Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

Βρέθηκε ο τάφος της Ολυμπιάδας, μητέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στο Κορινό Πιερίας

  

Την αποκάλυψη έκανε ο ομότιμος καθηγητής Αθανάσιος Μπίντας.

Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές έρευνες που έχει κάνει στον Τύμβο Κορινού του νομού Πιερίας, ο Ομότιμος καθηγητής Αθανάσιος Μπίντας τις οποίες παρουσίασε σε επιστημονικό συνέδριο, υποστηρίζει πως εκεί βρίσκεται ο τάφος της γυναίκας του βασιλιά Φιλίππου και μητέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Ολυμπιάδας.

Με το σκεπτικό της μελέτης την οποία θα σας παραθέσουμε παρακάτω, συμφωνεί και η γνωστή αρχαιολόγος Λιάνα Σουβαλτζή, η οποία είχε διευθύνει τις ανασκαφές στην Όαση της Σίουα, όπου υποστήριζε πως εκεί βρέθηκε ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Σχέδιο του τάφου από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Pierre Jérôme Honoré Daumet, το 1855


Μάλιστα σε σημείωμά της σχετικά με τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις του Αθανασίου Μπίντα, αναφέρει μεταξύ άλλων:

«Στις 8 Δεκεμβρίου 2019 έγινε μια πολύ σημαντική ανακοίνωση στην Κατερίνη Πιερίας από τον καθηγητή κ. Αθανάσιο Μπίντα με θέμα: Ο Τάφος του Κορινού ανήκει στη Μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την Ολυμπιάδα. Ο καθηγητής τεκμηρίωσε επιστημονικά τη θεωρία του, αναφερόμενος και σε επιγραφές.

Οι τρεις νεκρικοί θάλαμοι στους οποίους αναφέρεται ο Αθανάσιος Μπίντας


Έχω επισκεφθεί τον τάφο του Κορινού στο παρελθόν, τουλάχιστον τρεις φορές και έχω επισκεφθεί όλους τους Μακεδονικούς Τάφους που είχαν ως τότε βρεθεί σε όλη τη Μακεδονία. Μου είχε κάνει εντύπωση το μέγεθος αυτού του Τάφου που μόνο από αυτό καταλαβαίνει κάποιος ότι πρέπει να ανήκε σε σπουδαία προσωπικότητα.

…ο Τάφος του Κορινού, που είναι ο μόνος Μακεδονικός τριθάλαμος που έχει βρεθεί, είναι μια μικρογραφία του Τάφου του Αλεξάνδρου.

»Το γεγονός ότι ο Πύρρος το 302 π.Χ. μετά την εκθρόνισή του απο τους Μολοσσούς που είχαν υποκινηθεί από τον Κάσσανδρο και κατέφυγε στην Αίγυπτο στην αυλή του Πτολεμαίου του Λάγου, σαφώς μας δίνει την απάντηση ότι και ο Πύρρος είχε επισκεφθεί τον τάφο του εξαδέλφου του, του Μεγάλου Αλεξάνδρου και όταν επέστρεψε στη Μακεδονία και τρία χρόνια βασίλεψε στο θρόνο της θείας του Ολυμπιάδος, έκτισε στον ίδιο χώρο της ταφής τον περικαλλή τριθάλαμο βασιλικό τάφο, μικρογραφία του τάφου του γιου της Αλεξάνδρου. Όλοι γνωρίζουμε πόσο στενή ήταν η σχέση μητέρας και γιου.»

Πομπικός διάδρομος του Τύμβου της Ολυμπιάδας


Όταν συναντήσαμε τον καθηγητή προ ημερών στην Κατερίνη, μας εξέθεσε το σκεπτικό του για το πώς κατέληξε, βάσει των αρχαιολογικών ευρημάτων που έφερε η αρχαιολογική σκαπάνη στο φως, στο συμπέρασμα ότι στον Τύμβο του Κορινού βρίσκεται ο τάφος της Ολυμπιάδας, μητέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Σας παραθέτουμε το σημαντικότερο μέρος του:

Συμπεράσματα για τον Τύμβο Κορινού – Τάφος της Ολυμπιάδας

«Την Άνοιξη του έτους 316 π.Χ. ύστερα από δραματική επτάμηνη πολιορκία της Πύδνας η Ολυμπιάδα, σύζυγος του Φιλίππου Β΄, παραδόθηκε στον Κάσσανδρο ο οποίος την δίκασε ως ιερόσυλη και εχθρά της πατρίδας σε μια δίκη παρωδία χωρίς να της δώσει το δικαίωμα να απολογηθεί. Στη συνέχεια τη θανάτωσε και την έθαψε μακριά από τον αστικό ιστό της Πύδνας σε υποβαθμισμένη περιοχή ή πιθανώς οι συγγενείς της Αιακίδες εταίροι της άρχουσας τάξης την έθαψαν κοντά στα κτήματά τους στην περιοχή του σημερινού Κορινού Πιερίας. Ήταν γνωστό το μίσος του Κάσσανδρου για τον Αλέξανδρο το γιό της Ολυμπιάδας και όλους τους Αργεάδες κληρονόμους του θρόνου της Μακεδονίας γεγονός που αποδείχτηκε μεταγενέστερα αφού ο Κάσσανδρος συνετέλεσε στις δολοφονίες τους άμεσα ή έμμεσα.

Ο σημαντικότερος τάφος της περιοχής, ο Τύμβος του Κορινού, βρίσκεται στον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο της αρχαίας Πύδνας και είναι ο μεγαλύτερος σε μήκος Μακεδονικός τάφος που βρέθηκε μέχρι σήμερα. Το μέγεθός του και μόνο, μας αναγκάζει να δεχτούμε πως ανήκει σε κάποια πολύ σπουδαία προσωπικότητα του τέλους του 4ου π.Χ. αιώνα. Η Ολυμπιάδα δολοφονήθηκε την Άνοιξη του 316 π.Χ.

»Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό που επιβεβαιώνει τα τελικά μας συμπεράσματα είναι ότι πρόκειται για γυναικεία ταφή. Είναι γνωστό πως οι γυναίκες θάβονταν με το κεφάλι προς την Ανατολή. Στον νεκρικό θάλαμο της Ολυμπιάδας η μαρμάρινη θήκη πάνω στην οποία είχε τοποθετηθεί το οστεοδόχο σκεύος βρίσκεται ανατολικά.

Πάνω στη θήκη βρισκόταν το σκεύος με τα οστά της νεκρής


Πάνω στον τάφο, σε επίπεδη περιοχή του κάμπου, είχε κατασκευαστεί και υπάρχει μέχρι σήμερα τεράστιος επιχωματωμένος τύμβος με υπερβολική ποσότητα από χώμα που μεταφέρθηκε για το σκοπό αυτό. Τύμβος τέτοιων διαστάσεων υψώνονταν μόνο σε ταφή βασιλέων, εξέχοντα μέλη βασιλικής οικογένειας, ή πολυάνδρεια, δηλαδή Τύμβοι στους οποίους θάβονταν πολλοί νεκροί μετά από σημαντικές μάχες. Το μέγεθος του Τύμβου του Κορινού ισχυροποιεί την άποψη πως ο ένοικος του τάφου ήταν εξαιρετικά σπουδαία προσωπικότητα.

Το μήκος του ταφικού συμπλέγματος κάτω από τον τύμβο είναι 22 μέτρα (για να μπορεί να γίνει σύγκριση σημειώνουμε ότι ο τάφος του Φιλίππου στις Αιγές έχει μήκος 9,5 μέτρα). Για ποιά προσωπικότητα θα μπορούσε να κατασκευαστεί ένα τόσου τεράστιου μεγέθους ιδιότυπο μνημείο παρά για τη μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου;

»Ένα πρόσθετο στοιχείο το οποίο ενισχύει την άποψη πως η νεκρή ήταν σημαντική προσωπικότητα με ιδιότητες και θεσμικό ρόλο όχι απλού ανθρώπου είναι η σπάνια δομική κατασκευή του τάφου με τρεις θαλάμους. Ποιός ο λόγος να κατασκευαστεί τριθάλαμος μνημειακός τάφος για μια μη σημαντική προσωπικότητα; Μορφικά αλλά μικρότερων διαστάσεων, ο τάφος στον τύμβο Κορινού είναι όμοιος με τον τάφο που ανέσκαψε στην όαση Σίουα της Αιγύπτου στον Ιερό Άμμωνα Δία η αρχαιολόγος Λιάνα Σουλβαζτή ο οποίος κατά την άποψή της ανήκει στον Μέγα Αλέξανδρο.

Στην πρόσοψη του πομπικού διαδρόμου του τάφου υπάρχουν οικοδομικά υπολείμματα, προφανώς ενός τελεστηρίου με προορισμό τις λατρευτικές ανάγκες προς τιμήν της νεκρής, διότι είναι γνωστό πως η Ολυμπιάδα λατρεύτηκε ως θεά μετά τον θάνατό της.

Καταλυτική επιβεβαίωση πως ο τύμβος Κορινού φιλοξενεί τον τάφο της Ολυμπιάδας είναι οι τρεις επιτάφιες επιγραφές που ανακαλύφθηκαν στην περιοχή και “μιλούν” για τους Αιακίδες, συγγενείς της Ολυμπιάδας, που προφανώς κατοικούσαν στα περίχωρα της Πύδνας και συνεπώς θάβονταν στην περιοχή.

Μια από τις τρεις επιτάφιες επιγραφές αναφέρει συγκεκριμένα το μνήμα του Νεοπτόλεμου που βρίσκεται απέναντι από τον τύμβο της Ολυμπιάδας. Η διατύπωση του επιγράμματος μας δίνει την εντύπωση ότι ανάμεσα από τους δύο τάφους (τους μεγάλους τύμβους) διέρχονταν μεγάλος κεντρικός πολυσύχναστος δρόμος.»

Τα παραπάνω είναι ένα μέρος από τα συμπεράσματα του Ομότιμου καθηγητή Αθανάσιου Μπίντα, που όπως υποστηρίζει έχει ανακαλύψει τον Τάφο της Ολυμπιάδας, μητέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Όλο αυτό το διάστημα, από το Δεκέμβριο του 2019 μέχρι σήμερα, προσπαθεί να πείσει τις αρμόδιες αρχές του Πολιτισμού να τον δεχτούν, προκειμένου να τους παρουσιάσει τα στοιχεία που έχει στα χέρια του, με τα οποία τεκμηριώνει τα όσα υποστηρίζει. Βρίσκει όμως ερμητικά κλειστές πόρτες και κανείς δεν λέει να κάνει τον κόπο να τον ακούσει, ενώ ο καθηγητής μιλάει για μια από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις που έγιναν ποτέ στη χώρα.

Πως οι αρχαίες επιγραφές οδηγούν στην μεγάλη ανακάλυψη. Η μαρτυρία του καθηγητή Αθανάσιου Μπίντα στο OPEN.

Όλες τις φωτογραφίες παραχώρησε στο pontosnews.gr ο ομότιμος καθηγητής Αθανάσιος Μπίντας για τις ανάγκες του άρθρου.

Πηγή: Κρικόρ Τσακιτζιάν pontosnews

πηγή

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2021

Η Κοιμωμένη του Χαλεπά - Η ιστορία του κορυφαίου νεοελληνικού γλυπτού

Το κείμενο που αναδημοσιεύεται σήμερα έχει εκπονηθεί από έναν από τους πιο αγαπημένους και εμπνευσμένους καθηγητές που είχα την τιμή να παρακολουθήσω στο ΕΑΠ, τον αξιότιμο κύριο Δημήτρη Παυλόπουλο

Τον ευχαριστώ και πάλι.


του Δημήτρη Παυλόπουλου,

Το 2017 συμπληρώθηκαν εκατόν σαράντα χρόνια από τη δημιουργία της Κοιμωμένης, του πιο γνωστού και συζητημένου έργου της νεοελληνικής γλυπτικής (“Η Κοιμωμένη”) και ογδόντα χρόνια από τον θάνατο του γλύπτη της, του Γιαννούλη Χαλεπά (1851/3;-1938). Το ταφικό μνημείο της νεαρής κόρης βρίσκεται στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών και φαίνεται να εικονογραφεί με τον πιο εύστοχο τρόπο τη σχέση των δύο δεινών θεών της ηροδότειας Θεογονίας, των δίδυμων αδελφών Ύπνου και Θανάτου.

Σελίδες επί σελίδων έχουν γραφτεί για την ιστορία του μνημείου, πολλές από τις οποίες τις έχει εμπνεύσει ο μυθοποιητικός ρομαντισμός του 19ου αιώνα, που έφτασε στο σημείο να πλέξει ειδύλλιο ανάμεσα στην κοπέλα και στον γλύπτη. Γνωρίζουμε κάποια δεδομένα για την ταυτότητα της Κοιμωμένης από άρθρο του δημοσιογράφου Γιάννη Φάτση (1930-1997) στην εφημερίδα Το Βήμα της Κυριακής (23 Δεκεμβρίου 1973).

Το έργο αποτελούσε το ταφικό μνημείο της δεκαεπτάχρονης Σοφίας, μιας από τις δύο κόρες –η άλλη ήταν η Μαργή, κατόπιν σύζυγος του καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Μιχαήλ Χατζημιχάλη (1835-1908)– του υφασματέμπορου από την Κίμωλο Κωνσταντίνου Οικ. Αφεντάκη. Ο Κωνσταντίνος Αφεντάκης είχε έρθει στην Αθήνα μετά από τον αδελφό του Γεώργιο, με τον οποίον άνοιξε κατάστημα στην οδό Ερμού. Ο Γεώργιος θα αφήσει κληρονομιά με τη διαθήκη του το 1899 για ίδρυμα και το 1907 το Αφεντάκειο Κληροδότημα Κιμώλου αποτελεί την υλοποίησή του με νομική μορφή φιλανθρωπικού ιδρύματος.

Οι δύο αδελφές πήραν καλή παιδεία, ενώ επιδίδονταν παράλληλα στη μουσική και σε άλλες τέχνες. Η Σοφή, όπως την έλεγαν χαϊδευτικά, είχε γεννηθεί το 1856. Αρρώστησε, όμως, ξαφνικά. Επίμονος βήχας και βάρος στο στήθος δεν ήταν καλά σημάδια… Μια έντονη ωχρότητα στο όμορφο πρόσωπο προμήνυε το χειρότερο: τη φυματίωση, νόσο αθεράπευτη ακόμα τότε.

Οι γιατροί σύστησαν στην κοπέλα να πάει κοντά στη θάλασσα. Υποχρεώθηκε τότε να φύγει από το πατρικό σπίτι στη συμβολή των οδών Σωκράτους και Αρμοδίου για την Κίμωλο. Στο νησί έμεινε κοντά στη θάλασσα, στο λιμανάκι της Ψαθής. Οι περίπατοι στην παραλία και οι βαρκάδες δεν τη βοήθησαν. Η Σοφή επιστρέφει αδύναμη στην Αθήνα. Την κατάστασή της την επιδείνωσαν και αιμοπτύσεις, μέρα με τη μέρα συχνότερες. Έπεσε πλέον στο κρεβάτι, χωρίς κάποιαν ελπίδα. Θα φύγει από τη ζωή στις 17 Δεκεμβρίου 1873.

Τέσσερα χρόνια μετά, το 1877, ο θείος της Γεώργιος Αφεντάκης παραγγέλλει στο νεαρό Τηνιακό γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά, επιτύμβιο μνημείο της. Ο Χαλεπάς δουλεύει τότε υπέρ το δέον, κατά μαρτυρία της μητέρας του. Το γύψινο πρόπλασμα είναι έτοιμο το 1878, όταν αρχίζουν και τα πρώτα συμπτώματα μελαγχολίας του γλύπτη.

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς την εποχή της Κοιμωμένης

Το γλυπτό

Στο έργο απεικονίζεται σε αρχαιοπρεπή κλίνη η νεαρή κοπέλα ζωντανή, την ώρα που ψυχορραγεί. Το σώμα της κείτεται πάνω στο κρεβάτι, με φυσικότητα και χάρη. Εξαιρετικής κατεργασίας, σαν από ύφασμα και όχι από συμπαγές υλικό, από μάρμαρο, είναι οι πτυχώσεις του σεντονιού που πέφτει και καλύπτει το νεανικό, σφριγηλό κορμί. Αμέσως αισθάνεται κανείς τη θλίψη να τον διαπερνά. Το πρόσωπο της κοπέλας μοιάζει ακόμα ροδαλό.

Ο Χαλεπάς μόλις έχει επιστρέψει από το Μόναχο, όπου συνέχισε και ολοκλήρωσε τις σπουδές του από το 1873 έως το 1876 στη Βασιλική Βαυαρική Ακαδημία Καλών Τεχνών, κοντά στον κλασικιστή Max von Widnmann (1812-1895), με υποτροφία του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου. Είχαν προηγηθεί τα χρόνια της μαθητείας του στην Αθήνα, στο Σχολείο των Τεχνών, από το 1869 έως το 1872, δίπλα στον επίσης κλασικιστή γλύπτη του μεγάρου της Ακαδημίας Αθηνών Λεωνίδα Δρόση (1834-1882).

Tο πρότυπο της Κοιμωμένης ανιχνεύεται στην Κοιμωμένη Αριάδνη, αντίγραφο πρωτοτύπου του 2ου αιώνα π.Χ. Περνά στην Ludovica Albertoni του Gianlorenzo Bernini (1598-1680), έργο του 1671-75, στο παρεκκλήσιο Altieri στον San Francesco a Ripa. Στην Penelope Boothby του Thomas Banks (1735-1805), από το 1793, στο παρεκκλήσιό της στο Ashbourne. Στη Λιπόθυμη Μαγδαληνή του Antonio Canova (1757-1822), από το 1794-96, στο Palazzo Bianco της Γένοβας. Και στο ταφικό μνημείο της βασίλισσας Λουίζας της Πρωσίας, που το φιλοτέχνησε ο Christian Daniel Rauch (1777-1857) το 1818-27, στο Charlottenburg του Βερολίνου.

Λεπτομέρεια της Κοιμωμένης

Η κεκοιμημένη του Χαλεπά θέλει να μείνει στη ζωή! Το μαξιλάρι της είναι ψηλότερα βαλμένο, σαν να το έχει βάλει για να κοιμηθεί ανετότερα. Την όλη χαλάρωση της στάσης της την επιτείνουν τα μισάνοιχτα χείλη της και η μαλακή κάμψη του αριστερού ποδιού της σε λανθάνουσα κίνηση. Μοναδική υπόμνηση του θανάτου της, ο σταυρός που κρατάει με το αριστερό χέρι στο στήθος.

Το μοτίβο της Κοιμωμένης το επεξεργάστηκαν, μετά από τον Χαλεπά –ας σημειωθεί ότι το επανέλαβε το 1935 σε δύο γύψινα έργα του και το 1937 σε άλλα τρία επίσης γύψινα έργα, αλλά και σε σχέδιά του– και άλλοι γλύπτες στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών: οι Ιωάννης Βιτσάρης (1843-1892) το 1885, ο Γεώργιος Μπονάνος (1863-1940) το 1917, ο Γεώργιος Δημητριάδης ο Αθηναίος (1880-1941) και ο Ευάγγελος (Άγγελος) Βρεττός (1890-1942) το 1926. Κανενός όμως η Κοιμωμένη δεν πέρασε στη συνείδηση των απλών ανθρώπων ως Ωραία Κοιμωμένη.

Οι μαρμαρογλύπτες της Κοιμωμένης

Οι Έλληνες γλύπτες του 19ου αιώνα διδάσκονταν στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας την προπλαστική σε πηλό και σε γύψο. Τη μεταφορά των προπλασμάτων στο μάρμαρο αναλάμβαναν συνήθως Ανδριώτες και Τηνιακοί μαρμαρογλύπτες. Εγκατεστημένοι στη Νεάπολη, το 1888 είχαν ιδρύσει την Αδελφότητα Μαρμαρογλύφων, η οποία το 1900 αριθμεί 355 μέλη. Απασχολούνταν σε οικοδομές και σε μνημεία που απαιτούσαν τα μαστορικά χέρια τους. Η παράδοση λέει ότι ήξεραν να γλεντάνε τη ζωή τους με τραγούδι και κρασί. Δύο τέτοιοι μαρμαρογλύπτες ανέλαβαν να περάσουν και την Κοιμωμένη του Χαλεπά από τον γύψο στο μάρμαρο.

Ο ένας μαρμαρογλύπτης είναι ο Αλέξιος (Αλεξάκης για τους φίλους του) Λάβδας, από το χωριό Ζαγανιάρι της Άνδρου. Γεννημένος το 1854, συμμαθητής του Χαλεπά, είχε αρραβωνιαστεί το 1878 την αδελφή του Αικατερίνη. Ο Λάβδας είχε δουλέψει από το 1871 στο μαρμαρογλυφείο του πατέρα του Γιαννούλη, του Ιωάννη Χαλεπά (1834-1901) στην οδό Εμμανουήλ Μπενάκη. Το 1875 ανοίγει το δικό του εργαστήριο στην οδό Πατησίων, απέναντι από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Στο τέλος του Μαρτίου του 1879 αναλαμβάνει τη μεταφορά στο μάρμαρο της Κοιμωμένης, παίρνοντας από τον Χαλεπά το πρόπλασμα, πεντακόσιες δραχμές και έναν όγκο λεπτόκοκκου μαρμάρου από την Καράρα της Ιταλίας, όπου τα περίφημα λατομεία από την εποχή του Michelangelo και του Canova. Πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά από τον Απρίλιο του 1879.

Στο μεταξύ έχει προηγηθεί επίσκεψη του Γιαννούλη στο εργαστήριο του Αλεξάκη, όπου οι δύο παλιοί γνώριμοι συζητούν για την Κοιμωμένη που αρχίζει να προβάλλει μέσα από τον άμορφο όγκο σιγά σιγά. Ο Λάβδας εκτελεί τις τελευταίες διορθώσεις και στήνει το επιτύμβιο μνημείο στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών. Ως μαρμαρογλύπτης άφησε πολλές διακοσμητικές μαρμαρικές εργασίες σε μέγαρα και μνημεία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Πέθανε στην Αθήνα το 1944.

Ο Χαλεπάς δεν έβαλε την υπογραφή του στην Κοιμωμένη του…

Μόλις το 1913 δύο άλλοι Τηνιακοί γλύπτες, οι Λουκάς Δούκας (1890-1925) και Μήτσος Περάκης (1893-1965), θα τη σκαλίσουν. Το 1930 Χαλεπάς και Λάβδας ξαναβρέθηκαν στο σπίτι των ανιψιών του Χαλεπά, του τραπεζικού Βασιλείου (1894-1955) και της συζύγου του Ειρήνης (1894-1987), στην οδό Δαφνομήλη 35, όπου από τον Αύγουστο του 1930 έζησε μέχρι το τέλος του ο γλύπτης.

Στο σπίτι εκτυλίσσονταν καθημερινά σκηνές λαϊκού προσκυνήματος! Ο Χαλεπάς, υπό το κράτος της αναγνώρισής του, φέρεται να είπε στον Λάβδα για την Κοιμωμένη: «Α, ναι, εσύ μου την ξεχόντρισες», εννοώντας δηλαδή ότι ο Λάβδας δούλεψε μόνο σε αρχικό στάδιο το μάρμαρο. Ο άλλος μαρμαρογλύπτης είναι ο Γιώργης Χαμηλός, από το χωριό Πλατειά της Τήνου. Γεννημένος το 1854, είχε γνωριστεί με τον Λάβδα στο μαρμαρογλυφείο του πατέρα του Χαλεπά το 1876-77, όπου δούλευαν μαζί. Ήταν από οικογένεια μαρμαρογλυπτών.

Εργάστηκε στο μαρμάρινο κωδωνοστάσιο του ναού του Αγίου Γεωργίου Λυκαβηττού. Μετέφερε στο μάρμαρο προπλάσματα πολλών συναδέλφων του, χωρίς να τα έχει υπογράψει! Γύρω στο 1898 επέστρεψε στην Τήνο. Από εκεί η Μικρασιατική Καταστροφή τον έφερε στην Αθήνα, στο σπίτι πλούσιου ξαδέλφου του στο Κολωνάκι. Κατέληξε στην Τήνο, όπου και πέθανε.

Καταξίωση του Χαλεπά

Η Κοιμωμένη εντυπωσίασε και εντυπωσιάζει μέχρι σήμερα. Το 1879 η εφημερίδα Παλιγγενεσία την αποκαλεί κάλλιστο από όλα τα έργα του Α’ Κοιμητηρίου. Το 1915 ο λόγιος δημοσιογράφος Θεόδωρος Βελλιανίτης (1863-1933) σημειώνει στην εφημερίδα “Αθήναι” ότι βλέπει κανείς όλη τη σαρκική ευκαμψία, όλη την ανθρώπινη αίσθηση, όλη την εσωτερική έκφραση της ψυχής.

Το 1924 ο ζωγράφος, υφηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και λογογράφος Αλέξανδρος Θ. Φιλαδελφεύς (1866-1955) στον ιστορικό, αρχαιολογικό και καλλιτεχνικό οδηγό του Μνημεία Αθηνών, που εκδόθηκε ακόμα στη γαλλική και στην αγγλική γλώσσα, την ονομάζει θαυμασιότατο γλυπτικό έργο των νεωτέρων Αθηνών.

Ακολουθούν οι έπαινοι δημοσιογράφων, όπως του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877-1940), του Μιχαήλ Ροδά (1884-1948), του Νικολάου Γιοκαρίνη (1893-1951), του Κώστα Αθάνατου (1896-1966), καθώς ακόμα και κείμενα ψυχιάτρων, γραφολόγων, αλλά και βιβλιοπωλών-εκδοτών, όπως ο Ρήγας Γαρταγάνης (1903-1966). Την περιέβαλε πλέον ο θρύλος που είχε τυλίξει και τον δημιουργό της. «Η “κοιμωμένη”… δημοσιογραφία των Αθηνών, εξυπνήσασα και τρίβουσα τα μάτια της, είδε πως ο Γιαννούλης Χαλεπάς ζη και βόσκει τα γίδια της αδελφής του. Φοβερόν!», γράφει ο ανήσυχος λόγιος ξυλουργός του Πύργου Τήνου, του χωριού του Χαλεπά, Νικόλαος Χ. Μωραΐτης (1871-1926/7) ως Αβδηρίτης.

Ο Χαλεπάς συγκέντρωνε κάθε προϋπόθεση για να αξιοποιηθεί ως ιδιάζουσα περίπτωση του τύπου του καλλιτέχνη που θα λάτρευε η κοινή γνώμη: εγκλεισμός στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας από το 1888 έως το 1902 και καταστροφή έργων του από το 1918. Κατά τη δεκαετία του 1920 ο γλύπτης ανακαλύπτεται, με επιστέγασμα τη βράβευσή του το 1927 από την Ακαδημία Αθηνών με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Ο πρόεδρός της, καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Σίμος Μενάρδος (1871-1933) θα πει: «Εντός δύο ετών έπλασε το περίφημον μνήμα της Σοφίας Αφεντάκη […]». Εντούτοις, η εκτίμηση του Χαλεπά βασίστηκε στα έργα του μετά από το 1920, τα “μεταλογικά”.

Ο γλύπτης και καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών Θωμάς Θωμόπουλος (1873-1937), που είχε πάει, εντεταλμένος του Υπουργείου Παιδείας και του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, το 1922 στην Τήνο για να συναντήσει τον γλύπτη, θεωρεί ότι ο Χαλεπάς της δεκαετίας του 1920 «είναι ανώτερος από τον Χαλεπάν που εγνωρίσαμεν».

1930: Ο Χαλεπάς ξαναβλέπει την Κοιμωμένη του, 52 χρόνια μετά από τη δημιουργία της

Το 1930 ο Χαλεπάς επισκέπτεται πάλι την Κοιμωμένη. Τον συνόδευε κόσμος. «Από τον φόβο μη συγκινηθεί, τον πέρασαν πρώτα από άλλα μνημεία. Τ’ αναγνώρισε όλα, τα θυμούνταν με κάθε λεπτομέρεια. Όταν έφθασε μπροστά της, ζήτησε να τ’ ανοίξουν το κιγκλίδωμα και μπήκε. Κοίταξε σιωπηλά το έργο του και τα φευγαλέα κρυφά βλέμματα που ‘ριχνε προς το πλήθος, ενώ έμενε ασκεπής μπροστά στο έργο της νεότητάς του, μαρτυρούσαν πως φοβόνταν μην προδοθεί. Κάποιος τότε του είπε: “Λένε πως την έπλυναν με άκουα-φορτε και χάλασε”. Άπλωσε το χέρι του, θώπευσε τις αρμονικές πτυχές του υφάσματος, γέλασε ζωηρά και είπε, ενώ το χέρι του στηρίζονταν πάνω στο μάρμαρο με τρυφερότητα: “Δεν χαλάει!”» (Στρατή Δούκα, Υποθέσεις και λύσεις πάνω σε προβλήματα της ζωής και του έργου του Γιαννούλη Χαλεπά, Αθήνα 1970).

Η γοητεία της Κοιμωμένης

Η αναγνώρισή του έχει παγιωθεί. Το Σωματείο των Ελλήνων Γλυπτών τον δεξιώνεται τον ίδιο χρόνο, το 1930, ως σύμβολο της τέχνης της Γλυπτικής. Το 1950 ο δημοσιογράφος Σπύρος Σ. Δενδρινός (1909-1985) δημοσιεύει σε συνέχειες στην αθηναϊκή εφημερίδα Προοδευτικός Φιλελεύθερος και το 1953 αναδημοσιεύει σε βιβλίο το τρυφερό ρομάντζο της Κοιμωμένης με τον πιο διάσημο οξύφωνο της εποχής του, τον Ιταλό Giovanni Matteo De Candia, τον Mario (1810-1883), που φέρεται να αυτοκτονεί με περίστροφο όταν πληροφορείται τον θάνατό της.

Ο αγαπημένος της Κοιμωμένης Mario στον Don Giovanni

Το βιβλίο επανεκδόθηκε το 2012 από τις Εκδόσεις Φιλιππότη, συμπληρωμένο με ιστορικά τεκμήρια από το αρχείο του συγχωριανού του Χαλεπά, απογόνου του επίσης Τηνιακού γλύπτη του Ξυλοθραύστη στο Ζάππειο Δημητρίου Ζ. Φιλιππότη (1834-1919), εκδότη Στρατή Γ. Φιλιππότη (γ. 1933). Το 1963 ο Δενδρινός, σε συνεργασία με τον επίσης δημοσιογράφο Γιώργο Πράτσικα (1897-1975), διασκεύασε το βιβλίο του σε θεατρικό έργο, ενώ το προσάρμοσε και σε σενάριο για κινηματογραφική ταινία.

Το 1950 γίνεται δίκη για την Κοιμωμένη στο μνημείο της με αντιδίκους τον Δήμο Αθηναίων και τον έναν από τους κληρονόμους της, τον ιδιότροπο αντιστράτηγο ε.α. Χρήστο Μ. Χατζημιχάλη (1885-1957). Ο Χατζημιχάλης διαπραγματευόταν την εξαγωγή της Κοιμωμένης στην Αμερική αντί 1000 λιρών και το υπουργείο Παιδείας μελετούσε την εξεύρεση του ποσού για να εξαγοραστεί η Κοιμωμένη από το ελληνικό κράτος!

Το 1970 μια άλλη δίκη με θέμα την Κοιμωμένη διεξήχθη, αυτή τη φορά στο Πρωτοδικείο Αθηνών: αντίδικοι ο Δενδρινός και ο δημοσιογράφος-θεατρικός συγγραφέας Δημήτρης Γιαννουκάκης (1899-1974). Ο Γιαννουκάκης, εκτός από φυσικός κληρονόμος της Αφεντάκη, είχε γράψει και θεατρικό έργο με τίτλο “Η Κοιμωμένη κι ο Χαλεπάς” που το είχε ανεβάσει η Αντιγόνη Βαλάκου (1930-2013).

Τα επόμενα χρόνια το ενδιαφέρον για την Κοιμωμένη φαίνεται αμείωτο, συνυφασμένο με τον μύθο της τρέλας: μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, κινηματογραφικές ταινίες. Το 2004, στο πλαίσιο του φεστιβάλ “Ταξίδια στο Φαντασιακό – Αφιέρωμα στον Γιαννούλη Χαλεπά”, η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία Έκπλους και το Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου εξέδωσαν το βιβλίο “Γιαννούλης Χαλεπάς. Τραγικότητα και Μύθος”, με ανθολόγιο κειμένων από το 1902 έως το 1966, συναγωγή μελετών ιστορικών της τέχνης και εικαστικών για τον Χαλεπά και καταγραφή της συναφούς βιβλιογραφίας. Το εξώφυλλό του κοσμούσε λεπτομέρεια της Κοιμωμένης.

Το εξώφυλλο της έκδοσης Γιαννούλης Χαλεπάς. Τραγικότητα και Μύθος (2004)

Τον Φεβρουάριο του 2007 εγκαινιάστηκε στην Εθνική Γλυπτοθήκη έκθεση γλυπτών και σχεδίων του Χαλεπά. Στο εξώφυλλο του συνοδευτικού τόμου της δεσπόζει λεπτομέρεια της Κοιμωμένης. Το 2012 δίγλωσσο, στην ελληνική και στην αγγλική γλώσσα, λεύκωμα του Γιάννη Σουλιώτη “Η Κοιμωμένη” (εκδόσεις Σοκόλη-Κουλεδάκη) παρουσιάζει, εκτός φωτογραφιών και κειμένων, την ερωτική ιστορία δύο νέων που το τραγικό τέλος της θα δώσει το όνομα Κοιμωμένη σε κορυφογραμμή του Πόρου. Να σημειωθεί ότι η Κοιμωμένη Πόρου είναι και το θέμα πίνακα της ζωγράφου Σοφίας Λασκαρίδου (1876-1965) στη συλλογή του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός.

Σοφίας Λασκαρίδου, Κοιμωμένη Πόρου – Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός

Και ο Δήμος Αθηναίων όμως δεν έμεινε ανενεργός. Ήδη από το 1953 εκφράζει την πρόθεση να περισώσει το έργο από τις βροχές που ήδη το είχαν διαβρώσει. Καθαρισμοί του φθαρμένου σώματος της Κοιμωμένης έγιναν κατά καιρούς. Το 2008 υπολογιζόταν ένταξή της σε Μουσείο Ταφικής Τέχνης στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών. Τον Φεβρουάριο του 2018, σε συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων, ο δήμαρχος πάλι ενημερώνει και εισηγείται για την Κοιμωμένη.

Το άγαλμα της ήρεμης εν χώρα ζώντων κόρης παραμένει σήμερα στον φυσικό χώρο του, στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών. Τα λουλούδια, ευλαβικό δώρο, πάνω της, εκφράζουν συναισθήματα που εξακολουθεί να εμπνέει η αγέραστη Κοιμωμένη.

slpress.gr

Το κείμενο το βρήκα εδώ.

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2021

"Η μητρική μας γλώσσα δεν ήταν τουρκική. Τα Ποντιακά είχαμε ως μητρική. Ρωμαίικα την ονομάζαμε εμείς."

«Η μητρική μας γλώσσα δεν ήταν τουρκική. Τα Ποντιακά είχαμε ως μητρική. Ρωμαίικα την ονομάζαμε εμείς»...
«Η μητρική μας γλώσσα δεν ήταν τουρκική. Τα Ποντιακά είχαμε ως μητρική. Ρωμαίικα την ονομάζαμε εμείς»...

Mε αφορμή μια δήλωση του Ερντογάν, όπου μεταξύ άλλων τα εδάφη της  Ελλάδας τα ανάφερε ως «εδάφη γκιαούρηδων«, ας θυμηθούμε ένα παλιό άρθρο του Βαχίτ Τουρσούμ. Είναι Ελληνόφωνος μουσουλμάνος από τον Πόντο, ο οποίος  αναζήτησε στην Ελλάδα τις ρίζες του.

Ο ίδιος θεωρείται ανεπιθύμητος από τους φανατικούς γιατί αφιέρωσε την ζωή του στη διάσωση της ποντιακής διαλέκτου. Η επίσημη Τουρκία θεωρεί τους Ποντιόφωνους στη Μαύρη Θάλασσα Τούρκους, που μιλούν μια «περίεργη» γλώσσα και ο Βαχίτ εργάστηκε συστηματικά για να γράψει και να εκδώσει ένα λεξικό για την μητρική του γλώσσα.

Μια από τις καταγωγές του Ερντογάν είναι ρωμαίικη και ουδεμία φυλετική προέλευση έχει από τις τουρκικές εθνοτικές ομάδες. Αυτή ακριβώς είναι και η εξήγηση της ακραίας ισλαμικής του καθήλωσης. Το Ισλάμ για τον Ερντογάν λειτουργεί ως ένα σημείο αναπλήρωσης της ταυτότητας. Μιας ανάγκης για αναπλήρωση που προκύπτει από τη γνώση της δικιάς του εθνοτικής προέλευσης.... 

Τον Φεβρουάριο του 2007 η τουρκική εφημερίδα «Ραντικάλ» δημοσίευσε ολοσέλιδο άρθρο του Vahit Tursun, ελληνόφωνου από την περιοχή Όφη Τραπεζούντας, με τίτλο «Τα Ρωμαίικα της Ανατολής πεθαίνουν». ... 

Το άρθρο αναφερόταν στο χωριό Ότσενα της Τραπεζούντας, όπου ένας πανάρχαιος πολιτισμός -ο ελληνικός- ψυχορραγεί και μία γλώσσα -η ελληνική- αργοσβήνει. ... 

Στις 11 Νοεμβρίου η εφημερίδα φιλοξένησε νέο άρθρο του Tursun, με τίτλο «Το τίμημα της γλώσσας», στο οποίο ο αρθρογράφος μιλάει για τα αισθήματα που προκαλεί το γεγονός, ότι έπρεπε από μικρός να καταπνίγει τη γλώσσα, που έμαθε, όπως και τα συναισθήματά του. ... 

«Η μητρική μας γλώσσα δεν ήταν τουρκική. Τα Ποντιακά είχαμε ως μητρική. Ρωμαίικα την ονομάζαμε εμείς».

Στην ουσία θίγει το θέμα των ελληνόφωνων μουσουλμάνων στην Τουρκία.

«Η μετάβαση ελληνόφωνων ομάδων από το χριστιανικό θρησκευτικό σύστημα στο ισλαμικό, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης, αποτελεί μέχρι σήμερα ένα θέμα άγνωστο για τη νεοελληνική επιστήμη. Το φαινόμενο αυτό είχε εμφανιστεί σ΄ ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Από την Κύπρο και την Πελοπόννησο έως την Ήπειρο και τον Πόντο. Σήμερα, όμως, η δημόσια εμφάνιση όσων από τις ομάδες αυτές επιβιώνουν, διευρύνει το ερευνητικό ενδιαφέρον.

Η βιβλιογραφική και αρθρογραφική παρουσία των ελληνόφωνων ομάδων της Τουρκίας είναι πλέον γεγονός. Η αρχή έγινε πριν μερικά χρόνια με την Tanju Izbek, η οποία έλαβε το Βραβείο Ιπεκτσί για μια νουβέλα της στο κρητικό ιδίωμα, όπως αυτό μιλιέται σήμερα στην περιοχή της Gunda (τα παλιά Μοσχονήσια). Πιθανότατα, σύμφωνα με το τουρκικό περιοδικό Actuel, να υπήρχαν πολιτικές ομάδες στη βόρεια Τουρκία που δραστηριοποιούνταν, πριν από το πραξικόπημα του ’80, γύρω από τον πολιτισμό του Πόντου. Το 1996 εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη, από τον εκδοτικό οίκο Belge, το κλασικό πλέον βιβλίο του Omer Asan, με τίτλο «Pontos Kulturu», δηλαδή «Ο πολιτισμός του Πόντου».

Για το θέμα ο ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης εξηγεί στην «Καθημερινή»:

Σήμερα υπάρχουν τέσσερις ελληνόφωνες ομάδες στην Τουρκία: κρητική, ποντιακή, μακεδονική και κυπριακή.

Κάθε μία απ’ αυτές έχει εξαιρετικό ιστορικό ενδιαφέρον. Η έκφραση των ομάδων αυτών είναι γεγονός ιδιαίτερης σημασίας, εφόσον αναδεικνύει μια άγνωστη πλευρά της σύγχρονης τουρκικής κοινωνίας που ολοένα γίνεται και περισσότερο σημαντική. Η δημόσια εμφάνιση των ομάδων αυτών δεν αφορά μόνο την τουρκική κοινωνία, η οποία συνειδητοποιεί αργά τον πολυεθνοτικό της χαρακτήρα, καθώς και τους εθνογενετικούς της μύθους. Αφορά παράλληλα και την ελληνική, γιατί της αποκαλύπτει τον τρόπο συγκρότησης των σύγχρονων εθνικών κρατών στην περιοχή μας και το αδιέξοδο των ενδιάμεσων ομάδων -γέννημα της ιστορίας- οι οποίες υποχρεώθηκαν να ενταχθούν στο κράτος που είχε ως ιδεολογικό υπόβαθρο, το δικό τους θρησκευτικό δόγμα.

Διαβάστε όλο το άρθρο του Βαχίτ Τουρσούν με τίτλο «Οι ελληνόφωνοι Πόντιοι στην Τουρκία»

Αυτό το άρθρο του δημοσιεύθηκε στη μεγάλης κυκλοφορίας κεντροαριστερή εφημερίδα της Τουρκίας Radikal, στις 11 Νοεμβρίου 2007.

«Η μητρική μας γλώσσα δεν ήταν τουρκική. Τα Ποντιακά είχαμε ως μητρική. Ρωμαίικα την ονομάζαμε εμείς».

Το τίμημα της γλώσσας άρχιζε από το σχολείο

Ελευθερία… Μια αίσθηση που είναι αδύνατο να την εξηγήσει κανείς. Όμως ο καθένας προσπαθεί να την περιγράψει χωρίς να την έχει κατανοήσει καλά. Είναι σαν τη φωτιά, που σε ζεσταίνει και σε καίει ανάλογα με τη χρήση της. Είναι σαν το ριπίδιο, που στη μία άκρη του βρίσκεται η στέρηση που δημιουργεί αγανάκτηση και στην άλλη η κατάχρηση που την υποδαυλίζει ολέθρια.

Ο Πλάτωνας λέει ότι: «Η πολύ ελευθερία στον άνθρωπο και το κράτος μετατρέπεται σε σκλαβιά». Ενώ ο Επίκτητος επαναστατεί κατά του ίδιου του θεού του, λέγοντας: «Μπορείτε να μου περάσετε δεσμά στα πόδια, αλλά όχι στην πίστη μου. Ούτε ο Δίας μπορεί να με νικήσει». Έτσι, επί χιλιάδες χρόνια συναντάμε το αίτημα της ελευθερίας στο γραπτό και προφορικό λόγο, στην ιστορία, στην ποίηση, στη φιλοσοφία, στις παροιμίες, στην κλαγγή των όπλων.

Για μένα η ελευθερία είναι δώρο της Φύσης, που όσο το μοιράζεσαι με τους άλλους, τόσο το χαίρεσαι και ο ίδιος. Όσο το στερείς από τους άλλους, τόσο το στερείσαι και εσύ. Η ανθρωπιά, η φιλία και η αδελφοσύνη μόνο κάτω από συνθήκες ελευθερίας μπορούν να επικρατήσουν. Αν και η ελευθερία πιάνεται και δεσμεύεται, πάλι ελεύθερο θα έρθει στον κόσμο, το κάθε παιδί που γεννιέται. Έτσι και εμείς, όπως όλα τα παιδιά, ελεύθεροι γεννηθήκαμε στο χωριό μας. Σε έναν πανέμορφο οικισμό πάνω στα βουνά. Ένας οικισμός που ανήκει στην κωμόπολη Κατωχώρι της Τραπεζούντας και λέγεται Ότσενα. Η μητρική μας γλώσσα δεν ήταν τουρκική. Τα ποντιακά είχαμε ως μητρική. Ρωμαίικα την ονομάζαμε εμείς.

«Η μητρική μας γλώσσα δεν ήταν τουρκική. Τα Ποντιακά είχαμε ως μητρική. Ρωμαίικα την ονομάζαμε εμείς».

Τα Ρωμαίικα ήταν για μας μέσον έκφρασης του φλερταρίσματος της αλληλεγγύης και βοήθειας, του χαμόγελου και της ευτυχίας.

Ήταν δρόμος που μας οδηγούσε στην αγάπη και στον έρωτα. Για πρώτη φορά, στο δημοτικό σχολείο βιώσαμε το πρόβλημα με τη γλώσσα μας. Ο κάθε δάσκαλος που διοριζόταν στο σχολείο μας, απαγόρευε την ομιλία στη μητρική μας. Κάποτε μας εκφόβιζε και κάποτε μας έδερνε για να μη την μιλάμε. 

Ζητούσε να καταγγείλουμε αυτόν που μιλούσε Ρωμαίικα, αλλά δεν τον ακούγαμε. Συνεχίζαμε να αστειευόμαστε και να παίζουμε, να μαλώνουμε και να τα βρίσκουμε με τη μητρική μας γλώσσα. Με τον καιρό, αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε για τη μητρική μας γλώσσα. Ρωτούσαμε τους μεγάλους, τι γλώσσα μαθαίναμε και τι μιλούσαμε. Μάθαμε πως λεγόταν «Τούρκτσε» αυτή που μαθαίναμε και «Ρούμτζε» αυτή που μιλούσαμε. Όμως, στο ερώτημα γιατί μαθαίναμε ενώ μιλούσαμε άλλη γλώσσα, ποτέ δεν υπήρξε ικανοποιητική απάντηση. Αυτό που συχνά επαναφερόταν σαν απάντηση ήταν «με τα Ρωμαίικα άνθρωπος δεν γίνεσαι». Είναι άγνωστο αν μορφωθήκαμε και γίναμε άνθρωποι ή όχι, όμως τελειώνοντας το δημοτικό, γνωριστήκαμε με τα Τουρκικά.

«Η μητρική μας γλώσσα δεν ήταν τουρκική. Τα Ποντιακά είχαμε ως μητρική. Ρωμαίικα την ονομάζαμε εμείς».

Υποκρινόμενοι σαν χαμαιλέοντες

Μεγαλώνοντας αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε για τη μητρική μας γλώσσα και γενικά για την καταγωγή μας πιο επίμονα. Γιατί μιλούσαμε Ρωμαίικα, σε μία χώρα που μιλάνε Τουρκικά; Ολοένα ξεφύτρωναν στο νου μας διάφορες ερωτήσεις γύρω από το τι ήμασταν, ποιοι ήμασταν και ποιοι ήταν οι πρόγονοί μας. Ο καθένας προσπαθούσε να πει κάτι. Κάποιοι λέγανε αυτά που είχαν ακούσει από τους γονείς και τους παππούδες τους και κάποιοι βγάζανε τα δικά τους συμπεράσματα. Όμως, κάθε φορά που άνοιγε και έκλεινε το κεφάλαιο αυτό, καταλήγαμε σε μία εκτίμηση, πως πρέπει να έχουμε σχέση με τους Ρωμιούς και φυσικά με την Ελλάδα. Η πιο αναπάντητη ερώτηση που μας τυραννούσε ήταν: είμαστε τα εγγόνια των Ελλήνων, που εξισλαμίσθηκαν ή τα εγγόνια των Τούρκων που μάθανε τα Ρωμαίικα από Έλληνες. Τα παιδικά μας χρόνια πέρασαν με αυτές τις ερωτήσεις και με τις ανικανοποίητες απαντήσεις.

Πικρία

Με τη μητρική μας γλώσσα ζήσαμε προβλήματα και στην ξενιτιά που πήγαμε. Κάθε φορά που μαζευόμασταν και μιλούσαμε Ρωμαίικα με τους χωριανούς μας, η πρώτη ερώτηση αυτών που καταλάβαιναν ότι μιλάμε μία ξένη γλώσσα ήταν «τι γλώσσα μιλάτε;». Όταν τους απαντούσαμε «μιλάμε Ρωμαίικα», δεχόμασταν άλλες ερωτήσεις και διάφορες αντιδράσεις. Έτσι για πρώτη φορά, με τους ανθρώπους που συναντήσαμε στην ξενιτιά, αρχίσαμε πραγματικά να αισθανόμαστε την πικρία της μειονεκτικότητας. Κάθε φορά που γινότανε λόγος για τους Έλληνες, ο ισχυρισμός ότι «οι Έλληνες είναι λαός άναντρος και εχτρός» μας τραυμάτιζε ψυχολογικά.

Πληγωνόμασταν με τη σκέψη ότι ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να ισχύει και για μας, εφόσον μιλάμε, αν όχι την ίδια, μία άλλη διάλεκτο της ίδιας γλώσσας που μιλάνε και οι Έλληνες. Γι’ αυτό και με τον καιρό, αρχίσαμε να κρύβουμε την αλήθεια και κάθε φορά που μας ρωτούσανε για τη γλώσσα μας, λέγαμε ότι είναι Λαζικά. Γιατί, όταν τους λέγαμε πως είμαστε από τη Μαύρη Θάλασσα, νομίζοντας ότι είμαστε Λαζοί, χαιρόντουσαν.


Τα προβλήματα που ζούσαμε με τη μητρική μας γλώσσα, συμπληρώνονταν με τα έργα που παρακολουθούσαμε στην τηλεόραση.

Όταν βλέπαμε έργα με θέμα πολέμους μεταξύ Βυζαντινών και Τούρκων, ή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, εμείς πληγωνόμασταν. Διότι, όταν βλέπαμε την τραγικοκωμική κατάσταση των Ελλήνων στη σκηνή, ο νους μας μάς έφερνε στο δίλημμα να πάρουμε θέση: με σωστούς, τίμιους, ήρωες Τούρκους, ή με ανίκανους πολεμιστές, δολοπλόκους, ψεύτες και το χειρότερο, με «γκιαούρηδες» τους Έλληνες, όπως παρουσιάζονταν στο έργο. Έλα που η μητρική μας γλώσσα, δεν μας άφηνε. Ήταν εμπόδιο στο να διαλέξουμε μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων.

Μέσα σε αυτό το δίλημμα, ζούσαμε ψυχικές καταστάσεις που ίσως δεν έχει ζήσει η ανθρωπότητα στην ιστορία της. Παρακολουθώντας το έργο, από τη μία υποστηρίζαμε τους ήρωες Τούρκους, από την άλλη μας βασάνιζε μια αίσθηση ανεξήγητης ενοχής. Για να κρύβουμε την κατάσταση μας αυτή, προσπαθούσαμε να δείξουμε περισσότερη χαρά στον ηρωισμό των Τούρκων, διαμορφώνοντας τους μυς του προσώπου μας διαφορετικά από αυτό που σηματοδοτούσε ο εγκέφαλός μας. Σε αυτή την επίδοσή μας, μπορούσαν να μας ζηλέψουν και οι χαμαιλέοντες.

Σήμερα

Στο σήμερα που φτάσαμε, ο Ελληνόφωνος πληθυσμός του Πόντου, που πιάστηκε στη μέγκενη ανάμεσα στην αγάπη προς τη μητρική του γλώσσα και σε μια καταραμένη ταυτότητα, αδυνατεί πια να αντεπεξέλθει. Ήδη αρκετοί συμπολίτες μας άρχισαν να μαθαίνουν Τουρκικά στα παιδιά τους από τη γέννησή τους. Ακόμη και τα ρατσιστικά λόγια, συνθήματα και οι εθνικιστικές προπαγάνδες που έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, κοντεύουν να σβήσουν από την ιστορία έναν ολόκληρο λαό, με έναν πανάρχαιο πολιτισμό. Το να εξαφανίζεται ένας πολιτισμός, ισούται με το να εξαφανίζεται ένας λαός. Ποιος θα πληρώσει μπροστά στην ιστορία γι’ αυτό το έγκλημα δεν ξέρω.