Τόμος Α' - Κεφ. 2
2.1 Οι Σοφιστές
Εισαγωγή
Για αρκετούς αιώνες οι σοφιστές θεωρούνταν απατεώνες, υπονομευτές των ηθικών αξιών και εχθροί της αγάπης για την πραγματική σοφία. Η αποκατάστασή τους προέκυψε τους δυο τελευταίους αιώνες. Η αξία της μελέτης των σοφιστών είναι πλέον αποδεδειγμένη, υπάρχουν όμως αντικρουόμενες γνώμες για μια σειρά άλλων ερωτημάτων :
-Πρέπει να θεωρηθούν ως αυτόνομης αξίας πνευματική κίνηση;
-Πρέπει να θεωρηθούν ως ‘μια στιγμή’ στην ιστορία της φιλοσοφίας;
-Πρέπει να μιλάμε για διδασκαλία, κίνηση ή επάγγελμα των Σοφιστών;
-Είναι πρέπον να βλέπουμε σε αυτούς τον προάγγελο του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού;
-Μπορούμε να δώσουμε ορισμό για τους Σοφιστές και να εξηγήσουμε τις διαφορές τους από τους ‘φιλοσόφους’;
Οι πηγές είναι επίσης ένα ζήτημα. Τα περισσότερα κείμενα Σοφιστών που έφτασαν ως εμάς έχουν τη μορφή αποσπασμάτων. Όσον αφορά στην ποιότητά τους, πολλές πληροφορίες προέρχονται από έργα μεταγενέστερων που αναφέρονται στις σοφιστικές θεωρίες για να υποστηρίξουν τις δικές τους. Στην ενότητα αυτή θα δούμε κάποιους συγκεκριμένους Σοφιστές, καθώς έχουμε αφήσει απέξω αρκετούς άλλους.
Ποιοι είναι οι Σοφιστές (83)
Εμείς χρησιμοποιούμε τον όρο για να περιγράψουμε τους στοχαστές του 5ου αι. και τους αποδίδουμε μια κοινή ταυτότητα που οι ίδιοι δε σκέφτηκαν ποτέ ότι έχουν.
Η εικόνα των Σοφιστών ως ομάδα είναι αποτέλεσμα αυτών που αναφέρουν οι άλλοι φιλόσοφοι, όπως ο Πλάτων, και όχι αυτό που θεωρούσαν οι ίδιοι οι Σοφιστές για τον εαυτό τους.
Χρήση και Εμβέλεια του όρου ‘Σοφιστής’
Κυριαρχούν στον ελλαδικό χώρο κατά το δεύτερο μισό του 5ου αι. Η εμφάνισή τους συνδέεται με την άνθηση της ρητορικής και η φήμη τους προήλθε από τους επιτυχημένους λόγους που εκφωνούσαν σε δημόσιες εορτές. Η διδασκαλία τους δεν περιορίστηκε στη ρητορική. Τα κείμενά τους δείχνουν το εύρος των γνώσεών τους (ηθικές, πολιτικές, ανθρωπολογικές) ενώ η ενασχόλησή τους με το λόγο διατυπώνει τα πρώτα ζητήματα της φιλοσοφίας της γλώσσας. Επίσης, κάποιοι από αυτούς ασχολούνται με πιο τεχνικά ζητήματα, όπως η αστρονομία ή τα μαθηματικά.
Η υποτιμητική σημασία του όρου οφείλεται τόσο στις προκλητικές ή ακόμα και ηθικά ή πολιτικά επικίνδυνες θεωρίες τους, όσο και στην προκατάληψη που μας κληρονόμησαν ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης.
Η λέξη ‘σοφιστής’, σήμαινε τον άνθρωπο που κατείχε κάποια πρακτική τέχνη ή σοφία και χρησιμοποιούνταν για ποιητές όπως ο Όμηρος και ο Ησίοδος ή για επιφανή άτομα όπως ο Σόλων και οι Επτά Σοφοί. Ο μόνος που χρησιμοποίησε αυτόν τον τίτλο για να περιγράψει το επάγγελμά του ήταν ο Πρωταγόρας, που ισχυρίζεται πως διδάσκει στους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν σωστά τις υποθέσεις του σπιτιού τους και της πόλης.
Πάντως, αυτός ο ορισμός εμάς δε μας βοηθά να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα. Άλλωστε, πολλοί (84) από αυτούς που εμείς θεωρούμε σοφιστές εστίασαν την προσοχή τους σε ζητήματα γλώσσας και τη διδασκαλία της ρητορικής.
Κοινό χαρακτηριστικό των Σοφιστών είναι ο πόλεμος που τους άσκησαν οι διάδοχοί τους, κυρίως σε ότι έχει να κάνει με την πληρωμή τους. Η αμοιβόμενη διδασκαλία επέτρεπε στον καθένα να αποκτήσει γνώση άσχετα από το χαρακτήρα και το κοινωνικό του υπόβαθρο. Ο Πλάτων ορίζει τους Σοφιστές ως ‘έμμισθους κυνηγούς εύπορων νεαρών’. Δεν ήταν όμως μόνον οι Σοφιστές που πληρώνονταν για τις υπηρεσίες τους, το ίδιο έκαναν και οι γιατροί.
Άλλο ένα χαρακτηριστικό τους που επιδέχεται έρευνας είναι το ότι ήταν περιοδεύοντες δάσκαλοι. Πολλοί από αυτούς ταξίδευαν, αυτό όμως μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι προέρχονταν από λιμάνια που ήταν χώροι ανταλλαγής γνώσεων και υλικών αγαθών. Όπως και να έχει, σοφιστές θεωρούνται οι περιοδεύοντες δάσκαλοι, αλλά και άλλοι που δεν ταξίδευαν.
Εν κατακλείδι, ο όρος ‘σοφιστής’ δεν είχε συγκεκριμένη σημασία. Επίσης δε γνωρίζουμε αν οι άνθρωποι αυτοί αισθάνονταν μέλη μιας ενιαίας ομάδας.
Κυριότεροι καταγεγραμμένοι Σοφιστές, είναι οι Πρωταγόρας ο Αβδηρίτης, Γοργίας ο Λεοντίνος, Πρόδικος ο Κείος, Ιππίας ο Ηλείος, Θρασύμαχος ο Χαλκηδόνιος. Οι σημαντικότεροι Αθηναίοι σοφιστές ήταν ο Αντιφώντας και ο Κριτίας.
Ιστορικό και Κοινωνικό Υπόβαθρο
Η κυριότερη σκηνή που δείχνει την πνευματική και υλική ευημερία της Αθήνας, καταγράφεται στο σπίτι του πλούσιου Καλλία, που φιλοξενεί σοφιστές και φιλοσόφους (85). Στο ίδιο κείμενο η Αθήνα αναφέρεται ως ‘πρυτανείο της σοφίας’.
Η δημοκρατία ευνοεί την εμφάνιση των Σοφιστών που προσέφεραν σε κάθε πολίτη τη δυνατότητα να επηρεάσει με το λόγο του τις πολιτικές αποφάσεις. Η διδασκαλία της ρητορικής κάλυπτε την ανάγκη να αποκτήσουν την πολιτική αρετή και άλλοι πέραν των αριστοκρατών. Το γεγονός πως η αρετή αυτή μπορούσε και έπρεπε να γίνει αντικείμενο διδασκαλίας και κτήμα όλων των ανθρώπων εξασφάλιζε και προϋπέθετε την κινητικότητα μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων. Ταυτόχρονα, καθιέρωνε εκείνους που τη δίδασκαν. Ο Πρωταγόρας λέει πως η διδασκαλία χρειάζεται τόσο τα φυσικά χαρίσματα όσο και την άσκηση. Οι σοφιστές εξέφρασαν επίσης την τολμηρή άποψη ότι Έλληνες και βάρβαροι είναι από τη φύση τους ίσοι.
Αναρωτιέται κανείς κατά πόσο η αθηναϊκή δημοκρατία οδήγησε στην ανάπτυξη πολιτικών και ηθικών σοφιστικών αντιλήψεων ή αν αυτές οι αντιλήψεις αναπτύχθηκαν αυτόνομα κι απλώς εκφράστηκαν και διασώθηκαν μέσω αυτής της δημοκρατίας. Δε μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την απάντηση, οι πηγές όμως μεροληπτούν σαφώς υπέρ της Αθήνας, για αυτό και πολλοί μελετητές τη συνδέουν άμεσα (την Αθήνα) με τη σοφιστική.
Μια άλλη παράμετρος που επισκιάζουν οι πηγές είναι η εμπειρική παρατήρηση. Καταγράφεται από ιστορικούς όπως ο Ηρόδοτος που είχαν επαφή με άλλους λαούς, αλλά και από γιατρούς, που εντοπίζουν και μελετούν τις διαφορετικές λειτουργίες διαφορετικών οργανισμών. Η εμπειρική γνώση αποτελεί κοινή τάση των σοφιστών, που όμως δεν τους διαφοροποιεί από άλλες επαγγελματικές ομάδες όπως οι γιατροί.
Τι Διδάσκουν οι Σοφιστές (86)
Δε διδάσκουν όλοι οι σοφιστές τα ίδια πράγματα. Η προτίμησή τους στη ρητορική μπορεί απλά να οφείλεται στο ενδιαφέρον των μεταγενέστερων φιλοσόφων για τη σημασία και τη νομιμότητα της ρητορικής ως τέχνη. Η εικόνα που έχουμε για τον Πρωταγόρα οφείλεται στον Πλάτωνα, καθώς τα λίγα σωζόμενα αποσπάσματα του δεν αρκούν για να καταλάβουμε τι ήθελε να πει ο σοφιστής.
Έλλειψη ομοφωνίας υπάρχει και στη σχετική συζήτηση για την προτεραιότητα νόμου ή φύσης. Οι σοφιστές ασχολούνται με το ζήτημα, οι απόψεις όμως δε συγκλίνουν.
Το ίδιο συμβαίνει και με την κριτική της θρησκείας, ούτε εκεί οι απόψεις συγκλίνουν.
Η Θεμελίωση της Ρητορικής
Οι σοφιστές συνέβαλαν σημαντικά στη διδασκαλία και τη θεωρητική θεμελίωσή της. Αντιπροσωπευτικό κείμενο είναι το Ελένης Εγκώμιον, του Γοργία. Στο κείμενο αυτό ο συγγραφέας προσπαθεί να καταφέρει το ακατόρθωτο, να υποστηρίξει πως η Ωραία Ελένη δεν είναι υπεύθυνη για τον Τρωικό πόλεμο. Υποστηρίζει πως η Ελένη παρασύρθηκε από τα λόγια, πράγμα που αποδεικνύει πως η βία του λόγου δε διαφέρει και τόσο από την πραγματική βία. Βλέπουμε έτσι πως οι άνθρωποι μπορούν να πεισθούν για κάτι, παρά τη θέλησή τους. Το παράδοξο αυτό έχει να κάνει με την αντίληψη του Γοργία για το λόγο. Τον χαρακτηρίζει ‘μεγάλο δυνάστη’ (87) και έρχεται στο δέκτη απέξω, ενώ με τους κατάλληλους χειρισμούς ο ρήτορας καλλιεργεί μια ορισμένη ψυχολογική κατάσταση. Εδώ λοιπόν η ευθύνη του δέκτη δεν είναι μεγαλύτερη από αυτήν του ασθενούς που ακολουθεί την αγωγή του ιατρού του. Όπως και στην περίπτωση των φαρμάκων, έτσι και οι λόγοι λειτουργούν διαφορετικά σε κάθε άνθρωπο. Έτσι λοιπόν, δεν υπάρχει ‘αντικειμενικά’ σωστός ή ορθός λόγος που να απευθύνεται με τον ίδιο τρόπο σε όλους. Για το Γοργία η αλήθεια υποχωρεί μπροστά στην αποτελεσματικότητα και την επιτυχία του λόγου. Ο ρήτορας δεν ενδιαφέρεται για αυτό που λέγεται, αλλά για αυτό που επιτυγχάνεται όταν κάτι ειπωθεί.
Βλέπουμε πως για το Γοργία σημασία δεν έχει η αλήθεια αλλά η αποτελεσματικότητα του λόγου στην ψυχή του ακροατή. Δεν πιστεύει πως υπάρχει κάποια αλήθεια που ο ρήτορας απλά δεν ανακοινώνει. Υποστηρίζει ότι οι λέξεις δεν αντιστοιχούν στα πράγματα κι ακόμη κι όταν αυτό συμβαίνει, η αντιστοιχία αυτή δε θα μπορούσε να μεταφερθεί από ομιλητή σε ομιλητή. (Περί του μη όντος).
Η θέση ότι ο λόγος δεν αναφέρεται στην πραγματικότητα φαίνεται να υπονομεύει το επάγγελμα του ρήτορα. Καθώς όμως ο Γοργίας ήταν πονηρός, δεν είμαστε σίγουροι πως η δήλωση αυτή πηγάζει από ειλικρίνεια. Θα μπορούσε να είναι απλά μια επίδειξη της δύναμης και των ορίων της τέχνης του. Αν συμβαίνει (88) αυτό, τότε πρόκειται για ένα ‘πυροτέχνημα’ προκειμένου να θαυμάσουν οι άλλοι τις ‘μαγικές’ ικανότητες του λόγου.
Η Ρητορική στην Πράξη
Ο λόγος απέκτησε συγκεκριμένη εφαρμογή στη δημοκρατία. Υπάρχουν μαρτυρίες που τοποθετούν τη γένεση της ρητορικής στις αρχές του 5ου αι. στη Σικελία, λόγω των δικών που έγιναν εκείνη την εποχή εκεί. Ο Γοργίας είναι σε θέση να προσαρμόσει την επιχειρηματολογία του στο ακροατήριό του. Στο λόγο του «Υπέρ Παλαμήδους Απολογία» δείχνει πως ένα σωστό επιχείρημα λειτουργεί ικανοποιητικά αν δεν υπάρχουν μάρτυρες. Η εύλογη εικασία αντικαθιστά μια ‘άτεχνη’ μαρτυρία. Εδώ, η αλήθεια επισκιάζεται από την αληθοφάνεια. Μπορούμε βέβαια να σκεφτούμε πως ένας ικανός ρήτορας μπορεί ωραιότατα να κατασκευάσει επιχειρήματα υπέρ της αλήθειας, η ικανότητα όμως αυτή έχει συμβάλλει τα μέγιστα στην προκατάληψη εναντίον των σοφιστών. Ο Πρωταγόρας υποστήριξε ότι για κάθε πράγμα υπάρχουν δυο γνώμες, αντίθετες μεταξύ τους.
Εκτός από τη ρητορική τέχνη, υπάρχει και ενδιαφέρον για τη γλώσσα. Ο Πρωταγόρας διαθέτει ορθοέπειαν, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ενώ τα ρητορικά σχήματα του Γοργία γίνονται ξακουστά ή περιβόητα. Υπάρχει τέλος (89) και ο Πρόδικος, που δίνει σημασία στις αποχρώσεις και τις διαφοροποιήσεις των λέξεων.
Η Γνωσιολογική Θεμελίωση του Σχετικισμού : η περίπτωση του Πρωταγόρα
«Για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος. Για όσα υπάρχουν ότι υπάρχουν, και για όσα δεν υπάρχουν ότι δεν υπάρχουν»
Έτσι ξεκινούσε το έργο του με τίτλο «Αλήθεια ή Καταβάλλοντες Λόγοι». Πρόκειται για προκλητικό συμπέρασμα, ότι δηλαδή όλες οι υποκειμενικές αντιλήψεις ευσταθούν. Η πρόταση αυτή δέχεται πολλές ερμηνείες, που είναι ανάλογες στις απαντήσεις των παρακάτω ερωτημάτων :
1.για τι είδους πράγματα γίνεται λόγος. (τα αισθητά, τις αξίες;)
2.τι εννοεί ο Πρωταγόρας όταν μιλάει για τον άνθρωπο (αντιδιαστέλλει έναν άνθρωπο σε έναν άλλον, ή προς τα ζώα, τους θεούς κλπ;)
3.τι σημαίνει ότι τα πράγματα υπάρχουν;
Οι απαντήσεις προκύπτουν μέσα από τα κείμενα του Πρωταγόρα. Το πιο μεγάλο είναι ο «Θεαίτητος» του Πλάτωνα. Ο Σωκράτης και ο Θεαίτητος εξετάζουν την άποψη πως η γνώση είναι αίσθηση και αναφέρονται στον Πρωταγόρα και την άποψή του πως ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων. Π.χ. ο αέρας δημιουργεί διαφορετικές εντυπώσεις σε διαφορετικά υποκείμενα. Άρα, για όποιον αισθάνεται κρύο, ο αέρας είναι κρύος, για κάποιον άλλον, όχι. Τελικά τα πράγματα είναι για τον καθένα έτσι όπως αυτός τα αισθάνεται.
Αν περιοριστούμε στον Πλάτωνα, το συμπέρασμα είναι πως ο Πρωταγόρας αναφέρεται στα αισθητά πράγματα. Κάποιοι θεωρούν τον Πρωταγόρα πρόδρομο των αισθησιοκρατικών αντιλήψεων, σύμφωνα με τις οποίες η γνώση βασίζεται αποκλειστικά στις αισθήσεις. Ο Πλάτων όμως, προσαρμόζει απόψεις άλλων στα δικά του επιχειρήματα. Στην πραγματικότητα (90) ο Πρωταγόρας δεν εννοούσε μόνον τα αντικείμενα αισθητηριακής αντίληψης, αλλά κάθε κρίση που μπορεί να εκφέρει ένα υποκείμενο για ένα ζήτημα. Αυτό μας οδηγεί σε προβληματισμό. Τι σημασία είχε ο άνθρωπος στη θέση του Πρωταγόρα; Αν δεχτούμε πως με τον όρο ‘άνθρωπος’ ο Πρωταγόρας εννοεί όχι το γένος, αλλά κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την άποψη πως το δίκαιο, το ωφέλιμο κλπ, είναι διαφορετικά για διαφορετικούς ανθρώπους. Έτσι όμως, η παρουσία των σοφών, είναι περιττή. Το ίδιο συμβαίνει και με όσα θεωρεί πρέποντα η ίδια η πόλη. Εδώ ο Πρωταγόρας θα όφειλε να πει ότι σημασία δεν έχει η υποκειμενική δοξασία του κάθε ανθρώπου, αλλά η κοινή γνώμη, που διαμορφώνεται σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, από συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων.
Με τα παραπάνω απαντάμε στο τρίτο ερώτημα: τι σημαίνει ότι τα πράγματα υπάρχουν; Αν κινηθούμε με βάση το «Θεαίτητο», το πράγμα του οποίου η ύπαρξη διακυβεύεται δεν είναι ο αέρας, αλλά αυτά που οι άνθρωποι θεωρούν ως αέρα. Η διάκριση ανάμεσα σε ένα πράγμα και σε αυτό που αποδίδουμε στο πράγμα δεν έχει αναλυθεί πριν τον Πλάτωνα. Άρα, δεν είχε απασχολήσει τον Πρωταγόρα.
Εμείς χρησιμοποιούμε τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη για να καταλάβουμε τον Πρωταγόρα, κι έτσι υποθέτουμε ότι ο σχετικισμός του δεν είναι τόσο ριζικός ώστε να αφορά την ύπαρξη των πραγμάτων που βρίσκονται γύρω μας, αλλά πιο περιορισμένος, στις εκτιμήσεις για τα πράγματα που αντικειμενικά υπάρχουν γύρω μας. Παραφράζοντας τον Πρωταγόρα, μπορούμε να πούμε ότι ο αέρας που αντικειμενικά υπάρχει γύρω μας, υπάρχει για τον κάθε έναν με διαφορετικό τρόπο (ψυχρός, θερμός κλπ). Κατ’ αυτήν την έννοια, είναι κάτι διαφορετικό για τον καθένα μας.
Η Ηθική της αντίθεσης νόμω – φύσει (91)
Ο σχετικισμός εντοπίζεται και στο χώρο της ηθικής. Στη διαμάχη γύρω από τη διάκριση και την απόσταση της φύσεως από το νόμο. Π.χ.: «οι νόμοι θεσπίζονται από αδύνατους ανθρώπους και το πλήθος, ανάλογα με τις αντιλήψεις και το συμφέρον τους. Φοβίζοντας αυτούς που είναι ισχυρότεροι και μπορούν να αποκτήσουν περισσότερα, λένε πως είναι άσχημο και άδικο να έχει κανείς περισσότερα και πως είναι αδικία να προσπαθεί κανείς να έχει περισσότερα από τους άλλους. Λέγεται πως σύμφωνα με το νόμο, αδικία είναι να επιδιώκει κανείς να έχει περισσότερα από τους πολλούς. Η φύση όμως, φανερώνει ότι το δίκαιο είναι να πλεονεκτεί ο καλύτερος σε σχέση με το χειρότερο και ο δυνατότερος σε σχέση με τον αδύναμο. Αυτό φαίνεται στα ζώα και τους ανθρώπους. Το ίδιο έκανε και ο Ξέρξης. Άνθρωποι όπως αυτός (92) ενεργούν σύμφωνα με τη φύση και όχι με τους νόμους που θεσπίσαμε».
Στο απόσπασμα μειώνεται η αξία του ανθρώπινου νόμου σε σχέση με το νόμο της φύσης (ή νόμο της ζούγκλας). Η έκφραση ‘νόμος της φύσης’ δεν απαντάται σε κανένα άλλο κείμενο, αναφέρεται απλά ως ‘φύση’ και ταυτίζεται με την πραγματικότητα αυτού που συμβαίνει, ανεξάρτητα από ότι πιστεύεται ή νομίζεται. Η διάκριση αυτή έχει ένα παρελθόν. Ο Δημόκριτος είχε επισημάνει τη διαφορά της πραγματικότητας από αυτό που νομίζουν οι άνθρωποι ως πραγματικότητα. Στις Νεφέλες του Αριστοφάνη ο Άδικος Λόγος προτρέπει τον ακροατή να υποταχθεί στη φύση του και να απολαύσει χωρίς να θεωρεί τίποτα κακό.
Τους Σοφιστές όμως, τους απασχολεί το ηθικό και πολιτικό ζήτημα μεταξύ αυτού που υπάρχει πραγματικά και αυτού που εκλαμβάνεται με συγκεκριμένο τρόπο από τους ανθρώπους. Όπως ας πούμε, με το θέμα που προέκυψε με την εκπαίδευση, τον 5ο αι. Η τάξη των ευγενών έπαψε να έχει την αποκλειστικότητα στα προνόμια λόγω καταγωγής, κάτι που θεωρούνταν ‘φύση’. Στην πραγματικότητα ήταν μια σύμβαση που καθόριζε την κοινή γνώμη, δηλαδή νόμος. Οπότε, αν τα πράγματα είναι διαφορετικά από αυτό που νομίζουμε, τι αξία έχουν οι νόμοι;
Ο Πλάτων κατάλαβε τον πολιτικό κίνδυνο αυτής της άποψης κι εμφανίζει διαφορετικές όψεις της. Στο έργο του «Πρωταγόρας», ο Ιππίας υποστηρίζει ότι ο νόμος παραβιάζει τη φύση, ενώ στην «Πολιτεία» εμφανίζονται ανάλογα επιχειρήματα. Ο Θρασύμαχος λέει πως (93) δίκαιο είναι το συμφέρον του ισχυρότερου. Ο Γλαύκων υποστηρίζει πως οι άνθρωποι δέχονται κάποια πράγματα ως δίκαια, το κάνουν όμως επειδή φοβούνται τις συνέπειες μιας άλλης συμπεριφοράς. Αν μπορούσαν να είναι αόρατοι, θα αποκάλυπταν την πραγματική τους φύση χωρίς να υπακούν στο νόμο.
Μέχρι τώρα βασιζόμασταν στους διαλόγους του Πλάτωνα, καθώς εκεί βρίσκονται αποκρυσταλλωμένα αρκετά φιλοσοφικά επιχειρήματα. Η διαμάχη νόμος – φύση, περιγράφεται και αλλού, στον Ευριπίδη, τον Αριστοφάνη, το Θουκυδίδη. Καταλαβαίνουμε έτσι την επίδραση αυτού του θέματος στην πνευματική ζωή. Όμως, σε ότι έχει να κάνει με τους Σοφιστές, οι κυριότερες μαρτυρίες προέρχονται από το έργο του Αντιφώντα «Περί Αληθείας». Εκεί διατυπώνονται αρκετές προκλητικές δηλώσεις, όμως τα πολλά κενά του κειμένου δε μας επιτρέπουν να κρίνουμε σωστά τις δηλώσεις αυτές. Για αυτό θα είμαστε περιληπτικοί και ιδιαιτέρως προσεκτικοί :
Οι νόμοι θεωρούνται ανθρώπινο προϊόν και ως εκ τούτου, δεν έχουν την αναγκαιότητα και την καθολικότητα της φύσης. Άρα, η ισχύς τους είναι συμβατική και μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ‘δικαιοσύνη είναι να μην παραβαίνεις τα νόμιμα του κράτους στο οποίο ανήκεις’. Αφού όμως οι επιταγές της φύσης είναι ισχυρότερες τότε είναι πιο ωφέλιμο να ακολουθεί κανείς τη φύση. Η παράβαση του νόμου, συνεπάγεται μεγαλύτερες κυρώσεις από την απόλαυση του να ακολουθούμε τη φύση. Για αυτό, τείνουμε να ακολουθούμε το νόμο, αν και έτσι θίγουμε τις επιταγές της φύσης που είπαμε ήδη πως είναι πιο ωφέλιμες. Αν όμως καταφέρουμε να παραβιάσουμε το νόμο απαρατήρητοι, είναι καλύτερο να ακολουθούμε τη φύση.
Από τα αποσπάσματα (94) δεν προκύπτει ξεκάθαρα αν ο συγγραφέας προτρέπει στο δρόμο της φύσεως, ή αν απλά ζητά καλύτερο νόμο. Το παράδειγμα της συμπεριφοράς των παιδιών στους γονείς είναι ενδεικτικό. Η φύση του ανθρώπου είναι να εκδικείται αυτόν που τον βλάπτει, ακόμη κι αν είναι γονιός του. Η κοινή αντίληψη λέει πως τα παιδιά πρέπει να σέβονται τους γονείς τους, αυτό όμως είναι μια σύμβαση, ένας νόμος χωρίς πραγματικό αντίκρισμα. Αυτό δε σημαίνει πως όλοι οι νόμοι αντιστρατεύονται ή πρέπει να αντιστρατεύονται τη φύση. Το κείμενο λέει ότι τα περισσότερα πράγματα που θεωρούνται δίκαια σύμφωνα με το νόμο αντιστρατεύονται τη φύση, αλλά όχι όλα. Ο Αντιφώντας φαίνεται να αρκείται σε μια διατύπωση απόψεων, σε θεωρητικό επίπεδο και επίπεδο ρητορικής άσκησης, χωρίς να παίρνει σαφή θέση. Αφού δεν έχουμε ολόκληρο το κείμενο, δε μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τίποτα.
Μέχρι τώρα, είδαμε τις προσπάθειες των Σοφιστών να κρίνουν ή και να υπονομεύσουν την αξία του νόμου ως αποτέλεσμα ανθρώπινης σύμβασης και πολιτισμού, σε αντιδιαστολή με τη φύση. Αυτό το θέμα απασχόλησε αρκετούς, αλλά όχι όλους. Η σοφιστική σκέψη δεν είναι μονολιθική κάτι που φαίνεται στον Πρωταγόρα, όταν αφηγείται το μύθο του Προμηθέα λέγοντας πως ο σεβασμός για τους άλλους και η δικαιοσύνη, είναι δώρα των θεών για να αντισταθμίζουν τη φυσική δύναμη των άλλων ζώων.
Η Κριτική της Θρησκείας (95)
Στη σοφιστική διατυπώνεται για πρώτη φορά η άποψη πως η ύπαρξη του θεού είναι ένα τέχνασμα της εξουσίας για να κυβερνά αποτελεσματικότερα (κείμενο Κριτία).
Αν και δε φαίνεται εκ πρώτης όψεως, υπάρχει μια παρόμοια θέση με το νόμο – φύση. Η φύση των πραγμάτων είναι διαφορετική από τους κανόνες της ανθρώπινης κοινωνίας.
Ο Πρόδικος είναι πιο μετριοπαθής. Αμφισβητεί το κατά πόσον αυτά που ονομάστηκαν θεοί, είναι όντως θεοί. Ο Πρωταγόρας διατύπωσε μια άποψη που οδήγησε τον ίδιο στην εξορία (96) και τα βιβλία του στην πυρά. Είπε πως δε γνωρίζει τίποτα για τους θεούς, ούτε αν υπάρχουν, ούτε τι μορφή έχουν καθώς πολλά πράγματα εμποδίζουν αυτήν τη γνώση, όπως το άδηλον του ζητήματος και η μικρή διάρκεια της ανθρώπινης ζωής. Στο επιχείρημά του αυτό κυριαρχεί η αμφισβήτηση της γνώσης που μπορούν να έχουν οι άνθρωποι για τους θεούς. Αν για τους αρχαίους εμφανιζόταν ως άθεος, εμείς μπορούμε να διακρίνουμε το σκεπτικισμό του για το θέμα και όχι την πλήρη άρνησή του.
Σύνοψη Ενότητας (97)
Οι Σοφιστές εμφανίζονται τον 5ο αι. και η ομαδοποίησή τους είναι μεταγενέστερη. Τα παραδοσιακά κριτήρια που ορίζουν τι είναι οι Σοφιστές πλέον αμφισβητούνται. Ο όρος δε χρησιμοποιείται τον 5ο αι. μόνον για αυτούς. Η διδασκαλία επί πληρωμή γινόταν και από άλλους ‘πνευματικά’ εργαζόμενους. Η χαρακτήρας του περιοδεύοντος δασκάλου έχει να κάνει με τη γενική κινητικότητα της εποχής. Η σχέση τους με τη δημοκρατία επίσης είναι διφορούμενη. Οι δημοκρατικοί θεσμοί σίγουρα ευνόησαν τη σοφιστική σκέψη, δεν είναι όμως αποτέλεσμά τους. Ως κοινή στάση των σοφιστών μπορεί να θεωρηθεί η το ενδιαφέρον τους για την εμπειρική γνώση.
Η επαγγελματική τους ενασχόληση με τη ρητορική τους οδήγησε στην ενασχόληση με τη γλώσσα και τη λειτουργία της. Ο Γοργίας μιλά για την ψυχολογική επίδραση του λόγου στους ακροατές και τους απαλλάσσει από την ηθική ευθύνη, όταν παρασύρονται από τη ρητορική δεινότητα. Η θεωρία του αδιαφορεί για τη μετάδοση της αλήθειας, καθώς για το ρήτορα προέχει η επιτυχία ενός λόγου, ακόμη κι όταν αυτός είναι ψευδής. Η αντίληψη αυτή εφαρμόζεται στο πλαίσιο της ανάγκης για επαγγελματική υπεράσπιση στα δικαστήρια. Πολλοί σοφιστές ήταν σε θέση να επιχειρηματολογούν υπέρ και κατά οποιασδήποτε άποψης, πολλές φορές πιο αποτελεσματικά από αυθόρμητες καταθέσεις μαρτύρων.
Ο Πρωταγόρας, με την άποψη πως ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων, θεμελιώνει το σχετικισμό σε σχέση με τη γνωσιολογία. Άλλη έκφραση του σκεπτικισμού, είναι η διαμάχη για το αν ο άνθρωπος πρέπει να ακολουθεί τους νόμους της φύσης ή των ανθρώπων. (98) Για πολλούς σοφιστές η φύση ισοδυναμεί με την αλήθεια, η οποία καταστρατηγείται από τους ανθρώπινους συμβατικούς νόμους. Ο αντίλογος λέει πως ο νόμος και ο πολιτισμός ξεπερνά την ‘άγρια’ φύση του ανθρώπου. Τέλος, η σοφιστική δίνει τα πρώτα δείγματα της αμφισβήτησης των θεών και αυτών που γνωρίζουμε για αυτούς.
2.2 Οι Ελάσσονες Σωκρατικοί (101)
Εισαγωγή
Οι περισσότερες ιστορίες της φιλοσοφίας θεωρούν σημαντικότερο μαθητή του Σωκράτη τον Πλάτωνα και την Ακαδημία ως τη μοναδική σχολή που μετέδωσε το σωκρατικό πνεύμα. Η αλήθεια είναι πως ο Σωκράτης σχετιζόταν με αρκετούς στοχαστές, αρκετοί από αυτούς ήταν και στενοί του φίλοι, ενώ άλλοι συμμετείχαν περιστασιακά στις συζητήσεις του. Μετά το θάνατό τους και την ίδρυση της Πλατωνικής Ακαδημίας, κάποιοι από αυτούς ίδρυσαν δικές τους σχολές που ονομάστηκαν Σωκρατικές, ενώ οι ίδιοι ονομάστηκαν ελάσσονες Σωκρατικοί (αδίκως συγκρινόμενοι με το μείζονα Πλάτωνα).
Οι Σωκρατικές σχολές έχουν μια σχέση αγάπης – μίσους. Σχετίζονται μεταξύ τους αλλά είναι και ανταγωνιστικές ταυτόχρονα. Η κάθε μια θεωρεί πως είναι η αυθεντική κληρονόμος του Σωκρατικού πνεύματος και της διδασκαλίας του, ενώ υπερασπίζει τη δική της ερμηνεία στη φιλοσοφία του, έναντι των άλλων. Οι Αλεξανδρινοί δοξογράφοι τονίζουν τη σωκρατική καταγωγή των σχολών αυτών μέσα από την ανασυγκρότηση ή επινόηση των διαδοχών. Χαρτογραφούν δηλαδή τα ονόματα των φιλοσόφων που ανέλαβαν την ηγεσία της κάθε σχολής. Επικεφαλής κάθε διαδοχής είναι μια προσωπικότητα του σωκρατικού κύκλου, έτσι ώστε οι αρχές κάθε σχολής να ανάγονται στο Σωκράτη. Αυτοί είναι ο Αντισθένης (κυνισμός), ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος (κυρηναϊκή φιλοσοφία), ο Ευκλείδης ο Μεγαρεύς (μεγαρική φιλοσοφία) και ο Φαίδων ο Ηλείος (Ηλιακή φιλοσοφία).
Εισαγωγή
Για αρκετούς αιώνες οι σοφιστές θεωρούνταν απατεώνες, υπονομευτές των ηθικών αξιών και εχθροί της αγάπης για την πραγματική σοφία. Η αποκατάστασή τους προέκυψε τους δυο τελευταίους αιώνες. Η αξία της μελέτης των σοφιστών είναι πλέον αποδεδειγμένη, υπάρχουν όμως αντικρουόμενες γνώμες για μια σειρά άλλων ερωτημάτων :
-Πρέπει να θεωρηθούν ως αυτόνομης αξίας πνευματική κίνηση;
-Πρέπει να θεωρηθούν ως ‘μια στιγμή’ στην ιστορία της φιλοσοφίας;
-Πρέπει να μιλάμε για διδασκαλία, κίνηση ή επάγγελμα των Σοφιστών;
-Είναι πρέπον να βλέπουμε σε αυτούς τον προάγγελο του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού;
-Μπορούμε να δώσουμε ορισμό για τους Σοφιστές και να εξηγήσουμε τις διαφορές τους από τους ‘φιλοσόφους’;
Οι πηγές είναι επίσης ένα ζήτημα. Τα περισσότερα κείμενα Σοφιστών που έφτασαν ως εμάς έχουν τη μορφή αποσπασμάτων. Όσον αφορά στην ποιότητά τους, πολλές πληροφορίες προέρχονται από έργα μεταγενέστερων που αναφέρονται στις σοφιστικές θεωρίες για να υποστηρίξουν τις δικές τους. Στην ενότητα αυτή θα δούμε κάποιους συγκεκριμένους Σοφιστές, καθώς έχουμε αφήσει απέξω αρκετούς άλλους.
Ποιοι είναι οι Σοφιστές (83)
Εμείς χρησιμοποιούμε τον όρο για να περιγράψουμε τους στοχαστές του 5ου αι. και τους αποδίδουμε μια κοινή ταυτότητα που οι ίδιοι δε σκέφτηκαν ποτέ ότι έχουν.
Η εικόνα των Σοφιστών ως ομάδα είναι αποτέλεσμα αυτών που αναφέρουν οι άλλοι φιλόσοφοι, όπως ο Πλάτων, και όχι αυτό που θεωρούσαν οι ίδιοι οι Σοφιστές για τον εαυτό τους.
Χρήση και Εμβέλεια του όρου ‘Σοφιστής’
Κυριαρχούν στον ελλαδικό χώρο κατά το δεύτερο μισό του 5ου αι. Η εμφάνισή τους συνδέεται με την άνθηση της ρητορικής και η φήμη τους προήλθε από τους επιτυχημένους λόγους που εκφωνούσαν σε δημόσιες εορτές. Η διδασκαλία τους δεν περιορίστηκε στη ρητορική. Τα κείμενά τους δείχνουν το εύρος των γνώσεών τους (ηθικές, πολιτικές, ανθρωπολογικές) ενώ η ενασχόλησή τους με το λόγο διατυπώνει τα πρώτα ζητήματα της φιλοσοφίας της γλώσσας. Επίσης, κάποιοι από αυτούς ασχολούνται με πιο τεχνικά ζητήματα, όπως η αστρονομία ή τα μαθηματικά.
Η υποτιμητική σημασία του όρου οφείλεται τόσο στις προκλητικές ή ακόμα και ηθικά ή πολιτικά επικίνδυνες θεωρίες τους, όσο και στην προκατάληψη που μας κληρονόμησαν ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης.
Η λέξη ‘σοφιστής’, σήμαινε τον άνθρωπο που κατείχε κάποια πρακτική τέχνη ή σοφία και χρησιμοποιούνταν για ποιητές όπως ο Όμηρος και ο Ησίοδος ή για επιφανή άτομα όπως ο Σόλων και οι Επτά Σοφοί. Ο μόνος που χρησιμοποίησε αυτόν τον τίτλο για να περιγράψει το επάγγελμά του ήταν ο Πρωταγόρας, που ισχυρίζεται πως διδάσκει στους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν σωστά τις υποθέσεις του σπιτιού τους και της πόλης.
Πάντως, αυτός ο ορισμός εμάς δε μας βοηθά να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα. Άλλωστε, πολλοί (84) από αυτούς που εμείς θεωρούμε σοφιστές εστίασαν την προσοχή τους σε ζητήματα γλώσσας και τη διδασκαλία της ρητορικής.
Κοινό χαρακτηριστικό των Σοφιστών είναι ο πόλεμος που τους άσκησαν οι διάδοχοί τους, κυρίως σε ότι έχει να κάνει με την πληρωμή τους. Η αμοιβόμενη διδασκαλία επέτρεπε στον καθένα να αποκτήσει γνώση άσχετα από το χαρακτήρα και το κοινωνικό του υπόβαθρο. Ο Πλάτων ορίζει τους Σοφιστές ως ‘έμμισθους κυνηγούς εύπορων νεαρών’. Δεν ήταν όμως μόνον οι Σοφιστές που πληρώνονταν για τις υπηρεσίες τους, το ίδιο έκαναν και οι γιατροί.
Άλλο ένα χαρακτηριστικό τους που επιδέχεται έρευνας είναι το ότι ήταν περιοδεύοντες δάσκαλοι. Πολλοί από αυτούς ταξίδευαν, αυτό όμως μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι προέρχονταν από λιμάνια που ήταν χώροι ανταλλαγής γνώσεων και υλικών αγαθών. Όπως και να έχει, σοφιστές θεωρούνται οι περιοδεύοντες δάσκαλοι, αλλά και άλλοι που δεν ταξίδευαν.
Εν κατακλείδι, ο όρος ‘σοφιστής’ δεν είχε συγκεκριμένη σημασία. Επίσης δε γνωρίζουμε αν οι άνθρωποι αυτοί αισθάνονταν μέλη μιας ενιαίας ομάδας.
Κυριότεροι καταγεγραμμένοι Σοφιστές, είναι οι Πρωταγόρας ο Αβδηρίτης, Γοργίας ο Λεοντίνος, Πρόδικος ο Κείος, Ιππίας ο Ηλείος, Θρασύμαχος ο Χαλκηδόνιος. Οι σημαντικότεροι Αθηναίοι σοφιστές ήταν ο Αντιφώντας και ο Κριτίας.
Ιστορικό και Κοινωνικό Υπόβαθρο
Η κυριότερη σκηνή που δείχνει την πνευματική και υλική ευημερία της Αθήνας, καταγράφεται στο σπίτι του πλούσιου Καλλία, που φιλοξενεί σοφιστές και φιλοσόφους (85). Στο ίδιο κείμενο η Αθήνα αναφέρεται ως ‘πρυτανείο της σοφίας’.
Η δημοκρατία ευνοεί την εμφάνιση των Σοφιστών που προσέφεραν σε κάθε πολίτη τη δυνατότητα να επηρεάσει με το λόγο του τις πολιτικές αποφάσεις. Η διδασκαλία της ρητορικής κάλυπτε την ανάγκη να αποκτήσουν την πολιτική αρετή και άλλοι πέραν των αριστοκρατών. Το γεγονός πως η αρετή αυτή μπορούσε και έπρεπε να γίνει αντικείμενο διδασκαλίας και κτήμα όλων των ανθρώπων εξασφάλιζε και προϋπέθετε την κινητικότητα μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων. Ταυτόχρονα, καθιέρωνε εκείνους που τη δίδασκαν. Ο Πρωταγόρας λέει πως η διδασκαλία χρειάζεται τόσο τα φυσικά χαρίσματα όσο και την άσκηση. Οι σοφιστές εξέφρασαν επίσης την τολμηρή άποψη ότι Έλληνες και βάρβαροι είναι από τη φύση τους ίσοι.
Αναρωτιέται κανείς κατά πόσο η αθηναϊκή δημοκρατία οδήγησε στην ανάπτυξη πολιτικών και ηθικών σοφιστικών αντιλήψεων ή αν αυτές οι αντιλήψεις αναπτύχθηκαν αυτόνομα κι απλώς εκφράστηκαν και διασώθηκαν μέσω αυτής της δημοκρατίας. Δε μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την απάντηση, οι πηγές όμως μεροληπτούν σαφώς υπέρ της Αθήνας, για αυτό και πολλοί μελετητές τη συνδέουν άμεσα (την Αθήνα) με τη σοφιστική.
Μια άλλη παράμετρος που επισκιάζουν οι πηγές είναι η εμπειρική παρατήρηση. Καταγράφεται από ιστορικούς όπως ο Ηρόδοτος που είχαν επαφή με άλλους λαούς, αλλά και από γιατρούς, που εντοπίζουν και μελετούν τις διαφορετικές λειτουργίες διαφορετικών οργανισμών. Η εμπειρική γνώση αποτελεί κοινή τάση των σοφιστών, που όμως δεν τους διαφοροποιεί από άλλες επαγγελματικές ομάδες όπως οι γιατροί.
Τι Διδάσκουν οι Σοφιστές (86)
Δε διδάσκουν όλοι οι σοφιστές τα ίδια πράγματα. Η προτίμησή τους στη ρητορική μπορεί απλά να οφείλεται στο ενδιαφέρον των μεταγενέστερων φιλοσόφων για τη σημασία και τη νομιμότητα της ρητορικής ως τέχνη. Η εικόνα που έχουμε για τον Πρωταγόρα οφείλεται στον Πλάτωνα, καθώς τα λίγα σωζόμενα αποσπάσματα του δεν αρκούν για να καταλάβουμε τι ήθελε να πει ο σοφιστής.
Έλλειψη ομοφωνίας υπάρχει και στη σχετική συζήτηση για την προτεραιότητα νόμου ή φύσης. Οι σοφιστές ασχολούνται με το ζήτημα, οι απόψεις όμως δε συγκλίνουν.
Το ίδιο συμβαίνει και με την κριτική της θρησκείας, ούτε εκεί οι απόψεις συγκλίνουν.
Η Θεμελίωση της Ρητορικής
Οι σοφιστές συνέβαλαν σημαντικά στη διδασκαλία και τη θεωρητική θεμελίωσή της. Αντιπροσωπευτικό κείμενο είναι το Ελένης Εγκώμιον, του Γοργία. Στο κείμενο αυτό ο συγγραφέας προσπαθεί να καταφέρει το ακατόρθωτο, να υποστηρίξει πως η Ωραία Ελένη δεν είναι υπεύθυνη για τον Τρωικό πόλεμο. Υποστηρίζει πως η Ελένη παρασύρθηκε από τα λόγια, πράγμα που αποδεικνύει πως η βία του λόγου δε διαφέρει και τόσο από την πραγματική βία. Βλέπουμε έτσι πως οι άνθρωποι μπορούν να πεισθούν για κάτι, παρά τη θέλησή τους. Το παράδοξο αυτό έχει να κάνει με την αντίληψη του Γοργία για το λόγο. Τον χαρακτηρίζει ‘μεγάλο δυνάστη’ (87) και έρχεται στο δέκτη απέξω, ενώ με τους κατάλληλους χειρισμούς ο ρήτορας καλλιεργεί μια ορισμένη ψυχολογική κατάσταση. Εδώ λοιπόν η ευθύνη του δέκτη δεν είναι μεγαλύτερη από αυτήν του ασθενούς που ακολουθεί την αγωγή του ιατρού του. Όπως και στην περίπτωση των φαρμάκων, έτσι και οι λόγοι λειτουργούν διαφορετικά σε κάθε άνθρωπο. Έτσι λοιπόν, δεν υπάρχει ‘αντικειμενικά’ σωστός ή ορθός λόγος που να απευθύνεται με τον ίδιο τρόπο σε όλους. Για το Γοργία η αλήθεια υποχωρεί μπροστά στην αποτελεσματικότητα και την επιτυχία του λόγου. Ο ρήτορας δεν ενδιαφέρεται για αυτό που λέγεται, αλλά για αυτό που επιτυγχάνεται όταν κάτι ειπωθεί.
Βλέπουμε πως για το Γοργία σημασία δεν έχει η αλήθεια αλλά η αποτελεσματικότητα του λόγου στην ψυχή του ακροατή. Δεν πιστεύει πως υπάρχει κάποια αλήθεια που ο ρήτορας απλά δεν ανακοινώνει. Υποστηρίζει ότι οι λέξεις δεν αντιστοιχούν στα πράγματα κι ακόμη κι όταν αυτό συμβαίνει, η αντιστοιχία αυτή δε θα μπορούσε να μεταφερθεί από ομιλητή σε ομιλητή. (Περί του μη όντος).
Η θέση ότι ο λόγος δεν αναφέρεται στην πραγματικότητα φαίνεται να υπονομεύει το επάγγελμα του ρήτορα. Καθώς όμως ο Γοργίας ήταν πονηρός, δεν είμαστε σίγουροι πως η δήλωση αυτή πηγάζει από ειλικρίνεια. Θα μπορούσε να είναι απλά μια επίδειξη της δύναμης και των ορίων της τέχνης του. Αν συμβαίνει (88) αυτό, τότε πρόκειται για ένα ‘πυροτέχνημα’ προκειμένου να θαυμάσουν οι άλλοι τις ‘μαγικές’ ικανότητες του λόγου.
Η Ρητορική στην Πράξη
Ο λόγος απέκτησε συγκεκριμένη εφαρμογή στη δημοκρατία. Υπάρχουν μαρτυρίες που τοποθετούν τη γένεση της ρητορικής στις αρχές του 5ου αι. στη Σικελία, λόγω των δικών που έγιναν εκείνη την εποχή εκεί. Ο Γοργίας είναι σε θέση να προσαρμόσει την επιχειρηματολογία του στο ακροατήριό του. Στο λόγο του «Υπέρ Παλαμήδους Απολογία» δείχνει πως ένα σωστό επιχείρημα λειτουργεί ικανοποιητικά αν δεν υπάρχουν μάρτυρες. Η εύλογη εικασία αντικαθιστά μια ‘άτεχνη’ μαρτυρία. Εδώ, η αλήθεια επισκιάζεται από την αληθοφάνεια. Μπορούμε βέβαια να σκεφτούμε πως ένας ικανός ρήτορας μπορεί ωραιότατα να κατασκευάσει επιχειρήματα υπέρ της αλήθειας, η ικανότητα όμως αυτή έχει συμβάλλει τα μέγιστα στην προκατάληψη εναντίον των σοφιστών. Ο Πρωταγόρας υποστήριξε ότι για κάθε πράγμα υπάρχουν δυο γνώμες, αντίθετες μεταξύ τους.
Εκτός από τη ρητορική τέχνη, υπάρχει και ενδιαφέρον για τη γλώσσα. Ο Πρωταγόρας διαθέτει ορθοέπειαν, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ενώ τα ρητορικά σχήματα του Γοργία γίνονται ξακουστά ή περιβόητα. Υπάρχει τέλος (89) και ο Πρόδικος, που δίνει σημασία στις αποχρώσεις και τις διαφοροποιήσεις των λέξεων.
Η Γνωσιολογική Θεμελίωση του Σχετικισμού : η περίπτωση του Πρωταγόρα
«Για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος. Για όσα υπάρχουν ότι υπάρχουν, και για όσα δεν υπάρχουν ότι δεν υπάρχουν»
Έτσι ξεκινούσε το έργο του με τίτλο «Αλήθεια ή Καταβάλλοντες Λόγοι». Πρόκειται για προκλητικό συμπέρασμα, ότι δηλαδή όλες οι υποκειμενικές αντιλήψεις ευσταθούν. Η πρόταση αυτή δέχεται πολλές ερμηνείες, που είναι ανάλογες στις απαντήσεις των παρακάτω ερωτημάτων :
1.για τι είδους πράγματα γίνεται λόγος. (τα αισθητά, τις αξίες;)
2.τι εννοεί ο Πρωταγόρας όταν μιλάει για τον άνθρωπο (αντιδιαστέλλει έναν άνθρωπο σε έναν άλλον, ή προς τα ζώα, τους θεούς κλπ;)
3.τι σημαίνει ότι τα πράγματα υπάρχουν;
Οι απαντήσεις προκύπτουν μέσα από τα κείμενα του Πρωταγόρα. Το πιο μεγάλο είναι ο «Θεαίτητος» του Πλάτωνα. Ο Σωκράτης και ο Θεαίτητος εξετάζουν την άποψη πως η γνώση είναι αίσθηση και αναφέρονται στον Πρωταγόρα και την άποψή του πως ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων. Π.χ. ο αέρας δημιουργεί διαφορετικές εντυπώσεις σε διαφορετικά υποκείμενα. Άρα, για όποιον αισθάνεται κρύο, ο αέρας είναι κρύος, για κάποιον άλλον, όχι. Τελικά τα πράγματα είναι για τον καθένα έτσι όπως αυτός τα αισθάνεται.
Αν περιοριστούμε στον Πλάτωνα, το συμπέρασμα είναι πως ο Πρωταγόρας αναφέρεται στα αισθητά πράγματα. Κάποιοι θεωρούν τον Πρωταγόρα πρόδρομο των αισθησιοκρατικών αντιλήψεων, σύμφωνα με τις οποίες η γνώση βασίζεται αποκλειστικά στις αισθήσεις. Ο Πλάτων όμως, προσαρμόζει απόψεις άλλων στα δικά του επιχειρήματα. Στην πραγματικότητα (90) ο Πρωταγόρας δεν εννοούσε μόνον τα αντικείμενα αισθητηριακής αντίληψης, αλλά κάθε κρίση που μπορεί να εκφέρει ένα υποκείμενο για ένα ζήτημα. Αυτό μας οδηγεί σε προβληματισμό. Τι σημασία είχε ο άνθρωπος στη θέση του Πρωταγόρα; Αν δεχτούμε πως με τον όρο ‘άνθρωπος’ ο Πρωταγόρας εννοεί όχι το γένος, αλλά κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την άποψη πως το δίκαιο, το ωφέλιμο κλπ, είναι διαφορετικά για διαφορετικούς ανθρώπους. Έτσι όμως, η παρουσία των σοφών, είναι περιττή. Το ίδιο συμβαίνει και με όσα θεωρεί πρέποντα η ίδια η πόλη. Εδώ ο Πρωταγόρας θα όφειλε να πει ότι σημασία δεν έχει η υποκειμενική δοξασία του κάθε ανθρώπου, αλλά η κοινή γνώμη, που διαμορφώνεται σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, από συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων.
Με τα παραπάνω απαντάμε στο τρίτο ερώτημα: τι σημαίνει ότι τα πράγματα υπάρχουν; Αν κινηθούμε με βάση το «Θεαίτητο», το πράγμα του οποίου η ύπαρξη διακυβεύεται δεν είναι ο αέρας, αλλά αυτά που οι άνθρωποι θεωρούν ως αέρα. Η διάκριση ανάμεσα σε ένα πράγμα και σε αυτό που αποδίδουμε στο πράγμα δεν έχει αναλυθεί πριν τον Πλάτωνα. Άρα, δεν είχε απασχολήσει τον Πρωταγόρα.
Εμείς χρησιμοποιούμε τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη για να καταλάβουμε τον Πρωταγόρα, κι έτσι υποθέτουμε ότι ο σχετικισμός του δεν είναι τόσο ριζικός ώστε να αφορά την ύπαρξη των πραγμάτων που βρίσκονται γύρω μας, αλλά πιο περιορισμένος, στις εκτιμήσεις για τα πράγματα που αντικειμενικά υπάρχουν γύρω μας. Παραφράζοντας τον Πρωταγόρα, μπορούμε να πούμε ότι ο αέρας που αντικειμενικά υπάρχει γύρω μας, υπάρχει για τον κάθε έναν με διαφορετικό τρόπο (ψυχρός, θερμός κλπ). Κατ’ αυτήν την έννοια, είναι κάτι διαφορετικό για τον καθένα μας.
Η Ηθική της αντίθεσης νόμω – φύσει (91)
Ο σχετικισμός εντοπίζεται και στο χώρο της ηθικής. Στη διαμάχη γύρω από τη διάκριση και την απόσταση της φύσεως από το νόμο. Π.χ.: «οι νόμοι θεσπίζονται από αδύνατους ανθρώπους και το πλήθος, ανάλογα με τις αντιλήψεις και το συμφέρον τους. Φοβίζοντας αυτούς που είναι ισχυρότεροι και μπορούν να αποκτήσουν περισσότερα, λένε πως είναι άσχημο και άδικο να έχει κανείς περισσότερα και πως είναι αδικία να προσπαθεί κανείς να έχει περισσότερα από τους άλλους. Λέγεται πως σύμφωνα με το νόμο, αδικία είναι να επιδιώκει κανείς να έχει περισσότερα από τους πολλούς. Η φύση όμως, φανερώνει ότι το δίκαιο είναι να πλεονεκτεί ο καλύτερος σε σχέση με το χειρότερο και ο δυνατότερος σε σχέση με τον αδύναμο. Αυτό φαίνεται στα ζώα και τους ανθρώπους. Το ίδιο έκανε και ο Ξέρξης. Άνθρωποι όπως αυτός (92) ενεργούν σύμφωνα με τη φύση και όχι με τους νόμους που θεσπίσαμε».
Στο απόσπασμα μειώνεται η αξία του ανθρώπινου νόμου σε σχέση με το νόμο της φύσης (ή νόμο της ζούγκλας). Η έκφραση ‘νόμος της φύσης’ δεν απαντάται σε κανένα άλλο κείμενο, αναφέρεται απλά ως ‘φύση’ και ταυτίζεται με την πραγματικότητα αυτού που συμβαίνει, ανεξάρτητα από ότι πιστεύεται ή νομίζεται. Η διάκριση αυτή έχει ένα παρελθόν. Ο Δημόκριτος είχε επισημάνει τη διαφορά της πραγματικότητας από αυτό που νομίζουν οι άνθρωποι ως πραγματικότητα. Στις Νεφέλες του Αριστοφάνη ο Άδικος Λόγος προτρέπει τον ακροατή να υποταχθεί στη φύση του και να απολαύσει χωρίς να θεωρεί τίποτα κακό.
Τους Σοφιστές όμως, τους απασχολεί το ηθικό και πολιτικό ζήτημα μεταξύ αυτού που υπάρχει πραγματικά και αυτού που εκλαμβάνεται με συγκεκριμένο τρόπο από τους ανθρώπους. Όπως ας πούμε, με το θέμα που προέκυψε με την εκπαίδευση, τον 5ο αι. Η τάξη των ευγενών έπαψε να έχει την αποκλειστικότητα στα προνόμια λόγω καταγωγής, κάτι που θεωρούνταν ‘φύση’. Στην πραγματικότητα ήταν μια σύμβαση που καθόριζε την κοινή γνώμη, δηλαδή νόμος. Οπότε, αν τα πράγματα είναι διαφορετικά από αυτό που νομίζουμε, τι αξία έχουν οι νόμοι;
Ο Πλάτων κατάλαβε τον πολιτικό κίνδυνο αυτής της άποψης κι εμφανίζει διαφορετικές όψεις της. Στο έργο του «Πρωταγόρας», ο Ιππίας υποστηρίζει ότι ο νόμος παραβιάζει τη φύση, ενώ στην «Πολιτεία» εμφανίζονται ανάλογα επιχειρήματα. Ο Θρασύμαχος λέει πως (93) δίκαιο είναι το συμφέρον του ισχυρότερου. Ο Γλαύκων υποστηρίζει πως οι άνθρωποι δέχονται κάποια πράγματα ως δίκαια, το κάνουν όμως επειδή φοβούνται τις συνέπειες μιας άλλης συμπεριφοράς. Αν μπορούσαν να είναι αόρατοι, θα αποκάλυπταν την πραγματική τους φύση χωρίς να υπακούν στο νόμο.
Μέχρι τώρα βασιζόμασταν στους διαλόγους του Πλάτωνα, καθώς εκεί βρίσκονται αποκρυσταλλωμένα αρκετά φιλοσοφικά επιχειρήματα. Η διαμάχη νόμος – φύση, περιγράφεται και αλλού, στον Ευριπίδη, τον Αριστοφάνη, το Θουκυδίδη. Καταλαβαίνουμε έτσι την επίδραση αυτού του θέματος στην πνευματική ζωή. Όμως, σε ότι έχει να κάνει με τους Σοφιστές, οι κυριότερες μαρτυρίες προέρχονται από το έργο του Αντιφώντα «Περί Αληθείας». Εκεί διατυπώνονται αρκετές προκλητικές δηλώσεις, όμως τα πολλά κενά του κειμένου δε μας επιτρέπουν να κρίνουμε σωστά τις δηλώσεις αυτές. Για αυτό θα είμαστε περιληπτικοί και ιδιαιτέρως προσεκτικοί :
Οι νόμοι θεωρούνται ανθρώπινο προϊόν και ως εκ τούτου, δεν έχουν την αναγκαιότητα και την καθολικότητα της φύσης. Άρα, η ισχύς τους είναι συμβατική και μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ‘δικαιοσύνη είναι να μην παραβαίνεις τα νόμιμα του κράτους στο οποίο ανήκεις’. Αφού όμως οι επιταγές της φύσης είναι ισχυρότερες τότε είναι πιο ωφέλιμο να ακολουθεί κανείς τη φύση. Η παράβαση του νόμου, συνεπάγεται μεγαλύτερες κυρώσεις από την απόλαυση του να ακολουθούμε τη φύση. Για αυτό, τείνουμε να ακολουθούμε το νόμο, αν και έτσι θίγουμε τις επιταγές της φύσης που είπαμε ήδη πως είναι πιο ωφέλιμες. Αν όμως καταφέρουμε να παραβιάσουμε το νόμο απαρατήρητοι, είναι καλύτερο να ακολουθούμε τη φύση.
Από τα αποσπάσματα (94) δεν προκύπτει ξεκάθαρα αν ο συγγραφέας προτρέπει στο δρόμο της φύσεως, ή αν απλά ζητά καλύτερο νόμο. Το παράδειγμα της συμπεριφοράς των παιδιών στους γονείς είναι ενδεικτικό. Η φύση του ανθρώπου είναι να εκδικείται αυτόν που τον βλάπτει, ακόμη κι αν είναι γονιός του. Η κοινή αντίληψη λέει πως τα παιδιά πρέπει να σέβονται τους γονείς τους, αυτό όμως είναι μια σύμβαση, ένας νόμος χωρίς πραγματικό αντίκρισμα. Αυτό δε σημαίνει πως όλοι οι νόμοι αντιστρατεύονται ή πρέπει να αντιστρατεύονται τη φύση. Το κείμενο λέει ότι τα περισσότερα πράγματα που θεωρούνται δίκαια σύμφωνα με το νόμο αντιστρατεύονται τη φύση, αλλά όχι όλα. Ο Αντιφώντας φαίνεται να αρκείται σε μια διατύπωση απόψεων, σε θεωρητικό επίπεδο και επίπεδο ρητορικής άσκησης, χωρίς να παίρνει σαφή θέση. Αφού δεν έχουμε ολόκληρο το κείμενο, δε μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τίποτα.
Μέχρι τώρα, είδαμε τις προσπάθειες των Σοφιστών να κρίνουν ή και να υπονομεύσουν την αξία του νόμου ως αποτέλεσμα ανθρώπινης σύμβασης και πολιτισμού, σε αντιδιαστολή με τη φύση. Αυτό το θέμα απασχόλησε αρκετούς, αλλά όχι όλους. Η σοφιστική σκέψη δεν είναι μονολιθική κάτι που φαίνεται στον Πρωταγόρα, όταν αφηγείται το μύθο του Προμηθέα λέγοντας πως ο σεβασμός για τους άλλους και η δικαιοσύνη, είναι δώρα των θεών για να αντισταθμίζουν τη φυσική δύναμη των άλλων ζώων.
Η Κριτική της Θρησκείας (95)
Στη σοφιστική διατυπώνεται για πρώτη φορά η άποψη πως η ύπαρξη του θεού είναι ένα τέχνασμα της εξουσίας για να κυβερνά αποτελεσματικότερα (κείμενο Κριτία).
Αν και δε φαίνεται εκ πρώτης όψεως, υπάρχει μια παρόμοια θέση με το νόμο – φύση. Η φύση των πραγμάτων είναι διαφορετική από τους κανόνες της ανθρώπινης κοινωνίας.
Ο Πρόδικος είναι πιο μετριοπαθής. Αμφισβητεί το κατά πόσον αυτά που ονομάστηκαν θεοί, είναι όντως θεοί. Ο Πρωταγόρας διατύπωσε μια άποψη που οδήγησε τον ίδιο στην εξορία (96) και τα βιβλία του στην πυρά. Είπε πως δε γνωρίζει τίποτα για τους θεούς, ούτε αν υπάρχουν, ούτε τι μορφή έχουν καθώς πολλά πράγματα εμποδίζουν αυτήν τη γνώση, όπως το άδηλον του ζητήματος και η μικρή διάρκεια της ανθρώπινης ζωής. Στο επιχείρημά του αυτό κυριαρχεί η αμφισβήτηση της γνώσης που μπορούν να έχουν οι άνθρωποι για τους θεούς. Αν για τους αρχαίους εμφανιζόταν ως άθεος, εμείς μπορούμε να διακρίνουμε το σκεπτικισμό του για το θέμα και όχι την πλήρη άρνησή του.
Σύνοψη Ενότητας (97)
Οι Σοφιστές εμφανίζονται τον 5ο αι. και η ομαδοποίησή τους είναι μεταγενέστερη. Τα παραδοσιακά κριτήρια που ορίζουν τι είναι οι Σοφιστές πλέον αμφισβητούνται. Ο όρος δε χρησιμοποιείται τον 5ο αι. μόνον για αυτούς. Η διδασκαλία επί πληρωμή γινόταν και από άλλους ‘πνευματικά’ εργαζόμενους. Η χαρακτήρας του περιοδεύοντος δασκάλου έχει να κάνει με τη γενική κινητικότητα της εποχής. Η σχέση τους με τη δημοκρατία επίσης είναι διφορούμενη. Οι δημοκρατικοί θεσμοί σίγουρα ευνόησαν τη σοφιστική σκέψη, δεν είναι όμως αποτέλεσμά τους. Ως κοινή στάση των σοφιστών μπορεί να θεωρηθεί η το ενδιαφέρον τους για την εμπειρική γνώση.
Η επαγγελματική τους ενασχόληση με τη ρητορική τους οδήγησε στην ενασχόληση με τη γλώσσα και τη λειτουργία της. Ο Γοργίας μιλά για την ψυχολογική επίδραση του λόγου στους ακροατές και τους απαλλάσσει από την ηθική ευθύνη, όταν παρασύρονται από τη ρητορική δεινότητα. Η θεωρία του αδιαφορεί για τη μετάδοση της αλήθειας, καθώς για το ρήτορα προέχει η επιτυχία ενός λόγου, ακόμη κι όταν αυτός είναι ψευδής. Η αντίληψη αυτή εφαρμόζεται στο πλαίσιο της ανάγκης για επαγγελματική υπεράσπιση στα δικαστήρια. Πολλοί σοφιστές ήταν σε θέση να επιχειρηματολογούν υπέρ και κατά οποιασδήποτε άποψης, πολλές φορές πιο αποτελεσματικά από αυθόρμητες καταθέσεις μαρτύρων.
Ο Πρωταγόρας, με την άποψη πως ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων, θεμελιώνει το σχετικισμό σε σχέση με τη γνωσιολογία. Άλλη έκφραση του σκεπτικισμού, είναι η διαμάχη για το αν ο άνθρωπος πρέπει να ακολουθεί τους νόμους της φύσης ή των ανθρώπων. (98) Για πολλούς σοφιστές η φύση ισοδυναμεί με την αλήθεια, η οποία καταστρατηγείται από τους ανθρώπινους συμβατικούς νόμους. Ο αντίλογος λέει πως ο νόμος και ο πολιτισμός ξεπερνά την ‘άγρια’ φύση του ανθρώπου. Τέλος, η σοφιστική δίνει τα πρώτα δείγματα της αμφισβήτησης των θεών και αυτών που γνωρίζουμε για αυτούς.
2.2 Οι Ελάσσονες Σωκρατικοί (101)
Εισαγωγή
Οι περισσότερες ιστορίες της φιλοσοφίας θεωρούν σημαντικότερο μαθητή του Σωκράτη τον Πλάτωνα και την Ακαδημία ως τη μοναδική σχολή που μετέδωσε το σωκρατικό πνεύμα. Η αλήθεια είναι πως ο Σωκράτης σχετιζόταν με αρκετούς στοχαστές, αρκετοί από αυτούς ήταν και στενοί του φίλοι, ενώ άλλοι συμμετείχαν περιστασιακά στις συζητήσεις του. Μετά το θάνατό τους και την ίδρυση της Πλατωνικής Ακαδημίας, κάποιοι από αυτούς ίδρυσαν δικές τους σχολές που ονομάστηκαν Σωκρατικές, ενώ οι ίδιοι ονομάστηκαν ελάσσονες Σωκρατικοί (αδίκως συγκρινόμενοι με το μείζονα Πλάτωνα).
Οι Σωκρατικές σχολές έχουν μια σχέση αγάπης – μίσους. Σχετίζονται μεταξύ τους αλλά είναι και ανταγωνιστικές ταυτόχρονα. Η κάθε μια θεωρεί πως είναι η αυθεντική κληρονόμος του Σωκρατικού πνεύματος και της διδασκαλίας του, ενώ υπερασπίζει τη δική της ερμηνεία στη φιλοσοφία του, έναντι των άλλων. Οι Αλεξανδρινοί δοξογράφοι τονίζουν τη σωκρατική καταγωγή των σχολών αυτών μέσα από την ανασυγκρότηση ή επινόηση των διαδοχών. Χαρτογραφούν δηλαδή τα ονόματα των φιλοσόφων που ανέλαβαν την ηγεσία της κάθε σχολής. Επικεφαλής κάθε διαδοχής είναι μια προσωπικότητα του σωκρατικού κύκλου, έτσι ώστε οι αρχές κάθε σχολής να ανάγονται στο Σωκράτη. Αυτοί είναι ο Αντισθένης (κυνισμός), ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος (κυρηναϊκή φιλοσοφία), ο Ευκλείδης ο Μεγαρεύς (μεγαρική φιλοσοφία) και ο Φαίδων ο Ηλείος (Ηλιακή φιλοσοφία).
Ο Σωκρατικός Κύκλος (102)
Υπάρχουν δύο όροι που ορίζουν αυτόν τον κύκλο : ‘οι περί τον Σωκράτη’ που αναφέρεται στους στοχαστές που τον γνώριζαν προσωπικά και είχαν στενή σχέση μαζί του και μεταξύ τους, και ‘οι σωκρατικοί’, που δηλώνει τους σύγχρονους αλλά και μεταγενέστερους.
«Περί τον Σωκράτη»
Εκτός από τον Πλάτωνα, συναντάμε πολλούς άλλους.
Ξενοφών ο Αθηναίος : συνομήλικος του Πλάτωνα, πρώην επιτυχημένος στρατιωτικός, στο τέλος αποτραβήχτηκε στο κτήμα του κι έγραψε 40 βιβλία. Ιστορικές πραγματείες ιστορικά, πολιτικά, στρατιωτικά, οικονομικά και ιππικά, όπως και απομνημονεύματα για το Σωκράτη.
Αντισθένης : προπάτορας του κυνισμού, ιδιότυπος χαρακτήρας, αφοσιωμένος στο Σωκράτη. Τα ενδιαφέροντά του καλύπτουν την ηθική, τη λογική, τη μεταφυσική, τη γραμματική, τη θεωρία της λογοτεχνίας, τη ρητορική, την πολιτική φιλοσοφία και τη φιλοσοφία της θρησκείας.
Αρίστιππος ο Κυρηναίος : ασχολείται με την ηθική, τη ρητορική, την ιστορία και τη γλώσσα. Δε γνωρίζουμε πολλά για αυτόν.
Ευκλείδης ο Μεγαρεύς : ιδρυτής της Μεγαρικής σχολής, ηθικός μονιστής, επηρεασμένος από τους Ελεάτες. Η μέθοδός του απορρίπτει τη χρήση αναλογικών επιχειρημάτων.
Αισχίνης ο Αθηναίος: εξαιρετικός συγγραφέας δικανικών λόγων, διαλόγων φιλοσοφικού περιεχομένου με πρωταγωνιστή το Σωκράτη. Οι τελευταίοι ανήκουν στο είδος των σωκρατικών λόγων.
Φαίδων: γράφει και αυτός σωκρατικούς λόγους κι εξελίχθηκε σε σημαντικό ηθικό φιλόσοφο. Ασχολήθηκε με θέματα σοφιστικής, την εκπαιδευτική διάσταση της φιλοσοφίας κι επανεξέτασε το ρόλο της ηδονής στη ζωή του ενάρετου ανθρώπου.
Στο σωκρατικό κύκλο ανήκαν τόσο ιδιώτες όσο και δημόσιες προσωπικότητες. Όλοι ήταν άνθρωποι με διανοητικά (103) και φιλοσοφικά ενδιαφέροντα, ασχολούνταν όμως με τις υποθέσεις του οίκου τους ή της πόλης. (Ξενοφών, Κρίτων, Χαιρεφών, Κριτίας, Χαρμίδης, Αλκιβιάδης). Βλέπουμε ότι το περιβάλλον του Σωκράτη δεν ήταν ομοιογενές. Μερικοί είχαν δικούς τους μαθητές (Αντισθένης) ενώ ίδρυσαν και δικές τους σχολές. Άλλοι, παρά τις φιλοσοφικές τους ανησυχίες, δε δημιούργησαν σχολές ούτε απέκτησαν οπαδούς. (Ξενοφών, Αισχίνης).
Οι Σωκρατικοί διαφέρουν στην καταγωγή, την κοινωνική τάξη, την οικονομική επιφάνεια, την παιδεία και τις πολιτικές πεποιθήσεις. Υπήρχαν Αθηναίοι πολίτες, μέτοικοι. Οι αριστοκράτες συναναστρέφονταν – λόγω του Σωκράτη – και με ‘κατώτερους’ πολίτες. Τις σχέσεις μεταξύ τους τις προσδιορίζουν οι διαφορές τους.
Παρ’ όλες όμως τις διαφορές, οι Σωκρατικοί αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως μέλη μιας ομάδας με κέντρο το Σωκράτη. Έτσι, κατέληξαν να υποστηρίζουν από κοινού ορισμένες ηθικές θέσεις (Κρίτων) που δείχνουν μια κοινή φιλοσοφική ταυτότητα (103). Οι μελετητές την προσδιορίζουν ως σωκρατική. Υποστηρίζουν ακόμη ότι οι Σωκρατικοί – σε ότι αφορά τα φιλοσοφικά τους ενδιαφέροντα και τις σχέσεις τους – είτε δεν αποτελούν ενιαίο κίνημα, είτε οι φιλοσοφίες τους έχουν κάποιες ομοιότητες με τη διδασκαλία του Σωκράτη, δεν έχουν όμως καμιά σχέση μεταξύ τους. Εμείς θεωρούμε πως και οι δύο απόψεις είναι εν μέρει λανθασμένες.
Οι πηγές είναι σαφείς για το ότι ο Σωκρατικός κύκλος όντως υπήρξε και είχε ως κέντρο το Σωκράτη. Οι άνθρωποι που τον αποτελούν μπορεί να έχουν πολλές και μεγάλες διαφορές, ενδιαφέρονται όμως όλοι για τη φιλοσοφία και την ηθική, αν και οι περισσότεροι ασχολούνται και με άλλους τομείς. Οι ηθικές κυρίως πεποιθήσεις τους παρουσιάζουν οικογενειακές ομοιότητες. Άλλοι συμφωνούν κι άλλοι διαφωνούν μεταξύ τους.
Υπάρχουν όμως και ομοιότητες.
-Η αρετή είναι πρωταρχικός παράγων για την ευτυχία του ανθρώπου.
-Μόνο η φιλοσοφία μπορεί να διαμορφώσει όπως πρέπει την ηθική προσωπικότητα
-Είναι απαραίτητος ο αυτοέλεγχος και η κριτική προσέγγιση των καθημερινών αξιών και συνηθειών.
Οι Κυνικοί (105)
Ένα από τα μακροβιότερα φιλοσοφικά κινήματα. Αναπτύσσεται από τον 4ο π.Χ. έως τον 6ο αι. μ. Χ. Χωρίζεται σε δύο φάσεις :
-Πρώιμος κυνισμός : εκπροσωπείται από προσωπικότητες όπως ο Διογένης και ο Κράτης. Αναπτύσσεται στον κυρίως ελληνικό χώρο.
-Ύστερος κυνισμός : συλλογικό, φιλοσοφικό κίνημα, διαμορφωμένο στα ρωμαϊκά αστικά κέντρα.
Θεμελιωτής του κυνισμού θεωρείται ο Αντισθένης, το αρχέτυπο όμως είναι ο Διογένης, σύγχρονος του Αριστοτέλη και του Μ. Αλεξάνδρου. Μετά το θάνατό του, όλοι οι μεταγενέστεροι κυνικοί ασπάστηκαν τη φιλοσοφία του, που αποτελεί και τον πυρήνα του κινήματος.
Το όνομα ‘κυνικός’, οφείλεται στην παρομοίωση του Αντισθένη με τον ‘κύνα’ (σκύλος) ως συμπεριφορά. Πρόκειται για το πρώτο σημαντικό στοιχείο της κυνικής ιδεολογίας, τον αντικομφορμισμό. Ειλικρινείς, ευθείς και ικανοί να ξεχωρίσουν τους εχθρούς από τους φίλους, οι κυνικοί μοιάζουν με το σκύλο ως προς την αναισχυντία, την τάση να συμπεριφέρονται καταπατώντας τις συμβάσεις της κοινωνικής ζωής. (106) Η ιστορία για το Διογένη που νόθευσε το νόμισμα, υποσκάπτοντας τα θεμέλια της οικονομικής και κοινωνικής ζωής είναι ενδεικτική. Γενικά, οι κυνικοί νοθεύουν τους κοινωνικούς θεσμούς και αξίες.
Ο Διογένης έπραττε όπως δίδασκε, δίνοντας μεγαλύτερη αξία στις επιταγές της φύσης παρά του νόμου. Εκτιμά την ελευθερία ως το ύψιστο αγαθό, όπως ο Ηρακλής. Γελοιοποιεί την ευγενική καταγωγή, τη δόξα και τις ανάλογες διακρίσεις, θεωρώντας τις ως ηθική κακία. Για αυτόν, η μόνη σωστή πολιτεία είναι η πολιτεία του κόσμου. Υποστηρίζει πως οι γυναίκες πρέπει να είναι κοινές και μιλάει για συνεύρεση κοινή συναινέσει, όχι για γάμο. Τα παιδιά επίσης, θα πρέπει να ανήκουν σε όλους. Δε θεωρεί κακό να αποσπά κανείς αντικείμενα από ναό, ή να δοκιμάζει κρέας, ακόμη και ανθρώπινο.
Καταλαβαίνουμε πως οι κυνικοί ανατρέπουν τις συμβατικές αξίες, εισάγουν τον κοσμοπολιτισμό και θεωρούν σωστή την ιεροσυλία και τον κανιβαλισμό. Θεωρούν τη μουσική, τη γεωμετρία, την αστρονομία περιττές και άχρηστες. Σε σχέση με τη θρησκεία, είναι αγνωστικιστές, δημιουργούν τη βάση για την κριτική απέναντι στα δόγματα και τις πρακτικές της ελληνορωμαϊκής θρησκείας. Καταδικάζουν τη δεισιδαιμονία, τη θεία πρόνοια και τη θεϊκή παρεμβολή στα ανθρώπινα πράγματα με την αντιπαράθεση της θρησκευτικότητας του ηθικά αγνού ανθρώπου. Πολλοί κυνικοί εφάρμοζαν όλα αυτά στην πράξη. Ο Διογένης ικανοποιούσε τις σωματικές του ανάγκες σε δημόσιους χώρους και ο Κράτης μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς.
Ο αντισυμβατισμός και ο ανατρεπτισμός των Κυνικών είναι αποτέλεσμα της πεποίθησής τους ότι οι κοινωνικές δραστηριότητες, υποχρεώσεις και απολαύσεις είναι εμπόδια για την ευτυχία του ανθρώπου. Θεωρούν πως οι κοινωνικές αξίες είναι πλαστές, τροφοδοτούν επιθυμίες, απληστία και παράλογους φόβους. Οι κοινωνικές συμβάσεις (107) αναγκάζουν τον άνθρωπο να ζει ενάντια στη φύση και αποτελούν πηγές δυστυχίας. Στόχος των κυνικών είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τα κοινωνικά δεσμά και τη συμβατική ηθική, η κατανόηση της φύσης των επιθυμιών και των αναγκών και η ζωή σύμφωνα με τη φύση. Για την επίτευξη αυτών των στόχων υπάρχουν τρεις έννοιες κλειδιά : η άσκηση, η αυτάρκεια και η αρετή.
Άσκηση : ο Διογένης λέει πως είναι δύο ειδών, ψυχική και σωματική. Κατά τη σωματική άσκηση, οι νοητικές αναπαραστάσεις διευκολύνουν τις ενάρετες πράξεις. Η κάθε μορφή άσκησης είναι ατελής από μόνη της, χρειάζεται και η άλλη, αφού η ευεξία και η ισχύς πρέπει να καλλιεργούνται σε σχέση με την ψυχή αλλά και το σώμα. Άρα η άσκηση είναι μια συνεχής προγύμναση του σώματος και της ψυχής. Στόχος της είναι η καταπολέμηση της επιθυμίας για ηδονή και η προετοιμασία για να αντέχουμε τις αντιξοότητες. Διαλύει τους φόβους, ενισχύει τη θέληση και προετοιμάζει για καταστάσεις όπως η εξορία, η πείνα, ο θάνατος.
Οι συνεχείς σωματικές προσπάθειες διαμορφώνουν τις αντιλήψεις μας έτσι ώστε να ωθούν το σώμα σε ενάρετα έργα. Η ψυχική άσκηση έχει να κάνει με την περιφρόνηση των ηδονών, που όταν τη συνηθίσουμε είναι πιο ευχάριστη από τις ηδονικές εμπειρίες. Η ηθική σημασία της άσκησης είναι τεράστια. Χωρίς αυτήν δε μπορεί να επιτευχθεί τίποτα.
Σχετικές με αυτήν την έννοια είναι η πενία και η αυτάρκεια. Πρέπει να ζούμε με ελάχιστα υλικά μέσα και να ικανοποιούμε αποκλειστικά τις φυσικές μας ανάγκες. Η πενία είναι ένα ανέξοδο βοήθημα εκμάθησης φιλοσοφίας. Έτσι, απελευθερωνόμαστε από συναισθηματικές εξαρτήσεις και ταραχές, ενώ κερδίζουμε την ανεξαρτησία μας από τον έξω κόσμο. Αποκτούμε δηλαδή ελευθερία και αυτάρκεια.
Όλες οι έννοιες του κυνισμού (108) σχετίζονται με την αρετή. Οι Κυνικοί ισχυρίζονται ότι η αρετή είναι αρκετή για την ευτυχία. Είναι διδακτή κι εξαρτάται αρκετά από τη μνήμη. Κερδίζεται όταν ο άνθρωπος αποβάλλει τις γνώσεις που του επιβάλλει η κοινωνία και ο περίγυρός του και κατορθώσει να διαχωρίσει τις φυσικές από τις κοινωνικές αξίες. Η γνώση αυτή όμως θα οδηγήσει στην αρετή μόνον όταν συνδυαστεί με την άσκηση. Ο ενάρετος βίος, είναι το τέλος, ο ύψιστος σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αρετή εκφράζεται με έργα παρά με λόγια και διασφαλίζει την επιτυχία και την κοινωνική αποστολή του κυνικού.
Είπαμε πριν πως ο Αντισθένης θεωρείται ο θεμελιωτής του Κυνισμού. Όμως, οι κυνικοί δεν ήταν οργανωμένοι σε σχολή, οπότε ο Αντισθένης δεν υπήρξε ποτέ ο σχολάρχης τους. Επίσης, ο Αντισθένης ασχολήθηκε τόσο με τη θεωρία, όσο και με την ηθική πράξη, ενώ συνέταξε διάφορες πραγματείες. Δεν ασπάσθηκε δηλαδή την απόρριψη της εγκύκλιας παιδείας. Φιλοσοφικά όμως, μπορεί να θεωρηθεί προπάτορας του κινήματος, με την έννοια πως τα συγγράμματά του αποτελούν τη θεωρητική βάση του Διογένη και των άλλων.
Οι Κυρηναϊκοί
Ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του ιδρυτή της Αρίστιππου, ο οποίος καταγόταν από την Κυρήνη και ήταν στενός φίλος του Σωκράτη (109). Άκμασε για ενάμιση αι. και έληξε στα μέσα του 3ου αι. π.Χ. Αρχικά η διοίκηση και η λειτουργία της ήταν οικογενειακή υπόθεση, μετά τον Αρίστιππο σχολάρχες έγιναν η κόρη του Αρήτη και ο εγγονός του Αρίστιππος ο Μητροδίδακτος.
Στις αρχές της ελληνιστικής περιόδου εμφανίστηκαν τρεις νέοι κλάδοι :
-οι Θεοδώρειοι, με ηγέτη το Θεόδωρο
-οι Αννικέρειοι, με ηγέτη τον Αννίκερι και
-οι Ηγησιακοί, με ηγέτη τον Ηγησία
Φιλοσοφικά μιλώντας, η Κυρηναϊκή Σχολή συνεχίζει την παράδοση του Σωκράτη. Ασχολούνται καταρχήν με την ηθική και οι απόψεις τους συγκλίνουν. Κάποιες πηγές λένε ότι οι κυρηναϊκοί αναγνωρίζουν τη λογική ως φιλοσοφικό κλάδο, ενώ κάποιες άλλες αναφέρουν πως θεωρούσαν άχρηστες τη φυσική και τη λογική.
Η κυρηναϊκή φιλοσοφία είναι ένα ηθικό σύστημα με ψυχολογικές και φυσιολογικές παραμέτρους. Στο κέντρο του συστήματος βρίσκονται η ηδονή και ο πόνος, τα πάθη, σύμφωνα με τους Κυρηναϊκούς. Πάθος θεωρούν την κατάσταση ή τροποποίηση ή εμπειρίες που υφίσταται το υποκείμενο που αντιλαμβάνεται. Η ηδονή είναι μια λεία κίνηση, ο πόνος μια τραχεία κίνηση. Ο Αρίστιππος ο Σωκρατικός προσδιορίζει την ηδονή ως αντιληπτή. Έτσι, η ηδονή και ο πόνος θεωρούνται είτε ως φυσικές τροποποιήσεις της σάρκας και της ψυχής, είτε ως υποκειμενικές εμπειρίες. Περιγράφονται είτε με φυσιοκρατικούς όρους (σάρκα), είτε με νοητικούς (ψυχή). Αν και οι Κυρηναϊκοί θεωρούν ότι μόνον οι εμπειρίες του παρόντος έχουν ηθική αξία, η ηδονή και ο πόνος μπορούν επίσης να προκύψουν τόσο από μνήμες του παρελθόντος, όσο και από ελπίδες ή φόβους για το μέλλον. Το παρόν όμως έχει μικρή διάρκεια γιατί το κίνημα της ψυχής σβήνει με το χρόνο.
Υπάρχουν και τα ενδιάμεσα πάθη, αντιληπτικές εμπειρίες ούτε δυσάρεστες, ούτε ευχάριστες. Τα ενδιάμεσα πάθη είναι σημαντικά για τη γνωσιοθεωρία της σχολής, πρωταρχικό ρόλο όμως παίζουν η ηδονή και ο πόνος. Ο Αρίστιππος ο Μητροδίδακτος προσδιόρισε ως ηθικό σκοπό του ανθρώπου μια ζωή γεμάτη ηδονή και δη κινητική. Χώρισε την ανθρώπινη ιδιοσυστασία σε τρεις κατηγορίες :
-μια που αισθανόμαστε πόνο και μοιάζει με φουρτουνιασμένη θάλασσα
-μια που αισθανόμαστε ηδονή και μοιάζει (110) με φουσκοθαλασσιά (η ηδονή ως λεία κίνηση) και ούριο άνεμο και
-μια μέση κατάσταση, χωρίς ηδονή ή πόνο και μοιάζει με νηνεμία.
Η φιλοσοφική ανάλυση των παθών αυτών επιχειρείται με ένα τεχνικό λεξιλόγιο ρηματικών και επιρρηματικών νεολογισμών. (γλυκαίνεται, πικραίνεται και άλλα, διαβάστε τα αποσπάσματα του Πλούταρχου και του Σέξτου Εμπειρικού).
Τα χαρακτηριστικά των παθών είναι βασικές προϋποθέσεις για τη διατύπωση των Κυρηναϊκών ηθικών θέσεων, οι οποίες διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Καταρχήν, οι απόψεις για την ηθική του Αρίστιππου του Σωκρατικού είναι λίαν διχασμένες. Κάποιοι τον θεωρούν ηδονιστή που ορίζει ως ηθική τελείωση την ηδονή που απολαμβάνει κανείς στο παρόν κι άλλοι αρνούνται πως υποστήριζε κάποια ηθική τελείωση. Πάντως ενδιαφέρεται να προσδιορίσει την ηθική αξία της ηδονής την οποία θεωρεί κύριο συστατικό της ευδαιμονίας. Θεωρεί επίσης (αντίθετα με τους σωκρατικούς) ότι η ηδονή δε χρειάζεται μέτρο, φτάνει να μη φτάνουμε σε σημείο εξάρτησης από αυτήν. Την ψυχολογική μας ανεξαρτησία μπορούμε να την κερδίσουμε μέσω της φιλοσοφικής παιδείας, που διασφαλίζει την ψυχική μας υγεία και ευημερία. Η αξία που αποδίδει ο Αρίστιππος σε μακρόχρονες ενασχολήσεις όπως η φιλοσοφία, δείχνει πως αντιλαμβάνεται τον ανθρώπινο βίο ως ενιαίο σύνολο κι όχι ως συρραφή ηδονικών εμπειριών. Αν είναι έτσι, θεωρεί τη στιγμιαία ηδονή του παρόντος ως συστατικό της ευδαιμονίας κι όχι ως ανεξάρτητο ηθικό τέλος.
Ο εγγονός του έχει άλλες απόψεις. (111) Σύμφωνα με πηγές, ορίζει ως τέλος κάθε πράξης τη σωματική ηδονή του παρόντος ως αποτέλεσμα της πράξης. Επίσης, ότι οι επιμέρους ηδονές δεν έχουν διαφορές στην ποσότητα ή την ένταση. Όλες οι ηδονές είναι ίδιες. Ο ηδονισμός του Αρίστιππου του Μητροδίδακτου πάντως έχει και ευδαιμονικά στοιχεία, καθώς αναγνωρίζει την τεράστια ηθική σημασία της ευδαιμονίας και υποστηρίζει πως ο σκοπός των ανθρώπων είναι μια ζωή γεμάτη απολαύσεις, αντίθετα από σκόρπιες ηδονικές στιγμές.
Η ισορροπία ανάμεσα στον ευδαιμονισμό και το συβαριτικό ηδονισμό χαρακτηρίζει και την ελληνιστική περίοδο της κυρηναϊκής σχολής.
Οι Αννικέρειοι θέτουν το επιχείρημα ότι η ηδονή και ο πόνος σχετίζονται αναγκαστικά με κινήσεις ή μεταβολές. Αφού η απονία (η απουσία πόνου) δεν ενέχει κινήσεις, δε μπορεί να συμπεριληφθεί στο ηθικό τέλος. Ορίζουν όμως τις ατομικές ηδονές του παρόντος ως το μεγαλύτερο αγαθό, αν και δίδουν ηθική αξία και στις πνευματικές ηδονές. Καταλαβαίνουμε έτσι πως οι Αννικέρειοι θεωρούν πως η αναζήτηση της ηδονής είναι μια μακρόχρονη, ευδαιμονιστική προοπτική.
Ο Ηγησίας από την άλλη, αν και ηδονιστής, εστιάζει στην ευδαιμονία. (112) Για τους Ηγησιακούς, η ευδαιμονία είναι αδύνατη γιατί το σώμα υποφέρει από πόνους, επηρεάζει την ψυχή που ταράζεται, ενώ συχνά η τύχη στέκεται εμπόδιο. Το επιχείρημα είναι πως δε μπορούμε να συγκεντρώσουμε το άθροισμα των εξατομικευμένων ηδονών που συνιστούν την ευδαιμονία, η οποία είναι ακατόρθωτη. Ο φιλοσοφικός πεσιμισμός του Ηγησία είναι η πεποίθηση πως η ζωή είναι αδιάφορη και επιθυμητή όσο ο θάνατος. Κανείς δε σφάλλει επίτηδες και δεν πρέπει να περιφρονούμε τους σφάλλοντες αλλά να τους διδάσκουμε.
Ο Θεόδωρος και οι μαθητές του κλίνουν στον ευδαιμονισμό παρά στο συβαριτικό ηδονισμό. Ηθικοί σκοποί ορίζονται η χαρά και η λύπη. Η χαρά επιτυγχάνεται με τη φρόνηση, η λύπη από την έλλειψη φρόνησης. Η φρόνηση και η δικαιοσύνη είναι αγαθά, τα αντίθετά τους είναι ηθικά κακά, η ηδονή και ο πόνος, είναι ενδιάμεσες καταστάσεις. Σύμφωνα με αυτά, ο Θεόδωρος προσεγγίζει τον Αρίστιππο το Σωκρατικό στο γεγονός ότι ορίζει τις αρετές της πρακτικής σοφίας και της δικαιοσύνης ως αγαθά, τονίζει τη σημασία τους για το ηθικό τέλος, υποστηρίζει πως ο σοφός πρέπει να είναι φιλήδονος αλλά και αυτάρκης και διακηρύττει τον κοσμοπολιτισμό. Δεν είμαστε απόλυτα σίγουροι για τις απόψεις του Θεόδωρου για την ευδαιμονία, σύμφωνα όμως με τα παραπάνω, της δίνει σημαντικό ρόλο στην ηθική του. Ο χαρακτηρισμός της ηδονής και του πόνου ως ενδιάμεσα, δείχνει πως είχαν εργαλειακή και όχι εγγενή αξία. Είναι μέσα που οδηγούν στη χαρά και τη λύπη, δεν αποτελούν όμως ηθικούς στόχους. Αν και η χαρά διαφέρει από τις άμεσες ηδονές ενώ εξαρτάται από τη φρόνηση, η οποία έχει μακροχρόνιους στόχους. Άρα, η χαρά είναι μια ψυχική κατάσταση που την απολαμβάνουμε σε βάθος χρόνου.
Η κεντρική θέση της (113) κυρηναϊκής γνωσιοθεωρίας αποτελείται από δυο ισχυρισμούς :
- η μόνη γνώση στην οποία έχουμε πρόσβαση είναι η συνείδηση του καθενός για τα πάθη του
- δε μπορούμε ποτέ να γνωρίσουμε τη φύση των εξωτερικών αντικειμένων.
Αν και οι κυρηναϊκοί δε διαχωρίζουν ριζικά τις φυσικές από τις νοητικές πλευρές των παθών, επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στις δεύτερες : η γνώση των παθών είναι πρωταρχικά, η συναίσθηση των υποκειμενικών μας εμπειριών και όχι των σωματικών μεταβολών που τις συνοδεύουν. Τα πάθη περιγράφονται ως ιδιωτικές καταστάσεις του αντιληπτικού αντικειμένου και οι προτάσεις που τις εκφράζουν περιέχουν αλήθεια, βεβαιότητα, το αλάνθαστο και το μη διορθώσιμο. Έτσι, ο καθένας έχει προνομιακή πρόσβαση στις δικές του εμπειρίες, πρόσβαση που σχετίζεται με τον τρόπο που καταγράφονται οι εμπειρίες αυτές. Αντιλαμβανόμαστε τα πάθη μας μέσω της εσωτερικής αφής που μας φέρνει σε επαφή με τις ποιοτικές μεταβολές του σώματος, διασφαλίζοντας την άσφαλτη συναίσθηση των μεταβολών αυτών. Στον αντίποδα, υποστηρίζουν πως είναι αδύνατον να προσπελάσει κάποιος τα πάθη των άλλων ή να μεταδώσει τις δικές του εμπειρίες μέσω τις γλώσσας. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν υπάρχει κοινό κριτήριο, με το οποίο να κάνουμε συγκρίσεις των παθών και να προσδιορίζουμε τις υποκειμενικές μας εμπειρίες με την εξωτερική πραγματικότητα. Τα παραπάνω (114) ισχύουν τόσο για τη συναίσθηση της ηδονής και του πόνου όσο και για την αντίληψη των ενδιάμεσων παθών.
Οι Κυρηναίοι ισχυρίζονται επίσης ότι δε μπορούμε ποτέ να γνωρίσουμε τις εμπειρικές ιδιότητες των εξωτερικών αντικειμένων. Οι αμφιβολίες τους αφορούν κυρίως τη γνώση μας για τις ιδιότητες αυτές. Αφού οι εμπειρικοί μας ισχυρισμοί εκφράζουν τα πάθη μας κι αφού δε μπορούμε να συγκρίνουμε τις ιδιότητες των εξωτερικών αντικειμένων, η αλήθεια των ισχυρισμών μας δε μπορεί ούτε να βεβαιωθεί, ούτε να αναιρεθεί.
Είδαμε πως ο Αρίστιππος ανήκε στο στενό κύκλο του Σωκράτη. Φιλοσοφικά, μπορούμε να πούμε πως οι Κυρηναίοι διερεύνησαν το ‘γνώθι σ’ αυτόν’ όπως κι εκείνος. Έτσι κατέληξαν στο συμπέρασμα πως μόνο για τον εαυτό μας μπορούμε να έχουμε γνώση. Ο σκεπτικισμός τους μπορεί να παραλληλισθεί με το ‘εν οίδα ότι ουδέν οίδα’ του φιλόσοφου. Όσο για τις ηθικές τους πεποιθήσεις, και ο Σωκράτης πιστεύει πως οι πνευματικές ηδονές είναι συμβατές με την αρετή, ενώ απολάμβανε και ορισμένες σωματικές, χωρίς όμως να χάνεται ο αυτοέλεγχος και η αίσθηση του μέτρου.
Οι Ηλιακοί και οι Ερετρικοί
Ηλιακή σχολή : ιδρύθηκε από το Φαίδωνα τον Ηλείο λίγο μετά το θάνατο του Σωκράτη. Τα ενδιαφέροντά της προσδιορίστηκαν από τους σωκρατικούς διαλόγους, κυρίως από τα έργα Ζώπυρος και Σίμων.
Ζώπυρος : φυσιογνωμιστής που διέγνωσε το χαρακτήρα του Σωκράτη σύμφωνα με το παρουσιαστικό (115) του λέγοντας πως η φυσική προδιάθεση του φιλοσόφου ήταν η κακία. Ο διάλογος μάλλον ερευνά τη φυσιογνωμική επιστήμη, δηλαδή ότι τα σωματικά χαρακτηριστικά αποκαλύπτουν το ηθικό ποιόν του ανθρώπου και μόνον η φιλοσοφική παιδεία μπορεί να μεταμορφώσει το χαρακτήρα του.
Σίμων : φίλος του Σωκράτη. Δεν είμαστε σίγουροι για το περιεχόμενο του διαλόγου, μάλλον όμως εκεί συζητιούνται διάφορες αντιλήψεις για την αρετή και τη σχέση της με την ηδονή. Πιθανά να υποστηρίζει επίσης πως οι ηδονές που απορρέουν από ενάρετες πράξεις, είναι συμβατές με την καλλιέργεια της αρετής. Η θέση αυτή, προσεγγίζει ένα συμβιβασμό μεταξύ του ηδονισμού των Κυρηναϊκών και του ακραίου ασκητισμού του Διογένη.
Κοινό θέμα των δύο διαλόγων, που είναι και ο πυρήνας της Ηλιακής σχολής, είναι η σημασία της φιλοσοφίας στη διάπλαση του χαρακτήρα και η προτεραιότητα της φιλοσοφικής πρακτικής σε σχέση με την ευγενική καταγωγή, τον πλούτο και την εγκύκλιο παιδεία που προσέφεραν οι σοφιστές.
Ο Μενέδημος ο Ερετριέας διεύρυνε την ηθική προβληματική της σχολής, που μετονομάστηκε σύμφωνα με τον τόπο καταγωγής του, διατηρώντας όμως τους δεσμούς με τους Ηλιακούς και το Σωκράτη. Ο Μενέδημος επιθυμούσε να καθιερωθεί ως ο μόνος αυθεντικός συνεχιστής της σωκρατικής σκέψης. Ασκεί κριτική τόσο στους αντίπαλους Σωκρατικούς (Πλάτωνας, Αισχίνης κ.α.) όσο και με τις ηθικές απόψεις που ο ίδιος υποστηρίζει.
Ο Μενέδημος θεωρεί πως η αρετή είναι μια και έχει πολλά ονόματα. Η σωφροσύνη, η ανδρεία και η δικαιοσύνη είναι στην ουσία το ίδιο πράγμα. Παίρνει θέση ως προς το θέμα της ενότητας της αρετής (που όπως ξέρουμε ήδη (το διατύπωσε πρώτος ο Σωκράτης). Θεωρεί επίσης (116) πως το αγαθό είναι ένα και ενιαίο (το ίδιο λέει αργότερα και ο Ευκλείδης ο Μεγαρεύς).
Η θέση πως το ύψιστο ηθικό αγαθό ταυτίζεται με την αρετή, έχει να κάνει με την ψυχή και μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της φιλοσοφίας. Από την άλλη, ο Μενέδημος υιοθετεί την άποψη του Αντισθένη και των Κυνικών ότι και η φιλοσοφική γνώση και η άσκηση είναι απαραίτητες για την επίτευξη της αρετής. Ακολουθούσε ο ίδιος αυτό το παράδειγμα, καθώς παρέμεινε γερός και ηλιοκαμένος ακόμα κι όταν γέρασε. Πρόσεχε το φαγητό του κι απολάμβανε λιγοστές πολυτέλειες.. Ήταν επίσης δεισιδαίμων, κάτι που μπορεί να δηλώνει την πίστη στη θεία πρόνοια και τη θεϊκή δημιουργία του σύμπαντος. Αν και ανακατεύτηκε με την πολιτική, υπήρξε ειλικρινής, αξιοπρεπής και διατήρησε την πνευματική του ανεξαρτησία.
Ο Μενέδημος αποδέχεται τη νομιμότητα της κατάφασης και των απλών προτάσεων. Αυτό μπορεί να σχετίζεται με τη θέση ότι κάθε πράγμα φέρει μόνο το δικό του όνομα και ότι κανένα πράγμα δε μπορεί να είναι ταυτόχρονα ένα και πολλά. Επιδοκιμάζει τη συχνή χρήση ταυτολογιών και αφαιρεί το ρήμα ‘είναι’ διατυπώνοντας αυτό που θέλει περιφραστικά.
Οι Μεγαρικοί και οι Διαλεκτικοί
Και η Μεγαρική σχολή έχει σωκρατική προέλευση λόγω του ιδρυτή της Ευκλείδη που την ίδρυσε στα Μέγαρα, λίγο μετά το θάνατο του Σωκράτη. Όταν απεβίωσε κι ο Ευκλείδης, τη σχολή ανέλαβε ο Στίλπων ο Μεγαρεύς, δάσκαλος του Ζήνωνα, θεμελιωτή της Στοάς.
Για μια ακόμη φορά, οι πηγές που διαθέτουμε είναι λίγες. Πάντως, είμαστε σίγουροι ότι οι Μεγαρικοί επικεντρώνονται στην ηθική και τη μεταφυσική. Κάποιοι από αυτούς (Ευβουλίδης, Αλεξίνος) χρησιμοποιούν συνεχώς λογικά παράδοξα που γίνονται μέρος της μεγαρικής επιρηματολογίας. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι οι Μεγαρικοί ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με τη λογική θεωρία.
Οι Μεγαρικοί ήταν σωκρατικοί φιλόσοφοι επηρεασμένοι όμως και από τον Παρμενίδη. Βλέπουμε πάλι την ενότητα του αγαθού να συνδέεται εδώ με την ενότητα της αρετής – κάτι που διερευνούσε ο Σωκράτης. Υπάρχει όμως και η θέση του Παρμενίδη πως όλα τα ονόματα αναφέρονται σε ένα και μόνο ον.
Άλλο στοιχείο της μεγαρικής (εκτός από τον ηθικό μονισμό), είναι η θεωρία των τροπικοτήτων. Οι Μεγαρικοί υποστηρίζουν ότι μόνο όταν κάτι βρίσκεται εν ενεργεία είναι δυνατόν, ενώ όταν δε βρίσκεται εν ενεργεία, δεν είναι δυνατόν. Η άποψη αυτή υπονοεί ότι οι Μεγαρικοί ασπάζονται ένα είδος ηθικού μονισμού, χωρίς όμως να υιοθετούν ολόκληρη την ελεατική μεταφυσική.
Ο Στίλπων ανέπτυξε τόσο τις μεταφυσικές, όσο και τις ηθικές του θέσεις σε σχέση με το Σωκράτη. Διατύπωσε αντιρρήσεις ως προς τη χρήση του ρήματος ‘είναι’. Θεώρησε πως οι προτάσεις τύπου «χ είναι ψ» είναι ψευδείς ταυτότητες. Είπε επίσης πως δεν μπορούμε να λέμε πράγματα όπως «αυτό είναι ένα δένδρο» γιατί το δένδρο (το καθόλου) υπάρχει εδώ και χιλιάδες χρόνια, το συγκεκριμένο όμως όχι.
Η επιρροή της σωκρατικής φιλοσοφίας (118) φαίνεται από το γεγονός πως στη Μεγαρική σχολή πιστεύουν ότι τα ηθικά επιτεύγματα μένουν αναλλοίωτα, ενώ το ύψιστο αγαθό είναι αυτόνομο και αυτάρκες.
Διαλεκτική Σχολή
Η ύπαρξή της αμφισβητείται από ορισμένους μελετητές. Είναι αντίπαλο δέος προς τη Μεγαρική σχολή, έχει όμως αρκετά κοινά μαζί της, όπως τα λογικά παράδοξα και οι σωκρατικές καταβολές. Ο ιδρυτής της, Κλεινόμαχος ο Θούριος ήταν μαθητής του Μεγαρικού Ευκλείδη, έφυγε όμως γιατί τον ενδιέφερε περισσότερο η διαλεκτική δραστηριότητα παρά οι ηθικές της εφαρμογές.
Ο Κλεινόμαχος φαίνεται να έγραψε πρώτος για προτάσεις, κατηγορήματα και λοιπά θέματα. Οι διάδοχοί του ασχολούνται επίσης με τη λογική των προτάσεων, ανοίγοντας το δρόμο για τους Στωικούς. Ορισμένοι Διαλεκτικοί ασχολήθηκαν με τη διατύπωση ορισμών. Η αξία που αποδίδει η σχολή στη μέθοδο της ερωταπόκρισης τονίζουν τις σωκρατικές καταβολές. Ο Σωκράτης χαρακτηρίζει τη διαλεκτική ως το ύψιστο ανθρώπινο αγαθό, οπότε και οι Διαλεκτικοί αυτοπροβάλλονται ως συνεχιστές της φιλοσοφίας του. Πέτυχαν άλλωστε την κατάταξή τους μέσα στις δέκα ηθικές σχολές της Αρχαιότητας.
Υπάρχουν δύο όροι που ορίζουν αυτόν τον κύκλο : ‘οι περί τον Σωκράτη’ που αναφέρεται στους στοχαστές που τον γνώριζαν προσωπικά και είχαν στενή σχέση μαζί του και μεταξύ τους, και ‘οι σωκρατικοί’, που δηλώνει τους σύγχρονους αλλά και μεταγενέστερους.
«Περί τον Σωκράτη»
Εκτός από τον Πλάτωνα, συναντάμε πολλούς άλλους.
Ξενοφών ο Αθηναίος : συνομήλικος του Πλάτωνα, πρώην επιτυχημένος στρατιωτικός, στο τέλος αποτραβήχτηκε στο κτήμα του κι έγραψε 40 βιβλία. Ιστορικές πραγματείες ιστορικά, πολιτικά, στρατιωτικά, οικονομικά και ιππικά, όπως και απομνημονεύματα για το Σωκράτη.
Αντισθένης : προπάτορας του κυνισμού, ιδιότυπος χαρακτήρας, αφοσιωμένος στο Σωκράτη. Τα ενδιαφέροντά του καλύπτουν την ηθική, τη λογική, τη μεταφυσική, τη γραμματική, τη θεωρία της λογοτεχνίας, τη ρητορική, την πολιτική φιλοσοφία και τη φιλοσοφία της θρησκείας.
Αρίστιππος ο Κυρηναίος : ασχολείται με την ηθική, τη ρητορική, την ιστορία και τη γλώσσα. Δε γνωρίζουμε πολλά για αυτόν.
Ευκλείδης ο Μεγαρεύς : ιδρυτής της Μεγαρικής σχολής, ηθικός μονιστής, επηρεασμένος από τους Ελεάτες. Η μέθοδός του απορρίπτει τη χρήση αναλογικών επιχειρημάτων.
Αισχίνης ο Αθηναίος: εξαιρετικός συγγραφέας δικανικών λόγων, διαλόγων φιλοσοφικού περιεχομένου με πρωταγωνιστή το Σωκράτη. Οι τελευταίοι ανήκουν στο είδος των σωκρατικών λόγων.
Φαίδων: γράφει και αυτός σωκρατικούς λόγους κι εξελίχθηκε σε σημαντικό ηθικό φιλόσοφο. Ασχολήθηκε με θέματα σοφιστικής, την εκπαιδευτική διάσταση της φιλοσοφίας κι επανεξέτασε το ρόλο της ηδονής στη ζωή του ενάρετου ανθρώπου.
Στο σωκρατικό κύκλο ανήκαν τόσο ιδιώτες όσο και δημόσιες προσωπικότητες. Όλοι ήταν άνθρωποι με διανοητικά (103) και φιλοσοφικά ενδιαφέροντα, ασχολούνταν όμως με τις υποθέσεις του οίκου τους ή της πόλης. (Ξενοφών, Κρίτων, Χαιρεφών, Κριτίας, Χαρμίδης, Αλκιβιάδης). Βλέπουμε ότι το περιβάλλον του Σωκράτη δεν ήταν ομοιογενές. Μερικοί είχαν δικούς τους μαθητές (Αντισθένης) ενώ ίδρυσαν και δικές τους σχολές. Άλλοι, παρά τις φιλοσοφικές τους ανησυχίες, δε δημιούργησαν σχολές ούτε απέκτησαν οπαδούς. (Ξενοφών, Αισχίνης).
Οι Σωκρατικοί διαφέρουν στην καταγωγή, την κοινωνική τάξη, την οικονομική επιφάνεια, την παιδεία και τις πολιτικές πεποιθήσεις. Υπήρχαν Αθηναίοι πολίτες, μέτοικοι. Οι αριστοκράτες συναναστρέφονταν – λόγω του Σωκράτη – και με ‘κατώτερους’ πολίτες. Τις σχέσεις μεταξύ τους τις προσδιορίζουν οι διαφορές τους.
Παρ’ όλες όμως τις διαφορές, οι Σωκρατικοί αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως μέλη μιας ομάδας με κέντρο το Σωκράτη. Έτσι, κατέληξαν να υποστηρίζουν από κοινού ορισμένες ηθικές θέσεις (Κρίτων) που δείχνουν μια κοινή φιλοσοφική ταυτότητα (103). Οι μελετητές την προσδιορίζουν ως σωκρατική. Υποστηρίζουν ακόμη ότι οι Σωκρατικοί – σε ότι αφορά τα φιλοσοφικά τους ενδιαφέροντα και τις σχέσεις τους – είτε δεν αποτελούν ενιαίο κίνημα, είτε οι φιλοσοφίες τους έχουν κάποιες ομοιότητες με τη διδασκαλία του Σωκράτη, δεν έχουν όμως καμιά σχέση μεταξύ τους. Εμείς θεωρούμε πως και οι δύο απόψεις είναι εν μέρει λανθασμένες.
Οι πηγές είναι σαφείς για το ότι ο Σωκρατικός κύκλος όντως υπήρξε και είχε ως κέντρο το Σωκράτη. Οι άνθρωποι που τον αποτελούν μπορεί να έχουν πολλές και μεγάλες διαφορές, ενδιαφέρονται όμως όλοι για τη φιλοσοφία και την ηθική, αν και οι περισσότεροι ασχολούνται και με άλλους τομείς. Οι ηθικές κυρίως πεποιθήσεις τους παρουσιάζουν οικογενειακές ομοιότητες. Άλλοι συμφωνούν κι άλλοι διαφωνούν μεταξύ τους.
Υπάρχουν όμως και ομοιότητες.
-Η αρετή είναι πρωταρχικός παράγων για την ευτυχία του ανθρώπου.
-Μόνο η φιλοσοφία μπορεί να διαμορφώσει όπως πρέπει την ηθική προσωπικότητα
-Είναι απαραίτητος ο αυτοέλεγχος και η κριτική προσέγγιση των καθημερινών αξιών και συνηθειών.
Οι Κυνικοί (105)
Ένα από τα μακροβιότερα φιλοσοφικά κινήματα. Αναπτύσσεται από τον 4ο π.Χ. έως τον 6ο αι. μ. Χ. Χωρίζεται σε δύο φάσεις :
-Πρώιμος κυνισμός : εκπροσωπείται από προσωπικότητες όπως ο Διογένης και ο Κράτης. Αναπτύσσεται στον κυρίως ελληνικό χώρο.
-Ύστερος κυνισμός : συλλογικό, φιλοσοφικό κίνημα, διαμορφωμένο στα ρωμαϊκά αστικά κέντρα.
Θεμελιωτής του κυνισμού θεωρείται ο Αντισθένης, το αρχέτυπο όμως είναι ο Διογένης, σύγχρονος του Αριστοτέλη και του Μ. Αλεξάνδρου. Μετά το θάνατό του, όλοι οι μεταγενέστεροι κυνικοί ασπάστηκαν τη φιλοσοφία του, που αποτελεί και τον πυρήνα του κινήματος.
Το όνομα ‘κυνικός’, οφείλεται στην παρομοίωση του Αντισθένη με τον ‘κύνα’ (σκύλος) ως συμπεριφορά. Πρόκειται για το πρώτο σημαντικό στοιχείο της κυνικής ιδεολογίας, τον αντικομφορμισμό. Ειλικρινείς, ευθείς και ικανοί να ξεχωρίσουν τους εχθρούς από τους φίλους, οι κυνικοί μοιάζουν με το σκύλο ως προς την αναισχυντία, την τάση να συμπεριφέρονται καταπατώντας τις συμβάσεις της κοινωνικής ζωής. (106) Η ιστορία για το Διογένη που νόθευσε το νόμισμα, υποσκάπτοντας τα θεμέλια της οικονομικής και κοινωνικής ζωής είναι ενδεικτική. Γενικά, οι κυνικοί νοθεύουν τους κοινωνικούς θεσμούς και αξίες.
Ο Διογένης έπραττε όπως δίδασκε, δίνοντας μεγαλύτερη αξία στις επιταγές της φύσης παρά του νόμου. Εκτιμά την ελευθερία ως το ύψιστο αγαθό, όπως ο Ηρακλής. Γελοιοποιεί την ευγενική καταγωγή, τη δόξα και τις ανάλογες διακρίσεις, θεωρώντας τις ως ηθική κακία. Για αυτόν, η μόνη σωστή πολιτεία είναι η πολιτεία του κόσμου. Υποστηρίζει πως οι γυναίκες πρέπει να είναι κοινές και μιλάει για συνεύρεση κοινή συναινέσει, όχι για γάμο. Τα παιδιά επίσης, θα πρέπει να ανήκουν σε όλους. Δε θεωρεί κακό να αποσπά κανείς αντικείμενα από ναό, ή να δοκιμάζει κρέας, ακόμη και ανθρώπινο.
Καταλαβαίνουμε πως οι κυνικοί ανατρέπουν τις συμβατικές αξίες, εισάγουν τον κοσμοπολιτισμό και θεωρούν σωστή την ιεροσυλία και τον κανιβαλισμό. Θεωρούν τη μουσική, τη γεωμετρία, την αστρονομία περιττές και άχρηστες. Σε σχέση με τη θρησκεία, είναι αγνωστικιστές, δημιουργούν τη βάση για την κριτική απέναντι στα δόγματα και τις πρακτικές της ελληνορωμαϊκής θρησκείας. Καταδικάζουν τη δεισιδαιμονία, τη θεία πρόνοια και τη θεϊκή παρεμβολή στα ανθρώπινα πράγματα με την αντιπαράθεση της θρησκευτικότητας του ηθικά αγνού ανθρώπου. Πολλοί κυνικοί εφάρμοζαν όλα αυτά στην πράξη. Ο Διογένης ικανοποιούσε τις σωματικές του ανάγκες σε δημόσιους χώρους και ο Κράτης μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς.
Ο αντισυμβατισμός και ο ανατρεπτισμός των Κυνικών είναι αποτέλεσμα της πεποίθησής τους ότι οι κοινωνικές δραστηριότητες, υποχρεώσεις και απολαύσεις είναι εμπόδια για την ευτυχία του ανθρώπου. Θεωρούν πως οι κοινωνικές αξίες είναι πλαστές, τροφοδοτούν επιθυμίες, απληστία και παράλογους φόβους. Οι κοινωνικές συμβάσεις (107) αναγκάζουν τον άνθρωπο να ζει ενάντια στη φύση και αποτελούν πηγές δυστυχίας. Στόχος των κυνικών είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τα κοινωνικά δεσμά και τη συμβατική ηθική, η κατανόηση της φύσης των επιθυμιών και των αναγκών και η ζωή σύμφωνα με τη φύση. Για την επίτευξη αυτών των στόχων υπάρχουν τρεις έννοιες κλειδιά : η άσκηση, η αυτάρκεια και η αρετή.
Άσκηση : ο Διογένης λέει πως είναι δύο ειδών, ψυχική και σωματική. Κατά τη σωματική άσκηση, οι νοητικές αναπαραστάσεις διευκολύνουν τις ενάρετες πράξεις. Η κάθε μορφή άσκησης είναι ατελής από μόνη της, χρειάζεται και η άλλη, αφού η ευεξία και η ισχύς πρέπει να καλλιεργούνται σε σχέση με την ψυχή αλλά και το σώμα. Άρα η άσκηση είναι μια συνεχής προγύμναση του σώματος και της ψυχής. Στόχος της είναι η καταπολέμηση της επιθυμίας για ηδονή και η προετοιμασία για να αντέχουμε τις αντιξοότητες. Διαλύει τους φόβους, ενισχύει τη θέληση και προετοιμάζει για καταστάσεις όπως η εξορία, η πείνα, ο θάνατος.
Οι συνεχείς σωματικές προσπάθειες διαμορφώνουν τις αντιλήψεις μας έτσι ώστε να ωθούν το σώμα σε ενάρετα έργα. Η ψυχική άσκηση έχει να κάνει με την περιφρόνηση των ηδονών, που όταν τη συνηθίσουμε είναι πιο ευχάριστη από τις ηδονικές εμπειρίες. Η ηθική σημασία της άσκησης είναι τεράστια. Χωρίς αυτήν δε μπορεί να επιτευχθεί τίποτα.
Σχετικές με αυτήν την έννοια είναι η πενία και η αυτάρκεια. Πρέπει να ζούμε με ελάχιστα υλικά μέσα και να ικανοποιούμε αποκλειστικά τις φυσικές μας ανάγκες. Η πενία είναι ένα ανέξοδο βοήθημα εκμάθησης φιλοσοφίας. Έτσι, απελευθερωνόμαστε από συναισθηματικές εξαρτήσεις και ταραχές, ενώ κερδίζουμε την ανεξαρτησία μας από τον έξω κόσμο. Αποκτούμε δηλαδή ελευθερία και αυτάρκεια.
Όλες οι έννοιες του κυνισμού (108) σχετίζονται με την αρετή. Οι Κυνικοί ισχυρίζονται ότι η αρετή είναι αρκετή για την ευτυχία. Είναι διδακτή κι εξαρτάται αρκετά από τη μνήμη. Κερδίζεται όταν ο άνθρωπος αποβάλλει τις γνώσεις που του επιβάλλει η κοινωνία και ο περίγυρός του και κατορθώσει να διαχωρίσει τις φυσικές από τις κοινωνικές αξίες. Η γνώση αυτή όμως θα οδηγήσει στην αρετή μόνον όταν συνδυαστεί με την άσκηση. Ο ενάρετος βίος, είναι το τέλος, ο ύψιστος σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αρετή εκφράζεται με έργα παρά με λόγια και διασφαλίζει την επιτυχία και την κοινωνική αποστολή του κυνικού.
Είπαμε πριν πως ο Αντισθένης θεωρείται ο θεμελιωτής του Κυνισμού. Όμως, οι κυνικοί δεν ήταν οργανωμένοι σε σχολή, οπότε ο Αντισθένης δεν υπήρξε ποτέ ο σχολάρχης τους. Επίσης, ο Αντισθένης ασχολήθηκε τόσο με τη θεωρία, όσο και με την ηθική πράξη, ενώ συνέταξε διάφορες πραγματείες. Δεν ασπάσθηκε δηλαδή την απόρριψη της εγκύκλιας παιδείας. Φιλοσοφικά όμως, μπορεί να θεωρηθεί προπάτορας του κινήματος, με την έννοια πως τα συγγράμματά του αποτελούν τη θεωρητική βάση του Διογένη και των άλλων.
Οι Κυρηναϊκοί
Ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του ιδρυτή της Αρίστιππου, ο οποίος καταγόταν από την Κυρήνη και ήταν στενός φίλος του Σωκράτη (109). Άκμασε για ενάμιση αι. και έληξε στα μέσα του 3ου αι. π.Χ. Αρχικά η διοίκηση και η λειτουργία της ήταν οικογενειακή υπόθεση, μετά τον Αρίστιππο σχολάρχες έγιναν η κόρη του Αρήτη και ο εγγονός του Αρίστιππος ο Μητροδίδακτος.
Στις αρχές της ελληνιστικής περιόδου εμφανίστηκαν τρεις νέοι κλάδοι :
-οι Θεοδώρειοι, με ηγέτη το Θεόδωρο
-οι Αννικέρειοι, με ηγέτη τον Αννίκερι και
-οι Ηγησιακοί, με ηγέτη τον Ηγησία
Φιλοσοφικά μιλώντας, η Κυρηναϊκή Σχολή συνεχίζει την παράδοση του Σωκράτη. Ασχολούνται καταρχήν με την ηθική και οι απόψεις τους συγκλίνουν. Κάποιες πηγές λένε ότι οι κυρηναϊκοί αναγνωρίζουν τη λογική ως φιλοσοφικό κλάδο, ενώ κάποιες άλλες αναφέρουν πως θεωρούσαν άχρηστες τη φυσική και τη λογική.
Η κυρηναϊκή φιλοσοφία είναι ένα ηθικό σύστημα με ψυχολογικές και φυσιολογικές παραμέτρους. Στο κέντρο του συστήματος βρίσκονται η ηδονή και ο πόνος, τα πάθη, σύμφωνα με τους Κυρηναϊκούς. Πάθος θεωρούν την κατάσταση ή τροποποίηση ή εμπειρίες που υφίσταται το υποκείμενο που αντιλαμβάνεται. Η ηδονή είναι μια λεία κίνηση, ο πόνος μια τραχεία κίνηση. Ο Αρίστιππος ο Σωκρατικός προσδιορίζει την ηδονή ως αντιληπτή. Έτσι, η ηδονή και ο πόνος θεωρούνται είτε ως φυσικές τροποποιήσεις της σάρκας και της ψυχής, είτε ως υποκειμενικές εμπειρίες. Περιγράφονται είτε με φυσιοκρατικούς όρους (σάρκα), είτε με νοητικούς (ψυχή). Αν και οι Κυρηναϊκοί θεωρούν ότι μόνον οι εμπειρίες του παρόντος έχουν ηθική αξία, η ηδονή και ο πόνος μπορούν επίσης να προκύψουν τόσο από μνήμες του παρελθόντος, όσο και από ελπίδες ή φόβους για το μέλλον. Το παρόν όμως έχει μικρή διάρκεια γιατί το κίνημα της ψυχής σβήνει με το χρόνο.
Υπάρχουν και τα ενδιάμεσα πάθη, αντιληπτικές εμπειρίες ούτε δυσάρεστες, ούτε ευχάριστες. Τα ενδιάμεσα πάθη είναι σημαντικά για τη γνωσιοθεωρία της σχολής, πρωταρχικό ρόλο όμως παίζουν η ηδονή και ο πόνος. Ο Αρίστιππος ο Μητροδίδακτος προσδιόρισε ως ηθικό σκοπό του ανθρώπου μια ζωή γεμάτη ηδονή και δη κινητική. Χώρισε την ανθρώπινη ιδιοσυστασία σε τρεις κατηγορίες :
-μια που αισθανόμαστε πόνο και μοιάζει με φουρτουνιασμένη θάλασσα
-μια που αισθανόμαστε ηδονή και μοιάζει (110) με φουσκοθαλασσιά (η ηδονή ως λεία κίνηση) και ούριο άνεμο και
-μια μέση κατάσταση, χωρίς ηδονή ή πόνο και μοιάζει με νηνεμία.
Η φιλοσοφική ανάλυση των παθών αυτών επιχειρείται με ένα τεχνικό λεξιλόγιο ρηματικών και επιρρηματικών νεολογισμών. (γλυκαίνεται, πικραίνεται και άλλα, διαβάστε τα αποσπάσματα του Πλούταρχου και του Σέξτου Εμπειρικού).
Τα χαρακτηριστικά των παθών είναι βασικές προϋποθέσεις για τη διατύπωση των Κυρηναϊκών ηθικών θέσεων, οι οποίες διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Καταρχήν, οι απόψεις για την ηθική του Αρίστιππου του Σωκρατικού είναι λίαν διχασμένες. Κάποιοι τον θεωρούν ηδονιστή που ορίζει ως ηθική τελείωση την ηδονή που απολαμβάνει κανείς στο παρόν κι άλλοι αρνούνται πως υποστήριζε κάποια ηθική τελείωση. Πάντως ενδιαφέρεται να προσδιορίσει την ηθική αξία της ηδονής την οποία θεωρεί κύριο συστατικό της ευδαιμονίας. Θεωρεί επίσης (αντίθετα με τους σωκρατικούς) ότι η ηδονή δε χρειάζεται μέτρο, φτάνει να μη φτάνουμε σε σημείο εξάρτησης από αυτήν. Την ψυχολογική μας ανεξαρτησία μπορούμε να την κερδίσουμε μέσω της φιλοσοφικής παιδείας, που διασφαλίζει την ψυχική μας υγεία και ευημερία. Η αξία που αποδίδει ο Αρίστιππος σε μακρόχρονες ενασχολήσεις όπως η φιλοσοφία, δείχνει πως αντιλαμβάνεται τον ανθρώπινο βίο ως ενιαίο σύνολο κι όχι ως συρραφή ηδονικών εμπειριών. Αν είναι έτσι, θεωρεί τη στιγμιαία ηδονή του παρόντος ως συστατικό της ευδαιμονίας κι όχι ως ανεξάρτητο ηθικό τέλος.
Ο εγγονός του έχει άλλες απόψεις. (111) Σύμφωνα με πηγές, ορίζει ως τέλος κάθε πράξης τη σωματική ηδονή του παρόντος ως αποτέλεσμα της πράξης. Επίσης, ότι οι επιμέρους ηδονές δεν έχουν διαφορές στην ποσότητα ή την ένταση. Όλες οι ηδονές είναι ίδιες. Ο ηδονισμός του Αρίστιππου του Μητροδίδακτου πάντως έχει και ευδαιμονικά στοιχεία, καθώς αναγνωρίζει την τεράστια ηθική σημασία της ευδαιμονίας και υποστηρίζει πως ο σκοπός των ανθρώπων είναι μια ζωή γεμάτη απολαύσεις, αντίθετα από σκόρπιες ηδονικές στιγμές.
Η ισορροπία ανάμεσα στον ευδαιμονισμό και το συβαριτικό ηδονισμό χαρακτηρίζει και την ελληνιστική περίοδο της κυρηναϊκής σχολής.
Οι Αννικέρειοι θέτουν το επιχείρημα ότι η ηδονή και ο πόνος σχετίζονται αναγκαστικά με κινήσεις ή μεταβολές. Αφού η απονία (η απουσία πόνου) δεν ενέχει κινήσεις, δε μπορεί να συμπεριληφθεί στο ηθικό τέλος. Ορίζουν όμως τις ατομικές ηδονές του παρόντος ως το μεγαλύτερο αγαθό, αν και δίδουν ηθική αξία και στις πνευματικές ηδονές. Καταλαβαίνουμε έτσι πως οι Αννικέρειοι θεωρούν πως η αναζήτηση της ηδονής είναι μια μακρόχρονη, ευδαιμονιστική προοπτική.
Ο Ηγησίας από την άλλη, αν και ηδονιστής, εστιάζει στην ευδαιμονία. (112) Για τους Ηγησιακούς, η ευδαιμονία είναι αδύνατη γιατί το σώμα υποφέρει από πόνους, επηρεάζει την ψυχή που ταράζεται, ενώ συχνά η τύχη στέκεται εμπόδιο. Το επιχείρημα είναι πως δε μπορούμε να συγκεντρώσουμε το άθροισμα των εξατομικευμένων ηδονών που συνιστούν την ευδαιμονία, η οποία είναι ακατόρθωτη. Ο φιλοσοφικός πεσιμισμός του Ηγησία είναι η πεποίθηση πως η ζωή είναι αδιάφορη και επιθυμητή όσο ο θάνατος. Κανείς δε σφάλλει επίτηδες και δεν πρέπει να περιφρονούμε τους σφάλλοντες αλλά να τους διδάσκουμε.
Ο Θεόδωρος και οι μαθητές του κλίνουν στον ευδαιμονισμό παρά στο συβαριτικό ηδονισμό. Ηθικοί σκοποί ορίζονται η χαρά και η λύπη. Η χαρά επιτυγχάνεται με τη φρόνηση, η λύπη από την έλλειψη φρόνησης. Η φρόνηση και η δικαιοσύνη είναι αγαθά, τα αντίθετά τους είναι ηθικά κακά, η ηδονή και ο πόνος, είναι ενδιάμεσες καταστάσεις. Σύμφωνα με αυτά, ο Θεόδωρος προσεγγίζει τον Αρίστιππο το Σωκρατικό στο γεγονός ότι ορίζει τις αρετές της πρακτικής σοφίας και της δικαιοσύνης ως αγαθά, τονίζει τη σημασία τους για το ηθικό τέλος, υποστηρίζει πως ο σοφός πρέπει να είναι φιλήδονος αλλά και αυτάρκης και διακηρύττει τον κοσμοπολιτισμό. Δεν είμαστε απόλυτα σίγουροι για τις απόψεις του Θεόδωρου για την ευδαιμονία, σύμφωνα όμως με τα παραπάνω, της δίνει σημαντικό ρόλο στην ηθική του. Ο χαρακτηρισμός της ηδονής και του πόνου ως ενδιάμεσα, δείχνει πως είχαν εργαλειακή και όχι εγγενή αξία. Είναι μέσα που οδηγούν στη χαρά και τη λύπη, δεν αποτελούν όμως ηθικούς στόχους. Αν και η χαρά διαφέρει από τις άμεσες ηδονές ενώ εξαρτάται από τη φρόνηση, η οποία έχει μακροχρόνιους στόχους. Άρα, η χαρά είναι μια ψυχική κατάσταση που την απολαμβάνουμε σε βάθος χρόνου.
Η κεντρική θέση της (113) κυρηναϊκής γνωσιοθεωρίας αποτελείται από δυο ισχυρισμούς :
- η μόνη γνώση στην οποία έχουμε πρόσβαση είναι η συνείδηση του καθενός για τα πάθη του
- δε μπορούμε ποτέ να γνωρίσουμε τη φύση των εξωτερικών αντικειμένων.
Αν και οι κυρηναϊκοί δε διαχωρίζουν ριζικά τις φυσικές από τις νοητικές πλευρές των παθών, επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στις δεύτερες : η γνώση των παθών είναι πρωταρχικά, η συναίσθηση των υποκειμενικών μας εμπειριών και όχι των σωματικών μεταβολών που τις συνοδεύουν. Τα πάθη περιγράφονται ως ιδιωτικές καταστάσεις του αντιληπτικού αντικειμένου και οι προτάσεις που τις εκφράζουν περιέχουν αλήθεια, βεβαιότητα, το αλάνθαστο και το μη διορθώσιμο. Έτσι, ο καθένας έχει προνομιακή πρόσβαση στις δικές του εμπειρίες, πρόσβαση που σχετίζεται με τον τρόπο που καταγράφονται οι εμπειρίες αυτές. Αντιλαμβανόμαστε τα πάθη μας μέσω της εσωτερικής αφής που μας φέρνει σε επαφή με τις ποιοτικές μεταβολές του σώματος, διασφαλίζοντας την άσφαλτη συναίσθηση των μεταβολών αυτών. Στον αντίποδα, υποστηρίζουν πως είναι αδύνατον να προσπελάσει κάποιος τα πάθη των άλλων ή να μεταδώσει τις δικές του εμπειρίες μέσω τις γλώσσας. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν υπάρχει κοινό κριτήριο, με το οποίο να κάνουμε συγκρίσεις των παθών και να προσδιορίζουμε τις υποκειμενικές μας εμπειρίες με την εξωτερική πραγματικότητα. Τα παραπάνω (114) ισχύουν τόσο για τη συναίσθηση της ηδονής και του πόνου όσο και για την αντίληψη των ενδιάμεσων παθών.
Οι Κυρηναίοι ισχυρίζονται επίσης ότι δε μπορούμε ποτέ να γνωρίσουμε τις εμπειρικές ιδιότητες των εξωτερικών αντικειμένων. Οι αμφιβολίες τους αφορούν κυρίως τη γνώση μας για τις ιδιότητες αυτές. Αφού οι εμπειρικοί μας ισχυρισμοί εκφράζουν τα πάθη μας κι αφού δε μπορούμε να συγκρίνουμε τις ιδιότητες των εξωτερικών αντικειμένων, η αλήθεια των ισχυρισμών μας δε μπορεί ούτε να βεβαιωθεί, ούτε να αναιρεθεί.
Είδαμε πως ο Αρίστιππος ανήκε στο στενό κύκλο του Σωκράτη. Φιλοσοφικά, μπορούμε να πούμε πως οι Κυρηναίοι διερεύνησαν το ‘γνώθι σ’ αυτόν’ όπως κι εκείνος. Έτσι κατέληξαν στο συμπέρασμα πως μόνο για τον εαυτό μας μπορούμε να έχουμε γνώση. Ο σκεπτικισμός τους μπορεί να παραλληλισθεί με το ‘εν οίδα ότι ουδέν οίδα’ του φιλόσοφου. Όσο για τις ηθικές τους πεποιθήσεις, και ο Σωκράτης πιστεύει πως οι πνευματικές ηδονές είναι συμβατές με την αρετή, ενώ απολάμβανε και ορισμένες σωματικές, χωρίς όμως να χάνεται ο αυτοέλεγχος και η αίσθηση του μέτρου.
Οι Ηλιακοί και οι Ερετρικοί
Ηλιακή σχολή : ιδρύθηκε από το Φαίδωνα τον Ηλείο λίγο μετά το θάνατο του Σωκράτη. Τα ενδιαφέροντά της προσδιορίστηκαν από τους σωκρατικούς διαλόγους, κυρίως από τα έργα Ζώπυρος και Σίμων.
Ζώπυρος : φυσιογνωμιστής που διέγνωσε το χαρακτήρα του Σωκράτη σύμφωνα με το παρουσιαστικό (115) του λέγοντας πως η φυσική προδιάθεση του φιλοσόφου ήταν η κακία. Ο διάλογος μάλλον ερευνά τη φυσιογνωμική επιστήμη, δηλαδή ότι τα σωματικά χαρακτηριστικά αποκαλύπτουν το ηθικό ποιόν του ανθρώπου και μόνον η φιλοσοφική παιδεία μπορεί να μεταμορφώσει το χαρακτήρα του.
Σίμων : φίλος του Σωκράτη. Δεν είμαστε σίγουροι για το περιεχόμενο του διαλόγου, μάλλον όμως εκεί συζητιούνται διάφορες αντιλήψεις για την αρετή και τη σχέση της με την ηδονή. Πιθανά να υποστηρίζει επίσης πως οι ηδονές που απορρέουν από ενάρετες πράξεις, είναι συμβατές με την καλλιέργεια της αρετής. Η θέση αυτή, προσεγγίζει ένα συμβιβασμό μεταξύ του ηδονισμού των Κυρηναϊκών και του ακραίου ασκητισμού του Διογένη.
Κοινό θέμα των δύο διαλόγων, που είναι και ο πυρήνας της Ηλιακής σχολής, είναι η σημασία της φιλοσοφίας στη διάπλαση του χαρακτήρα και η προτεραιότητα της φιλοσοφικής πρακτικής σε σχέση με την ευγενική καταγωγή, τον πλούτο και την εγκύκλιο παιδεία που προσέφεραν οι σοφιστές.
Ο Μενέδημος ο Ερετριέας διεύρυνε την ηθική προβληματική της σχολής, που μετονομάστηκε σύμφωνα με τον τόπο καταγωγής του, διατηρώντας όμως τους δεσμούς με τους Ηλιακούς και το Σωκράτη. Ο Μενέδημος επιθυμούσε να καθιερωθεί ως ο μόνος αυθεντικός συνεχιστής της σωκρατικής σκέψης. Ασκεί κριτική τόσο στους αντίπαλους Σωκρατικούς (Πλάτωνας, Αισχίνης κ.α.) όσο και με τις ηθικές απόψεις που ο ίδιος υποστηρίζει.
Ο Μενέδημος θεωρεί πως η αρετή είναι μια και έχει πολλά ονόματα. Η σωφροσύνη, η ανδρεία και η δικαιοσύνη είναι στην ουσία το ίδιο πράγμα. Παίρνει θέση ως προς το θέμα της ενότητας της αρετής (που όπως ξέρουμε ήδη (το διατύπωσε πρώτος ο Σωκράτης). Θεωρεί επίσης (116) πως το αγαθό είναι ένα και ενιαίο (το ίδιο λέει αργότερα και ο Ευκλείδης ο Μεγαρεύς).
Η θέση πως το ύψιστο ηθικό αγαθό ταυτίζεται με την αρετή, έχει να κάνει με την ψυχή και μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της φιλοσοφίας. Από την άλλη, ο Μενέδημος υιοθετεί την άποψη του Αντισθένη και των Κυνικών ότι και η φιλοσοφική γνώση και η άσκηση είναι απαραίτητες για την επίτευξη της αρετής. Ακολουθούσε ο ίδιος αυτό το παράδειγμα, καθώς παρέμεινε γερός και ηλιοκαμένος ακόμα κι όταν γέρασε. Πρόσεχε το φαγητό του κι απολάμβανε λιγοστές πολυτέλειες.. Ήταν επίσης δεισιδαίμων, κάτι που μπορεί να δηλώνει την πίστη στη θεία πρόνοια και τη θεϊκή δημιουργία του σύμπαντος. Αν και ανακατεύτηκε με την πολιτική, υπήρξε ειλικρινής, αξιοπρεπής και διατήρησε την πνευματική του ανεξαρτησία.
Ο Μενέδημος αποδέχεται τη νομιμότητα της κατάφασης και των απλών προτάσεων. Αυτό μπορεί να σχετίζεται με τη θέση ότι κάθε πράγμα φέρει μόνο το δικό του όνομα και ότι κανένα πράγμα δε μπορεί να είναι ταυτόχρονα ένα και πολλά. Επιδοκιμάζει τη συχνή χρήση ταυτολογιών και αφαιρεί το ρήμα ‘είναι’ διατυπώνοντας αυτό που θέλει περιφραστικά.
Οι Μεγαρικοί και οι Διαλεκτικοί
Και η Μεγαρική σχολή έχει σωκρατική προέλευση λόγω του ιδρυτή της Ευκλείδη που την ίδρυσε στα Μέγαρα, λίγο μετά το θάνατο του Σωκράτη. Όταν απεβίωσε κι ο Ευκλείδης, τη σχολή ανέλαβε ο Στίλπων ο Μεγαρεύς, δάσκαλος του Ζήνωνα, θεμελιωτή της Στοάς.
Για μια ακόμη φορά, οι πηγές που διαθέτουμε είναι λίγες. Πάντως, είμαστε σίγουροι ότι οι Μεγαρικοί επικεντρώνονται στην ηθική και τη μεταφυσική. Κάποιοι από αυτούς (Ευβουλίδης, Αλεξίνος) χρησιμοποιούν συνεχώς λογικά παράδοξα που γίνονται μέρος της μεγαρικής επιρηματολογίας. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι οι Μεγαρικοί ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με τη λογική θεωρία.
Οι Μεγαρικοί ήταν σωκρατικοί φιλόσοφοι επηρεασμένοι όμως και από τον Παρμενίδη. Βλέπουμε πάλι την ενότητα του αγαθού να συνδέεται εδώ με την ενότητα της αρετής – κάτι που διερευνούσε ο Σωκράτης. Υπάρχει όμως και η θέση του Παρμενίδη πως όλα τα ονόματα αναφέρονται σε ένα και μόνο ον.
Άλλο στοιχείο της μεγαρικής (εκτός από τον ηθικό μονισμό), είναι η θεωρία των τροπικοτήτων. Οι Μεγαρικοί υποστηρίζουν ότι μόνο όταν κάτι βρίσκεται εν ενεργεία είναι δυνατόν, ενώ όταν δε βρίσκεται εν ενεργεία, δεν είναι δυνατόν. Η άποψη αυτή υπονοεί ότι οι Μεγαρικοί ασπάζονται ένα είδος ηθικού μονισμού, χωρίς όμως να υιοθετούν ολόκληρη την ελεατική μεταφυσική.
Ο Στίλπων ανέπτυξε τόσο τις μεταφυσικές, όσο και τις ηθικές του θέσεις σε σχέση με το Σωκράτη. Διατύπωσε αντιρρήσεις ως προς τη χρήση του ρήματος ‘είναι’. Θεώρησε πως οι προτάσεις τύπου «χ είναι ψ» είναι ψευδείς ταυτότητες. Είπε επίσης πως δεν μπορούμε να λέμε πράγματα όπως «αυτό είναι ένα δένδρο» γιατί το δένδρο (το καθόλου) υπάρχει εδώ και χιλιάδες χρόνια, το συγκεκριμένο όμως όχι.
Η επιρροή της σωκρατικής φιλοσοφίας (118) φαίνεται από το γεγονός πως στη Μεγαρική σχολή πιστεύουν ότι τα ηθικά επιτεύγματα μένουν αναλλοίωτα, ενώ το ύψιστο αγαθό είναι αυτόνομο και αυτάρκες.
Διαλεκτική Σχολή
Η ύπαρξή της αμφισβητείται από ορισμένους μελετητές. Είναι αντίπαλο δέος προς τη Μεγαρική σχολή, έχει όμως αρκετά κοινά μαζί της, όπως τα λογικά παράδοξα και οι σωκρατικές καταβολές. Ο ιδρυτής της, Κλεινόμαχος ο Θούριος ήταν μαθητής του Μεγαρικού Ευκλείδη, έφυγε όμως γιατί τον ενδιέφερε περισσότερο η διαλεκτική δραστηριότητα παρά οι ηθικές της εφαρμογές.
Ο Κλεινόμαχος φαίνεται να έγραψε πρώτος για προτάσεις, κατηγορήματα και λοιπά θέματα. Οι διάδοχοί του ασχολούνται επίσης με τη λογική των προτάσεων, ανοίγοντας το δρόμο για τους Στωικούς. Ορισμένοι Διαλεκτικοί ασχολήθηκαν με τη διατύπωση ορισμών. Η αξία που αποδίδει η σχολή στη μέθοδο της ερωταπόκρισης τονίζουν τις σωκρατικές καταβολές. Ο Σωκράτης χαρακτηρίζει τη διαλεκτική ως το ύψιστο ανθρώπινο αγαθό, οπότε και οι Διαλεκτικοί αυτοπροβάλλονται ως συνεχιστές της φιλοσοφίας του. Πέτυχαν άλλωστε την κατάταξή τους μέσα στις δέκα ηθικές σχολές της Αρχαιότητας.
(από ollthatjazz)
2 σχόλια:
Ωραία αναφορά αν και τολμών να πω πως δεν την διάβασα όλη...
Για μένα οι Σοφιστές ναι μεν έφεραν έναν άλλο αέρα στην Αθήνα της εποχής τους εντάσσοντας νέα στοιχεία στην παραδοσιακή παιδεία αλλά υπήρχε μία μεγάλη σύγκρουση - διαφωνία με τον Σωκράτη που του στοίχισε και τη ζωή.
Ο Σωκράτης έλεγε ότι η Αρετή είναι μέσα στον καθένα και μπορεί να βγει μέσω της μαιευτικής και της "ενδοσκόπησης" ενώ οι Σοφιστές ότι διδάσκεται. Δηλαδή έδιναν τα εφόδια στους νέους για να πετύχουν επαγγελματικά πάνω στους άλλους... κάτι σαν σήμερα δηλαδή...
Φιλί
@ Οδοιπόρος
Και μόνο το γεγονός ότι έννοιες όπως αυτή της Αρετής αποτελούσαν αντικείμενο φιλοσοφικής μελέτης, νομίζω ότι δείχνει πολύ καθαρά τη διαφορά ανάμεσα στις δύο εποχές. Δεν είναι ο χρόνος που μας απομακρύνει από την Αρχαιότητα.
Σ' ευχαριστώ για το πέρασμα, καλή σου μέρα!
Δημοσίευση σχολίου