Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελληνικός Πολιτισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελληνικός Πολιτισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2022

Ελληνική γλώσσα: Η ανώτερη μορφή γλώσσας που έχει επινοήσει ποτέ το ανθρώπινο πνεύμα

Η Αγγλική γλώσσα έχει 490.000 λέξεις από τις οποίες 41.615 λέξεις είναι από την Ελληνική γλώσσα.. (βιβλίο Γκίνες)

Η Ελληνική με την μαθηματική δομή της είναι η γλώσσα της πληροφορικής και της νέας γενιάς των εξελιγμένων υπολογιστών, διότι μόνο σ” αυτήν δεν υπάρχουν όρια.

(Μπιλ Γκέιτς, Microsoft)

Η Ελληνική και η Κινέζικη, είναι οι μόνες γλώσσες με συνεχή ζώσα παρουσία από τους ίδιους λαούς και…..στον ίδιο χώρο εδώ και 4.000 έτη. Όλες οι γλώσσες θεωρούνται κρυφοελληνικές, με πλούσια δάνεια από τη μητέρα των γλωσσών, την Ελληνική.

(Francisco Adrados, γλωσσολόγος).

Η Ελληνική γλώσσα έχει λέξεις για έννοιες οι οποίες παραμένουν χωρίς απόδοση στις υπόλοιπες γλώσσες, όπως άμιλλα, θαλπωρή και φιλότιμο Μόνον η Ελληνική γλώσσα ξεχωρίζει τη ζωή από το βίο, την αγάπη από τον έρωτα. Μόνον αυτή διαχωρίζει, διατηρώντας το ίδιο ριζικό θέμα, το ατύχημα από το δυστύχημα, το συμφέρον από το ενδιαφέρον.

Το εκπληκτικό είναι ότι η ίδια η Ελληνική γλώσσα μας διδάσκει συνεχώς πώς να γράφουμε σωστά. Μέσω της ετυμολογίας, μπορούμε να καταλάβουμε ποιός είναι ο σωστός τρόπος γραφής ακόμα και λέξεων που ποτέ δεν έχουμε δει ή γράψει.

Το «πειρούνι» για παράδειγμα, για κάποιον που έχει βασικές γνώσεις Αρχαίων Ελληνικών, είναι προφανές ότι γράφεται με «ει» και όχι με «ι» όπως πολύ άστοχα το γράφουμε σήμερα. Ο λόγος είναι πολύ απλός, το «πειρούνι» προέρχεται από το ρήμα «πείρω» που σημαίνει τρυπώ-διαπερνώ, ακριβώς επειδή τρυπάμε με αυτό το φαγητό για να το πιάσουμε.

Επίσης η λέξη «συγκεκριμένος» φυσικά και δεν μπορεί να γραφτεί «συγκεκρυμμένος», καθώς προέρχεται από το «κριμένος» (αυτός που έχει δηλαδή κριθεί) και όχι βέβαια από το «κρυμμένος» (αυτός που έχει κρυφτεί). Άρα το να υπάρχουν πολλά γράμματα για τον ίδιο ήχο (π.χ. η, ι, υ, ει, οι κτλ) όχι μόνο δεν θα έπρεπε να μας δυσκολεύει, αλλά αντιθέτως να μας βοηθάει στο να γράφουμε πιο σωστά, εφόσον βέβαια έχουμε μια βασική κατανόηση της γλώσσας μας.

Επιπλέον η ορθογραφία με την σειρά της μας βοηθάει αντίστροφα στην ετυμολογία αλλά και στην ανίχνευση της ιστορική πορείας της κάθε μίας λέξης. Και αυτό που μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την καθημερινή μας νεοελληνική γλώσσα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι η γνώση των Αρχαίων Ελληνικών.

Είναι πραγματικά συγκλονιστικό συναίσθημα να μιλάς και ταυτόχρονα να συνειδητοποιείς τι ακριβώς λές, ενώ μιλάς και εκστομίζεις την κάθε λέξη ταυτόχρονα να σκέφτεσαι την σημασία της.

Είναι πραγματικά μεγάλο κρίμα να διδάσκονται τα Αρχαία με τέτοιο φρικτό τρόπο στο σχολείο ώστε να σε κάνουν να αντιπαθείς κάτι το τόσο όμορφο και συναρπαστικό.

Η ΣΟΦΙΑ

Στη γλώσσα έχουμε το σημαίνον (την λέξη) και το σημαινόμενο (την έννοια). Στην Ελληνική γλώσσα αυτά τα δύο έχουν πρωτογενή σχέση, καθώς αντίθετα με τις άλλες γλώσσες το σημαίνον δεν είναι μια τυχαία σειρά από γράμματα. Σε μια συνηθισμένη γλώσσα όπως τα Αγγλικά μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι να λέμε το σύννεφο car και το αυτοκίνητο cloud, και από την στιγμή που το συμφωνήσουμε να ισχύει. Στα Ελληνικά κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Γι” αυτό το λόγο πολλοί διαχωρίζουν τα Ελληνικά σαν «εννοιολογική» γλώσσα από τις υπόλοιπες «σημειολογικές» γλώσσες.

Μάλιστα ο μεγάλος φιλόσοφος και μαθηματικός Βένερ Χάιζενμπεργκ είχε παρατηρήσει αυτή την σημαντική ιδιότητα για την οποία είχε πει «Η θητεία μου στην αρχαία Ελληνική γλώσσα υπήρξε η σπουδαιότερη πνευματική μου άσκηση. Στην γλώσσα αυτή υπάρχει η πληρέστερη αντιστοιχία ανάμεσα στην λέξη και στο εννοιολογικό της περιεχόμενο».

Όπως μας έλεγε και ο Αντισθένης, «Αρχή σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις». Για παράδειγμα ο «άρχων» είναι αυτός που έχει δική του γη (άρα=γή + έχων). Και πραγματικά, ακόμα και στις μέρες μας είναι πολύ σημαντικό να έχει κανείς δική του γη / δικό του σπίτι.

Ο «βοηθός» σημαίνει αυτός που στο κάλεσμα τρέχει. Βοή=φωνή + θέω=τρέχω. Ο Αστήρ είναι το αστέρι, αλλά η ίδια η λέξη μας λέει ότι κινείται, δεν μένει ακίνητο στον ουρανό (α + στήρ από το ίστημι που σημαίνει στέκομαι).

Αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον, είναι ότι πολλές φορές η λέξη περιγράφει ιδιότητες της έννοιας την οποίαν εκφράζει, αλλά με τέτοιο τρόπο που εντυπωσιάζει και δίνει τροφή για τη σκέψη.

Για παράδειγμα ο «φθόνος» ετυμολογείται από το ρήμα «φθίνω» που σημαίνει μειώνομαι. Και πραγματικά ο φθόνος σαν συναίσθημα, σιγά-σιγά μας φθίνει και μας καταστρέφει. Μας «φθίνει» – ελαττώνει ως ανθρώπους – και μας φθίνει μέχρι και την υγεία μας. Και, βέβαια, όταν αναφερόμαστε σε κάτι που είναι τόσο πολύ ώστε να μην τελειώνει, πως το λέμε; Μα, φυσικά, «άφθονο».

Έχουμε τη λέξη «ωραίος» που προέρχεται από την «ώρα». Διότι για να είναι κάτι ωραίο, πρέπει να έλθει και στην ώρα του. Ωραίο δεν είναι το φρούτο όταν είναι άγουρο ή σαπισμένο και ωραία γυναίκα δεν είναι κάποια ούτε στα 70 της άλλα ούτε φυσικά και στα 10 της. Ούτε το καλύτερο φαγητό είναι ωραίο όταν είμαστε χορτάτοι, επειδή, σε αυτή την περίπτωση, δεν μπορούμε να το απολαύσουμε.

Ακόμα έχουμε την λέξη «ελευθερία» για την οποία το «Ετυμολογικόν Μέγα» διατείνεται «παρά το ελεύθειν όπου ερά» = το να πηγαίνει κανείς όπου αγαπά .. Άρα βάσει της ίδιας της λέξης, ελεύθερος είσαι όταν έχεις τη δυνατότητα να πάς όπου αγαπάς. Πόσο ενδιαφέρουσα ερμηνεία!!!

Το άγαλμα ετυμολογείται από το αγάλλομαι (ευχαριστιέμαι) επειδή όταν βλέπουμε (σε αρχική φάση οι Θεοί) ένα όμορφο αρχαιοελληνικό άγαλμα η ψυχή μας ευχαριστείται, αγάλλεται. Και από το θέαμα αυτό επέρχεται η αγαλλίαση. Αν κάνουμε όμως την ανάλυση της λέξης αυτής θα δούμε ότι είναι σύνθετη από αγάλλομαι + ίαση(=γιατρειά). Άρα, για να συνοψίσουμε, όταν βλέπουμε ένα όμορφο άγαλμα (ή οτιδήποτε όμορφο), η ψυχή μας αγάλλεται και γιατρευόμαστε. Και πραγματικά, γνωρίζουμε όλοι ότι η ψυχική μας κατάσταση συνδέεται άμεσα με τη σωματική μας υγεία.

Παρένθεση: και μια και το έφερε η «κουβέντα», η Ελληνική γλώσσα μας λέει και τι είναι άσχημο. Από το στερητικό «α» και την λέξη σχήμα μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε τι. Για σκεφτείτε το λίγο.

Σε αυτό το σημείο, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στην αντίστοιχη Λατινική λέξη για το άγαλμα (που μόνο Λατινική δεν είναι). Οι Λατίνοι ονόμασαν το άγαλμα, statua από το Ελληνικό «ίστημι» που ήδη αναφέραμε, και το ονόμασαν έτσι επειδή στέκει ακίνητο. Προσέξτε την τεράστια διαφορά σε φιλοσοφία μεταξύ των δύο γλωσσών, αυτό που σημαίνει στα Ελληνικά κάτι τόσο βαθύ εννοιολογικά, για τους Λατίνους είναι απλά ένα ακίνητο πράγμα.

Είναι προφανής η σχέση που έχει η γλώσσα με τη σκέψη του ανθρώπου. Όπως λέει και ο George Orwell στο αθάνατο έργο του «1984», απλή γλώσσα σημαίνει και απλή σκέψη. Εκεί το καθεστώς προσπαθούσε να περιορίσει την γλώσσα για να περιορίσει την σκέψη των ανθρώπων, καταργώντας συνεχώς λέξεις.

«Η γλώσσα και οι κανόνες αυτής αναπτύσσουν την κρίση», έγραφε ο Μιχάι Εμινέσκου, εθνικός ποιητής των Ρουμάνων.

Μια πολύπλοκη γλώσσα αποτελεί μαρτυρία ενός προηγμένου πνευματικά πολιτισμού. Το να μπορείς να μιλάς σωστά σημαίνει ότι ήδη είσαι σε θέση να σκέφτεσαι σωστά, να γεννάς διαρκώς λόγο και όχι να παπαγαλίζεις λέξεις και φράσεις.

Η ΜΟΥΣΙΚΟΤΗΤΑ

Η Ελληνική φωνή κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν «αυδή». Η λέξη αυτή δεν είναι τυχαία αφού προέρχεται από το ρήμα «άδω» που σημαίνει τραγουδώ.

Όπως γράφει και ο μεγάλος ποιητής και ακαδημαϊκός Νικηφόρος Βρεττάκος:

«Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φώς θα ελιχθώ προς τα πάνω, όπως ένα ποταμάκι που μουρμουρίζει. Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα στους γαλάζιους διαδρόμους συναντήσω αγγέλους, θα τους μιλήσω Ελληνικά, επειδή δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε Μεταξύ τους με μουσική».

Ο γνωστός Γάλλος συγγραφεύς Ζακ Λακαρριέρ επίσης μας περιγράφει την κάτωθι εμπειρία από το ταξίδι του στην Ελλάδα:

«Άκουγα αυτούς τους ανθρώπους να συζητούν σε μια γλώσσα που ήταν για μένα αρμονική αλλά και ακατάληπτα μουσική. Αυτό το ταξίδι προς την πατρίδα – μητέρα των εννοιών μας – μου απεκάλυπτε ένα άγνωστο πρόγονο, που μιλούσε μια γλώσσα τόσο μακρινή στο παρελθόν, μα οικεία και μόνο από τους ήχους της. Αισθάνθηκα να τα έχω χαμένα, όπως αν μου είχαν πει ένα βράδυ ότι ο αληθινός μου πατέρας ή η αληθινή μου μάνα δεν ήσαν αυτοί που με είχαν αναστήσει».

Ο διάσημος Έλληνας και διεθνούς φήμης μουσικός Ιάνης Ξενάκης, είχε πολλές φορές τονίσει ότι η μουσικότητα της Ελληνικής είναι εφάμιλλη της συμπαντικής.

Αλλά και ο Γίββων μίλησε για μουσικότατη και γονιμότατη γλώσσα, που δίνει κορμί στις φιλοσοφικές αφαιρέσεις και ψυχή στα αντικείμενα των αισθήσεων. Ας μην ξεχνάμε ότι οι Αρχαίοι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν ξεχωριστά σύμβολα για νότες, χρησιμοποιούσαν τα ίδια τα γράμματα του αλφαβήτου.

«Οι τόνοι της Ελληνικής γλώσσας είναι μουσικά σημεία που μαζί με τους κανόνες προφυλάττουν από την παραφωνία μια γλώσσα κατ” εξοχήν μουσική, όπως κάνει η αντίστιξη που διδάσκεται στα ωδεία, ή οι διέσεις και υφέσεις που διορθώνουν τις κακόηχες συγχορδίες», όπως σημειώνει η φιλόλογος και συγγραφεύς Α. Τζιροπούλου-Ευσταθίου.

Είναι γνωστό εξάλλου πως όταν οι Ρωμαίοι πολίτες πρωτάκουσαν στην Ρώμη Έλληνες ρήτορες, συνέρρεαν να θαυμάσουν, ακόμη και όσοι δεν γνώριζαν Ελληνικά, τους ανθρώπους που «ελάλουν ώς αηδόνες».

Δυστυχώς κάπου στην πορεία της Ελληνικής φυλής, η μουσικότητα αυτή (την οποία οι Ιταλοί κατάφεραν και κράτησαν) χάθηκε, προφανώς στα μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Να τονίσουμε εδώ ότι οι άνθρωποι της επαρχίας, του οποίους συχνά κοροϊδεύουμε για την προφορά τους, είναι πιο κοντά στην Αρχαιοελληνική προφορά από ό,τι εμείς οι άνθρωποι της πόλεως.

Η Ελληνική γλώσσα επιβλήθηκε αβίαστα (στους Λατίνους) και χάρη στην μουσικότητά της.

Όπως γράφει και ο Ρωμαίος Οράτιος «Η Ελληνική φυλή γεννήθηκε ευνοημένη με μία γλώσσα εύηχη, γεμάτη μουσικότητα».


πηγή


Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2021

Η Κοιμωμένη του Χαλεπά - Η ιστορία του κορυφαίου νεοελληνικού γλυπτού

Το κείμενο που αναδημοσιεύεται σήμερα έχει εκπονηθεί από έναν από τους πιο αγαπημένους και εμπνευσμένους καθηγητές που είχα την τιμή να παρακολουθήσω στο ΕΑΠ, τον αξιότιμο κύριο Δημήτρη Παυλόπουλο

Τον ευχαριστώ και πάλι.


του Δημήτρη Παυλόπουλου,

Το 2017 συμπληρώθηκαν εκατόν σαράντα χρόνια από τη δημιουργία της Κοιμωμένης, του πιο γνωστού και συζητημένου έργου της νεοελληνικής γλυπτικής (“Η Κοιμωμένη”) και ογδόντα χρόνια από τον θάνατο του γλύπτη της, του Γιαννούλη Χαλεπά (1851/3;-1938). Το ταφικό μνημείο της νεαρής κόρης βρίσκεται στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών και φαίνεται να εικονογραφεί με τον πιο εύστοχο τρόπο τη σχέση των δύο δεινών θεών της ηροδότειας Θεογονίας, των δίδυμων αδελφών Ύπνου και Θανάτου.

Σελίδες επί σελίδων έχουν γραφτεί για την ιστορία του μνημείου, πολλές από τις οποίες τις έχει εμπνεύσει ο μυθοποιητικός ρομαντισμός του 19ου αιώνα, που έφτασε στο σημείο να πλέξει ειδύλλιο ανάμεσα στην κοπέλα και στον γλύπτη. Γνωρίζουμε κάποια δεδομένα για την ταυτότητα της Κοιμωμένης από άρθρο του δημοσιογράφου Γιάννη Φάτση (1930-1997) στην εφημερίδα Το Βήμα της Κυριακής (23 Δεκεμβρίου 1973).

Το έργο αποτελούσε το ταφικό μνημείο της δεκαεπτάχρονης Σοφίας, μιας από τις δύο κόρες –η άλλη ήταν η Μαργή, κατόπιν σύζυγος του καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Μιχαήλ Χατζημιχάλη (1835-1908)– του υφασματέμπορου από την Κίμωλο Κωνσταντίνου Οικ. Αφεντάκη. Ο Κωνσταντίνος Αφεντάκης είχε έρθει στην Αθήνα μετά από τον αδελφό του Γεώργιο, με τον οποίον άνοιξε κατάστημα στην οδό Ερμού. Ο Γεώργιος θα αφήσει κληρονομιά με τη διαθήκη του το 1899 για ίδρυμα και το 1907 το Αφεντάκειο Κληροδότημα Κιμώλου αποτελεί την υλοποίησή του με νομική μορφή φιλανθρωπικού ιδρύματος.

Οι δύο αδελφές πήραν καλή παιδεία, ενώ επιδίδονταν παράλληλα στη μουσική και σε άλλες τέχνες. Η Σοφή, όπως την έλεγαν χαϊδευτικά, είχε γεννηθεί το 1856. Αρρώστησε, όμως, ξαφνικά. Επίμονος βήχας και βάρος στο στήθος δεν ήταν καλά σημάδια… Μια έντονη ωχρότητα στο όμορφο πρόσωπο προμήνυε το χειρότερο: τη φυματίωση, νόσο αθεράπευτη ακόμα τότε.

Οι γιατροί σύστησαν στην κοπέλα να πάει κοντά στη θάλασσα. Υποχρεώθηκε τότε να φύγει από το πατρικό σπίτι στη συμβολή των οδών Σωκράτους και Αρμοδίου για την Κίμωλο. Στο νησί έμεινε κοντά στη θάλασσα, στο λιμανάκι της Ψαθής. Οι περίπατοι στην παραλία και οι βαρκάδες δεν τη βοήθησαν. Η Σοφή επιστρέφει αδύναμη στην Αθήνα. Την κατάστασή της την επιδείνωσαν και αιμοπτύσεις, μέρα με τη μέρα συχνότερες. Έπεσε πλέον στο κρεβάτι, χωρίς κάποιαν ελπίδα. Θα φύγει από τη ζωή στις 17 Δεκεμβρίου 1873.

Τέσσερα χρόνια μετά, το 1877, ο θείος της Γεώργιος Αφεντάκης παραγγέλλει στο νεαρό Τηνιακό γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά, επιτύμβιο μνημείο της. Ο Χαλεπάς δουλεύει τότε υπέρ το δέον, κατά μαρτυρία της μητέρας του. Το γύψινο πρόπλασμα είναι έτοιμο το 1878, όταν αρχίζουν και τα πρώτα συμπτώματα μελαγχολίας του γλύπτη.

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς την εποχή της Κοιμωμένης

Το γλυπτό

Στο έργο απεικονίζεται σε αρχαιοπρεπή κλίνη η νεαρή κοπέλα ζωντανή, την ώρα που ψυχορραγεί. Το σώμα της κείτεται πάνω στο κρεβάτι, με φυσικότητα και χάρη. Εξαιρετικής κατεργασίας, σαν από ύφασμα και όχι από συμπαγές υλικό, από μάρμαρο, είναι οι πτυχώσεις του σεντονιού που πέφτει και καλύπτει το νεανικό, σφριγηλό κορμί. Αμέσως αισθάνεται κανείς τη θλίψη να τον διαπερνά. Το πρόσωπο της κοπέλας μοιάζει ακόμα ροδαλό.

Ο Χαλεπάς μόλις έχει επιστρέψει από το Μόναχο, όπου συνέχισε και ολοκλήρωσε τις σπουδές του από το 1873 έως το 1876 στη Βασιλική Βαυαρική Ακαδημία Καλών Τεχνών, κοντά στον κλασικιστή Max von Widnmann (1812-1895), με υποτροφία του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου. Είχαν προηγηθεί τα χρόνια της μαθητείας του στην Αθήνα, στο Σχολείο των Τεχνών, από το 1869 έως το 1872, δίπλα στον επίσης κλασικιστή γλύπτη του μεγάρου της Ακαδημίας Αθηνών Λεωνίδα Δρόση (1834-1882).

Tο πρότυπο της Κοιμωμένης ανιχνεύεται στην Κοιμωμένη Αριάδνη, αντίγραφο πρωτοτύπου του 2ου αιώνα π.Χ. Περνά στην Ludovica Albertoni του Gianlorenzo Bernini (1598-1680), έργο του 1671-75, στο παρεκκλήσιο Altieri στον San Francesco a Ripa. Στην Penelope Boothby του Thomas Banks (1735-1805), από το 1793, στο παρεκκλήσιό της στο Ashbourne. Στη Λιπόθυμη Μαγδαληνή του Antonio Canova (1757-1822), από το 1794-96, στο Palazzo Bianco της Γένοβας. Και στο ταφικό μνημείο της βασίλισσας Λουίζας της Πρωσίας, που το φιλοτέχνησε ο Christian Daniel Rauch (1777-1857) το 1818-27, στο Charlottenburg του Βερολίνου.

Λεπτομέρεια της Κοιμωμένης

Η κεκοιμημένη του Χαλεπά θέλει να μείνει στη ζωή! Το μαξιλάρι της είναι ψηλότερα βαλμένο, σαν να το έχει βάλει για να κοιμηθεί ανετότερα. Την όλη χαλάρωση της στάσης της την επιτείνουν τα μισάνοιχτα χείλη της και η μαλακή κάμψη του αριστερού ποδιού της σε λανθάνουσα κίνηση. Μοναδική υπόμνηση του θανάτου της, ο σταυρός που κρατάει με το αριστερό χέρι στο στήθος.

Το μοτίβο της Κοιμωμένης το επεξεργάστηκαν, μετά από τον Χαλεπά –ας σημειωθεί ότι το επανέλαβε το 1935 σε δύο γύψινα έργα του και το 1937 σε άλλα τρία επίσης γύψινα έργα, αλλά και σε σχέδιά του– και άλλοι γλύπτες στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών: οι Ιωάννης Βιτσάρης (1843-1892) το 1885, ο Γεώργιος Μπονάνος (1863-1940) το 1917, ο Γεώργιος Δημητριάδης ο Αθηναίος (1880-1941) και ο Ευάγγελος (Άγγελος) Βρεττός (1890-1942) το 1926. Κανενός όμως η Κοιμωμένη δεν πέρασε στη συνείδηση των απλών ανθρώπων ως Ωραία Κοιμωμένη.

Οι μαρμαρογλύπτες της Κοιμωμένης

Οι Έλληνες γλύπτες του 19ου αιώνα διδάσκονταν στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας την προπλαστική σε πηλό και σε γύψο. Τη μεταφορά των προπλασμάτων στο μάρμαρο αναλάμβαναν συνήθως Ανδριώτες και Τηνιακοί μαρμαρογλύπτες. Εγκατεστημένοι στη Νεάπολη, το 1888 είχαν ιδρύσει την Αδελφότητα Μαρμαρογλύφων, η οποία το 1900 αριθμεί 355 μέλη. Απασχολούνταν σε οικοδομές και σε μνημεία που απαιτούσαν τα μαστορικά χέρια τους. Η παράδοση λέει ότι ήξεραν να γλεντάνε τη ζωή τους με τραγούδι και κρασί. Δύο τέτοιοι μαρμαρογλύπτες ανέλαβαν να περάσουν και την Κοιμωμένη του Χαλεπά από τον γύψο στο μάρμαρο.

Ο ένας μαρμαρογλύπτης είναι ο Αλέξιος (Αλεξάκης για τους φίλους του) Λάβδας, από το χωριό Ζαγανιάρι της Άνδρου. Γεννημένος το 1854, συμμαθητής του Χαλεπά, είχε αρραβωνιαστεί το 1878 την αδελφή του Αικατερίνη. Ο Λάβδας είχε δουλέψει από το 1871 στο μαρμαρογλυφείο του πατέρα του Γιαννούλη, του Ιωάννη Χαλεπά (1834-1901) στην οδό Εμμανουήλ Μπενάκη. Το 1875 ανοίγει το δικό του εργαστήριο στην οδό Πατησίων, απέναντι από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Στο τέλος του Μαρτίου του 1879 αναλαμβάνει τη μεταφορά στο μάρμαρο της Κοιμωμένης, παίρνοντας από τον Χαλεπά το πρόπλασμα, πεντακόσιες δραχμές και έναν όγκο λεπτόκοκκου μαρμάρου από την Καράρα της Ιταλίας, όπου τα περίφημα λατομεία από την εποχή του Michelangelo και του Canova. Πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά από τον Απρίλιο του 1879.

Στο μεταξύ έχει προηγηθεί επίσκεψη του Γιαννούλη στο εργαστήριο του Αλεξάκη, όπου οι δύο παλιοί γνώριμοι συζητούν για την Κοιμωμένη που αρχίζει να προβάλλει μέσα από τον άμορφο όγκο σιγά σιγά. Ο Λάβδας εκτελεί τις τελευταίες διορθώσεις και στήνει το επιτύμβιο μνημείο στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών. Ως μαρμαρογλύπτης άφησε πολλές διακοσμητικές μαρμαρικές εργασίες σε μέγαρα και μνημεία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Πέθανε στην Αθήνα το 1944.

Ο Χαλεπάς δεν έβαλε την υπογραφή του στην Κοιμωμένη του…

Μόλις το 1913 δύο άλλοι Τηνιακοί γλύπτες, οι Λουκάς Δούκας (1890-1925) και Μήτσος Περάκης (1893-1965), θα τη σκαλίσουν. Το 1930 Χαλεπάς και Λάβδας ξαναβρέθηκαν στο σπίτι των ανιψιών του Χαλεπά, του τραπεζικού Βασιλείου (1894-1955) και της συζύγου του Ειρήνης (1894-1987), στην οδό Δαφνομήλη 35, όπου από τον Αύγουστο του 1930 έζησε μέχρι το τέλος του ο γλύπτης.

Στο σπίτι εκτυλίσσονταν καθημερινά σκηνές λαϊκού προσκυνήματος! Ο Χαλεπάς, υπό το κράτος της αναγνώρισής του, φέρεται να είπε στον Λάβδα για την Κοιμωμένη: «Α, ναι, εσύ μου την ξεχόντρισες», εννοώντας δηλαδή ότι ο Λάβδας δούλεψε μόνο σε αρχικό στάδιο το μάρμαρο. Ο άλλος μαρμαρογλύπτης είναι ο Γιώργης Χαμηλός, από το χωριό Πλατειά της Τήνου. Γεννημένος το 1854, είχε γνωριστεί με τον Λάβδα στο μαρμαρογλυφείο του πατέρα του Χαλεπά το 1876-77, όπου δούλευαν μαζί. Ήταν από οικογένεια μαρμαρογλυπτών.

Εργάστηκε στο μαρμάρινο κωδωνοστάσιο του ναού του Αγίου Γεωργίου Λυκαβηττού. Μετέφερε στο μάρμαρο προπλάσματα πολλών συναδέλφων του, χωρίς να τα έχει υπογράψει! Γύρω στο 1898 επέστρεψε στην Τήνο. Από εκεί η Μικρασιατική Καταστροφή τον έφερε στην Αθήνα, στο σπίτι πλούσιου ξαδέλφου του στο Κολωνάκι. Κατέληξε στην Τήνο, όπου και πέθανε.

Καταξίωση του Χαλεπά

Η Κοιμωμένη εντυπωσίασε και εντυπωσιάζει μέχρι σήμερα. Το 1879 η εφημερίδα Παλιγγενεσία την αποκαλεί κάλλιστο από όλα τα έργα του Α’ Κοιμητηρίου. Το 1915 ο λόγιος δημοσιογράφος Θεόδωρος Βελλιανίτης (1863-1933) σημειώνει στην εφημερίδα “Αθήναι” ότι βλέπει κανείς όλη τη σαρκική ευκαμψία, όλη την ανθρώπινη αίσθηση, όλη την εσωτερική έκφραση της ψυχής.

Το 1924 ο ζωγράφος, υφηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και λογογράφος Αλέξανδρος Θ. Φιλαδελφεύς (1866-1955) στον ιστορικό, αρχαιολογικό και καλλιτεχνικό οδηγό του Μνημεία Αθηνών, που εκδόθηκε ακόμα στη γαλλική και στην αγγλική γλώσσα, την ονομάζει θαυμασιότατο γλυπτικό έργο των νεωτέρων Αθηνών.

Ακολουθούν οι έπαινοι δημοσιογράφων, όπως του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877-1940), του Μιχαήλ Ροδά (1884-1948), του Νικολάου Γιοκαρίνη (1893-1951), του Κώστα Αθάνατου (1896-1966), καθώς ακόμα και κείμενα ψυχιάτρων, γραφολόγων, αλλά και βιβλιοπωλών-εκδοτών, όπως ο Ρήγας Γαρταγάνης (1903-1966). Την περιέβαλε πλέον ο θρύλος που είχε τυλίξει και τον δημιουργό της. «Η “κοιμωμένη”… δημοσιογραφία των Αθηνών, εξυπνήσασα και τρίβουσα τα μάτια της, είδε πως ο Γιαννούλης Χαλεπάς ζη και βόσκει τα γίδια της αδελφής του. Φοβερόν!», γράφει ο ανήσυχος λόγιος ξυλουργός του Πύργου Τήνου, του χωριού του Χαλεπά, Νικόλαος Χ. Μωραΐτης (1871-1926/7) ως Αβδηρίτης.

Ο Χαλεπάς συγκέντρωνε κάθε προϋπόθεση για να αξιοποιηθεί ως ιδιάζουσα περίπτωση του τύπου του καλλιτέχνη που θα λάτρευε η κοινή γνώμη: εγκλεισμός στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας από το 1888 έως το 1902 και καταστροφή έργων του από το 1918. Κατά τη δεκαετία του 1920 ο γλύπτης ανακαλύπτεται, με επιστέγασμα τη βράβευσή του το 1927 από την Ακαδημία Αθηνών με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Ο πρόεδρός της, καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Σίμος Μενάρδος (1871-1933) θα πει: «Εντός δύο ετών έπλασε το περίφημον μνήμα της Σοφίας Αφεντάκη […]». Εντούτοις, η εκτίμηση του Χαλεπά βασίστηκε στα έργα του μετά από το 1920, τα “μεταλογικά”.

Ο γλύπτης και καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών Θωμάς Θωμόπουλος (1873-1937), που είχε πάει, εντεταλμένος του Υπουργείου Παιδείας και του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, το 1922 στην Τήνο για να συναντήσει τον γλύπτη, θεωρεί ότι ο Χαλεπάς της δεκαετίας του 1920 «είναι ανώτερος από τον Χαλεπάν που εγνωρίσαμεν».

1930: Ο Χαλεπάς ξαναβλέπει την Κοιμωμένη του, 52 χρόνια μετά από τη δημιουργία της

Το 1930 ο Χαλεπάς επισκέπτεται πάλι την Κοιμωμένη. Τον συνόδευε κόσμος. «Από τον φόβο μη συγκινηθεί, τον πέρασαν πρώτα από άλλα μνημεία. Τ’ αναγνώρισε όλα, τα θυμούνταν με κάθε λεπτομέρεια. Όταν έφθασε μπροστά της, ζήτησε να τ’ ανοίξουν το κιγκλίδωμα και μπήκε. Κοίταξε σιωπηλά το έργο του και τα φευγαλέα κρυφά βλέμματα που ‘ριχνε προς το πλήθος, ενώ έμενε ασκεπής μπροστά στο έργο της νεότητάς του, μαρτυρούσαν πως φοβόνταν μην προδοθεί. Κάποιος τότε του είπε: “Λένε πως την έπλυναν με άκουα-φορτε και χάλασε”. Άπλωσε το χέρι του, θώπευσε τις αρμονικές πτυχές του υφάσματος, γέλασε ζωηρά και είπε, ενώ το χέρι του στηρίζονταν πάνω στο μάρμαρο με τρυφερότητα: “Δεν χαλάει!”» (Στρατή Δούκα, Υποθέσεις και λύσεις πάνω σε προβλήματα της ζωής και του έργου του Γιαννούλη Χαλεπά, Αθήνα 1970).

Η γοητεία της Κοιμωμένης

Η αναγνώρισή του έχει παγιωθεί. Το Σωματείο των Ελλήνων Γλυπτών τον δεξιώνεται τον ίδιο χρόνο, το 1930, ως σύμβολο της τέχνης της Γλυπτικής. Το 1950 ο δημοσιογράφος Σπύρος Σ. Δενδρινός (1909-1985) δημοσιεύει σε συνέχειες στην αθηναϊκή εφημερίδα Προοδευτικός Φιλελεύθερος και το 1953 αναδημοσιεύει σε βιβλίο το τρυφερό ρομάντζο της Κοιμωμένης με τον πιο διάσημο οξύφωνο της εποχής του, τον Ιταλό Giovanni Matteo De Candia, τον Mario (1810-1883), που φέρεται να αυτοκτονεί με περίστροφο όταν πληροφορείται τον θάνατό της.

Ο αγαπημένος της Κοιμωμένης Mario στον Don Giovanni

Το βιβλίο επανεκδόθηκε το 2012 από τις Εκδόσεις Φιλιππότη, συμπληρωμένο με ιστορικά τεκμήρια από το αρχείο του συγχωριανού του Χαλεπά, απογόνου του επίσης Τηνιακού γλύπτη του Ξυλοθραύστη στο Ζάππειο Δημητρίου Ζ. Φιλιππότη (1834-1919), εκδότη Στρατή Γ. Φιλιππότη (γ. 1933). Το 1963 ο Δενδρινός, σε συνεργασία με τον επίσης δημοσιογράφο Γιώργο Πράτσικα (1897-1975), διασκεύασε το βιβλίο του σε θεατρικό έργο, ενώ το προσάρμοσε και σε σενάριο για κινηματογραφική ταινία.

Το 1950 γίνεται δίκη για την Κοιμωμένη στο μνημείο της με αντιδίκους τον Δήμο Αθηναίων και τον έναν από τους κληρονόμους της, τον ιδιότροπο αντιστράτηγο ε.α. Χρήστο Μ. Χατζημιχάλη (1885-1957). Ο Χατζημιχάλης διαπραγματευόταν την εξαγωγή της Κοιμωμένης στην Αμερική αντί 1000 λιρών και το υπουργείο Παιδείας μελετούσε την εξεύρεση του ποσού για να εξαγοραστεί η Κοιμωμένη από το ελληνικό κράτος!

Το 1970 μια άλλη δίκη με θέμα την Κοιμωμένη διεξήχθη, αυτή τη φορά στο Πρωτοδικείο Αθηνών: αντίδικοι ο Δενδρινός και ο δημοσιογράφος-θεατρικός συγγραφέας Δημήτρης Γιαννουκάκης (1899-1974). Ο Γιαννουκάκης, εκτός από φυσικός κληρονόμος της Αφεντάκη, είχε γράψει και θεατρικό έργο με τίτλο “Η Κοιμωμένη κι ο Χαλεπάς” που το είχε ανεβάσει η Αντιγόνη Βαλάκου (1930-2013).

Τα επόμενα χρόνια το ενδιαφέρον για την Κοιμωμένη φαίνεται αμείωτο, συνυφασμένο με τον μύθο της τρέλας: μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, κινηματογραφικές ταινίες. Το 2004, στο πλαίσιο του φεστιβάλ “Ταξίδια στο Φαντασιακό – Αφιέρωμα στον Γιαννούλη Χαλεπά”, η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία Έκπλους και το Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου εξέδωσαν το βιβλίο “Γιαννούλης Χαλεπάς. Τραγικότητα και Μύθος”, με ανθολόγιο κειμένων από το 1902 έως το 1966, συναγωγή μελετών ιστορικών της τέχνης και εικαστικών για τον Χαλεπά και καταγραφή της συναφούς βιβλιογραφίας. Το εξώφυλλό του κοσμούσε λεπτομέρεια της Κοιμωμένης.

Το εξώφυλλο της έκδοσης Γιαννούλης Χαλεπάς. Τραγικότητα και Μύθος (2004)

Τον Φεβρουάριο του 2007 εγκαινιάστηκε στην Εθνική Γλυπτοθήκη έκθεση γλυπτών και σχεδίων του Χαλεπά. Στο εξώφυλλο του συνοδευτικού τόμου της δεσπόζει λεπτομέρεια της Κοιμωμένης. Το 2012 δίγλωσσο, στην ελληνική και στην αγγλική γλώσσα, λεύκωμα του Γιάννη Σουλιώτη “Η Κοιμωμένη” (εκδόσεις Σοκόλη-Κουλεδάκη) παρουσιάζει, εκτός φωτογραφιών και κειμένων, την ερωτική ιστορία δύο νέων που το τραγικό τέλος της θα δώσει το όνομα Κοιμωμένη σε κορυφογραμμή του Πόρου. Να σημειωθεί ότι η Κοιμωμένη Πόρου είναι και το θέμα πίνακα της ζωγράφου Σοφίας Λασκαρίδου (1876-1965) στη συλλογή του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός.

Σοφίας Λασκαρίδου, Κοιμωμένη Πόρου – Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός

Και ο Δήμος Αθηναίων όμως δεν έμεινε ανενεργός. Ήδη από το 1953 εκφράζει την πρόθεση να περισώσει το έργο από τις βροχές που ήδη το είχαν διαβρώσει. Καθαρισμοί του φθαρμένου σώματος της Κοιμωμένης έγιναν κατά καιρούς. Το 2008 υπολογιζόταν ένταξή της σε Μουσείο Ταφικής Τέχνης στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών. Τον Φεβρουάριο του 2018, σε συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων, ο δήμαρχος πάλι ενημερώνει και εισηγείται για την Κοιμωμένη.

Το άγαλμα της ήρεμης εν χώρα ζώντων κόρης παραμένει σήμερα στον φυσικό χώρο του, στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών. Τα λουλούδια, ευλαβικό δώρο, πάνω της, εκφράζουν συναισθήματα που εξακολουθεί να εμπνέει η αγέραστη Κοιμωμένη.

slpress.gr

Το κείμενο το βρήκα εδώ.

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2021

"Η μητρική μας γλώσσα δεν ήταν τουρκική. Τα Ποντιακά είχαμε ως μητρική. Ρωμαίικα την ονομάζαμε εμείς."

«Η μητρική μας γλώσσα δεν ήταν τουρκική. Τα Ποντιακά είχαμε ως μητρική. Ρωμαίικα την ονομάζαμε εμείς»...
«Η μητρική μας γλώσσα δεν ήταν τουρκική. Τα Ποντιακά είχαμε ως μητρική. Ρωμαίικα την ονομάζαμε εμείς»...

Mε αφορμή μια δήλωση του Ερντογάν, όπου μεταξύ άλλων τα εδάφη της  Ελλάδας τα ανάφερε ως «εδάφη γκιαούρηδων«, ας θυμηθούμε ένα παλιό άρθρο του Βαχίτ Τουρσούμ. Είναι Ελληνόφωνος μουσουλμάνος από τον Πόντο, ο οποίος  αναζήτησε στην Ελλάδα τις ρίζες του.

Ο ίδιος θεωρείται ανεπιθύμητος από τους φανατικούς γιατί αφιέρωσε την ζωή του στη διάσωση της ποντιακής διαλέκτου. Η επίσημη Τουρκία θεωρεί τους Ποντιόφωνους στη Μαύρη Θάλασσα Τούρκους, που μιλούν μια «περίεργη» γλώσσα και ο Βαχίτ εργάστηκε συστηματικά για να γράψει και να εκδώσει ένα λεξικό για την μητρική του γλώσσα.

Μια από τις καταγωγές του Ερντογάν είναι ρωμαίικη και ουδεμία φυλετική προέλευση έχει από τις τουρκικές εθνοτικές ομάδες. Αυτή ακριβώς είναι και η εξήγηση της ακραίας ισλαμικής του καθήλωσης. Το Ισλάμ για τον Ερντογάν λειτουργεί ως ένα σημείο αναπλήρωσης της ταυτότητας. Μιας ανάγκης για αναπλήρωση που προκύπτει από τη γνώση της δικιάς του εθνοτικής προέλευσης.... 

Τον Φεβρουάριο του 2007 η τουρκική εφημερίδα «Ραντικάλ» δημοσίευσε ολοσέλιδο άρθρο του Vahit Tursun, ελληνόφωνου από την περιοχή Όφη Τραπεζούντας, με τίτλο «Τα Ρωμαίικα της Ανατολής πεθαίνουν». ... 

Το άρθρο αναφερόταν στο χωριό Ότσενα της Τραπεζούντας, όπου ένας πανάρχαιος πολιτισμός -ο ελληνικός- ψυχορραγεί και μία γλώσσα -η ελληνική- αργοσβήνει. ... 

Στις 11 Νοεμβρίου η εφημερίδα φιλοξένησε νέο άρθρο του Tursun, με τίτλο «Το τίμημα της γλώσσας», στο οποίο ο αρθρογράφος μιλάει για τα αισθήματα που προκαλεί το γεγονός, ότι έπρεπε από μικρός να καταπνίγει τη γλώσσα, που έμαθε, όπως και τα συναισθήματά του. ... 

«Η μητρική μας γλώσσα δεν ήταν τουρκική. Τα Ποντιακά είχαμε ως μητρική. Ρωμαίικα την ονομάζαμε εμείς».

Στην ουσία θίγει το θέμα των ελληνόφωνων μουσουλμάνων στην Τουρκία.

«Η μετάβαση ελληνόφωνων ομάδων από το χριστιανικό θρησκευτικό σύστημα στο ισλαμικό, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης, αποτελεί μέχρι σήμερα ένα θέμα άγνωστο για τη νεοελληνική επιστήμη. Το φαινόμενο αυτό είχε εμφανιστεί σ΄ ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Από την Κύπρο και την Πελοπόννησο έως την Ήπειρο και τον Πόντο. Σήμερα, όμως, η δημόσια εμφάνιση όσων από τις ομάδες αυτές επιβιώνουν, διευρύνει το ερευνητικό ενδιαφέρον.

Η βιβλιογραφική και αρθρογραφική παρουσία των ελληνόφωνων ομάδων της Τουρκίας είναι πλέον γεγονός. Η αρχή έγινε πριν μερικά χρόνια με την Tanju Izbek, η οποία έλαβε το Βραβείο Ιπεκτσί για μια νουβέλα της στο κρητικό ιδίωμα, όπως αυτό μιλιέται σήμερα στην περιοχή της Gunda (τα παλιά Μοσχονήσια). Πιθανότατα, σύμφωνα με το τουρκικό περιοδικό Actuel, να υπήρχαν πολιτικές ομάδες στη βόρεια Τουρκία που δραστηριοποιούνταν, πριν από το πραξικόπημα του ’80, γύρω από τον πολιτισμό του Πόντου. Το 1996 εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη, από τον εκδοτικό οίκο Belge, το κλασικό πλέον βιβλίο του Omer Asan, με τίτλο «Pontos Kulturu», δηλαδή «Ο πολιτισμός του Πόντου».

Για το θέμα ο ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης εξηγεί στην «Καθημερινή»:

Σήμερα υπάρχουν τέσσερις ελληνόφωνες ομάδες στην Τουρκία: κρητική, ποντιακή, μακεδονική και κυπριακή.

Κάθε μία απ’ αυτές έχει εξαιρετικό ιστορικό ενδιαφέρον. Η έκφραση των ομάδων αυτών είναι γεγονός ιδιαίτερης σημασίας, εφόσον αναδεικνύει μια άγνωστη πλευρά της σύγχρονης τουρκικής κοινωνίας που ολοένα γίνεται και περισσότερο σημαντική. Η δημόσια εμφάνιση των ομάδων αυτών δεν αφορά μόνο την τουρκική κοινωνία, η οποία συνειδητοποιεί αργά τον πολυεθνοτικό της χαρακτήρα, καθώς και τους εθνογενετικούς της μύθους. Αφορά παράλληλα και την ελληνική, γιατί της αποκαλύπτει τον τρόπο συγκρότησης των σύγχρονων εθνικών κρατών στην περιοχή μας και το αδιέξοδο των ενδιάμεσων ομάδων -γέννημα της ιστορίας- οι οποίες υποχρεώθηκαν να ενταχθούν στο κράτος που είχε ως ιδεολογικό υπόβαθρο, το δικό τους θρησκευτικό δόγμα.

Διαβάστε όλο το άρθρο του Βαχίτ Τουρσούν με τίτλο «Οι ελληνόφωνοι Πόντιοι στην Τουρκία»

Αυτό το άρθρο του δημοσιεύθηκε στη μεγάλης κυκλοφορίας κεντροαριστερή εφημερίδα της Τουρκίας Radikal, στις 11 Νοεμβρίου 2007.

«Η μητρική μας γλώσσα δεν ήταν τουρκική. Τα Ποντιακά είχαμε ως μητρική. Ρωμαίικα την ονομάζαμε εμείς».

Το τίμημα της γλώσσας άρχιζε από το σχολείο

Ελευθερία… Μια αίσθηση που είναι αδύνατο να την εξηγήσει κανείς. Όμως ο καθένας προσπαθεί να την περιγράψει χωρίς να την έχει κατανοήσει καλά. Είναι σαν τη φωτιά, που σε ζεσταίνει και σε καίει ανάλογα με τη χρήση της. Είναι σαν το ριπίδιο, που στη μία άκρη του βρίσκεται η στέρηση που δημιουργεί αγανάκτηση και στην άλλη η κατάχρηση που την υποδαυλίζει ολέθρια.

Ο Πλάτωνας λέει ότι: «Η πολύ ελευθερία στον άνθρωπο και το κράτος μετατρέπεται σε σκλαβιά». Ενώ ο Επίκτητος επαναστατεί κατά του ίδιου του θεού του, λέγοντας: «Μπορείτε να μου περάσετε δεσμά στα πόδια, αλλά όχι στην πίστη μου. Ούτε ο Δίας μπορεί να με νικήσει». Έτσι, επί χιλιάδες χρόνια συναντάμε το αίτημα της ελευθερίας στο γραπτό και προφορικό λόγο, στην ιστορία, στην ποίηση, στη φιλοσοφία, στις παροιμίες, στην κλαγγή των όπλων.

Για μένα η ελευθερία είναι δώρο της Φύσης, που όσο το μοιράζεσαι με τους άλλους, τόσο το χαίρεσαι και ο ίδιος. Όσο το στερείς από τους άλλους, τόσο το στερείσαι και εσύ. Η ανθρωπιά, η φιλία και η αδελφοσύνη μόνο κάτω από συνθήκες ελευθερίας μπορούν να επικρατήσουν. Αν και η ελευθερία πιάνεται και δεσμεύεται, πάλι ελεύθερο θα έρθει στον κόσμο, το κάθε παιδί που γεννιέται. Έτσι και εμείς, όπως όλα τα παιδιά, ελεύθεροι γεννηθήκαμε στο χωριό μας. Σε έναν πανέμορφο οικισμό πάνω στα βουνά. Ένας οικισμός που ανήκει στην κωμόπολη Κατωχώρι της Τραπεζούντας και λέγεται Ότσενα. Η μητρική μας γλώσσα δεν ήταν τουρκική. Τα ποντιακά είχαμε ως μητρική. Ρωμαίικα την ονομάζαμε εμείς.

«Η μητρική μας γλώσσα δεν ήταν τουρκική. Τα Ποντιακά είχαμε ως μητρική. Ρωμαίικα την ονομάζαμε εμείς».

Τα Ρωμαίικα ήταν για μας μέσον έκφρασης του φλερταρίσματος της αλληλεγγύης και βοήθειας, του χαμόγελου και της ευτυχίας.

Ήταν δρόμος που μας οδηγούσε στην αγάπη και στον έρωτα. Για πρώτη φορά, στο δημοτικό σχολείο βιώσαμε το πρόβλημα με τη γλώσσα μας. Ο κάθε δάσκαλος που διοριζόταν στο σχολείο μας, απαγόρευε την ομιλία στη μητρική μας. Κάποτε μας εκφόβιζε και κάποτε μας έδερνε για να μη την μιλάμε. 

Ζητούσε να καταγγείλουμε αυτόν που μιλούσε Ρωμαίικα, αλλά δεν τον ακούγαμε. Συνεχίζαμε να αστειευόμαστε και να παίζουμε, να μαλώνουμε και να τα βρίσκουμε με τη μητρική μας γλώσσα. Με τον καιρό, αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε για τη μητρική μας γλώσσα. Ρωτούσαμε τους μεγάλους, τι γλώσσα μαθαίναμε και τι μιλούσαμε. Μάθαμε πως λεγόταν «Τούρκτσε» αυτή που μαθαίναμε και «Ρούμτζε» αυτή που μιλούσαμε. Όμως, στο ερώτημα γιατί μαθαίναμε ενώ μιλούσαμε άλλη γλώσσα, ποτέ δεν υπήρξε ικανοποιητική απάντηση. Αυτό που συχνά επαναφερόταν σαν απάντηση ήταν «με τα Ρωμαίικα άνθρωπος δεν γίνεσαι». Είναι άγνωστο αν μορφωθήκαμε και γίναμε άνθρωποι ή όχι, όμως τελειώνοντας το δημοτικό, γνωριστήκαμε με τα Τουρκικά.

«Η μητρική μας γλώσσα δεν ήταν τουρκική. Τα Ποντιακά είχαμε ως μητρική. Ρωμαίικα την ονομάζαμε εμείς».

Υποκρινόμενοι σαν χαμαιλέοντες

Μεγαλώνοντας αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε για τη μητρική μας γλώσσα και γενικά για την καταγωγή μας πιο επίμονα. Γιατί μιλούσαμε Ρωμαίικα, σε μία χώρα που μιλάνε Τουρκικά; Ολοένα ξεφύτρωναν στο νου μας διάφορες ερωτήσεις γύρω από το τι ήμασταν, ποιοι ήμασταν και ποιοι ήταν οι πρόγονοί μας. Ο καθένας προσπαθούσε να πει κάτι. Κάποιοι λέγανε αυτά που είχαν ακούσει από τους γονείς και τους παππούδες τους και κάποιοι βγάζανε τα δικά τους συμπεράσματα. Όμως, κάθε φορά που άνοιγε και έκλεινε το κεφάλαιο αυτό, καταλήγαμε σε μία εκτίμηση, πως πρέπει να έχουμε σχέση με τους Ρωμιούς και φυσικά με την Ελλάδα. Η πιο αναπάντητη ερώτηση που μας τυραννούσε ήταν: είμαστε τα εγγόνια των Ελλήνων, που εξισλαμίσθηκαν ή τα εγγόνια των Τούρκων που μάθανε τα Ρωμαίικα από Έλληνες. Τα παιδικά μας χρόνια πέρασαν με αυτές τις ερωτήσεις και με τις ανικανοποίητες απαντήσεις.

Πικρία

Με τη μητρική μας γλώσσα ζήσαμε προβλήματα και στην ξενιτιά που πήγαμε. Κάθε φορά που μαζευόμασταν και μιλούσαμε Ρωμαίικα με τους χωριανούς μας, η πρώτη ερώτηση αυτών που καταλάβαιναν ότι μιλάμε μία ξένη γλώσσα ήταν «τι γλώσσα μιλάτε;». Όταν τους απαντούσαμε «μιλάμε Ρωμαίικα», δεχόμασταν άλλες ερωτήσεις και διάφορες αντιδράσεις. Έτσι για πρώτη φορά, με τους ανθρώπους που συναντήσαμε στην ξενιτιά, αρχίσαμε πραγματικά να αισθανόμαστε την πικρία της μειονεκτικότητας. Κάθε φορά που γινότανε λόγος για τους Έλληνες, ο ισχυρισμός ότι «οι Έλληνες είναι λαός άναντρος και εχτρός» μας τραυμάτιζε ψυχολογικά.

Πληγωνόμασταν με τη σκέψη ότι ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να ισχύει και για μας, εφόσον μιλάμε, αν όχι την ίδια, μία άλλη διάλεκτο της ίδιας γλώσσας που μιλάνε και οι Έλληνες. Γι’ αυτό και με τον καιρό, αρχίσαμε να κρύβουμε την αλήθεια και κάθε φορά που μας ρωτούσανε για τη γλώσσα μας, λέγαμε ότι είναι Λαζικά. Γιατί, όταν τους λέγαμε πως είμαστε από τη Μαύρη Θάλασσα, νομίζοντας ότι είμαστε Λαζοί, χαιρόντουσαν.


Τα προβλήματα που ζούσαμε με τη μητρική μας γλώσσα, συμπληρώνονταν με τα έργα που παρακολουθούσαμε στην τηλεόραση.

Όταν βλέπαμε έργα με θέμα πολέμους μεταξύ Βυζαντινών και Τούρκων, ή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, εμείς πληγωνόμασταν. Διότι, όταν βλέπαμε την τραγικοκωμική κατάσταση των Ελλήνων στη σκηνή, ο νους μας μάς έφερνε στο δίλημμα να πάρουμε θέση: με σωστούς, τίμιους, ήρωες Τούρκους, ή με ανίκανους πολεμιστές, δολοπλόκους, ψεύτες και το χειρότερο, με «γκιαούρηδες» τους Έλληνες, όπως παρουσιάζονταν στο έργο. Έλα που η μητρική μας γλώσσα, δεν μας άφηνε. Ήταν εμπόδιο στο να διαλέξουμε μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων.

Μέσα σε αυτό το δίλημμα, ζούσαμε ψυχικές καταστάσεις που ίσως δεν έχει ζήσει η ανθρωπότητα στην ιστορία της. Παρακολουθώντας το έργο, από τη μία υποστηρίζαμε τους ήρωες Τούρκους, από την άλλη μας βασάνιζε μια αίσθηση ανεξήγητης ενοχής. Για να κρύβουμε την κατάσταση μας αυτή, προσπαθούσαμε να δείξουμε περισσότερη χαρά στον ηρωισμό των Τούρκων, διαμορφώνοντας τους μυς του προσώπου μας διαφορετικά από αυτό που σηματοδοτούσε ο εγκέφαλός μας. Σε αυτή την επίδοσή μας, μπορούσαν να μας ζηλέψουν και οι χαμαιλέοντες.

Σήμερα

Στο σήμερα που φτάσαμε, ο Ελληνόφωνος πληθυσμός του Πόντου, που πιάστηκε στη μέγκενη ανάμεσα στην αγάπη προς τη μητρική του γλώσσα και σε μια καταραμένη ταυτότητα, αδυνατεί πια να αντεπεξέλθει. Ήδη αρκετοί συμπολίτες μας άρχισαν να μαθαίνουν Τουρκικά στα παιδιά τους από τη γέννησή τους. Ακόμη και τα ρατσιστικά λόγια, συνθήματα και οι εθνικιστικές προπαγάνδες που έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, κοντεύουν να σβήσουν από την ιστορία έναν ολόκληρο λαό, με έναν πανάρχαιο πολιτισμό. Το να εξαφανίζεται ένας πολιτισμός, ισούται με το να εξαφανίζεται ένας λαός. Ποιος θα πληρώσει μπροστά στην ιστορία γι’ αυτό το έγκλημα δεν ξέρω.

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

ΕΑΠ, το τέλος μιας εποχής

Είναι το νήμα που κόβεται στο τέρμα μετά από χρόνια ατελείωτα, γεμάτα από μάχες σε όποιο επίπεδο μπορείς να φανταστείς. Μάχες πάνω σε πελάγη ύλης που έπρεπε να βγει, μάχες με τον χρόνο που πάντα ήταν μετρημένος, με την οικογένεια μέχρι όλοι οι άτακτοι βηματισμοί να συγχρονιστούν σε μια πορεία και να γίνουν συμπόρευση, μάχες με τον εαυτό μου και την εμπιστοσύνη που μου όφειλα προκειμένου να κόψω αυτό το νήμα.

Και το έκοψα! Το πίστεψα και τα κατάφερα. Το είχα κάνει εικόνα στο μυαλό μου από παιδί και εκεί εστίαζα κάθε φορά. Ακόμα κι όταν παντρεύτηκα τον άνθρωπο της καρδιάς μου, ακόμα και όταν ήρθε το πρώτο μας παιδί, αργότερα το δεύτερο. Η ζωή μου κυλούσε, έμπαινε σε σειρά, όμως στην άκρη του μυαλού μου αυτή η εικόνα παρέμενε κρυστάλλινα καθαρή. Ήμουν σίγουρη ότι με τον έναν τρόπο ή τον άλλο, θα έβρισκα τον δρόμο προς το πεπρωμένο μου, προς το όνειρό μου, πράγμα δύσκολο με τις συμβατικές μεθόδους ανώτατης εκπαίδευσης, αφού απαιτούσαν πολύωρη παρουσία σε καθημερινή βάση. Αυτό για μένα, μια φρέσκια σύζυγο και μαμά με μωρό, χωρίς βοήθεια από πουθενά να με υποστηρίξει στις απαιτήσεις της καθημερινότητας και παράλληλα εργαζόμενη, ήταν εκ των πραγμάτων κάτι το εντελώς ανέφικτο.

Όταν πρωτοάκουσα για τον νεοσύστατο τότε θεσμό του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, όταν διάβασα για τους όρους και τις διαδικασίες, πίστεψα μέσα μου ότι οι προσευχές μου είχαν εισακουστεί. Το ΕΑΠ, έτσι όπως λειτουργούσε, ήταν λες και ήταν κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μου! Εννοείται ότι έκανα αμέσως αίτηση εγγραφής χωρίς δεύτερη σκέψη. Μόνο που η τύχη σταμάτησε να μου χαμογελάει προσωρινά. Δεν πειράζει, είπα στην πρώτη απόρριψη της αίτησης, το ίδιο είπα και στη δεύτερη. Τελικά με πήραν την τρίτη χρονιά. Όταν έμαθα ότι με δέχτηκαν και ότι από Οκτώβριο θα ξεκινούσα μαθήματα, με πήραν τα ζουμιά. Έπλεα σε πελάγη ευτυχίας για μέρες, για εβδομάδες! Ήμουν αλλού. Διαπίστωνα πανευτυχής ότι βρισκόμουν πλέον μέσα στον στίβο και ό,που να' ναι θα ξεκινούσε ο αγώνας. Ήξερα μέσα μου ότι ετοιμαζόμουν για μια μεγάλη πρόκληση, ωστόσο δεν με ένοιαζε, ήμουν αποφασισμένη να κάνω πράξη το όνειρο μιας ζωής και η ευκαιρία επιτέλους είχε εμφανιστεί.

Η φοίτηση στο ΕΑΠ δεν είναι βόλτα στο πάρκο, είναι ζόρικη υπόθεση. Απαιτεί από σένα πολλά, πειθαρχία, πείσμα, αντοχή, επιμονή, κόπο, αφοσίωση. Πόσα ξενύχτια πάνω στα βιβλία, πόσα χαρτιά τσαλακωμένα και ξαναγραμμένα από την αρχή, πόση κούραση... Τα θυμάμαι και απορώ πώς κατάφερα να φέρω εις πέρας αυτό τον άθλο, ούσα πνιγμένη στις υποχρεώσεις που έτρεχαν και απαιτούσαν το 100% του εαυτού μου. Πολλές φορές έφτασα σε όρια αντοχής, όπως και η οικογένειά μου, που δοκιμαζόταν εξίσου με εμένα. Υπήρξαν φορές που αισθάνθηκα ότι το ΕΑΠ απλά δεν χωρούσε στη ζωή μου. Το δέλεαρ να τα παρατήσω ήταν δυνατό και με κλόνιζε, ειδικά όσο πλησίαζα προς το τέλος και η κούραση είχε αρχίσει να κάνει έντονη την παρουσία της.

Έλα όμως, που αυτή η εικόνα στο πίσω μέρος του μυαλού μου με τσίγκλιζε κάθε φορά και μου έλεγε, έλα Λίτσα, μια εργασία ακόμα, ένα μάθημα ακόμα, λίγη κούραση ακόμα, μην εγκαταλείπεις! Και έπαιρνα δύναμη και θάρρος και συνέχιζα, παρά τις αντιξοότητες, παρά την κλονισμένη μου υγεία, παρά τις - ευτυχώς λίγες - αντιδράσεις οικείων και συγγενών. Συνέχιζα γιατί ήξερα μέσα μου όσο τίποτε άλλο ότι αυτό ήταν το πεπρωμένο μου και έπρεπε να το εκπληρώσω. Γιατί; αναρωτιόμουν τις στιγμές του κλονισμού. Γιατί πρέπει να τα υπομείνω όλα αυτά; Αφού δεν το έχω ανάγκη, δεν θα μου χρησιμέψει πουθενά. Δόξα τω Θεώ, είχα τη δουλειά μου, την οικογένειά μου, τη ζωή μου. Τι το χρειαζόμουν το πανεπιστήμιο; Γιατί να υποβάλω τον εαυτό μου και τους δικούς μου σε αυτή τη δοκιμασία; Η απάντηση ήταν πάντοτε η ίδια: Γιατί απλά, έπρεπε να το κάνω.

Έτσι, σιγά-σιγά, με την ταχύτητα που μου επέτρεπε η καθημερινότητά μου, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και όλοι αυτοί οι κόποι άρχισαν να παράγουν καρπούς. Άρχισα να το διακρίνω μέσα μου, να ψηλαφίζω τη μεταμόρφωση. Είχε επέλθει αλλοίωση στην σκέψη μου, στον τρόπο που κατασκευάζονταν τα επιχειρήματά μου, στο άνοιγμα του μυαλού, στον τρόπο που εκφραζόμουν, γραπτώς κυρίως (με τα προφορικά και με την ελληνική γλώσσα επίκτητη και όχι μητρική είμαι λίγο πιο πίσω, αλλά και εκεί υπήρχε διαφορά).

Μέσα στο ΕΑΠ αποφάσισα να ανοίξω αυτό το blog και από τότε λειτουργεί αδιάλειπτα για κάτι λιγότερο από μια δεκαετία. Τρία χρόνια αργότερα άνοιξα και ένα δεύτερο blog με αποκλειστική θεματική ό,τι είχε να κάνει με το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. (Η διεύθυνση για όποιον θέλει να ρίξει μια ματιά είναι: https://eapilektoi.blogspot.com). Δέχτηκα από την πρώτη στιγμή και συνεχίζω να δέχομαι επαίνους και συγχαρητήρια για τη δουλειά μου εκεί τόσο από καθηγητές όσο και από τον ίδιο τον φοιτητόκοσμο που έβλεπε να βοηθιέται από το υλικό που ανέβαζα στο blog μου εκεί. Και η χαρά μου βέβαια ήταν περισσή, γιατί, όταν αποφάσισα να το ξεκινήσω περισσότερο ήταν για να βοηθηθώ εγώ με το δικό μου διάβασμα και τις δικές μου ανησυχίες. Το γεγονός ότι αγκαλιάστηκε τόσο από τόσο κόσμο για μένα είναι κάτι παραπάνω από ηθική ικανοποίηση, είναι ευγνωμοσύνη, και σας ευχαριστώ όλους μέσα από την καρδιά μου για τα εκατοντάδες μηνύματα που λαβαίνω μέχρι και σήμερα.

Είμαι ευγνώμων για τις δυνατές φιλίες που γεννήθηκαν μέσα στο ΕΑΠ. Η Φωτεινή, η Κορίνα, η Κατερίνα, η Εύη, η Πηνελόπη, ο Γιώργος, η Άννα, η Δήμητρα, η Ελένη.., όλοι συνοδοιπόροι που ξεκινήσαμε μαζί με τις ίδιες αγωνίες και ανασφάλειες και κάπου στα μισά χωριστήκαμε, άλλος επειδή άρχισε να τρέχει πιο γρήγορα, άλλος επειδή το πήγαινε πιο σιγά. Ο πυρήνας ωστόσο παρέμεινε αναλλοίωτος και μια στο τόσο συνεχίζουμε να συναντιόμαστε με τους καθηγητές μας και μέσω τύρου και κρασιού να μοιραζόμαστε τις εμπειρίες και τις ζωές μας.

Μέσα στο ΕΑΠ ξεκίνησε το σχολείο ο δεύτερός μου γιος, μέσα στο ΕΑΠ είδα τον μεγάλο μου να αποφοιτεί με περγαμηνές και να σταδιοδρομεί, μέσα στο ΕΑΠ έχασα τον πατέρα μου, μέσα στο ΕΑΠ ήρθε και ο Φοίβος μας. Όλη η ενήλικη ζωή μου, το ώριμο κομμάτι της, ξεδιπλώθηκε παράλληλα με τον αγώνα μου στο ΕΑΠ.

Χτες το μεσημέρι ο αγώνας αυτός έφτασε και επίσημα στο τέλος του. Το νήμα κόπηκε και κόπηκε με επιτυχία! Αυτό το Άριστα που είναι γραμμένο πάνω σε ένα κομμάτι περγαμηνής κλείνει πολλά περισσότερα από έναν απλό βαθμό. Κρύβει το πιο δυνατό μου όνειρο, αυτό που ονειρευόμουν από κοριτσάκι. Αυτό που έγινε στόχος που έκαιγε τα σωθικά και από στόχος, μετατράπηκε σε πραγματικότητα. Μια γλυκιά πραγματικότητα που μοιράστηκα με τους ανθρώπους που αγαπώ και που ήταν εκεί, όπως είναι πάντα, παρόντες σε κάθε μου βήμα. Σας ευχαριστώ!

Φιλώ σας!

Εύα 💗



(από το προσωπικό μου blog: https://eva23blog.blogspot.com)