και διαπλέκονται, δημιουργώντας όντα και καθορίζοντας τις κοσμικές μεταβολές, χωρίς όμως να χάνουν την ταυτότητά τους. Οι σχέσεις μεταξύ τους διέπονται από την επίδραση δυο αγέννητων και αιώνιων κοσμικών δυνάμεων, της φιλότητας (φιλίας) και του νείκους (έχθρας). Διακρίνονται έτσι δύο αντιθετικές πορείες του κοσμικού γίγνεσθαι : η πρώτη οδηγεί στην απόλυτη ενότητα και σύνθεση (φιλότητα) και τα ριζώματα γίνονται μια συμπαγής ενότητα. Η δεύτερη οδηγεί στην αποσύνθεση και το διαχωρισμό των ριζωμάτων (νείκος).
Ο κοσμικός κύκλος (67)
Ο Εμπεδοκλής περιέγραφε το κοσμικό γίγνεσθαι ως αιώνια και συνεχή κυκλική πορεία, που μπορεί να παρομοιαστεί με την κίνηση των δεικτών ενός ρολογιού και χαρακτηρίζεται από το θεϊκό σφαίρο και τη χαοτική δίνη.
Φάση Ι : Η επικράτηση της φιλότητας δημιουργεί την απόλυτη αρμονία που περιγράφεται με το τέλειο γεωμετρικό σχήμα της σφαίρας, ως θεϊκής μορφής. Κάθε ίχνος νείκους έχει περιοριστεί στην περιφέρεια του σφαίρου, ενώ τα τέσσερα ριζώματα βρίσκονται σε απόλυτη και ομογενή μείξη.
Φάση ΙΙ : Το νείκος εισβάλλει στο σφαίρο, οδηγεί σε διαμάχη, αποσύνθεση και διάλυση. Με μια διαρκή στροβιλική κίνηση (δίνη) τα ριζώματα διαχωρίζονται και αποχωρίζονται. Τα έμβια όντα που δημιουργούνται βρίσκονται κάτω από την παρουσία και επιρροή του νείκους. Σε αυτή τη μάχη ανήκει κι ο παροντικός κόσμος.
Φάση ΙΙΙ : Ο δίνος εκφράζει την απόλυτη κυριαρχία του νείκους, που δημιουργεί κατάσταση χάους, διάλυσης και αποσύνθεσης.
Φάση VI: Η φάση καταλήγει στην απόλυτη κυριαρχία της φιλότητας και τη συγκρότηση του γαλήνιου σφαίρου.
Δαιμονολογία :
Οι Καθαρμοί διηγούνται τις περιπέτειες ενός δαίμονα, μια ψυχή που επηρεασμένη από το νείκος υποπέπτει σε σοβαρό παράπτωμα και χάνει την αθωότητα και καθαρότητά της. Περιπλανιέται και ενσαρκώνεται σε φυτά, ζώα και ανθρώπους, ως μια διαδικασία κάθαρσης και εξαγνισμού, έως ότου επιστρέψει στην κατάσταση του αθάνατου δαίμονος. (68)
Επίσης, εμφανής είναι η επίδραση του πυθαγορισμού στις απαγορεύσεις της αιματοχυσίας, της κρεοφαγίας και λοιπά.
Γνωσιοθεωρία
Ο Εμπεδοκλής εξέφρασε μια λεπτομερή θεωρία για την αίσθηση. Τα αισθητά αντικείμενα παράγουν τις απορροές, ένα είδος εκκρίσεων, που μέσα από τους πόρους μας φτάνουν στα αισθητήρια όργανα και εκεί αναγνωρίζονται από όμοια προς αυτά στοιχεία που έχουμε μέσα μας. Πρόκειται για τη θεωρία ‘γνωρίζουμε τα όμοια μέσω των ομοίων’.
Αναξαγόρας
Γεννήθηκε στις Κλαζομενές το 500 περίπου π.Χ. Στα 20 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για 30 χρόνια. Λέγεται πως κατηγορήθηκε για ασέβεια και εγκατέλειψε την πόλη.
Προσπάθησε να ανανεώσει την ιωνική ‘φυσιολογία’ και να τη συνδυάσει με τα επιτεύγματα της Μεγάλης Ελλάδας. Το σύστημα που διαμόρφωσε ήταν το πιο δυσνόητο και περίπλοκο της προσωκρατικής σκέψης.
Ο φυσικός κόσμος
Ως αφετηρία (69) παίρνει την παρμενίδεια άποψη γένεσης και φθοράς. Κατόπιν προχωρά πέρα από τον Εμπεδοκλή και αρνείται τη δυνατότητα δημιουργίας όντων από τα τέσσερα βασικά ριζώματα. Αντιθέτως πιστεύει ότι η κάθε επιμέρους υπόσταση προϋπήρχε. Η βασική αρχή του Αναξαγόρα, είναι πως ‘στο κάθε τι υπάρχει μέρος από το κάθε τι’. Κάθε ον περιέχει σε μικρή αναλογία όλες τις φυσικές υποστάσεις και έτσι, αποτελεί μια μικρογραφία του πολύμορφου σύμπαντος. Όταν εμείς χαρακτηρίζουμε ένα ον αναφερόμαστε στην υπόσταση που υπερτερεί.
Σύμφωνα με τον Αναξαγόρα, η καθολική αυτή ανάμειξη, προέκυψε από την κοσμική κατάσταση που περιέχει ‘όλα τα πράγματα μαζί, άπειρα σε πλήθος και μικρότητα’. Τίποτε από αυτά δεν ξεχώριζε. Η πρωτοκοσμική αυτή κατάσταση, χαρακτηρίζεται ως κατάσταση αδιάκριτης μείξης των σπερμάτων, των βασικών δομικών στοιχείων, που είναι άπειρα και αθέατα, αποτελούν τις πρώτες μορφές οργάνωσης της πραγματικότητας και ενσωματώνουν τα ουσιώδη συστατικά όλων των υλικών υποστάσεων. Αυτές οι υλικές υποστάσεις, συντίθεται κατόπιν από τα βασικά και αναλλοίωτα υλικά-σπέρματα, εξακολουθώντας να περιέχουν ‘λίγο απ’ όλα’.
Ο νους
‘Ο νους είναι άπειρος και αυτοκυβέρνητος, δεν έχει αναμειχθεί σε τίποτα, είναι μόνος με τον εαυτό του γιατί αλλιώς θα περιείχε μερίδιο από όλα τα πράγματα. Είναι λεπτότερος και καθαρότερος από όλα, ξέρει τα πάντα για το κάθε τι και έχει τη μεγαλύτερη δύναμη. Ελέγχει όσα έχουν ψυχή, μεγάλα και μικρά’.
Για τον (70) Αναξαγόρα, ο νους είναι η κινητική αιτία που καθορίζει τη μείξη και τη διάκριση των βασικών και αναλλοίωτων φυσικών υποστάσεων. Διακρίνει το νου από το πρωταρχικό ‘ομού πάντα’ των σπερμάτων και τονίζει πως ο νους είναι άμεικτος και αμιγής. Λόγω αυτής της ιδιότητάς του, ασκεί απεριόριστη επίδραση στο κοσμικό γίγνεσθαι. Το αν ο νους περιορίζεται σε μια μηχανική λειτουργία ή έχει και νοητική και πνευματική υπόσταση, είναι ένα δύσκολο ερώτημα που έχει μια δύσκολη έως αδύνατη απάντηση. Αν και ο Αναξαγόρας διακρίνει το νου από τον υλικό κόσμο, του αποδίδει ωστόσο υλικές ιδιότητες, όπως η λεπτότητα και η καθαρότητα. Επίσης, περιορίζει την κοσμολογική λειτουργία του νου στην εκκίνηση της περιστροφικής κοσμικής κίνησης, που ακολουθεί τους δικούς της νόμους. Για αυτό και ο Σωκράτης εκφράζει απογοήτευση για τον τρόπο με τον οποίο ο Αναξαγόρας φέρθηκε στο νου.
Εν κατακλείδι, μπορούμε να πούμε ότι στη φιλοσοφία του Αναξαγόρα η λειτουργία του νου (που κατά τον Παρμενίδη ήταν καθαρά νοητική, ενώ ξεκαθαρίζει στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη) συσκοτίζεται.
Οι Ατομικοί φιλόσοφοι (71)
Προσπάθησε να ανανεώσει την ιωνική ‘φυσιολογία’ και να τη συνδυάσει με τα επιτεύγματα της Μεγάλης Ελλάδας. Το σύστημα που διαμόρφωσε ήταν το πιο δυσνόητο και περίπλοκο της προσωκρατικής σκέψης.
Ο φυσικός κόσμος
Ως αφετηρία (69) παίρνει την παρμενίδεια άποψη γένεσης και φθοράς. Κατόπιν προχωρά πέρα από τον Εμπεδοκλή και αρνείται τη δυνατότητα δημιουργίας όντων από τα τέσσερα βασικά ριζώματα. Αντιθέτως πιστεύει ότι η κάθε επιμέρους υπόσταση προϋπήρχε. Η βασική αρχή του Αναξαγόρα, είναι πως ‘στο κάθε τι υπάρχει μέρος από το κάθε τι’. Κάθε ον περιέχει σε μικρή αναλογία όλες τις φυσικές υποστάσεις και έτσι, αποτελεί μια μικρογραφία του πολύμορφου σύμπαντος. Όταν εμείς χαρακτηρίζουμε ένα ον αναφερόμαστε στην υπόσταση που υπερτερεί.
Σύμφωνα με τον Αναξαγόρα, η καθολική αυτή ανάμειξη, προέκυψε από την κοσμική κατάσταση που περιέχει ‘όλα τα πράγματα μαζί, άπειρα σε πλήθος και μικρότητα’. Τίποτε από αυτά δεν ξεχώριζε. Η πρωτοκοσμική αυτή κατάσταση, χαρακτηρίζεται ως κατάσταση αδιάκριτης μείξης των σπερμάτων, των βασικών δομικών στοιχείων, που είναι άπειρα και αθέατα, αποτελούν τις πρώτες μορφές οργάνωσης της πραγματικότητας και ενσωματώνουν τα ουσιώδη συστατικά όλων των υλικών υποστάσεων. Αυτές οι υλικές υποστάσεις, συντίθεται κατόπιν από τα βασικά και αναλλοίωτα υλικά-σπέρματα, εξακολουθώντας να περιέχουν ‘λίγο απ’ όλα’.
Ο νους
‘Ο νους είναι άπειρος και αυτοκυβέρνητος, δεν έχει αναμειχθεί σε τίποτα, είναι μόνος με τον εαυτό του γιατί αλλιώς θα περιείχε μερίδιο από όλα τα πράγματα. Είναι λεπτότερος και καθαρότερος από όλα, ξέρει τα πάντα για το κάθε τι και έχει τη μεγαλύτερη δύναμη. Ελέγχει όσα έχουν ψυχή, μεγάλα και μικρά’.
Για τον (70) Αναξαγόρα, ο νους είναι η κινητική αιτία που καθορίζει τη μείξη και τη διάκριση των βασικών και αναλλοίωτων φυσικών υποστάσεων. Διακρίνει το νου από το πρωταρχικό ‘ομού πάντα’ των σπερμάτων και τονίζει πως ο νους είναι άμεικτος και αμιγής. Λόγω αυτής της ιδιότητάς του, ασκεί απεριόριστη επίδραση στο κοσμικό γίγνεσθαι. Το αν ο νους περιορίζεται σε μια μηχανική λειτουργία ή έχει και νοητική και πνευματική υπόσταση, είναι ένα δύσκολο ερώτημα που έχει μια δύσκολη έως αδύνατη απάντηση. Αν και ο Αναξαγόρας διακρίνει το νου από τον υλικό κόσμο, του αποδίδει ωστόσο υλικές ιδιότητες, όπως η λεπτότητα και η καθαρότητα. Επίσης, περιορίζει την κοσμολογική λειτουργία του νου στην εκκίνηση της περιστροφικής κοσμικής κίνησης, που ακολουθεί τους δικούς της νόμους. Για αυτό και ο Σωκράτης εκφράζει απογοήτευση για τον τρόπο με τον οποίο ο Αναξαγόρας φέρθηκε στο νου.
Εν κατακλείδι, μπορούμε να πούμε ότι στη φιλοσοφία του Αναξαγόρα η λειτουργία του νου (που κατά τον Παρμενίδη ήταν καθαρά νοητική, ενώ ξεκαθαρίζει στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη) συσκοτίζεται.
Οι Ατομικοί φιλόσοφοι (71)
Οι αρχαίες μαρτυρίες αναφέρουν ως εισηγητή της ατομικής θεωρίας το Λεύκιππο, όμως, τίποτα δικό του δε σώζεται. Το αντίθετο συμβαίνει με το Δημόκριτο, μαθητή του Λεύκιππου. Γνωρίζουμε πως γεννήθηκε στα Άβδηρα περίπου το 460 π.Χ. και φέρεται ως συγγραφέας έργων που αναφέρονταν στα μαθηματικά, τη φυσική, την αστρονομία, την ψυχολογία, την ηθική, τη μουσική και την ιατρική.
Άτομα και κενό
Η ατομική θεωρία δέχεται την ελεατική απόρριψη γένεσης και φθοράς, ενώ προσπαθεί να εξηγήσει τις αλλαγές του κόσμου, ως αναδιάταξη των συστατικών και αναλλοίωτων στοιχείων των πραγμάτων. Παλαιότερα, ο Μέλισσος ταύτισε το παρμενίδειο μηδέν με το κενό, και το είχε απορρίψει. Οι Ατομικοί δέχονται την ταύτιση μηδενός και κενού, θεωρούν όμως βέβαιη την πραγματικότητα κίνησης και μεταβολής. Απορρίπτουν έτσι την απόλυτα συμπαγή πραγματικότητα και αποδέχονται την ύπαρξη του κενού ως προϋπόθεση για την κίνηση των θεμελιωδών δομικών στοιχείων : των ατόμων.
Οι Ατομικοί, υιοθετούν μεν τις ελεατικές ιδιότητες των όντων, καταφάσκουν δε την ύπαρξη του μηδενός και το ταυτίζουν με το κενό. Δημιουργούν ένα δυϊστικό σύστημα, επιμένοντας (72) πως υπάρχουν μόνον άτομα και κενό. Ερμηνεύουν τον κόσμο ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης ατόμων και κενού. Η ύλη δεν είναι συνεχής και αέναα διαιρετή, αλλά αποτελείται από σταθερά και αναλλοίωτα στοιχειώδη σωματίδια, που είναι τόσο μικρά που μόνο νοητά τα αντιλαμβανόμαστε. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό αυτών των σωματιδίων είναι το ‘άτομος’, δηλαδή η αδυναμία της επ’ άπειρον τομής των υλικών σωμάτων σε όλο και μικρότερα κομμάτια, ενώ η σύσταση της ύλης από έσχατα σταθερά και αδιαίρετα στοιχεία έγινε το σημαντικότερο χαρακτηριστικό αυτών των σωματιδίων.
Ιδιότητες των ατόμων
Είναι συμπαγείς, πλήρεις και αδιαπέραστες μονάδες ύλης, που δεν περιέχουν κενό ή μη ον, ούτε χωρίζονται σε μέρη. Είναι αδιαίρετα, αγέννητα, άφθαρτα και άπειρα στον αριθμό και απαθή διότι δεν επηρεάζονται από το περιβάλλον και δε μεταλλάσσονται.
Το σύστημα των Ατομικών περιλαμβάνει τα στοιχειώδη σωματίδια και όχι κινητικές δυνάμεις. Αυτό σημαίνει ότι οι διάφορες μορφές που παίρνει η ύλη ανάγονται στα ίδια τα άτομα. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε πως οι διαφορές αυτές έχουν να κάνουν με την εσωτερική σύσταση των ατόμων, που είναι διαφορετική στα άτομα του νερού π.χ. από ότι στα άτομα του σίδηρου. Όμως, η ύπαρξη τέτοιων διαφορών, θα σήμαινε ότι τα άτομα δεν είναι οι έσχατες, θεμελιώδεις υποστάσεις και θα έπρεπε να ψάξουμε βαθύτερα για την ουσία της πραγματικότητας. Τα άτομα αντίθετα, είναι άποια (χωρίς ποιότητα) και διαφέρουν μόνον έως προς το σχήμα, την τάξιν και τη θέσιν (κατάσταση).
Τάξις : αναφέρεται στη διάταξη ενός συμπλέγματος ατόμων
Θέσις : αναφέρεται στις διαφορές που παρουσιάζει η διάταξη δύο ή περισσότερων ατόμων στο χώρο
Σχήμα: τα άπειρα σε ποσότητα άτομα εμφανίζουν άπειρα σχήματα και μορφές.
Υπάρχουν μαρτυρίες που αναφέρονται σε διαφορές μεγέθους ανάμεσα στα άτομα. Ο Δημόκριτος πίστευε στην ύπαρξη πολύ μεγάλων ατόμων, ενώ δε γνωρίζουμε αν αποδεχόταν και διαφορές στο βάρος τους. Σημαντικότερο όμως, είναι το ζήτημα της κίνησης των ατόμων. Η ατομική θεωρία θεωρεί την κίνηση ως μια ιδιότητα σύμφυτη της ύλης, που δε χρειάζεται εξήγηση. Τα άτομα κινούνται διαρκώς στο κενό χωρίς να συναντούν αντίσταση. (73) Όταν συγκρούονται, τα όμοια μένουν μαζί, σε αντίθεση με τα ανόμοια.
Τα σώματα είναι σύνολα ατόμων, ενωμένα σε σύμπλεγμα σταθερό ή όχι. Διατηρούν την ιδιαιτερότητά τους και κάποια αυτονομία. Η ένωσή τους κάποτε θα τελειώσει και το σώμα θα χάσει τη συγκεκριμένη οντότητά του. Οι κανόνες που διέπουν τις ενώσεις των ατόμων και τη δημιουργία των σωμάτων δεν είναι σαφείς. Πάντως, οι διαφορές στο βάρος, φαίνονται να οφείλονται στις ποσότητες κενού που υπάρχει μέσα τους.
Η διαρκής κίνηση, οι συγκρούσεις και οι ενώσεις των ατόμων, δημιουργούν πέρα από σώματα και ολόκληρους κόσμους. Καθώς τα άτομα κινούνται στο κενό, καμιά φορά συγκεντρώνονται σε μια περιοχή, και δημιουργείται μια δίνη που οδηγεί στο διαχωρισμό τους. Έτσι δημιουργούνται άπειροι κόσμοι. Αφού τόσο το κενό, όσο και τα άτομα είναι άπειρα, συνεχώς δημιουργούνται και διαλύονται νέοι κόσμοι, που διαφέρουν στο μέγεθος, το σχήμα, την ύπαρξη και τις έμβιες μορφές τους.
Γνώση
Ο Δημόκριτος είναι επιφυλακτικός απέναντι στην αίσθηση και την αξιοπιστία της.
Με αφετηρία την παρατήρηση ότι ένα αντικείμενο δημιουργεί διαφορετικές αισθητήριες εντυπώσεις σε διαφορετικούς ανθρώπους, ο Δημόκριτος θεωρεί την αίσθηση ως αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης αντικειμένου και αισθητηριακού μηχανισμού του κάθε ανθρώπου, άρα συμβατική, επιφανειακή, και ανίκανη να εισχωρήσει στο βάθος και την ουσία των πραγμάτων. Η λειτουργία αυτής της αλληλεπίδρασης δεν είναι σαφής, η αίσθηση παράγεται μέσω της συνάντησης ατόμων που απορρέουν από τα υλικά σώματα και τα αισθητήρια όργανα.
Η γνήσια γνώση δεν εξαρτάται από την αίσθηση, αλλά τη νόηση. Όμως, ακόμη και η νόηση περιγράφεται ως ανάλογη της αίσθησης και ανάγεται σε κινήσεις των ατόμων της ψυχής. Η νόηση έχει την ικανότητα να διεισδύει στις πιο λεπτές και δυσδιάκριτες περιοχές της πραγματικότητας, για τις οποίες (74) δεν έχουμε κανένα αισθητηριακό δεδομένο : τα άτομα και το κενό.
Ηθική
Για το Δημόκριτο η ηθική αποβλέπει στην ευδαιμονία του κάθε ανθρώπου. Ο σκοπός αυτός βρίσκεται στη ζωή του καθενός και εκφράζεται με την έννοια της ευθυμίας. Η ευθυμία δηλώνει μια ισορροπημένη κατάσταση μετρημένης διαβίωσης, ανάλογα με τις ικανότητες του καθενός. Βρίσκεται σε αρμονία με το περιβάλλον και αποφεύγει τις υπερβολές. Έτσι ο Δημόκριτος εκφράζει το ‘μέτρον άριστον’ προετοιμάζοντας την αριστοτέλεια ‘μεσότητα’.
Άτομα και κενό
Η ατομική θεωρία δέχεται την ελεατική απόρριψη γένεσης και φθοράς, ενώ προσπαθεί να εξηγήσει τις αλλαγές του κόσμου, ως αναδιάταξη των συστατικών και αναλλοίωτων στοιχείων των πραγμάτων. Παλαιότερα, ο Μέλισσος ταύτισε το παρμενίδειο μηδέν με το κενό, και το είχε απορρίψει. Οι Ατομικοί δέχονται την ταύτιση μηδενός και κενού, θεωρούν όμως βέβαιη την πραγματικότητα κίνησης και μεταβολής. Απορρίπτουν έτσι την απόλυτα συμπαγή πραγματικότητα και αποδέχονται την ύπαρξη του κενού ως προϋπόθεση για την κίνηση των θεμελιωδών δομικών στοιχείων : των ατόμων.
Οι Ατομικοί, υιοθετούν μεν τις ελεατικές ιδιότητες των όντων, καταφάσκουν δε την ύπαρξη του μηδενός και το ταυτίζουν με το κενό. Δημιουργούν ένα δυϊστικό σύστημα, επιμένοντας (72) πως υπάρχουν μόνον άτομα και κενό. Ερμηνεύουν τον κόσμο ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης ατόμων και κενού. Η ύλη δεν είναι συνεχής και αέναα διαιρετή, αλλά αποτελείται από σταθερά και αναλλοίωτα στοιχειώδη σωματίδια, που είναι τόσο μικρά που μόνο νοητά τα αντιλαμβανόμαστε. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό αυτών των σωματιδίων είναι το ‘άτομος’, δηλαδή η αδυναμία της επ’ άπειρον τομής των υλικών σωμάτων σε όλο και μικρότερα κομμάτια, ενώ η σύσταση της ύλης από έσχατα σταθερά και αδιαίρετα στοιχεία έγινε το σημαντικότερο χαρακτηριστικό αυτών των σωματιδίων.
Ιδιότητες των ατόμων
Είναι συμπαγείς, πλήρεις και αδιαπέραστες μονάδες ύλης, που δεν περιέχουν κενό ή μη ον, ούτε χωρίζονται σε μέρη. Είναι αδιαίρετα, αγέννητα, άφθαρτα και άπειρα στον αριθμό και απαθή διότι δεν επηρεάζονται από το περιβάλλον και δε μεταλλάσσονται.
Το σύστημα των Ατομικών περιλαμβάνει τα στοιχειώδη σωματίδια και όχι κινητικές δυνάμεις. Αυτό σημαίνει ότι οι διάφορες μορφές που παίρνει η ύλη ανάγονται στα ίδια τα άτομα. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε πως οι διαφορές αυτές έχουν να κάνουν με την εσωτερική σύσταση των ατόμων, που είναι διαφορετική στα άτομα του νερού π.χ. από ότι στα άτομα του σίδηρου. Όμως, η ύπαρξη τέτοιων διαφορών, θα σήμαινε ότι τα άτομα δεν είναι οι έσχατες, θεμελιώδεις υποστάσεις και θα έπρεπε να ψάξουμε βαθύτερα για την ουσία της πραγματικότητας. Τα άτομα αντίθετα, είναι άποια (χωρίς ποιότητα) και διαφέρουν μόνον έως προς το σχήμα, την τάξιν και τη θέσιν (κατάσταση).
Τάξις : αναφέρεται στη διάταξη ενός συμπλέγματος ατόμων
Θέσις : αναφέρεται στις διαφορές που παρουσιάζει η διάταξη δύο ή περισσότερων ατόμων στο χώρο
Σχήμα: τα άπειρα σε ποσότητα άτομα εμφανίζουν άπειρα σχήματα και μορφές.
Υπάρχουν μαρτυρίες που αναφέρονται σε διαφορές μεγέθους ανάμεσα στα άτομα. Ο Δημόκριτος πίστευε στην ύπαρξη πολύ μεγάλων ατόμων, ενώ δε γνωρίζουμε αν αποδεχόταν και διαφορές στο βάρος τους. Σημαντικότερο όμως, είναι το ζήτημα της κίνησης των ατόμων. Η ατομική θεωρία θεωρεί την κίνηση ως μια ιδιότητα σύμφυτη της ύλης, που δε χρειάζεται εξήγηση. Τα άτομα κινούνται διαρκώς στο κενό χωρίς να συναντούν αντίσταση. (73) Όταν συγκρούονται, τα όμοια μένουν μαζί, σε αντίθεση με τα ανόμοια.
Τα σώματα είναι σύνολα ατόμων, ενωμένα σε σύμπλεγμα σταθερό ή όχι. Διατηρούν την ιδιαιτερότητά τους και κάποια αυτονομία. Η ένωσή τους κάποτε θα τελειώσει και το σώμα θα χάσει τη συγκεκριμένη οντότητά του. Οι κανόνες που διέπουν τις ενώσεις των ατόμων και τη δημιουργία των σωμάτων δεν είναι σαφείς. Πάντως, οι διαφορές στο βάρος, φαίνονται να οφείλονται στις ποσότητες κενού που υπάρχει μέσα τους.
Η διαρκής κίνηση, οι συγκρούσεις και οι ενώσεις των ατόμων, δημιουργούν πέρα από σώματα και ολόκληρους κόσμους. Καθώς τα άτομα κινούνται στο κενό, καμιά φορά συγκεντρώνονται σε μια περιοχή, και δημιουργείται μια δίνη που οδηγεί στο διαχωρισμό τους. Έτσι δημιουργούνται άπειροι κόσμοι. Αφού τόσο το κενό, όσο και τα άτομα είναι άπειρα, συνεχώς δημιουργούνται και διαλύονται νέοι κόσμοι, που διαφέρουν στο μέγεθος, το σχήμα, την ύπαρξη και τις έμβιες μορφές τους.
Γνώση
Ο Δημόκριτος είναι επιφυλακτικός απέναντι στην αίσθηση και την αξιοπιστία της.
Με αφετηρία την παρατήρηση ότι ένα αντικείμενο δημιουργεί διαφορετικές αισθητήριες εντυπώσεις σε διαφορετικούς ανθρώπους, ο Δημόκριτος θεωρεί την αίσθηση ως αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης αντικειμένου και αισθητηριακού μηχανισμού του κάθε ανθρώπου, άρα συμβατική, επιφανειακή, και ανίκανη να εισχωρήσει στο βάθος και την ουσία των πραγμάτων. Η λειτουργία αυτής της αλληλεπίδρασης δεν είναι σαφής, η αίσθηση παράγεται μέσω της συνάντησης ατόμων που απορρέουν από τα υλικά σώματα και τα αισθητήρια όργανα.
Η γνήσια γνώση δεν εξαρτάται από την αίσθηση, αλλά τη νόηση. Όμως, ακόμη και η νόηση περιγράφεται ως ανάλογη της αίσθησης και ανάγεται σε κινήσεις των ατόμων της ψυχής. Η νόηση έχει την ικανότητα να διεισδύει στις πιο λεπτές και δυσδιάκριτες περιοχές της πραγματικότητας, για τις οποίες (74) δεν έχουμε κανένα αισθητηριακό δεδομένο : τα άτομα και το κενό.
Ηθική
Για το Δημόκριτο η ηθική αποβλέπει στην ευδαιμονία του κάθε ανθρώπου. Ο σκοπός αυτός βρίσκεται στη ζωή του καθενός και εκφράζεται με την έννοια της ευθυμίας. Η ευθυμία δηλώνει μια ισορροπημένη κατάσταση μετρημένης διαβίωσης, ανάλογα με τις ικανότητες του καθενός. Βρίσκεται σε αρμονία με το περιβάλλον και αποφεύγει τις υπερβολές. Έτσι ο Δημόκριτος εκφράζει το ‘μέτρον άριστον’ προετοιμάζοντας την αριστοτέλεια ‘μεσότητα’.
(από: ollthatjazz)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου