Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φιλοσοφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φιλοσοφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 7 Απριλίου 2012

ΕΛΠ 22 - Η φιλοσοφική σκέψη στην Ελλάδα από τον 16ο ως τον 20ο αιώνα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 – Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΑΠΟ ΤΟ 16Ο ΩΣ ΤΟΝ 20Ο ΑΙ. (385)

Η Περίοδος της Τουρκοκρατίας (εκτός ύλης)

Εισαγωγή
Έχουμε πρόβλημα στη μελέτη της φιλοσοφίας για τη συγκεκριμένη περίοδο επειδή :
Α) έχουμε ελλιπή πρόσβαση στις πηγές λόγω έλλειψης επαρκών εκδόσεων και δημοσιεύσεων
Β) υπάρχει γλωσσική και υφολογική πολυμορφία
Γ) υπάρχουν δυσκολίες προσδιορισμού της θεματικής που μας παραπέμπει στην ιστορία της επιστήμης και των ιδεών (386)
Δ) υπάρχουν ζητήματα περιοδολόγησης, γενεαλογίας και ανίχνευσης της συνέχειας διαφόρων θέσεων και ένταξής τους στο ιστορικό πλαίσιο
Η καταγραφή χειρογράφων και πρώτων εκδόσεων συνεχίζεται ακόμη. Συχνά δεν υπάρχει καν φιλολογική επεξεργασία ή κριτική έκδοση κειμένων. Το υλικό που πρέπει να εξετάσουμε βρίσκεται διασκορπισμένο σε χώρες που έδρασαν οι Έλληνες λόγιοι. Μόνο πρόσφατα σημειώθηκε πρόοδος στον εντοπισμό και την αξιοποίησή του.
Για να προσεγγίσουμε με επιτυχία αυτά τα κείμενα πρέπει να είμαστε εξοικειωμένοι με τη μορφή και το περιεχόμενό τους. Η γλώσσα είναι ιδιόμορφη, αρχαΐζουσα με παραλλαγές, αλλά και απλή λαϊκή. Υπάρχουν διάφορα είδη ύφους και η θεματική είναι ανομοιογενής και ιδιαίτερα πρωτότυπη. Την περίοδο που εξετάζουμε (387) δεν υπάρχει σημαντική πρωτογενής φιλοσοφική σκέψη λόγω της Άλωσης, που αποκόπτουν το Βυζάντιο από τη Δύση. Οι λόγιοι της διασποράς μεταφέρουν στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς τους και συμβάλλουν στην Ευρωπαϊκή Αναγέννηση.
Ιδιαίτερα δύσκολο είναι να παρουσιαστούν διάφορες φάσεις, περίοδοι, σχολές και κινήματα που θα βοηθούσαν να διερευνηθούν οι κυριότεροι παράγοντες της πνευματικής παραγωγής. Για να μελετηθούν αυτοί οι παράγοντες πρέπει να κατανοήσουμε τις συνθήκες που επικρατούσαν στον ελληνικό και βαλκανικό χώρο. Η ίδρυση και λειτουργία σχολών, η ανάπτυξη της οικονομία, η άνθηση του εμπορίου και ο ρόλος της εκκλησίας είναι μερικές από αυτές. Υπάρχουν τρεις περίοδοι :
-Η Προκορυδαλική (από την Άλωση μέχρι το 16ο αι.)
-Η Κορυδαλική (17ος αι.)
-Η Μετακορυδαλική (18ος έως το 1821). Ταυτίζεται με τη διαμόρφωση και την ακμή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Αναφέρουμε (388) τους Φαναριώτες, διάφορους ιεράρχες και δασκάλους, αλλά και λόγιους της Διασποράς.
Η παρουσίαση αυτών των περιόδων είναι άνιση λόγω των διαφορών στις πηγές. Θα δούμε πως βαθμιαία ο φιλοσοφικός στοχασμός και η επιστημονική έρευνα χειραφετούνται από την αυθεντία της θεολογίας. Οι λόγιοι που εργάζονται προς αυτήν την κατεύθυνση συναντούν αντιδράσεις. Η αντιπαράθεση αυτή δεν είναι απλά «προοδευτικοί» έναντι «συντηρητικών», έχει και γκρίζες ζώνες. Πάντως, ο Διαφωτισμός προκαλεί μια νέα οπτική γωνία για το κλασικό παρελθόν και διαμορφώνει εθνική συνείδηση. Συνδέεται επίσης άμεσα με την καλλιέργεια των αντιλήψεων που οδήγησαν στον αγώνα για την ανεξαρτησία.

8.1.1. Προκορυδαλική Περίοδος (1453-1600) (389) (εκτός ύλης)
Τον πρώτο αι. μετά την Άλωση όλα παρουσιάζουν κάμψη. Συνεχίζεται όμως η διαμάχη μεταξύ Πλάτωνα και Αριστοτέλη, που έχει μεταφερθεί στη Δύση. Για πολλούς ορθόδοξους ο πλατωνισμός που συνδέεται με πολυθεϊστικές τάσεις θεωρείται επικίνδυνος. Αναπτύσσονται πολλά επιχειρήματα που ξεκινούν από τα κλασικά κείμενα. Στη Δύση αναγνωρίζεται η αξία του Πλάτωνα ενώ στην Ανατολή, αυτή του Αριστοτέλη. Σημασία εδώ δεν έχει το γεγονός πως αντιμάχονταν οι μεν τους δε, αλλά πως διαμορφώνεται μια φιλοσοφική παιδεία με συγκεκριμένη μορφή, η οποία ελέγχεται από το πατριαρχείο και διατηρεί αριστοτελικό προσανατολισμό. Τα σωζόμενα κείμενα της περιόδου δείχνουν εξοικείωση με κλασικά φιλοσοφικά έργα και κάποιες φορές αναγνωρίζουν τη χρησιμότητα και την αξία του φιλοσοφείν. Σημαντικοί εκπρόσωποι είναι ο Μιχαήλ Τριβώλης (Μάξιμος Γραικός), ο Ματθαίος Καμαριώτης, ο Ανδρόνικος Κάλλιστος και ο Θεόδωρος Γαζής. Επίσης, ο Μιχαήλ Αποστόλης, ο Θεοφάνης Ελεαβούλκος, ο Ερμόδωρος Λήσταρχος και ο Λεώνικος Τομαίος.

8.1.2. Κορυδαλική Περίοδος (17ος ) (390) (ΕΝΤΟΣ ΥΛΗΣ)
Τότε εδραιώνεται ο αριστοτελισμός ως κυρίαρχο φιλοσοφικό ρεύμα. Την περίοδο αυτή διαπιστώνουμε ανεξαρτητοποίηση της φιλοσοφίας από τη θεολογία, την ανάπτυξη της ιστορικής και τη συστηματική προσέγγιση και άλλων κλάδων πέραν της λογικής και της ρητορικής. Διευρύνεται η συγγραφική δραστηριότητα που ασχολείται με αριστοτελικά ζητήματα. Ειδικά ο υπομνηματισμός τους είναι πολύ ωραίος.
Καθοριστικός παράγων ήταν ο Αθηναίος δάσκαλος Θεόφιλος Κορυδαλέας, που χαρακτηρίζει την περίοδο. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία στο Ελληνικό Κολλέγιο της Ρώμης και μετά στην Πάδοβα. Διαμόρφωσε νεωτερικές αντιλήψεις για τη φιλοσοφία, τις οποίες εφάρμοσε στα πιο σημαντικά ελληνικά σχολεία της εποχής. Υπήρξε διευθυντής της Πατριαρχικής Ακαδημίας στην Κωνσταντινούπολη. Το πρόγραμμα σπουδών του έδινε έμφαση σε φιλοσοφικά μαθήματα. Ως συγγραφέας έγραψε το Προοίμιον Λογικής, με υπομνήματα σε αριστοτελικά κείμενα, έτσι ώστε να θεωρείται (391) έστω και με επιφυλάξεις, συνεχιστής των παλαιότερων σχολιαστών του Αριστοτέλη. Κάποια από αυτά είναι πρωτότυπα και πάντα προτείνει τη δική του ανάγνωση των κειμένων και διορθώνει ερμηνείες που θεωρεί εσφαλμένες. Το ιδεώδες του είναι η αναγωγή από την απόκτηση ικανού πλήθους γνώσεων (εγκυκλοπαίδεια) στην τελειοτάτην ευδαιμονία της φιλοσοφικής θεώρησης των όντων.
Στην ίδια περίοδο εντάσσονται και άλλοι υπομνηματιστές, ανεξάρτητοι από την κορυδαλική ερμηνεία. Γεράσιμος Βλάχος, Νικόλαος Κούρσουλας, Γεώργιος Σουγδουρής.
Εδώ, έχουμε καθήκον να μνημονεύσουμε το Φαναριώτη Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, που έγινε Μέγας Λογοθέτης στην εκκλησία και Γραμματέας εξ’ απορρήτων της Υψηλής Πύλης. Σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική και αναγορεύτηκε διδάκτωρ. Δίδαξε στη Σχολή Μανωλάκη της Κων/λης και είχε και συγγραφικό έργο. Με τα έργα του μπορεί να θεωρηθεί ο πρώτος εισηγητής των αντιλήψεων της Σχολής Φυσικού Δικαίου στον ελλαδικό χώρο. Οι ρεαλιστικές πολιτικές πεποιθήσεις του υπαγορεύονται από το πλαίσιο της δραστηριότητάς του ως ανώτατος αξιωματούχος. Ολοκληρώνοντας επισημαίνουμε (392) ότι η νεοαριστοτελική προσέγγιση δείχνει οπωσδήποτε πρόοδο και παγιώνεται ως επίσημη διδασκαλία. Φυσικά προκαλεί αντιδράσεις, καθώς τη δέχεται η εκκλησία. Πρόκειται για ειρωνεία το γεγονός πως η νεωτερική φύση του Κορυδαλέα μετατρέπεται σε δόγμα από τους κληρικούς. Πάντως, από το 17ο αι. διευρύνονται, όσο είναι δυνατόν, οι φιλοσοφικές συζητήσεις.

8.1.3 Μετακορυδαλική περίοδος (1700-1821) (Εκτός ύλης)

Οι Απαρχές του Νεοελληνικού Διαφωτισμού
Τώρα έχουμε σταδιακή εξάπλωση ιδεών που έρχονται από τη Δύση, λόγω του Διαφωτισμού. Διαμορφώνεται μια συνολική πνευματική στάση που αμφισβητεί τα δόγματα του παρελθόντος, συνειδητοποιεί την ανωτερότητα της νεωτερικής σε σχέση με την παραδοσιακή φιλοσοφία και βοηθά να επικρατήσουν σταδιακά νέα γνωστικά και κοινωνικοπολιτικά ιδεώδη. Κέντρα τέτοιων ζυμώσεων είναι οι παροικίες της Δυτικής Ευρώπης, τα Ιόνια νησιά και εύπορες πόλεις όπως τα Ιωάννινα, η Κοζάνη, η Μοσχόπολη. Όλα αυτά τα (393) διαδίδουν νέοι δάσκαλοι που συγκρούονται με την εκκλησιαστική και κοσμική εξουσία.
Ο γιος του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου Νικόλαος, οσποδάρος των παραδουνάβιων ηγεμονιών της Μολδοβλαχίας, είναι ο πρώτος διστακτικός εκφραστής του πρώιμου Διαφωτισμού. Στην πραγματεία του Περί Καθηκόντων περιορίζεται στη σύνθεση αρχαιοελληνικών και χριστιανικών προτύπων και το ιδεώδες του ενάρετου κυβερνήτη. Στο μυθιστόρημά του Φιλοθέου Πάρεργα παρουσιάζει διεθνείς λόγιους να συζητούν ζητήματα γνωσιολογικού, κοινωνικού και μορφωτικού χαρακτήρα. Δεν αμφισβητεί βέβαια την εξουσία που υπηρετεί, αλλά η συνείδησή του τον κάνει να αμφιβάλλει για την αυθεντία των αριστοτελικών απόψεων και να αναγνωρίζει την αξία νεώτερων φιλοσόφων, όπως οι
Locke, Bacon και του Πλάτωνα.
Στα Επτάνησα που επικοινωνούσαν με τη Δύση εκδηλώνεται ενδιαφέρον για τα φιλοσοφικά και επιστημονικά ζητήματα. Ο Αντώνιος Κατήφορος εισηγείται την αναμόρφωση της ελληνικής παιδείας. Ο Βικέντιος Δαμοδός διδάσκει φιλοσοφία στην Κεφαλονιά και γράφει σημαντικά διδακτικά κείμενα. Είναι μεν αριστοτελιστής , χρησιμοποιεί όμως δημώδη γλώσσα.
Ο πιο ενδιαφέρον (394) είναι ο Ηπειρώτης ιερομόναχος Μεθόδιος Ανθρακίτης. Δίδαξε φυσική, ευκλείδια γεωμετρία και αριθμητική, καταδικάστηκε από το συνοδικό δικαστήριο του πατριαρχείου και αφορίστηκε ως αιρετικός. Η αιτία ωστόσο ήταν άλλη. Ο Ανθρακίτης παρέκκλινε από την αριστοτελική διδασκαλία υποστήριζε τον
Descartes και τον Malebranche, ενώ άσκησε κριτική κατά της διαφθοράς στον κλήρο.
Τώρα πια, είναι αναγκαία η αυτονόμηση της φιλοσοφίας και της επιστήμης από τα θεολογικά δόγματα. Ο Ανθρακίτης γράφει σε επιστολή του πως η φιλοσοφία που υιοθετεί κανείς δεν έχει καμία σχέση με το αν αποδέχεται τα δόγματα της πίστης. Ο Αντώνιος Κατήφορος συνεχίζει λέγοντας πως αν οι καινοτομίες και οι μεταβολές είναι επικίνδυνες για την πίστη, είναι απαραίτητες για τα επιστημονικά ζητήματα.

Διάδοση και Επικράτηση Νέων Ιδεών (1750 – 1800) (Εκτός Ύλης)

Ο κύκλος του Ευγένιου Βούλγαρη – Σύγχρονοι και Επίγονοι
Στο δεύτερο μισό του 18ου αι. βλέπουμε προσπάθειες εμπλουτισμού (395) της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Επιχειρούνται μεταφράσεις και συγγράφονται πραγματείες που ξεπερνούν τη γνωστή μας αντιπαράθεση. Οι φιλοσοφικές συζητήσεις γίνονται πιο συστηματικές, χωρίς όμως να αμφισβητούν ανοιχτά τα δόγματα. Οι λόγιοι της εποχής, λόγω της επαφής τους με τη Δύση, αποκτούν ριζοσπαστικότερα γνωστικά και πολιτικά ιδεώδη.
Κυριαρχεί ο Ευγένιος Βούλγαρης, δάσκαλος. Οι αντιδράσεις που συνάντησε τον ανάγκασαν να φύγει από την Ελλάδα. Εγκαταστάθηκε τελικά στη Ρωσία, όπου έγινε βιβλιοθηκάριος, σύμβουλος της Μεγάλης Αικατερίνης και αρχιεπίσκοπος. Μετέφρασε αρκετά έργα που χρησιμοποιήθηκαν για διδακτικούς σκοπούς.
Ο Βούλγαρης ήταν απόλυτα προσηλωμένος στις αλήθειες της θρησκευτικής πίστης. Όμως, δε δίσταζε να ενσωματώσει στη διδασκαλία του στοιχεία φιλοσοφικής σκέψης και επιστημονικής έρευνας. Αποδίδει (396) αξία στην πνευματική ελευθερία και στις επιστημονικές αναζητήσεις, δεν υιοθετεί όμως απόλυτα το Διαφωτισμό, με τον οποίο διαφωνεί αρκετά. Τέλος, έχει επιφυλάξεις για τη χρήση της λαϊκής γλώσσας στη φιλοσοφία και την επιστήμη.
Όπως και να’χει, μια πλειάδα λογίων του 18ου αι. διαδίδει τις νέες ιδέες. Νικηφόρος Θεοτόκης, Νικόλαος Ζερζούλης κα.
Ιδιαίτερη θέση κατέχουν οι μαθητές του Βούλγαρη που πάνε πέρα από αυτόν. Αυτό σημαίνει πως υφίστανται κάθε είδους διώξεις, όπως ο Ιώσηπος Μοισιόδας. Είχε σαφή αίσθηση του σφαιρικού χαρακτήρα της επιστημονικής και φιλοσοφικής παιδείας. Η ολική του θεωρία αποτελούνταν από την ηθική, τη μεταφυσική, τη φυσική, τα μαθηματικά και τη λογοκριτική και αναγνώριζε την υπεροχή των νεώτερων σε σχέση με τους παλαιότερους. (397) Ο Μοισιόδας προβάλλει μια εμπειριστική προσέγγιση της μάθησης και της διδασκαλίας, θεωρώντας το νου ως άγραφο χάρτη, όπου εγγράφονται οι γνώσεις.
Ριζοσπαστικές παιδαγωγικές και γλωσσικές απόψεις (398) εισηγείται ο Δημήτριος Καταρτζής ή Φωτιάδης, που προτείνει το δημώδες φυσικό ύφος ως γλωσσικό όργανο.
Πιο ριζοσπάστης ακόμα είναι ο Χριστόδουλος Παμπλέκης, που κι αυτός υφίσταται αντιδράσεις. Ήρθε σε ρήξη με το Βούλγαρη, άσκησε κριτική στην εκκλησιαστική αυθεντία και διατύπωσε ντεϊστικές αντιλήψεις για τις οποίες αφορίστηκε. Το ίδιο, χωρίς τον αφορισμό, συνέβη και με τον Αθανάσιο Ψαλίδα που ήταν ο πρώτος που έφερε τις θέσεις του Καντ στην Ελλάδα.
Αντιδράσεις δε σημειώνονται μόνον από τους εκκλησιαστικούς κόλπους αλλά και από τους πολέμιους του Διαφωτισμού.
Και φυσικά, δε θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε το Ρήγα Βελεστινλή – Φεραίο. Πέρα από τα γραπτά του, σημασία έχουν οι πολιτικές και φιλοσοφικές θέσεις του Ρήγα. Οραματίζεται (399) μια Βαλκανική Κοινοπολιτεία, βασισμένη στις αρχές της Γαλλικής επανάσταση. Μιλάμε για εξισωτικό φιλελευθερισμό, λίγο πριν την έναρξη του Αγώνα.

1800 – 1821 : Η Ώριμη Έκφραση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού τις παραμονές της Επανάστασης. (Εκτός Ύλης)

Τα πρώτα χρόνια του 19ου αι. η πνευματική (400) δραστηριότητα των στοχαστών  έχει εξαπλωθεί σε διάφορα πεδία κι έχει υποδηλώσεις με πολιτικό αντίκτυπο. Οι βασικές αρχές του Διαφωτισμού έχουν διαδοθεί και η φιλοσοφία με την επιστήμη θεωρούνται παράγοντες ιστορικής συνειδητοποίησης, ηθικής βελτίωσης και πολιτικής ελευθερίας. Οι περισσότεροι λόγιοι συνδράμουν στην προσπάθεια της απελευθέρωσης μετέχοντας στη Φιλική Εταιρεία, στον ένοπλο αγώνα και στους θεσμούς του νέου κράτους.
Βενιαμίν Λέσβιος : από το Πλωμάρι. Σπούδασε στην Πίζα και το Παρίσι και δίδαξε σε διάφορες ακαδημίες. Του επιτέθηκε ο κύκλος του Αθανάσιου Πάριου και υπέβαλλε ομολογία πίστεως. Είχε επιρροές από γάλλους φιλοσόφους αλλά και του αγγλικού εμπειρισμού, ενώ εκφράζει πίστη στη φιλοσοφία και την επιστήμη.
Αδαμάντιος Κοραής : ίσως ο σπουδαιότερος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Υιοθετεί εκλεκιστικές προσεγγίσεις και μετριοπαθείς φιλελεύθερες ιδέες για το γλωσσικό ζήτημα.
Νεόφυτος Δούκας : αντίπαλος του Κοραή
Νεόφυτος Βάμβας : συντηρητικός, διδάκτωρ στην Ιόνιο Ακαδημία και καθηγητής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Κωνσταντίνος Κούμας : σε αυτόν οφείλεται η πρώτη ευρεία και συστηματική εισαγωγή της (401) γερμανικής φιλοσοφίας. Ιδρύει το Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης όπου διδάσκει και ασκεί καθήκοντα διευθυντή. Γράφει έργα οργανωμένα και πλήρη. Επηρεασμένος από τον Καντ, ασκεί κριτική στους άλλους φιλοσόφους.


(από ollthatjazz)

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

ΕΛΠ 22 - Ελληνιστική Φιλοσοφία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 – ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Εισαγωγή (218)
Τυπικά η ελληνιστική φιλοσοφία ξεκινά το 323 π.Χ. μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου και τελειώνει το 31 π.Χ. με το τέλος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Όμως οι τρεις σχολές που δημιουργούνται και αναπτύσσονται τότε έχουν μεγαλύτερο χρονικό εύρος. Οι Επικούρειοι, οι Στωικοί και οι Σκεπτικοί ξεκίνησαν να διαμορφώνουν απόψεις νωρίτερα και συνέχισαν να επιδρούν και αργότερα. Επειδή όμως συμπίπτουν χρονικά και διαθέτουν κοινά χαρακτηριστικά, τους εξετάζουμε ως ξεχωριστή υποενότητα.
Οι Επικούρειοι και οι Στωικοί ονομάζονται από τους Σκεπτικούς ‘Δογματικοί’ διότι θεωρούν πως η δική τους αλήθεια είναι αδιαμφισβήτητη ενώ δίνουν ιδιαίτερη σημασία στα ηθικά ζητήματα. Βασικό κίνητρο και των δύο αυτών σχολών είναι η προσπάθεια να αντιπαρατεθούν στη θεωρητική κατεύθυνση της προγενέστερης φιλοσοφίας και να τονίσουν την πρακτική χρησιμότητα του φιλοσοφικού βίου. Στα ερωτήματα για την ευτυχία των ανθρώπων ή ποια είναι η αρμόζουσα συμπεριφορά ανά περίπτωση, κάνουν συστηματική εξέταση και δίνουν διαφορετικές απαντήσεις.
Το ενδιαφέρον τους δεν περιορίζεται μόνον σε πρακτικές συμβουλές, αλλά στρέφονται και σε ερωτήματα ηθικής θεωρίας, όπως η φύση του αγαθού ή η ύπαρξη ηθικών νόμων. Ασχολούνται επίσης με ζητήματα σχετικά με τη δομή του φυσικού κόσμου και τη θέση του ανθρώπου, κάτι που τους οδήγησε σε σύνθετες και εκλεπτυσμένες φυσικές θεωρίες. Στη φυσική φιλοσοφία Επικούρειων και Στωικών κεντρικό ρόλο έχει η ύλη, όπως και το πρόβλημα της αιτιοκρατίας και της ελεύθερης βούλησης. Τέλος, προσπαθούν μόνιμα να αποκτήσουν βέβαιη γνώση, τονίζοντας την ανάγκη να καθορίζονται (219) κριτήρια αλήθειας, προκειμένου να θεμελιωθεί το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης.
Η θεωρία της γνώσης έρχεται συχνά στο προσκήνιο, καθώς οι Σκεπτικοί προσπαθούσαν συνεχώς να υπονομεύουν τα εμπειρικά θεμέλια Επικούρειων και Στωικών.
Τα ερωτήματα που απασχολούν τους φιλοσόφους της εποχής είναι κοινά, όπως και τα κίνητρα που θέτουν αυτά τα ερωτήματα. Οι περισσότεροι από αυτούς ζουν στην Αθήνα και συνδιαλέγονται μεταξύ τους, αλληλοεπηρεάζονται και αναδιαμορφώνουν τις θεωρίες τους. Δηλαδή, για να κατανοήσουμε τους Στωικούς, πρέπει να διακρίνουμε την επιρροή των Επικούρειων και τις επιθέσεις των Σκεπτικών.
Οι διαφοροποιήσεις βέβαια δεν προέρχονται μόνο από εξωτερικούς παράγοντες αλλά και από εσωτερικούς. Και οι τρεις σχολές αναπτύσσονται σε διάστημα τριών αιώνων και περιλαμβάνουν στοχαστές που συχνά έχουν διαφορετικές απόψεις.
Επίσης, και οι τρεις δε συνομιλούν μόνον μεταξύ τους αλλά και με το παρελθόν. Ο Σωκράτης και οι προσωκρατικοί είναι παρόντες στους φιλοσοφικούς στοχασμούς.
Τον Αριστοτέλη τον είχαν μάλλον περισσότερο παραγκωνισμένο. Αν και οι μαθητές του εξακολουθούσαν να δρουν παράλληλα, οι απόψεις τους μάλλον δεν είχαν θέση στις διαμάχες των τριών, παρά μόνον αρνητικά.
Οι ιστορικοί της φιλοσοφίας του 19ου αι. θεωρούσαν πως οι Ελληνιστικές Σχολές δε διαθέτουν καμία πρωτοτυπία, εξαρτημένες από τους προγενέστερους. Αυτό υπήρξε και δικαιολογία για να μην μελετηθεί η ελληνιστική φιλοσοφία μέχρι τα μέσα του 20ου αι. Καθοριστικός παράγοντας για αυτήν την παράλειψη (220) ήταν πρώτα το γεγονός πως οι ιστορικοί θεωρούν πως η ελληνιστική περίοδος είναι η παρακμή της κλασικής περιόδου και δεύτερον, η αντιπάθεια των φιλοσόφων της εποχής απέναντι σε ό,τι θεωρούσαν ως υλισμό και εμπειρισμό. Σταδιακά, αποδεικνύεται πως η ελληνιστική φιλοσοφία αξίζει συστηματική μελέτη γιατί εκτός από ιστορικό ενδιαφέρον, πραγματεύεται με πρωτοτυπία σημαντικά φιλοσοφικά ζητήματα.
Οι πληροφορίες που έχουμε για Επικούρειους, Στωικούς και Σκεπτικούς δυστυχώς είναι ελλειπής. Η πλειονότητα των κειμένων τους έχει χαθεί και οι πηγές που έχουμε είναι μεταγενέστερες και εχθρικές προς αυτούς. Έτσι, η αναγνώριση και εξέταση του έργου τους είναι σε συνεχή εξέλιξη.

Επικούρειοι 5.1. (221)

Ο Επίκουρος γεννήθηκε στη Σάμο και σπούδασε τον Πλάτωνα και το Δημόκριτο. Αργότερα βρέθηκε στη Μυτιλήνη όπου δημιούργησε δικούς του φιλοσοφικούς κύκλους για να καταλήξει στην Αθήνα, όπου ίδρυσε τη σχολή που ονόμασε Κήπο. Τα μέλη της ζούσαν αποτραβηγμένα από το δημόσιο βίο σύμφωνα με τις αρχές του Επίκουρου. Συνεχιστές του έργου του είναι ο Μητρόδωρος, ο Έρμαχος, ο Κωλώτης, ο Ζήνων ο Σιδώνιος, ο Φιλόδημος και ο ποιητής Λουκρήτιος.
Ο επικουρισμός είχε μεγάλη εξάπλωση σε μακρινές περιοχές.
Ο Επίκουρος έγραψε πολλές πραγματείες, με εύρος ενδιαφερόντων και έχουν διασωθεί (από το Διογένη Λαέρτιο) σαράντα αποφθέγματα και τρεις επιστολές :
- Κύριαι Δόξαι : τα αποφθέγματα που σώθηκαν
- Προς Ηρόδοτον : παρουσιάζεται η θεωρία για τα άτομα και το κενό
- Προς Πυθοκλέα : παρουσιάζεται η θεωρία για τα αστρονομικά φαινόμενα
- Προς Μενοικέα : παρουσιάζεται η θεωρία για την ηθική
Με βάση αυτά, το ποιητικό έργο του Λουκρήτιου ‘
De Rerum Natura’ και την αποκατάσταση κάποιων κειμένων που βρέθηκαν στην Ιταλία, προσπαθούμε να ανασυγκροτήσουμε τη φιλοσοφική του σκέψη.

Αρχικές παρατηρήσεις :

Ο Επίκουρος προτείνει δικό του φιλοσοφικό σύστημα, επειδή θέλει να αντιδράσει στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, οι οποίοι θεωρεί πως αναλώθηκαν σε θεωρητικές ακροβασίες και απομακρύνθηκαν από το βασικό στόχο που είναι η ανθρώπινη ευδαιμονία. (222) Για αυτό ο Επίκουρος επιστρέφει σε προγενέστερες φιλοσοφίες και κυρίως στην Ατομική, για να στηρίξει τη διαφοροποίησή του. Επίσης, τα επιμέρους στοιχεία της φιλοσοφίας του συνδέονται πολύ στενά. Ο στόχος της ηθικής του διδασκαλίας είναι να αποκτηθεί η τέλεια ηδονή και γαλήνη. Αυτό γίνεται μόνον αν αποφευχθούν οι ψευδείς αντιλήψεις για τη δομή των πραγμάτων. Το οποίο συμβαίνει μόνον αν διασφαλιστεί η δυνατότητα βέβαιης γνώσης, η οποία βασίζεται στα αισθητηριακά δεδομένα εμπειρίας. Δηλαδή :
Αισθητηριακό δεδομένο εμπειρίας -> Επιβεβαιωμένη δυνατότητα βέβαιης γνώσης -> Ορθές αντιλήψεις για τη δομή των πραγμάτων -> Τέλεια ηδονή και γαλήνη.

5.1.1. Η Θεωρία της Γνώσης

Η γνωσιολογία του Επίκουρου ταυτίστηκε με αυτή των νεώτερων εμπειριστών, γιατί βασίζεται στο ότι η εμπειρία είναι η βασική πηγή της ανθρώπινης γνώσης. Για τον ίδιο λόγο κατηγορήθηκε ως απλοϊκή.

Τα Κριτήρια Αληθείας

Η προϋπόθεση της επικούρειας θεωρίας για τη γνώση είναι η αποδοχή του ότι οι άνθρωποι μπορούν να αποκτήσουν βέβαιη γνώση του φυσικού κόσμου. Πού όμως θεμελιώνεται η βέβαιη γνώση, ποια είναι αυτά τα θεμέλια που μας επιτρέπουν να ελέγξουμε την αλήθεια των κρίσεών μας για τον κόσμο; Αυτά τα θεμέλια ονομάζονται Κριτήρια Αληθείας και είναι τρία:
Οι προλήψεις, οι αισθήσεις και τα πάθη.  
Προλήψεις : κατά τον Επίκουρο είναι οι γενικές έννοιες που σχηματίζονται κατά την παιδική μας ηλικία μέσα από την επανάληψη ομοιογενών εντυπώσεων. Ας πούμε η πρόληψη ‘άνθρωπος’ σχηματίζεται όταν δούμε πολλούς συγκεκριμένους ανθρώπους. Η επανάληψη δηλαδή, εγγράφεται στη μνήμη μας. (223)
Αυτό σημαίνει πως οι προλήψεις θεμελιώνονται στην αισθητηριακή εμπειρία, τις αποκτούμε όμως χάρη στην νοητική μας ικανότητα να σχηματίζουμε γενικές έννοιες. Με αυτές τις προλήψεις ως κριτήριο κρίνουμε κάθε νέο αισθητηριακό δεδομένο, το οποίο ταξινομούμε μέσω της γλώσσας. Οι προλήψεις είναι η απάντηση του Επίκουρου στο κεντρικό γνωσιολογικό πρόβλημα που απασχολεί Πλάτωνα και Αριστοτέλη, δηλαδή, κατά πόσον μπορούμε να γνωρίζουμε κάτι αν προηγουμένως δε γνωρίζουμε τίποτα.

Αισθήσεις : το πιο σημαντικό κριτήριο αληθείας. Πρόκειται για τις αισθητηριακές μας εντυπώσεις. Οι πηγές αναφέρουν ως βασική θέση του επικουρισμού, το γεγονός πως όλες οι αισθήσεις είναι αληθείς. Αυτός ο ισχυρισμός ήταν η αιτία που πολλοί μελετητές θεώρησαν τον Επίκουρο αφελή. Το επιχείρημα ήταν ότι υπάρχουν πολλές περιπτώσεις της καθημερινότητας, που αποδεικνύουν πως οι αισθήσεις μας είναι αναξιόπιστες, π.χ. ένα κουπί βάρκας φαίνεται σπασμένο μέσα στο νερό, χωρίς να είναι σπασμένο. Ο Επίκουρος λαμβάνει υπόψη αυτές τις περιπτώσεις και ισχυρίζεται πως τις εξηγεί επαρκώς. Πως γίνεται όμως να είναι αληθείς όλες οι αισθήσεις μας;

1η Ερμηνεία : Σύγχρονοι μελετητές υπέθεσαν πως ο Επίκουρος εννοεί πως οι αισθήσεις μας είναι πραγματικές, δεν υποστήριξε ποτέ πως είναι και πάντα αξιόπιστες. Στηρίχθηκαν στη ρήση που ταυτίζει το αληθές με το υπάρχον και το αντιπαραθέτουν με το μη ον και σε κείμενα που αναφέρουν πως κάθε αισθητηριακή αντίληψη είναι άλογος, δεν έχει δηλαδή προτασιακό περιεχόμενο που επαληθεύεται ή διαψεύδεται. Αυτή η ερμηνεία δείχνει την επικούρεια θεωρία κοινότοπη, εφόσον ισχυρίζεται πως όλες οι αισθητηριακές εντυπώσεις είναι πραγματικά συμβάντα. Έτσι όμως δεν εξηγείται η επίθεση που δέχτηκε ο Επίκουρος ή οι προσπάθειες των Επικούρειων να υπερασπίσουν τη θεωρία τους.

2η Ερμηνεία : Σχετίζεται με τις Επικούρειες απόψεις σχετικά με τη λειτουργία της αντίληψης. Οι Επικούρειοι υποστηρίζουν πως αντιλαμβανόμαστε τα εξωτερικά αντικείμενα, επειδή ομάδες ατόμων που απορρέουν από τα σώματα («είδωλα» ή “
simulacra”) φτάνουν στα αισθητήρια όργανά μας και δημιουργούν τις αισθητήριες εντυπώσεις. Τα είδωλα έχουν πολύ λεπτή υφή, κινούνται με μεγάλη ταχύτητα και διατηρούν τα χαρακτηριστικά των σωμάτων από όπου απορρέουν. Υπάρχει όμως περίπτωση εξαιτίας της απόστασης που διανύουν, ή από άλλα εμπόδια, να σχηματίσουν αισθητηριακές εντυπώσεις που δεν ανταποκρίνονται στα σώματα ή τα αντικείμενα από τα οποία ξεκινούν. Ο ισχυρισμός λοιπόν ότι οι αισθήσεις είναι αληθείς, σημαίνει στην ουσία πως οι αισθήσεις μας ανταποκρίνονται στα είδωλα που τις προκαλούν. Με αυτή την ερμηνεία όμως, η γνωσιολογική θεωρία του Επίκουρου αποσυνδέεται από την εμπειρία, γιατί η γνώση που αποκτούμε μέσω των αισθητηρίων αποτελεί γνώση των ειδώλων και όχι των πραγμάτων.

3η Ερμηνεία : Οι αισθήσεις είναι αληθείς γιατί ανταποκρίνονται πάντα σε ένα εξωτερικό αντικείμενο, έστω κι αν αυτό είναι μέρος αυτού που αντιλαμβανόμαστε σε κανονικές συνθήκες. (225) Όταν ας πούμε βλέπουμε έναν τετράγωνο πύργο από μακριά μας φαίνεται στρογγυλός. Η εντύπωση αυτή είναι αληθής, γιατί ανταποκρίνεται στο τμήμα εκείνο του πύργου από το οποίο απορρέουν αυτά τα είδωλα και το οποίο μοιάζει στρογγυλό.
Επιπλέον επιχείρημα υπέρ του ότι οι αισθητηριακές εντυπώσεις είναι αληθείς αποτελεί και το παρακάτω : «Αν αντιμάχεσαι όλες τις αισθητηριακές εντυπώσεις, δε θα έχεις σε τι να αναφερθείς για να κρίνεις ακόμη και αυτά που θεωρείς ψευδή».
Αυτό συμβαίνει γιατί μια αισθητηριακή εντύπωση δε μπορεί να διαψεύσει μια άλλη, προερχόμενη από την ίδια αίσθηση. Δεν έχουμε λόγο να προτιμήσουμε μια αίσθηση από μια άλλη, αφού κάθε αίσθηση έχει τα δικά της αντικείμενα. Ο ορθός λόγος δε μπορεί να διαψεύσει τις αισθητηριακές εντυπώσεις γιατί στηρίζεται σε αυτές.
Οι Επικούρειοι καταλήγουν πως η αισθητηριακή εντύπωση που θεωρούμε ψευδή, στην πραγματικότητα είναι δόξα, δηλαδή πεποίθηση του νου, που προσθέτει ή αφαιρεί στοιχεία από αισθητηριακές εντυπώσεις. Όμως, ακόμη δεν υπάρχει απάντηση στην ερώτηση πώς μπορούμε να διακρίνουμε με βεβαιότητα μια αισθητηριακή εντύπωση που είναι πάντα αληθής, από μια άλλη που μπορεί να είναι αληθής, μπορεί να είναι και ψευδής.

Η Μέθοδος της Επιστήμης (226)

Ποια όμως είναι η μέθοδος για να ελέγχουμε την αξιοπιστία των κρίσεών μας, σύμφωνα με τα κριτήρια αληθείας;
Για τον Επίκουρο, μερικές πεποιθήσεις είναι αληθείς, μερικές είναι ψευδείς. Αληθείς είναι αυτές που επαληθεύονται και δε διαψεύδονται από εναργείς αισθητηριακές εντυπώσεις. Ψευδείς είναι οι πεποιθήσεις που διαψεύδονται και δεν επαληθεύονται από εναργείς αισθητηριακές εντυπώσεις. Για την επαλήθευση αυτή, εισάγει τον όρο ‘επιμαρτύρησις’. Π.χ. : βλέπουμε κάποιον από μακριά και πιστεύουμε πως είναι κάποιος γνωστός μας. Η πεποίθηση αυτή είναι αληθής, αν επαληθεύεται (επιμαρτυρείται) από την αισθητηριακή μας εντύπωση, όταν αυτός ο άνθρωπος πλησιάσει και είναι πράγματι αυτός ο γνωστός. Η ίδια εντύπωση είναι ψευδής, αν δεν επαληθεύεται (ουκ επιμαρτυρείται) από την αισθητηριακή μας εντύπωση, γιατί από κοντά αναγνωρίζουμε πως ο άνθρωπος αυτός δεν είναι αυτός που νομίσαμε.
Δεύτερο παράδειγμα : «υπάρχει κενό» και «δεν υπάρχει κενό». Η πεποίθηση «δεν υπάρχει κενό» είναι ψευδής, επειδή διαψεύδεται (αντιμαρτυρείται) από την αισθητηριακή εντύπωση ‘υπάρχει κίνηση’. Δεν είναι δυνατόν λοιπόν αφού υπάρχει κίνηση να μην υπάρχει κενό, γιατί αλλιώς, πως θα υπήρχε κίνηση; (αν δεν υπήρχε το κενό μέσα στο οποίο μπορεί να κινηθεί το οτιδήποτε).
Από αυτό το παράδειγμα βλέπουμε πως στην επιστήμη συνήθως ξεκινάμε από πράγματα που παρατηρούμε άμεσα με τις αισθήσεις, για να αποδείξουμε άλλα που δεν παρατηρούμε άμεσα. Ο Επίκουρος υποστηρίζει ότι σε αυτές τις περιπτώσεις, αφού δε μπορούμε να επαληθεύσουμε καμιά πεποίθηση, μπορούμε να διαψεύσουμε τις ψευδείς και να αποδεχθούμε όσες δε μπορούμε να διαψεύσουμε. Επίσης, σε αρκετές περιπτώσεις πρέπει να αποδεχθούμε ως αληθείς περισσότερες από μια πεποιθήσεις για την εξήγηση ενός φυσικού φαινομένου, γιατί δεν έχουμε βρει ακόμα τον τρόπο να επιλέξουμε τη σωστή.
Άρα, (227) σύμφωνα με τον Επίκουρο, μπορούμε να οικοδομήσουμε τη γνώση μας σε σταθερές βάσεις, όταν χρησιμοποιούμε συστηματικά τα κριτήρια αληθείας, για την επαλήθευση ή διάψευση όλων των επιμέρους κρίσεών μας.

5.1.2. Η δομή των πραγμάτων (227)

Η απόκτηση βέβαιης γνώσης με την αξιοπιστία της αισθητηριακής εμπειρίας υπερασπίζει τη φυσική φιλοσοφία του Επίκουρου. Οι βασικές αρχές της επικούρειας ερμηνείας του φυσικού κόσμου συμφωνούν με τα δεδομένα των αισθήσεών μας και θεμελιώνουν σε αυτά το σύνολο των επιστημονικών κρίσεων για το σύμπαν.

Τα άτομα και το κενό

Ο Επίκουρος θέτει τρεις βασικές αρχές :
- Τίποτα δεν προκύπτει από το μη ον.
- Τίποτα δεν καταλήγει στο μη ον. (αλλιώς, ότι καταστρέφεται θα χάνονταν, αφού δε θα υπήρχαν αυτά στα οποία θα διαλύονταν)
- Το σύμπαν ήταν και θα είναι στην ίδια κατάσταση. (διότι δεν υπάρχει τίποτα στο οποίο να μεταβληθεί και τίποτα το οποίο να μπορεί να εισέλθει στο σύμπαν και να το μεταβάλει.)
Τα παραπάνω αποτελούν το σταθερό και αναλλοίωτο πλαίσιο όπου λειτουργούν τα συστατικά του κόσμου. Τα συστατικά που αναφέρει ο Επίκουρος είναι επηρεασμένα από την ατομική φιλοσοφία του Λεύκιππου και του Δημόκριτου καθώς, για την επικούρεια φυσική, ό,τι υπάρχει συνίσταται από άτομα και κενό.
Αφού λοιπόν όλα ανάγονται σε άτομα και κενό, τα άτομα και το κενό αποκλείονται αμοιβαία. Αποδεικνύεται η (228) ύπαρξη του κενού από το δεδομένο της κίνησης που είδαμε προηγουμένως. Το αδιαίρετο των ατόμων αποδεικνύεται από το ότι η επ’ άπειρον διαίρεση των ατόμων θα κατέληγε στο τίποτα, κάτι που δεν αναγνωρίζεται από την επικούρεια φυσική. Επίσης, τόσο το κενό, όσο και τα άτομα είναι άπειρα.
Έως τώρα ο Επίκουρος ακολουθεί τους Ατομικούς του 5ου αι., υπάρχουν όμως και σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Οι Επικούρειοι υποστηρίζουν πως παρόλο που το άτομο είναι η μικρότερη μονάδα, μπορούμε νοητά να το διαιρέσουμε κι άλλο (
minima). Έτσι, είναι αυτά τα ελάχιστα μέρη που αποτελούν τη μικρότερη μονάδα έκτασης που μπορούμε να συλλάβουμε με το νου μας. Σε κάθε άτομο υπάρχει πεπερασμένος αριθμών τέτοιων μονάδων που καθορίζει το μέγεθος του ατόμου. Το σχήμα του ατόμου καθορίζεται από τη διάταξη των ελάχιστων μερών που περιέχονται σε αυτό.
Υποστηρίζεται πως ο Επίκουρος τα λέει αυτά για τα ελάχιστα μέρη για να εξηγήσει το διαφορετικό σχήμα των ατόμων. Σύγχρονοι μελετητές δίνουν κι άλλη ερμηνεία : Η διαίρεση των ατόμων σε ελάχιστα μέρη είναι πιο ολοκληρωμένη απάντηση από αυτήν των ατομικών φιλοσόφων στα παράδοξα του Ζήνωνα, τα οποία βασίζονται στην επ’ άπειρον διαιρετότητα. Ο Ζήνων έλεγε πως για να φτάσουμε στο τέρμα ενός σταδίου πρέπει πρώτα να φτάσουμε στη μέση. Αν όμως το διάστημα μεταξύ αφετηρίας και μέσης διαιρείται επ’ άπειρον, δε θα μπορέσουμε (229) ούτε καν να ξεκινήσουμε, πόσο μάλλον να φτάσουμε στο τέρμα. Ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος προτείνουν το αδιαίρετο των ατόμων, άρα, αρνούνται την επ’ άπειρον διαιρετότητα, δε διαχωρίζουν όμως τη φυσική από τη θεωρητική διαιρετότητα.
Άλλη μια διαφορά : κατά τους Λεύκιππο και Δημόκριτο, οι πρωτεύουσες ιδιότητες των ατόμων είναι μόνο το σχήμα και το μέγεθός τους. Ο Επίκουρος προσθέτει και το βάρος. Συνεχίζει λέγοντας πως είναι το βάρος που δίνει στα άτομα την κίνηση προς τα κάτω, υποστηρίζοντας πως τα άτομα κινούνται με ίση ταχύτητα στο κενό.
Η ταχύτητα ενός σύνθετου σώματος καθορίζεται από τις συγκρούσεις των ατόμων στο εσωτερικό του. Όσο περισσότερα είναι τα άτομα που κινούνται προς μια κατεύθυνση, τόσο μεγαλύτερη η ταχύτητα του σύνθετου σώματος. Αν η κίνηση μερικών ατόμων εξισορροπεί την κίνηση των άλλων ατόμων προς την αντίθετη κατεύθυνση, το σώμα παραμένει ακίνητο.
Στην Επικούρεια φυσική διευκρινίζονται μερικές ασάφειες της διδασκαλίας των ατομικών φιλοσόφων. Π.χ. η θεωρία για τις δευτερεύουσες ιδιότητες των σύνθετων σωμάτων, δηλαδή το χρώμα, ο ήχος, η θερμοκρασία κλπ. Για τον Επίκουρο αυτές οι ιδιότητες δεν υπάρχουν ανεξάρτητα από τα σώματα, ούτε έχουν κατασκευαστεί από τον ανθρώπινο νου. Εξηγούνται από τους διαφορετικούς συνδυασμούς ατόμων και κενού που χαρακτηρίζουν τα σύνθετα σώματα. Ο Επίκουρος επίσης καθιστά σαφές πως εξαιτίας του άπειρου αριθμού των ατόμων που συνδυάζονται στο άπειρο κενό με άπειρους τρόπους, μπορεί να υπάρχουν άπειροι κόσμοι. Από αυτούς, άλλοι μπορεί να είναι ίδιοι με το δικό μας κι άλλοι εντελώς διαφορετικοί.
Άρα, η Επικούρεια φυσική δίνει κεντρική σημασία στην ύλη και την ατομική της σύσταση, ενώ χαρακτηρίζεται από έλλειψη απόλυτου προκαθορισμού και προβλεψιμότητας. Στο φυσικό σύστημα του Επίκουρου δεν υπάρχει τίποτα που να μην είναι σώμα (όπως οι πλατωνικές ιδέες) ούτε επιτρέπεται οποιαδήποτε εξήγηση με σκοπό να εκπληρωθούν με την κίνηση τα πράγματα της εμπειρίας μας. Ο Επίκουρος ενδιαφέρεται να εναρμονίσει τη φιλοσοφία του με τα εμπειρικά δεδομένα, που προσπαθεί να τα κατανοήσει πλήρως, μελετώντας τη φυσική δομή του κόσμου χωρίς να επικαλείται θεϊκή αιτιότητα.

Οι Θεοί και η Ανθρώπινη Ψυχή
Μπορεί ο Επίκουρος να μην επικαλείται τους θεούς για να εξηγήσει τα φυσικά φαινόμενα, αυτό όμως δε σημαίνει πως το θεϊκό στοιχείο λείπει από τη φιλοσοφία του. Όντως, αρνείται τις κοινές θρησκευτικές πεποιθήσεις της εποχής του, (οι θεοί ελέγχουν και παρεμβαίνουν) (231) δεν αρνείται όμως την ύπαρξή τους. Οι θεοί του Επίκουρου είναι μεν αθάνατοι και μακάριοι, η υπέρτατη ευδαιμονία όμως που τους χαρακτηρίζει οφείλεται στην πλήρη αδιαφορία τους για τον κόσμο και αυτό έχει ως συνέπεια την απουσία θείας πρόνοιας. Οι θεοί βρίσκονται σε αδιατάρακτη γαλήνη, κάτι που δε συνάδει με επιθυμία να δημιουργήσουν τον κόσμο ή να συμμετέχουν στην ανθρώπινη ζωή. Ο Επίκουρος ισχυρίζεται επίσης πως οι ατέλειες του κόσμου δείχνουν πως δεν ελέγχεται από τους θεούς.
Δέχεται πως στο φυσικό σύστημα υπάρχει το υπερφυσικό στοιχείο. Η εμπειρία πρέπει να μας καθοδηγεί και εδώ η εμπειρία λέει πως όλοι οι άνθρωποι καταλαβαίνουν την έννοια ‘θεός’, όλοι οι άνθρωποι έχουν προλήψεις των θεών. Ο Επίκουρος υποστηρίζει πως αυτές οι προλήψεις, σχηματίζονται από λεπτές απορροές που σχηματίζονται με τη σειρά τους από τα άτομα των θεών, που δεν έχουν την πυκνότητα του στερεού σώματος. Τέτοιου είδους απορροές γίνονται αντιληπτές από το νου μας και όχι από τις αισθήσεις, και συνήθως όταν κοιμόμαστε.
Το ίδιο συμβαίνει και με την ανθρώπινη ψυχή. Είναι μεν σώμα, αφού μπορεί να προκαλέσει και να υποστεί κάτι, το σώμα της όμως συνίσταται από πολύ λεπτά άτομα. Η Επικούρεια φυσική καθορίζει και το σχήμα των ατόμων της ψυχής ως σφαιρικό, γιατί έτσι επιτυγχάνεται καλύτερα η ταχύτητα της σκέψης. Άλλωστε η ψυχή είναι το κέντρο της αισθητηριακής αντίληψης και των ανθρώπινων νοητικών λειτουργιών. Ο Επίκουρος τονίζει ακόμη πως υπάρχει αμοιβαία εξάρτηση σώματος και ψυχής καθώς για να υπάρχει η ψυχή πρέπει να βρίσκεται σε ένα σώμα.
Έτσι (232) φτάνει στο συμπέρασμα πως αφού δεν υπάρχει η αθανασία της ψυχής, όπως δεν υπάρχει και ζωή μετά θάνατον, δεν υπάρχει λόγος να φοβούνται οι άνθρωποι το θάνατο, τη θεϊκή κρίση και την αιώνια τιμωρία.

5.1.3 Η Αναζήτηση της Ευδαιμονίας

Ο Επίκουρος εξηγεί με τέτοιον τρόπο την πραγματικότητα, ώστε να εξαλειφθεί ο ανθρώπινος φόβος για το θάνατο ή τις θεϊκές παρεμβάσεις. Έτσι γίνεται το κατάλληλο πλαίσιο για να αναπτυχθεί η θεωρία του για το πώς μπορούν οι άνθρωποι να ζουν ευτυχισμένοι. Ο υπέρτατος στόχος της ηθικής του είναι η ανθρώπινη ευδαιμονία που εξασφαλίζεται μόνον μέσα από μια κατάσταση αδιατάρακτης γαλήνης, δηλαδή την αταραξία.

Η Ηδονή

Τι σημαίνει για τον Επίκουρο ανθρώπινη ευδαιμονία; Οι πηγές είναι ξεκάθαρες: Ευδαιμονία = ηδονή. Για να στηρίξει τη θέση του αυτή δίνει ως απόδειξη την εμπειρία πως όλα τα ζώα από τη στιγμή που γεννιούνται επιζητούν την ηδονή. Άρα η ηδονή αποτελεί το σημαντικότερο πάθος που θα χρησιμοποιηθεί ως κριτήριο αληθείας για να επιλέξει ή να αποφύγει κανείς μια πράξη. Πολλοί αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν για ηδονισμό, αλλά το περιεχόμενο που δίνει ο Επίκουρος στην ηδονή είναι άλλο :
-δεν εννοεί τις ηδονές των ασώτων (233) και των απολαύσεων, αλλά την απαλλαγή από τον πόνο του σώματος και την ταραχή του νου.
-Την ευχάριστη ζωή την εξασφαλίζουν ο νηφάλιος στοχασμός που αναζητά τις αιτίες των πραγμάτων και απομακρύνει τις πεποιθήσεις που δημιουργούν σύγχυση ψυχής.
Αφού η ηδονή είναι η αποφυγή του πόνου, το μέγεθός της εξαρτάται από το βαθμό εξάλειψης του σωματικού πόνου και της ψυχικής διαταραχής. Αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να επιλέγουμε κάθε είδους ηδονή και να αποφεύγουμε κάθε είδους πόνο. Κάποιες φορές, ο πόνος είναι απαραίτητος για να εξασφαλίσει μια εντονότερη ηδονή, και κάποιες άλλες, η ηδονή έχει ως επακόλουθο ισχυρότερους πόνους.
Άρα, θα πρέπει ο άνθρωπος να εξετάζει προσεκτικά την κάθε περίσταση προκειμένου να ακολουθήσει ή να απορρίψει μια επιθυμία του, θεωρώντας ίσως πως η επιθυμία αυτή θα προκαλέσει ηδονή ή πόνο. Ο Επίκουρος δίνει μια ενδιαφέρουσα ταξινόμηση των ανθρώπινων επιθυμιών:
-άλλες επιθυμίες είναι φυσικές και άλλες μάταιες.
-Από τις φυσικές, άλλες είναι αναγκαίες και άλλες απλώς φυσικές.
-Από τις αναγκαίες, άλλες είναι αναγκαίες για την ευδαιμονία, άλλες για τη σωματική ευεξία και άλλες για τη ζωή.
-Η σωστή κατανόηση αυτών των πραγμάτων, επιτρέπει να ανάγουμε τις αιτίες για κάθε προτίμηση και αποστροφή, στην υγεία του σώματος και την αταραξία της ψυχής, γιατί αυτός είναι ο σκοπός της μακάριας ζωής.

Π.χ. : η επιθυμία για τροφή είναι φυσική και αναγκαία. Η επιθυμία για ακριβά ρούχα είναι φυσική και όχι αναγκαία. Η επιθυμία απόκτησης δόξας είναι μάταιη. Ο Επίκουρος δεν προτείνει τη ζωή του ασκητή που στερείται κάθε ηδονής (234) αλλά υποστηρίζει πως μια απλή ζωή μπορεί να μας βοηθήσει να πλησιάσουμε την ευδαιμονία.

Η Ελεύθερη Βούληση
Μπορούμε όμως να επιλέξουμε όταν οι πράξεις μας προκαθορίζονται από τα αίτιά τους; Επιτρέπει ο Επίκουρος στον κόσμο των ατόμων και του κενού να συμβαίνουν γεγονότα που προκαλεί η ελεύθερη ανθρώπινη βούληση; Πρόκειται για δύσκολο ερώτημα και οι μελετητές του Επίκουρου δίνουν διαφορετικές ερμηνείες στα κείμενα που το αναφέρουν.
Σίγουρα, το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης σχετίζεται άμεσα με την εκτροπή στην κίνηση των ατόμων. Αφού τα άτομα εκτρέπονται, δεν υπάρχει λόγος να θεωρούμε προκαθορισμένη την ανθρώπινη συμπεριφορά, όχι πάντα τουλάχιστον.


5.2 Οι Στωικοί (235)

Ο στωικισμός ιδρύθηκε από το Ζήνωνα τον Κιτιέα και ονομάστηκε έτσι από την Ποικίλη Στοά της Αγοράς των Αθηνών. Ο Ζήνων διαίρεσε τη φιλοσοφία σε τρία μέρη, τη λογική, τη φυσική και την ηθική. Μετά το θάνατό του οι μαθητές του ανέπτυξαν ο καθένας όποιο μέρος τους άρεσε, αλλά ήταν ο Χρύσιππος αυτός που ανέπτυξε και συστηματοποίησε τα τρία μέρη της στωικής φιλοσοφίας. Για αυτό το λόγο, τα έργα του θεωρούνται από πολλούς ως ο κανών της.
Η στωική φιλοσοφία, επηρέασε ιδιαίτερα τους Ρωμαίους.
Η τελευταία φάση της στωικής φιλοσοφίας επικεντρώνεται στην ηθική, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως η λογική και η φυσική θεωρούνται υποδεέστερες. Αντίθετα, οι στωικοί τονίζουν πάντοτε την άμεση σχέση μεταξύ των τριών μερών. Ο τελικός σκοπός του στωικού είναι να μάθει πώς να ζει. Απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό είναι να μπορέσει κανείς να αποκτήσει σαφή γνώση της αλήθειας και επαρκή κατανόηση του κόσμου. Οι Στωικοί υποστηρίζουν πως το αντικείμενο της φιλοσοφίας είναι πάντα το ίδιο, το λογικό σύμπαν, που μπορεί να εξεταστεί από τρεις διαφορετικές αλλά συνεπείς μεταξύ τους απόψεις (236). Άρα, η τριμερής διαίρεση της φιλοσοφίας εκθέτει με μεγαλύτερη ευκρίνεια τη διδασκαλία των θεωριών τους. Για να δείξουν την εξάρτηση αυτή οι Στωικοί συγκρίνουν τη φιλοσοφία με ζωντανό οργανισμό, με αυγό, με εύφορο χωράφι και πόλη.

5.2.1. Η Στωική Λογική
Οι στωικοί ονομάζουν λογική ό,τι έχει γενικά σχέση με το λόγο, είτε την ομιλία είτε τον ορθό λόγο. Διαιρείται στη διαλεκτική (που περιλαμβάνει όχι μόνο τη λογική με τη σύγχρονη σημασία της αλλά και τη γραμματική, τη σημασιολογία, τη φιλοσοφία της γλώσσας και τη θεωρία της γνώσης) και τη ρητορική (που ασχολείται με τα σχήματα και τη διάταξη του ρητορικού λόγου).

Το Λεκτόν
Βάση της στωικής λογικής αποτελούν :
-ο ήχος ή η φωνή που εκφέρουμε όταν λέμε κάτι, το σημαίνον (π.χ. ο Δίας)
-αυτό που εννοούμε, το σημαινόμενον (η κατάσταση των πραγμάτων που δηλώνεται από τη φωνή και μπορούμε εμείς να αναγνωρίσουμε) και
-το εξωτερικό αντικείμενο, το τυγχάνον (ο Δίας ο ίδιος)
Η στωική αυτή διάκριση εκθειάζεται για τη συνάφειά της με σύγχρονες φιλοσοφικές θεωρίες,  όπως του
Gottlob Frege που διακρίνει και αυτός το νόημα αυτού που λέμε από το εξωτερικό αντικείμενο στο οποίο αναφερόμαστε (ας πούμε άλλη λέξη το ‘Αυγερινός’ άλλη λέξη το ‘Αποσπερίτης’ αλλά και οι δύο εννοούν το ίδιο αστέρι).
Το (237) σημαινόμενον ονομάζεται και λεκτόν, δηλαδή αυτό που λέγεται , αυτό που μπορεί να λεχθεί, το νόημα. Τα λεκτά μπορεί να είναι ελλιπή, (ρήμα χωρίς υποκείμενο π.χ. ‘γράφει’) ή αυτοτελή (π.χ. ‘έγραψε’).
Η σημαντικότερη ομάδα λεκτών είναι τα αξιώματα, οι πλήρεις προτάσεις που δέχονται τιμές αληθείας, μπορούν δηλαδή να είναι αληθείς ή ψευδείς. Π.χ. Είναι μέρα. Πρόκειται για αξίωμα που ή είναι αλήθεια ή δεν είναι.

Η Προτασιακή Λογική
Το στωικό λογικό σύστημα έχει ως μονάδα την πλήρη πρόταση και όχι τους όρους της πρότασης. Για αυτό οι Στωικοί θεωρούνται εισηγητές της σημερινής προτασιακής λογικής (ο Αριστοτέλης συστηματοποίησε την κατηγορική λογική). Οι Στωικοί μελέτησαν τις σχέσεις μεταξύ των προτάσεων και μερικούς από τους διαφορετικούς τύπους σύνθετων προτάσεων που μπορεί να σχηματίζουν. (π.χ. είναι βράδυ και πεινάω). Επίσης, διαζευκτικές προτάσεις (π.χ. ή πεινάω ή διψάω), υποθετικές προτάσεις (π.χ. αν πεινάω, τότε διψάω). Ασχολήθηκαν αρκετά με τον καθορισμό των πινάκων αληθείας αυτών των σύνθετων προτάσεων, τον καθορισμό δηλαδή όλων των περιπτώσεων κατά τις οποίες οι προτάσεις αυτές είναι αληθείς ή ψευδείς. Οι Στωικοί συμβολίζουν τις σύνθετες προτάσεις με χαρακτηριστικό τρόπο, χρησιμοποιώντας τακτικούς αριθμούς (αν το πρώτο, τότε το δεύτερο) αντί για τα γράμματα της αλφαβήτου που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης.
Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της στωικής φιλοσοφίας είναι τα επιχειρήματα που κατασκευάζει χρησιμοποιώντας σύνθετες προτάσεις, οι απόψεις τους για το πότε αυτά τα επιχειρήματα είναι έγκυρα και κυρίως η πεποίθησή τους πως όλα τα έγκυρα επιχειρήματα ανάγονται σε πέντε τύπους επιχειρημάτων, τους πέντε ‘αναποδείκτους’.
1.Αν το πρώτο, τότε το δεύτερο. Αλλά το πρώτο. Άρα το δεύτερο
2.Αν το πρώτο, τότε το δεύτερο. Αλλά όχι το δεύτερο. Άρα όχι το πρώτο.
3.Όχι και το πρώτο και το δεύτερο. Αλλά το πρώτο. Άρα όχι το δεύτερο.
4.Ή το πρώτο, ή το δεύτερο. Αλλά το πρώτο. Άρα όχι το δεύτερο.
5.Ή το πρώτο, ή το δεύτερο. Αλλά όχι το δεύτερο. Άρα το πρώτο.
Παράδειγμα πρώτου αναπόδεικτου : Όταν είμαι σε πάρτυ, χορεύω. Αλλά είμαι σε πάρτυ. Άρα χορεύω.
Σύμφωνα με τους στωικούς, όλα τα έγκυρα επιχειρήματα, όσο πολύπλοκα (238) κι αν είναι, ανάγονται ή αναλύονται στα παραπάνω λογικά σχήματα. Το λογικό αυτό σύστημα, καλύπτει όλους τους τύπους επιχειρημάτων και διαθέτει επίσης τη μέθοδο που αποτελεί βάση για να κρίνει κανείς με βεβαιότητα την εγκυρότητά τους.
H Καταληπτική Φαντασία
Κατά τους Στωικούς η πηγή των στοιχείων για τις προτάσεις των επιχειρημάτων μας, άρα η πηγή της ανθρώπινης γνώσης, είναι η αισθητηριακή εμπειρία. Πιστεύουν ότι αυτή προηγείται κάθε νοητικής διαδικασίας, έτσι ώστε η εξάλειψή της να οδηγεί στην αναίρεση οποιασδήποτε δυνατότητας απόκτησης γνώσης. Πιστεύουν ακόμη πως όταν γεννιούνται οι άνθρωποι, ο νους τους μοιάζει με άγραφο χαρτί όπου αποτυπώνονται οι εντυπώσεις από τα εξωτερικά αντικείμενα που επενεργούν στα αισθητήρια όργανα. Αυτές οι εντυπώσεις ονομάζονται ‘φαντασίας’ και άλλοτε παρομοιάζονται με αποτυπώσεις κέρινης σφραγίδας και άλλοτε με μεταλλαγές του ατμοσφαιρικού αέρα, που οφείλονται στην ταυτόχρονη επενέργεια διαφορετικών ήχων.
Εξαιτίας των επαναλαμβανόμενων εντυπώσεων του ίδιου πράγματος που προσλαμβάνουμε από τον εξωτερικό κόσμο, σχηματίζονται στο νου μας έννοιες τις οποίες οι στωικοί (όπως και οι Επικούρειοι) ονομάζουν προλήψεις. (239)
Με βάση αυτές τις έννοιες και με τη βοήθεια διαφόρων νοητικών διεργασιών όπως η αναλογία, η σύνθεση και η εναντίωση, σχηματίζονται στο νου και άλλες γενικές έννοιες που δεν αποτελούν πλέον άμεσα παράγωγα της αισθητηριακής μας εμπειρίας. Π. χ. οι γενικές έννοιες ‘πράσινο’ και ‘σκύλος’ προέρχονται από τα αισθητηριακά μας δεδομένα, ενώ η γενική έννοια ‘κύκλωψ’ σχηματίζεται κατά αναλογία με την έννοια ‘άνθρωπος’ και η γενική έννοια ‘θάνατος’ σε αντίθεση με την έννοια ‘ζωή’. Σύμφωνα με τους Στωικούς, αυτός είναι ο τρόπος που στην ηλικία των 14 αναπτύσσεται στον άνθρωπο ο ορθός λόγος, που τον διακρίνει ως είδος από τα άλλα ζώα.
Αυτό όμως που κυρίως απασχολεί τους Στωικούς είναι το πώς θα θεμελιώσουν τη δυνατότητα των ανθρώπων να αποκτήσουν βέβαιη γνώση. Θέτουν και αυτοί το ζήτημα των κριτηρίων αληθείας (των Επικούρειων) για να καθορίσουν τι είναι ακριβώς εκείνο το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για να αποφασίζουμε αν οι κρίσεις μας είναι αληθείς ή ψευδείς. Στους Στωικούς όμως το κριτήριο αληθείας είναι συγκεκριμένο είδος εντυπώσεων, που τις ονομάζουν ‘καταληπτικάς φαντασίας’ και τις ορίζουν ως:
«Καταληκτική φαντασία είναι αυτή η οποία προέρχεται από κάτι που υπάρχει, αποτυπώνεται και σφραγίζεται σύμφωνα ακριβώς με αυτό που υπάρχει, και είναι τέτοια ώστε δε θα μπορούσε να προέρχεται από κάτι που δεν υπάρχει».
Άρα, αυτές οι εντυπώσεις είναι από τη φύση τους αξιόπιστες και εναργείς, καθώς παρουσιάζουν τα αισθητηριακά δεδομένα με τρόπο σαφή και ευκρινή. Αν λοιπόν οι άνθρωποι έχουν τέτοιες εντυπώσεις, μπορούν, με βάση αυτές, να σχηματίσουν αληθείς κρίσεις. Υπάρχουν όμως τέτοιες εντυπώσεις; Οι Σκεπτικοί αμφισβητούν την ύπαρξή τους, αλλά οι Στωικοί επιμένουν πως υπάρχουν, γιατί μόνον έτσι στηρίζεται η ανθρώπινη γνώση. Οι Στωικοί ορίζουν την επιστήμη ως το σύστημα των ασφαλών και αμετάβλητων καταλήψεων και θεωρούν πως την αποκτούν μόνον οι σοφοί, ενώ όλοι οι άλλοι παραμένουν ανόητοι και φαύλοι.

Η Στωική Φυσική
Αντικείμενό της είναι η φύση, με την ευρεία (240) σημασία, όχι μόνον του φυσικού κόσμου αλλά και κάθε ζωντανού οργανισμού, των ανθρώπων και των θεών. Η στωική φυσική είναι στην ουσία της μια φιλοσοφία της φύσης και όχι φυσική με τη σημερινή σημασία του όρου, αν και αρκετές φορές στηρίζεται στην παρατήρηση φυσικών φαινομένων.

Το συνεχές
Οι Στωικοί έχουν δύο αρχές :
-Ο κόσμος αποτελεί έναν ενιαίο, ζωντανό οργανισμό, ένα συνεχές που δε μπορεί να διαιρεθεί σε διακριτά μόρια
-Ο κόσμος συνίσταται από δύο στοιχεία, ένα ενεργητικό (φύση, λόγος ή θεός) και ένα παθητικό (ύλη)
Τα στοιχεία αυτά δε μπορούν να διαχωριστούν γιατί το ενεργητικό υπάρχει σε όλον τον κόσμο και δίνει στην ύλη τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της. Καταλαβαίνουμε έτσι πως οι Στωικοί κατανοούν το σύμπαν ως κάτι που διαθέτει νόηση και ταυτίζουν τη φύση με το θεό που εδώ παρουσιάζεται ως το υπέρτατο λογικό ον, βρίσκεται μέσα στο φυσικό κόσμο και διευθύνει τα πάντα ως ψυχή και νους.
Σύμφωνα με τη στωική φυσική υπάρχουν μόνον σώματα. Γιατί για να υπάρχει κάτι θα πρέπει να μπορεί να προξενεί ή να υφίσταται κάποια μεταβολή. Αυτό συμβαίνει μόνο στα σώματα, που γενικά προβάλλουν αντίσταση σε κάθε εξωτερική πίεση. Αυτό δε σημαίνει πως οι Στωικοί είναι υλιστές. Άλλωστε υποστηρίζουν πως το σώμα δε συνίσταται μόνον από την ύλη αλλά και από το λόγο. Η ύλη και ο λόγος συγκροτούν όσα υπάρχουν και διαχωρίζονται μόνο με σκοπό την εννοιολογική ανάλυση. (241) Και ο θεός είναι ένα είδος φωτιάς που δίνει ζωή στον κόσμο.
Υποστηρίζουν ακόμη πως οι μεταμορφώσεις της φωτιάς που αντιστοιχούν στις δραστηριότητες του θεού προκαλούν τις φάσεις του κοσμικού κύκλου. Ο κόσμος δεν είναι αδημιούργητος και άφθαρτος, αλλά καταστρέφεται (εκπύρωσις) και ξαναγεννιέται. Μόνον ο θεός εξακολουθεί να υπάρχει ως φωτιά που απορροφά τα πάντα. Όταν ο κόσμος ξαναγεννιέται, ο θεός εμφανίζεται ως πνεύμα, μια πύρινη μορφή αέρα. Οργανικοί και ανόργανοι οργανισμοί οφείλουν τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητές τους σε αυτό το πνεύμα που συνέχει τα πάντα με τον ‘τόνο’, ένα είδος κίνησης που καμιά φορά περιγράφεται ως στιγμιαία εναλλαγή των αντίθετων κινήσεων προς τα μέσα και προς τα έξω. Τα δύο αυτά συστατικά του πνεύματος (η φωτιά και ο αέρας) αναμειγνύονται σε διαφορετικές ποσότητες δημιουργώντας διαφορετικά πράγματα του φυσικού κόσμου. Για τους ανθρώπους, μέρος αυτού του πνεύματος είναι η ψυχή.
Άρα το πνεύμα έχει δύο λειτουργίες στη φυσική τάξη :
-δίνει εσωτερική συνοχή στα μεμονωμένα σώματα καθώς τα συγκρατεί ο τόνος
-καθιστά τον κόσμο ένα ενιαίο σώμα, αφού διαπερνά όλα τα πράγματα.

Η Ειμαρμένη
Σε αυτήν την κοσμική τάξη που ρυθμίζεται από το θεό ή το λόγο οι σχέσεις των σωμάτων υπακούουν σε νόμους που δεν έχουν εξαίρεση. Οι νόμοι αυτοί αποτελούν την ‘ειμαρμένη’, που ταυτίζεται με τη θεία πρόνοια.
Οι Στωικοί πιστεύουν πως για ότι συμβαίνει υπάρχουν αίτια που δε θα επέτρεπαν να συμβεί οτιδήποτε άλλο. Η έννοια της τύχης (πάντα σύμφωνα με τους Στωικούς) δηλώνει απλά το γεγονός πως τα αίτια δεν έχουν ακόμα κατανοηθεί. Για αυτό άλλωστε όλα τα μελλοντικά γεγονότα είναι προβλέψιμα από αυτόν που κατανοεί το σύνδεσμο των αιτιών και η αστρολογία με τη μαντική θεωρούνται εμπειρικές επιστήμες.
Ακόμα (242) κι έτσι όμως, υπάρχει χώρος για αυτό που είναι απλώς δυνατόν και όχι αναγκαίο. Ο Χρύσιππος θεωρούσε το δυνατόν ως κάτι που μπορεί να είναι αληθές και για το οποίο δεν υπάρχουν εμπόδια που να το εμποδίσουν να συμβεί. Ανέπτυξε μια πολύπλοκη θεωρία για την αιτιότητα θέλοντας να εξηγήσει την ελεύθερη ανθρώπινη βούληση και να υποστηρίξει πως οι άνθρωποι είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους. π.χ. ο κυλιόμενος κύλινδρος. Υποθέτουμε πως ο κύλινδρος βρίσκεται σε μια επίπεδη επιφάνεια. Το γεγονός πως ο κύλινδρος κυλάει, αποδίδεται σε δυο αίτια :
1. σε έναν εξωτερικό παράγοντα που αρχικά του δίνει ώθηση και
2. στο συγκεκριμένο σχήμα του.
Συνεπώς, το γεγονός πως ο κύλινδρος κυλάει είναι αποτέλεσμα και της εξωτερικής ώθησης και της εσωτερικής του φύσης. Το πρώτο είδος αίτιου (η εξωτερική ώθηση) ονομάζεται ‘συνεργόν’ και ‘προκαταρκτικόν’ ενώ το δεύτερο (η εσωτερική φύση) ‘προηγούμενον’ και ‘αυτοτελές’. Σύμφωνα με το Χρύσιππο η ειμαρμένη είναι το σύνολο των εξωτερικών αιτίων που επιδρούν στο άτομο και λειτουργούν έτσι ώστε να πραγματοποιήσουν τα προκαθορισμένα τους αποτελέσματα. Όμως τα εξωτερικά αίτια πυροδοτούν μόνον καταστάσεις χωρίς να αποτελούν από μόνα τους αναγκαία συνθήκη για την ανθρώπινη πράξη.
Οι Στωικοί τονίζουν πως παρόλο που οι άνθρωποι είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους, μόνον ο σοφός είναι ελεύθερος, γιατί η ελευθερία συνίσταται στο να πράττει κανείς με τη θέλησή του σύμφωνα με αυτά που προκαθορίζει η θεία πρόνοια για το συνολικό καλό του κόσμου. Άρα, ο στωικισμός δεν είναι μια μοιρολατρική φιλοσοφία που προτείνει την απραξία, αφού είναι στο χέρι μας να πράττουμε σύμφωνα με ό,τι έχει προκαθοριστεί.

Η Στωική Ηθική
Απαραίτητη προϋπόθεση για τη συγκρότηση και εφαρμογή των στωικών ηθικών θεωριών είναι η βέβαιη γνώση της δομής του φυσικού κόσμου και η θέση του ανθρώπου σε αυτόν. Οι Στωικοί πιστεύουν πως μόνον όταν οι άνθρωποι κατανοήσουν (μέσω του ορθού λόγου) τις λειτουργίες του σύμπαντος θα μπορέσουν να βρουν τον τρόπο για να πετύχουν και αυτοί – ως μέρος της φύσης – τον τελικό σκοπό που είναι η τέλεια ευδαιμονία. Σύμφωνα με τη στωική ηθική, μόνο η συμφωνία με τη φύση μπορεί να εγγυηθεί μια ευτυχισμένη ζωή. Η εναντίωση στις φυσικές επιταγές φέρνει δυστυχία και καταστροφή.

Η Αρετή (243)
Η φύση σύμφωνα με την οποία πρέπει να ζούμε είναι ο λόγος, τόσο ο ορθός λόγος που διέπει την καθολική φύση, όσο και ο ορθός λόγος που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη φύση. Μέσω του ορθού λόγου αποκτούμε την έννοια του αγαθού, της αρετής. Για τους Στωικούς, η ενάρετη ζωή μας οδηγεί στην ευδαιμονία. Αρκεί και μόνον η συγκατάθεσή μας σε αυτήν την έννοια για να τροποποιηθούν τα κίνητρά μας, ώστε να ρέπουμε πως το αγαθό, την αρετή.
Καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η αρετή είναι το αγαθό και η ευδαιμονία εξαρτάται από αυτήν και όχι από τα συμβατικά αγαθά (πλούτος κλπ) όλα αυτά είναι αδιάφορα, διότι δεν παίζουν κανένα ρόλο στην απόκτηση της αρετής και της ευδαιμονίας.
Από τα αδιάφορα, κάποια είναι σύμφωνα με τη φύση (κατά φύσιν) και άρα προτιμητέα (προηγμένα) ενώ άλλα είναι αντίθετα με τη φύση (παρά φύσιν) και άρα απορριπτέα (αποπροηγμένα). Π.χ. ο πλούτος είναι τυπικά προτιμητέος και η φτώχια τυπικά απορριπτέα, κανένα όμως από τα δύο δεν έχει σημασία για την ηθική αξία ενός ανθρώπου.
Υπάρχουν και τα απολύτως αδιάφορα.
Οι τρεις αυτές κατηγορίες αδιάφορων δεν είναι αγαθά, (244) καθώς δεν αποτελούν συστατικά της αρετής, μπορούν όμως να χρησιμοποιηθούν θετικά ή αρνητικά. Καλύτερα να προτιμάμε την πρώτη κατηγορία (τα κατά φύσιν προηγμένα αδιάφορα) διότι αυτά συμβαδίζουν με τη φύση.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν τη θεωρία του φυσικού νόμου που επηρέασε τις συζητήσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Για τους Στωικούς η αντίθεση μεταξύ ατομικής και καθολικής φύσης είναι φαινομενική. Η καθολική φύση θεσπίζει έναν κανόνα για κάθε άνθρωπο κι αυτός ο κανόνας είναι το κριτήριο μέσω του οποίου αποφασίζουμε κατά πόσον εκπληρώνουμε ή όχι τους ατομικούς μας σκοπούς.
Δηλαδή, οι Στωικοί ισχυρίζονται πως ο ενάρετος άνθρωπος έχει επιθυμίες που συμβαδίζουν με αυτό που είναι αγαθό για τον κόσμο.

Τα Πάθη
Η ενάρετη ζωή, η σύμφωνη με τη φύση, είναι ο δρόμος για την ευδαιμονία. Τα ανθρώπινα πάθη είναι η πηγή της δυστυχίας. Τα πάθη δεν έχουν την έννοια των ισχυρών συναισθημάτων όπως ο έρωτας ή η φιλοδοξία. Συμπεριλαμβάνουν ένα πλήθος ψυχικών καταστάσεων όπως ο πόνος, ο θυμός, η ντροπή κ.α.
Σε αντίθεση με τους προηγούμενους φιλοσόφους, οι Στωικοί δε θεωρούν πως τα πάθη προέρχονται από κάποιο άλογο μέρος της ψυχής. Θεωρούν πως είναι ψευδείς κρίσεις, μη έλλογες κινήσεις της λογικής ψυχής (245) και για αυτό δε χαρακτηρίζουν τα άλογα ζώα αλλά τους ανθρώπους, που πρέπει να επικρίνονται για αυτά.
Επομένως, ένας άνθρωπος έχει πάθη όταν συμφωνεί με μια ψευδή εντύπωση και δημιουργεί την παρόρμηση να ζητήσει ή να αποφύγει πράγματα που είναι στην πραγματικότητα αδιάφορα. Για αυτό και τα πάθη χαρακτηρίζονται ως παρορμήσεις πέρα από το κανονικό μέτρο. Ο Χρύσιππος λέει πως το ανθρώπινο πάθος είναι ορμή πλεονάζουσα, ας πούμε, όταν πίνουμε δύο ποτά, έχουμε τον έλεγχο του εαυτού μας και μπορούμε να σταματήσουμε όταν θέλουμε. Όταν όμως πιούμε πολλά ποτά, αυτό δεν μπορεί να γίνει. Το ίδιο γίνεται με την παρόρμηση του πάθους, γιατί και αυτή δε μπορεί να ελεγχθεί καθώς δεν υπακούει στον ορθό λόγο και δεν είναι σύμφωνη με τα φυσικά μέτρα.
Άρα, αν η ψυχή του ανθρώπου είναι απαλλαγμένη από πάθη, ο ορθός λόγος και οι επιθυμίες συμφωνούν, κι έτσι ο άνθρωπος ζει σύμφωνα με τη φύση. Οι Στωικοί διακηρύττουν πως τα ανθρώπινα πάθη πρέπει να εξαλειφθούν τελείως και όχι μόνον να περιοριστούν. Μόνο ο σοφός είναι σχεδόν απαλλαγμένος από κάθε πάθος και λέμε σχεδόν, διότι και αυτός χαρακτηρίζεται από θετικές συγκινησιακές καταστάσεις, όπως η χαρά, η ευλάβεια κι η επιθυμία να συμβούν καλά πράγματα στους άλλους και στο κοινωνικό σύνολο.

Τα Καθήκοντα
Τι γίνεται όμως με την ηθική πρακτική; Από τι πρέπει να κατευθύνονται οι ανθρώπινες πράξεις για να είναι ηθικά αποδεκτές; Οι Στωικοί λένε πως όλες οι πράξεις που είναι σύμφωνες με την έλλογη ανθρώπινη φύση είναι ηθικές και ονομάζονται ‘καθήκοντα’. (να τιμάς τους γονείς σου, να γυμνάζεσαι, να τρως με μέτρο, να αγαπάς την πατρίδα σου). Όλες οι πράξεις, όλων των ανθρώπων, ηθικών και φαύλων μπορούν να ονομαστούν ‘καθήκοντα’ αν είναι ηθικά αρμόζουσες. Όμως, οι πράξεις των σοφών είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία και ονομάζονται «κατορθώματα». Η διαφορά τους βρίσκεται στα κίνητρα.
Κατόρθωμα : μια πράξη που γίνεται από το σοφό (246) που συνειδητοποιεί πως η προσπάθεια απόκτησης ενός αγαθού είναι πιο σημαντική από την απόκτησή του. Η αρετή δεν είναι θέμα αποτελεσμάτων αλλά συμπεριφοράς, τέλεια εναρμονισμένης με τον ορθό λόγο της φύσης. Ο σοφός που επιστρέφει κάτι που δανείστηκε, δεν το κάνει επειδή γνωρίζει πως η πράξη αυτή είναι επιθυμητή, αλλά γιατί ξέρει πως η ηθικά ορθή πράξη είναι αυτή που συμφωνεί με την αρετή.
Το ιδιαίτερο γνώρισμα του ενάρετου ανθρώπου είναι πως δεν επιλέγει πράγματα σύμφωνα με τη φύση αλλά τα επιλέγει και βάσει κάποιων αρχών.
Οι Στωικοί υποστηρίζουν πως μόνο η αρετή που διέπει τις πράξεις των σοφών αποτελεί αγαθό. Το ελάχιστο ηθικό παράπτωμα μας κάνει φαύλους και όλα τα ηθικά σφάλματα είναι ισότιμα για αυτούς. Παρομοιάζουν τον ανήθικο με αυτόν που πνίγεται στη θάλασσα, λένε πως είναι το ίδιο είτε πνιγείς στο ένα, είτε στα πέντε μέτρα. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως η στωική ηθική είναι από τις πιο απαιτητικές. Υπάρχουν όμως άνθρωποι τόσο ενάρετοι; Οι Στωικοί παραδέχονται πως είναι πάρα πολύ δύσκολο να γίνει κανείς σοφός και για αυτό ποτέ δεν ισχυρίστηκαν για τους εαυτούς τους πως το έχουν καταφέρει. Από την άλλη όμως, είναι τόσο ανεφάρμοστη η στωική ηθική, όσο νομίζουμε; Οι Στωικοί, παρόλη τη διάκριση σε πράξεις σοφών και φαύλων, πιστεύουν πως με συνεχή προσπάθεια και οι φαύλοι μπορούν να βελτιωθούν, και αυτή είναι η ελπίδα τους.

(από ollthatjazz)

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

ΕΛΠ 22 - Η φιλοσοφία του Πλάτωνα


Κεφάλαιο 3 - Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ 


Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Το μόνο που έχει μείνει από τον Πλάτωνα είναι οι φιλοσοφικοί διάλογοι από τους οποίους αντλούμε τη γνώση του έργου του. Οι σχολιαστές του συμφωνούν στη διαίρεση των διαλόγων σε τρεις κατηγορίες : πρώιμη, μεσαία και ώριμη. Θεωρούν πως η διαίρεση αυτή είναι χρονολογική, για αυτό και ονομάστηκαν έτσι. Ως εκ τούτου (122) δε γνωρίζουμε με σιγουριά τη χρονολογία συγγραφής τους, εκτός από το «Νόμοι» που είναι το τελευταίο του. Εξαιτίας λοιπόν αυτού του παράδοξου, το κριτήριο για τους διαλόγους είναι θεματικό και αυτό αποδεχόμαστε και εμείς.  
Πλάτων



Σωκράτης
Πρώιμοι είναι οι διάλογοι που ο Πλάτων παρουσιάζει τα φιλοσοφικά προβλήματα που τον απασχολούν, χωρίς να είναι σε θέση να προτείνει λύση.
Μεσαίοι είναι οι διάλογοι που ο Πλάτων προτείνει τη μεταφυσική θεωρία των ιδεών ως λύση στα φιλοσοφικά προβλήματα.
Ώριμοι είναι οι διάλογοι που ο Πλάτων συζητάει, ελέγχει και ξανασκέπτεται αυτή τη λύση.
Μπορεί ο Πλάτων να έγραψε πρώτα τις θετικές του προτάσεις και ύστερα την ανάλυση των προβλημάτων. Όπως και να είναι, δεν έχει σημασία.
Πρώιμοι : Απολογία, Λάχης, Ευθύφρων, Χαρμίδης, Κρίτων, Ευθύδημος, Ιππίας Μείζων, Μένων, Γοργίας, Πρωταγόρας
Μεσαίοι : Φαίδων, Πολιτεία, Συμπόσιον
Ώριμοι : Θεαίτητος, Σοφιστής, Πολιτικός, Τίμαιος, Φίληβος.
 
ΗΘΙΚΗ (123)

3.1.1. Σωκράτης και Πλάτων
 Το γεγονός πως το έργο του Πλάτωνα αποτελείται από διαλόγους δημιουργεί δυσκολίες στην ερμηνεία. Ο ίδιος δεν παρουσιάζεται σε κανέναν από αυτούς, κύριος πρωταγωνιστής είναι ο Σωκράτης. Ιδιαίτερα στους πρώιμους, ο Σωκράτης καθοδηγεί τη συζήτηση. Είναι δύσκολο επίσης να διαγνώσουμε με ακρίβεια τη θέση του συγγραφέα ενός διαλόγου. Επειδή όμως στο διάλογο αναπτύσσονται επιχειρήματα με προτάσεις και συμπεράσματα, είναι λογικό να υποθέσουμε πως ο συγγραφέας θεωρεί ισχυρότερα αυτά που ο ίδιος παρουσιάζει ως ισχυρότερα. Άλλωστε, είναι δύσκολο για έναν συγγραφέα να παρουσιάσει το έργο του στο κοινό χωρίς ταυτόχρονα να παρουσιάσει και τις δικές του θέσεις. Επίσης, ένα ισχυρό για τον ίδιο επιχείρημα δεν είναι αναγκαίο να είναι και ικανοποιητικό. Έτσι, δε μπορούμε να ξέρουμε αν ο συγγραφέας είναι πεισμένος από τα επιχειρήματα που παρουσιάζει ως ισχυρότερα. Με αυτόν τον τρόπο όμως καταλαβαίνουμε κάποιες από τις θέσεις του Πλάτωνα.
Αρκετοί σχολιαστές, συνδυάζοντας το βασικό ρόλο του Σωκράτη στους πρώιμους διαλόγους του Πλάτωνα, θεωρούν πως σε αυτούς παρουσιάζεται η φιλοσοφική σκέψη του Σωκράτη και όχι του Πλάτωνα. Είναι γνωστό εξάλλου ότι ο Σωκράτης δεν άφησε τίποτα γραπτό. Υπάρχει λοιπόν πιθανότητα να αντικατοπτρίζεται ο Σωκράτης στους πλατωνικούς διαλόγους, μπορεί όμως και να μην είναι έτσι. (124) Δε θα ασχοληθούμε όμως άλλο με αυτήν τη διαφωνία καθώς τα επιχειρήματα και των δυο πλευρών είναι ισχυρά. Μπορούμε όμως να πούμε πως οι σχετικοί με τη φιλοσοφία αναγνωρίζουν ότι είναι από δύσκολο έως αδύνατον για ένα δημιουργικό πνεύμα όπως αυτό του Πλάτωνα να καταγράψει απλώς τις σκέψεις κάποιου άλλου. Σίγουρα έχει επηρεαστεί από το δάσκαλό του Σωκράτη τόσο από τη σκέψη όσο και από τις πράξεις του. Η επιρροή αυτή διαμορφώνει το σκεπτικό του Πλάτωνα κυρίως στην πρώιμη περίοδό του και είναι επίσης πιθανό κάποιες σκέψεις που αναφέρονται στα συγκεκριμένα έργα να είναι όντως του Σωκράτη.
Είπαμε όμως πως εμείς θα θεωρήσουμε πως αυτό που απασχολεί τον Πλάτωνα όταν γράφει είναι τα προβλήματα που παρουσιάζει, όχι η άποψη του Σωκράτη για τα προβλήματα αυτά. Όταν λοιπόν αναφερόμαστε στο Σωκράτη θα εννοούμε το χαρακτήρα των διαλόγων, όχι το ιστορικό πρόσωπο, και θα θεωρούμε επίσης πως ο χαρακτήρας αυτός απηχεί τις ιδέες του Πλάτωνα. Έτσι, θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε όχι μόνο το Σωκράτη, αλλά το Σωκράτη μαζί με τους συνομιλητές του. Εφόσον τα έργα αυτά είναι πρώιμα και συνέβαλλαν στη διαμόρφωση του φιλοσοφικού χαρακτήρα του Πλάτωνα, τότε όλοι οι μετέχοντες συνεισέφεραν στη διαμόρφωση αυτή.


3.1.2. Η αρχαία έννοια Ευδαιμονία
 
Σύμφωνα με την Απολογία ο Σωκράτης θεωρεί πως η φιλοσοφική του πράξη αποτελείται κυρίως από την εξέταση της γνωσιολογικής κατάστασης των συμπολιτών του. Πολλοί από αυτούς ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν καλά τα θέματα που σχετίζονται άμεσα με την πρακτική πολιτική που υποστηρίζουν, όπως και για την προσωπική τους ζωή. Τα θέματα αυτά έχουν να κάνουν αποκλειστικά με την αρετή και ο Σωκράτης θέλει να διαπιστώσει πως αυτό που του λένε, ισχύει. (125) Έχει δύο κίνητρα :
-τα θέματα αυτά είναι άμεσα συνδεδεμένα με την ποιότητα της πολιτικής και ιδιωτικής ζωής των πολιτών. Ο ίδιος πιστεύει πως είναι απαραίτητη η πλήρης γνώση της αρετής, προκειμένου να υπάρχει καλή πολιτική και ιδιωτική ζωή. Τη γνώση αυτή την αποκαλεί σοφία.
-Ο Σωκράτης είναι σίγουρος πως δεν έχει αυτήν τη γνώση. Καθώς τη θεωρεί τεράστιας σημασίας έτσι και το κίνητρό του να την αποκτήσει είναι τεράστιο. Πιστεύει πως αν συναντήσει κάποιον που να την έχει, μπορεί να τη διδαχθεί. Επειδή όμως θέλει να είναι σίγουρος πως αυτός που λέει ότι την έχει, όντως την έχει, εξετάζει τη γνώση του.
Έτσι, τα κίνητρά του είναι αλτρουιστικά και προσωπικά : θέλει το γενικό καλό της πόλης, το καλό των συμπολιτών του, αλλά και το προσωπικό του καλό.
Εφόσον ο Σωκράτης επιθυμεί τη γνώση της αρετής, τα προβλήματα που τον απασχολούν έχουν να κάνουν με την ηθική με μια γενικότερη έννοια από αυτήν που αναπτύχθηκε μετά τον Καντ. Για τους αρχαίους η ηθική αφορά την όλη ποιότητα της ανθρώπινης ζωής. Η σύγχρονη έννοια λέει πως θα μπορούσε κάποιος να περάσει τη ζωή του χωρίς κανένα ηθικό λάθος, αν το μόνο που έκανε είναι να παρακολουθεί τηλεόραση και να διαβάζει περιοδικά. Για τους αρχαίους μια τέτοια ζωή είναι ηθικά απαράδεκτη. Οι αρχαίοι ασχολούνται με τη σωφροσύνη, την ανδρεία και τις θεωρούν απαραίτητες για μια αποδεκτή ηθική ζωή. Η σχέση όμως ανάμεσα στην ανδρεία και τη σωφροσύνη με την ηθική δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί ακριβώς. Εμείς σήμερα δε θα θεωρούσαμε ηθικό λάθος τη δειλία που θα έδειχνε κάποιος στρατιώτης στη μάχη ή τη βουλιμία κάποιου. Για το Σωκράτη όμως είναι αδύνατον να είναι κάποιος ηθικός αν δεν είναι ανδρείος.
Το κίνητρο των αρχαίων είναι καθαρά πρακτικό. Η ηθική (126) έχει σκοπό τη βελτίωση της καθημερινής ζωής, ιδιωτικής και δημόσιας. Η θεωρία βέβαια δεν αρκεί παρ’ ότι συμβάλλει στη βελτίωση αυτή. Εκείνο που θα κάνει τη διαφορά είναι η εφαρμογή της ηθικής σκέψης. Η γνώση που θα φέρει η ηθική σκέψη και η εφαρμογή της, φέρνει την ευδαιμονία, ή, όπως θα λέγαμε σήμερα, την ευτυχία. Πολλοί σχολιαστές παραπονούνται επειδή η λέξη ευδαιμονία έχει πάρα πολλές έννοιες και είναι αδύνατον να την κατανοήσουμε πλήρως. Το δύσκολο όμως, είναι να κατανοήσουμε την έννοια που της δίνει ο αρχαίος κόσμος. Δεν υπήρχε μια συγκεκριμένοι έννοια της ευδαιμονίας. Οι αρχαίοι φιλόσοφοι δημιουργούν τη δική τους κάθε φορά, πράγμα που μας δυσκολεύει, πιθανόν όσο και το αρχαίο κοινό.
Μπορούμε λοιπόν να χαρακτηρίσουμε την αρχαία ηθική, όπως και την ηθική του Σωκράτη, ως ‘ευδαιμονική’ καθώς ο στόχος της, όπως προείπαμε, είναι η ιδιωτική και δημόσια ευδαιμονία. Αυτό τη διαχωρίζει απόλυτα από την μετα-καντιανή ηθική σκέψη. Ο Σωκράτης και οι υπόλοιποι ενδιαφέρονται για προβλήματα που σήμερα θεωρούμε ηθικής φύσεως, τα συζητούν όμως στο ευρύτερο πλαίσιο της ευδαιμονίας. Ταυτόχρονα, την τροποποιούν έτσι ώστε να είναι αδύνατον να πετύχει κάποιος την ευδαιμονία, χωρίς να ενδιαφέρεται έμπρακτα για τα ηθικά προβλήματα.

3.1.3. Το ύφος και ο στόχος της σωκρατικής ερώτησης

Καθοριστικό στοιχείο των πρώιμων διαλόγων είναι οι σωκρατικές ερωτήσεις για την αρετή. Στους διαλόγους ρωτάει τι είναι η αρετή, η ανδρεία, η σωφροσύνη και η οσιότης. (127) Ας δούμε τα κίνητρα του Πλάτωνα:
Ευθύφρονας : ο Ευθύφρων θέλει να καταγγείλει τον πατέρα του για τη δολοφονία ενός δούλου, πράξη που την υπαγορεύει η οσιότητα. Ο Σωκράτης παρατηρεί πως η εναντίωση στον πατέρα είναι ανόσια. Οπότε, για να μπορέσουν να αποφασίσουν, πρέπει να βρουν τι είναι όσιο. Ο Σωκράτης, θέλει να μάθει τι είναι η οσιότης, για να μπορέσει να γίνει και ο ίδιος όσιος. Θέλει επίσης να γνωρίζει τη σημασία της, για να ξεχωρίζει τις όσιες από τις ανόσιες πράξεις γιατί χωρίς τη γνώση, δε μπορεί ο ίδιος να απαντά σε ερωτήσεις σχετικά με την οσιότητα.
Η μορφή της ερώτησης δημιουργεί την εντύπωση πως ερευνάται ο ορισμός της οσιότητας, αυτό όμως είναι προβληματικό. Γιατί είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε τον ορισμό; Οι περισσότεροι δε γνωρίζουμε τον ορισμό του πορτοκαλιού, το ξεχωρίζουμε όμως από το μήλο. Επίσης, το συμπέρασμα του Σωκράτη είναι πως ούτε ο ίδιος, ούτε ο Ευθύφρονας γνωρίζουν τι είναι οσιότης για αυτό και δε μπορούν να καταλήξουν. Τι σημασία όμως έχει ο ορισμός; Κι εμείς μπορούμε να πούμε πως ξέρουμε τι είναι το πορτοκάλι, έστω κι αν δεν γνωρίζουμε τον ορισμό του.
Κατά τη γνώμη μας, ο Σωκράτης δε ζητάει ορισμό. Δεν τον απασχολεί (127) τι θα ήταν τυπικά σωστό να θεωρηθεί γνώση. Ανησυχεί ουσιαστικά, γιατί αμφιβάλλει αν η ιδέα που έχουμε για την οσιότητα, τη δικαιοσύνη ή την αρετή ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Θέλει δηλαδή μια ανάλυση η οποία εκτός από τον ορισμό θα τοποθετήσει τον ίδιο και εμάς σε σταθερά γνωσιολογικά θεμέλια. Το Σωκράτη δεν τον απασχολούν οι έννοιες. Θέλει να μάθει πού αναφέρεται ο καθένας. Ο Σωκράτης υποψιάζεται πως οι γενικές ιδέες των συμπολιτών του εξηγούν μόνον τι νομίζει ο καθένας τους για τις έννοιες αυτές. Δε μπορεί να μας πει αν εννοούν το ίδιο ή αν εννοούν την πραγματική σημασία των εννοιών αυτών στην πραγματικότητα.

3.1.4. Σωκρατικός Έλεγχος

Κάθε φορά που ο Σωκράτης ρωτάει ‘τι είναι το Χ’ ισχυρίζεται πως δε γνωρίζει την απάντηση και θέλει να τη μάθει. Λέει την αλήθεια γιατί αλλιώς η φιλοσοφική συζήτηση δεν έχει στόχο. Επίσης, δε θα είχε το δικαίωμα να απαιτεί ειλικρίνεια από τους συνομιλητές του, αν δεν είναι ειλικρινής και ο ίδιος. Μια εξήγηση είναι πως το κάνει αυτό για εκπαιδευτικούς λόγους. Θέλει οι συνομιλητές του να κατανοήσουν την απάντηση μόνοι τους. Γιατί όμως (129) θεωρεί πως αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος εκμάθησης; Όλοι μπορούμε να αντιληφθούμε πράγματα όταν μας τα εξηγούν. Και τι θα απογίνουν εκείνοι που δε μπορούν να ανακαλύψουν μόνοι τους την αλήθεια για την αρετή; Δε θα ήταν καλύτερα να τους εξηγήσει ο Σωκράτης, αντί να τους αφήσει στη σκοτεινή άγνοια;
Ο Σωκράτης δε γνωρίζει την απάντηση στα ερωτήματα που θέτει, μπορεί όμως να ελέγξει αν τη γνωρίζουν οι συνομιλητές του. Μπορεί να αποδείξει την άγνοιά τους με τον εξής τρόπο :
Λάχης : ο Σωκράτης ρωτά το στρατηγό Λάχη τι είναι η ανδρεία κι αυτός απαντά πως ανδρείος είναι ο στρατιώτης που μάχεται χωρίς να οπισθοχωρεί. Ο Σωκράτης διευκρινίζει πως θέλει να μάθει για το πράγμα το οποίο κάνει ανδρείο οποιονδήποτε άνθρωπο, όχι μόνο τους στρατιώτες. Με δυσκολία ο Λάχης αναφέρει την ανδρεία ως καρτερία ψυχής. Ο Σωκράτης επισημαίνει πως αυτή θα πρέπει να συνοδεύεται από γνώση. Π.χ. ο στρατιώτης που εξακολουθεί να μάχεται παρά τις διαταγές για οπισθοχώρηση είναι θρασύς, όχι ανδρείος. Ο Λάχης παραδέχεται το επιχείρημα αλλά δε μπορεί να εξηγήσει τι είδους γνώση απαιτείται. Στην κουβέντα συμμετέχει ο Νικίας και όλοι μαζί φτάνουν στο συμπέρασμα ότι για να είναι κάποιος ανδρείος πρέπει να έχει γενική γνώση του καλού και του κακού. Ο Σωκράτης θεωρεί πως αυτή η γνώση περιλαμβάνει την αρετή στο σύνολό της, όχι μόνο την ανδρεία. Το συμπέρασμα είναι πως κανείς δε γνωρίζει τι είναι η ανδρεία.
Ο Σωκράτης γνώριζε την άγνοιά του για το θέμα. Πώς ήταν όμως σίγουρος για την άγνοια των άλλων; Και πώς κατάφερε να τους κάνει να καταλήξουν στο ίδιο συμπέρασμα, αφού στην αρχή πίστευαν πως το γνώριζαν; Ο φιλόσοφος προϋποθέτει πως αν κάποιος γνωρίζει το θέμα, τότε μπορεί να απαντήσει σε σχετικές ερωτήσεις και να εξηγεί τις απαντήσεις αυτές. Επίσης, μπορεί να εξηγήσει πως το θέμα Χ σχετίζεται και με άλλα θέματα, όπως και να απαντήσει σε ειδικές ερωτήσεις. Επίσης, οι απαντήσεις του πρέπει να είναι (130) σωστές. Όμως, η άγνοια του Σωκράτη δεν τον βοηθά να κρίνει αν οι απαντήσεις είναι σωστές. Άρα πρέπει να είναι πειστικές, λογικές και να μην πέφτει σε αντιφάσεις. Έτσι, είναι εύκολο για το Σωκράτη να ελέγξει την πραγματική γνώση αυτών που δε γνωρίζουν την απάντηση. Είναι επίσης εύκολο και για τους συνομιλητές του, να ανακαλύψουν την άγνοιά τους.
Βλέπουμε πως ο Σωκράτης, παρόλη την άγνοιά του, είναι σε θέση να ελέγχει την ακρίβεια των λόγων των συνομιλητών του. Αυτός ο τρόπος όμως δε μπορεί να είναι πάντα επιτυχής. Ένας έμπειρος και ευφυής θα μπορούσε να κρύψει την αμάθειά του. Έτσι φτάνουμε στο συμπέρασμα πως ένας συνομιλητής αποδεικνύει άγνοια όταν δεν τα πάει καλά στην συζήτηση, αλλά πιθανά να αποδεικνύει άγνοια κι όταν τα πάει εξαιρετικά καλά.
Ο έλεγχος από μόνος του δε μπορεί να αποδείξει τίποτα. Έχει μόνον τη δυνατότητα στις περισσότερες περιπτώσεις να ξεσκεπάσει την άγνοια, μόνος του όμως δεν ενδείκνυται ως μέθοδος αποκάλυψης της αλήθειας.

3.1.5. Η αρετή
 
Αν και ο Σωκράτης δεν έχει τις απαντήσεις για διάφορους ηθικούς όρους (131) έχει συγκεκριμένες απόψεις για τη γενική μορφολογία της ηθικής. Στο Λάχη προσπαθεί να μάθει τι κάνει ανδρείο τον άνθρωπο. Δεν πιστεύει πως η ανδρεία αποτελείται μόνον από ανδρείες πράξεις γιατί το σημαντικό δεν είναι οι πράξεις αλλά αυτός που τις κάνει. Για αυτό κατά τη γνώμη του, δυο φαινομενικά ταυτόσημες πράξεις μπορεί να έχουν διαφορά ως προς την ηθική τους αξία. Κάποιος που αντιγράφει μια ανδρεία πράξη δε γίνεται ανδρείος, ούτε η πράξη του είναι ανδρεία, έστω κι αν οι προθέσεις του είναι καλές.
Για το Σωκράτη, η ανδρεία και γενικά η αρετή δεν αποτελείται από γενικούς κανόνες που μας λένε τι πρέπει να κάνουμε. Η αρετή είναι συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση. Αν δε βρισκόμαστε σε αυτήν την ψυχική κατάσταση, ούτε εμείς ούτε οι πράξεις μας είναι καλές. Κάποιος που βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση μπορεί να κάνει πάντα καλές πράξεις. Άρα για το Σωκράτη, οι πράξεις είναι ηθικά καλές, όταν αυτός που τις κάνει είναι ηθικά καλός
Ο τρόπος για να αποκτήσουμε την αρετή είναι μέσα από τη γνώση για το τι είναι αρετή. Έτσι, θα φέρουμε την ψυχική μας στην ιδανική κατάσταση που θα είναι μόνιμη. Η γνώση αυτή τροποποιεί το χαρακτήρα μας με έναν ιδανικό και αμετάβλητο τρόπο. Θα δούμε αργότερα γιατί το πιστεύει αυτό. Προς το παρόν μπορούμε να πούμε πως ο ισχυρισμός αυτός δε φαίνεται τόσο αληθινός. Κάποιος θα μπορούσε να έχει τη γνώση, αλλά να μην την εφαρμόζει. Κάποιος άλλος να είναι πραγματικά καλός αλλά να μην μπορεί να απαντήσει στις ερωτήσεις του Σωκράτη.
Οι αρετές στις οποίες αναφέρεται ο Σωκράτης είναι η ανδρεία, η σωφροσύνη, η δικαιοσύνη, η φιλία, η οσιότης και η σοφία. Συχνά όμως αναφέρεται στην αρετή που περικλείει και όλες τις άλλες. Θεωρεί αδύνατον να έχει κάποιος μια από αυτές χωρίς τις υπόλοιπες, γιατί όλες συνδέονται άμεσα μεταξύ τους και αποτελούν την Αρετή (132). Στους διαλόγους Λάχης και Χαρμίδης υποστηρίζει πως η αρετή είναι η γενική γνώση όλων των καλών κι όλων των κακών. Μια τέτοια γνώση όμως την έχουμε ολόκληρη ή καθόλου. Δε γίνεται να έχουμε δικαιοσύνη και όχι οσιότητα. Ο δίκαιος είναι και καλός. Αν είναι ανόσιος, είναι κακός. Αν είναι κακός, δε μπορεί να είναι καλός.
Αν μιλούσαμε μόνο για καλές πράξεις θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε μερικές καλές ή κακές. Αλλά ο Σωκράτης κοιτά και το χαρακτήρα και για αυτόν οι πράξεις είναι καλές όταν και αυτός που τις κάνει είναι καλός. Όπως είδαμε πριν, αν κάποιος είναι καλός, δε μπορεί να είναι και κακός. Έτσι, ή έχουμε ολόκληρη την αρετή ή καθόλου. Αυτό δε συνεπάγεται πως οι αρετές είναι μία με διάφορα ονόματα για το ίδιο πράγμα. Μπορούν να χωριστούν σε κατηγορίες ανάλογα με τον τύπο τους. π.χ. το να είναι κάποιος δίκαιος, σημαίνει ότι εφαρμόζει καλά τη γνώση της αρετής του σε έναν ειδικό τύπο περιπτώσεων. Το ίδιο συμβαίνει και με τις υπόλοιπες αρετές.

3.1.6. Ψυχολογία και ανθρώπινη πράξη
 
Η ηθική σκέψη του Σωκράτη διαμορφώνεται από τις απόψεις του για την ψυχολογία. Μια από τις αρχές που αποδέχεται χωρίς να χρειάζεται απόδειξη είναι πως οι άνθρωποι – οι ψυχολογικά υγιείς – επιθυμούν την απόκτηση της προσωπικής τους ευδαιμονίας. Η αρχή αυτή έχει σημαντικές επιπτώσεις στις απόψεις του.
Η εκτέλεση μιας πράξης ξεκινάει από και έχει ως βάση τη σκοπιμότητα του εκτελεστή της. Το κίνητρο θα πρέπει (133) επίσης να συνδέεται με το πλαίσιο αυτό. Αυτό δε σημαίνει πως κάθε φορά που πράττουμε συνειδητοποιούμε πως με την πράξη αυτή προωθούμε κάποιο συγκεκριμένο σκοπό μας. Σημαίνει όμως, πως για οποιαδήποτε πράξη μας, είμαστε σε θέση, αν κάποιος μας ρωτήσει, να μπορούμε να συνδέσουμε την πράξη με κάποιους από τους γενικότερους σκοπούς μας. Π.χ. :
Μια μητέρα φιλάει το παιδί της χωρίς να συνειδητοποιεί πως το κάνει με συγκεκριμένο σκοπό. Ένας από τους λόγους είναι πως της αρέσει. Υπάρχει όμως και κάποιος λόγος που συνδέει την πράξη της με το γενικότερο πλαίσιο σχετικό με το τι είδους μητέρα θέλει να είναι. Αν θεωρούσε το φιλί αντίθετο προς τη γενικότερη γνώμη της, δε θα το έκανε όσο κι αν της άρεσε.
Σε παρόμοια ανάλυση βασίζονται οι απόψεις του Σωκράτη για τις ηθικές πράξεις. Στο Λάχη επισημαίνει πως η καρτερία ψυχής για να θεωρηθεί ανδρεία πρέπει να συνοδεύεται από γνώση. Π.χ. Αν κάποιος διασχίζει με τα πόδια την εθνική, όταν υπάρχουν και άλλα αυτοκίνητα, με μεγάλη ταχύτητα χωρίς ιδιαίτερο λόγο θα είχαμε αμφιβολίες για την ανδρεία της πράξης του, παρά το γεγονός πως δείχνει θάρρος απέναντι στον κίνδυνο. Αν όμως έτρεχε για να σώσει ένα παιδί, θα λέγαμε πως η πράξη του είναι ανδρεία.
Με άλλα λόγια, για να έχει μια πράξη ηθική αξία, θα πρέπει να ξεκινάει και να συνδέεται με το γενικό στοχαστικό πλαίσιο του εκτελεστή της. Για να κρίνουμε εμείς την ηθική αξία ή όχι της πράξης, θα πρέπει να τη δούμε κάτω από αυτό το πρίσμα, να τη συνδέσουμε δηλαδή με τους λόγους του εκτελεστή της.
Εκείνο που τροφοδοτεί τον εκτελεστή με λόγους που ορίζουν ποιους στόχους να υπηρετεί, είναι οι γενικές απόψεις του επί του θέματος. Οι απόψεις αυτές προέρχονται από τη γενική, γνωσιολογική αντίληψη. Όταν αυτή βασίζεται σε πραγματική γνώση, οι αποφάσεις του έχουν θετική ηθική αξία και προωθούν τα ενδιαφέροντά του. Για το Σωκράτη η ηθική καλοσύνη έχει άμεση σχέση με την προσωπική ευδαιμονία. Ηθικά καλός είναι αυτός που βασίζεται σε αυτή τη γνώση, και ο χαρακτήρας και οι πράξεις του θα είναι καλές.
Καταλαβαίνουμε τώρα την επιμονή του Σωκράτη πως η γνώση της πραγματικής αναφοράς των ηθικών όρων είναι αναγκαία για την καλή ηθική πράξη. Όλες οι πράξεις ξεκινούν αναγκαστικά από το πλαίσιο της σκοπιμότητας του εκτελεστή τους (134). Αυτό το πλαίσιο τους δίνει ηθική αξία και καθοριστικό για τη διαμόρφωσή του, είναι η γνωσιολογική μας κατάσταση. Χωρίς την αναγκαία γνώση, το πλαίσιο σκοπιμότητας δεν έχει διαμορφωθεί κατάλληλα έτσι ώστε να εκτελούνται οι πράξεις όπως πρέπει.
Ο αντίποδας λέει πως θα μπορούσε κάποιος που έχει αυτή τη γνώση να επιλέξει απλούστατα να μην τη χρησιμοποιήσει. Για το Σωκράτη, αυτό δε γίνεται.
- μας έχει πει ότι όλοι θέλουν το προσωπικό τους καλό. Θα ήταν λοιπόν δύσκολο για κάποιον να αποφασίσει να μην κάνει καλή χρήση της γνώσης, καθώς θα προωθούσε αποτελεσματικά τα ενδιαφέροντά του. Άλλωστε, όπως είπαμε, οι ψυχολογικά υγιείς έχουν ροπή προς το καλό για αυτούς.
- Είναι αδύνατον για κάποιον να αποφασίσει να μην κάνει αυτό που θεωρεί καλό. Οι αποφάσεις παίρνονται μέσα στο στοχαστικό του πλαίσιο που κυβερνάται από την εκάστοτε γνωσιολογική κατάσταση. Σύμφωνα με το Σωκράτη, είναι αδύνατον για κάποιον να πάρει μια απόφαση που δεν του υποδεικνύει η γνώση του.

3.1.7. Ακράτεια
 
Γιατί όμως δεν είναι δυνατόν για κάποιον να αποφασίσει να κάνει κάτι, παρά την απόφασή του να κάνει κάτι άλλο; Ακράτεια είναι ας πούμε να φάμε μια σοκολάτα που θα βρούμε σπίτι, παρόλο που έχουμε αποφασίσει να μην τρώμε σοκολάτες. Αυτή η περίπτωση αποδεικνύει πως η γνώση από μόνη της δε φτάνει για να μας οδηγήσει σε μια πράξη που να είναι η καλύτερη για μας. Ο Σωκράτης διαφωνεί.
(135) Αυτό που συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι πως θέλουμε και δε θέλουμε. Κατά τη διάρκεια της πράξης, θεωρούμε πως κάνουμε το καλύτερο για μας και αμφιταλαντευόμαστε. Δε θέλουμε να φάμε τη σοκολάτα γιατί θα μας χαλάσει τη δίαιτα. Από την άλλη, μπορούμε να βρούμε ένα σωρό λόγους για να τη φάμε, ας πούμε πως είμαστε κουρασμένοι, τι πειράζει μια σοκολάτα κλπ. Μερικές φορές έχουμε και τις δυο απόψεις ταυτόχρονα. Όσο τρώμε τη σοκολάτα, έχουμε τη δεύτερη άποψη. Αφού τη φάμε, το μετανιώνουμε γιατί υπερισχύει η πρώτη. Ο Σωκράτης θεωρεί πως σε αυτήν την περίπτωση, δε συμβαίνει η ακράτεια.
Η αμφιταλάντευση γίνεται καθαρά για γνωσιολογικούς λόγους. Αν κάποιος δεν είχε δύο ή περισσότερες απόψεις για το καλό και το κακό δε θα υπήρχε αμφιταλάντευση. Στον Πρωταγόρα, όπου παρουσιάζει τις απόψεις του για την ακράτεια, λέει πως δε θα μας συνέβαινε αυτό που λανθασμένα αποκαλούμε ακράτεια. Η φύση της αληθινής γνώσης έχει ως αντικείμενό της την αλήθεια κι αυτός που την έχει το γνωρίζει. Άρα, αν κάποιος γνωρίζει πως η πράξη φ είναι για το καλό του δε θα μπορεί να θεωρεί πως η πράξη ψ (που δε συμβιβάζεται με το φ γιατί δεν του είναι αρεστή) είναι επίσης καλή με την ίδια έννοια.
Μια πράξη είναι καλή για μας όταν προωθεί το γενικό μας καλό, το μακροπρόθεσμο καλό του οργανισμού. Αν μια πράξη δεν προωθεί το γενικό μας καλό, δεν είναι καλή. Όταν όμως δε γνωρίζουμε τι είναι καλό για μας, βασιζόμαστε στην εκάστοτε άποψή μας για το τι είναι καλό για μας. Όταν συμβαίνει αυτό, το να θεωρούμε κάτι καλό για μας σημαίνει πως κατά την άποψή μας – που μπορεί να είναι και λάθος – προωθεί το γενικό μας καλό.
Ο Σωκράτης αποκλείει την πιθανότητα να φάει κάποιος τη σοκολάτα γνωρίζονται πως του κάνει κακό. Θεωρεί πως η μόνη πηγή κινήτρων είναι το πλαίσιο σκοπιμότητάς μας που έχει ως στόχο το γενικό μας καλό. Άρα, είναι αδύνατον να πράξουμε κάτι αν δε θεωρούμε πως προωθεί το γενικό μας καλό.

Ενότητα 3.2 (137)
Γνωσιολογία, Οντολογία και Πολιτική
3.2.1 Ανάμνησις
Ο Σωκράτης επιμένει πως δε γνωρίζει τις απαντήσεις στις ερωτήσεις που θέτει. Καταφέρνει δε πάντα να αποδεικνύει πως ούτε οι συνομιλητές του γνωρίζουν. Ο σκοπός του όμως δεν είναι μόνο αρνητικός. Εκείνο που πραγματικά θέλει είναι να βρει τις απαντήσεις. Όταν λοιπόν αποδεικνύεται η άγνοια των συνομιλητών του, τους καλεί να ερευνήσουν μαζί μέχρι να βρουν την απάντηση.
Μένων : ο Σωκράτης τον ρωτάει τι είναι αρετή. Όταν ο Μένων αναγκάζεται να παραδεχθεί πως δε γνωρίζει, ο Σωκράτης τον καλεί να βρουν μαζί την απάντηση. Ο Μένων το θεωρεί μάταιο, χρησιμοποιώντας το δίλημμα : πως θα ερευνήσει κάτι που δε γνωρίζει; Ποιο από όσα δεν ξέρει, θα ψάξει να βρει; Κι αν ακόμη φτάσει κοντά στην απάντηση, πώς θα ξέρει πως είναι η σωστή;
Ο Μένων θεωρεί μάταιη την αναζήτηση γιατί θεωρεί πως κάτι είτε το γνωρίζουμε, είτε όχι. Αν το γνωρίζουμε δε χρειάζεται να ψάξουμε να το ανακαλύψουμε. Αν δεν το γνωρίζουμε, δε μπορούμε να κρίνουμε με σιγουριά πως η απάντηση που θα βρούμε είναι η σωστή. Ο Μένων δεν αναφέρεται σε οποιαδήποτε έρευνα πρακτικού θέματος, αλλά θεωρητικού (138) όπως η φιλοσοφία.
Ο Σωκράτης, για να αποδείξει πως ο Μένων κάνει λάθος, χρησιμοποιεί το μύθο της ανάμνησης που μάλλον προέρχεται από τους Πυθαγόρειους: Η ψυχή μας προϋπήρχε του σώματός μας και θα υπάρχει και μετά από αυτό. Το σημαντικό δεν είναι τόσο η αθανασία της ψυχής, αλλά οι γνωσιολογικές επιπτώσεις αυτού. Η ψυχή πριν μας κατοικήσει γνώριζε όλα τα θεωρητικά αντικείμενα. Με την ενσωμάτωσή της σε μας ξεχνάει, έχει όμως τη δυνατότητα να ξαναθυμηθεί και πολλές φορές το καταφέρνει. Ο περίφημος ισχυρισμός του Πλάτωνα είναι πως αυτό που ονομάζουμε μάθηση, είναι στην ουσία, ανάμνηση.
Για να αποδείξει τον ισχυρισμό αυτό, ο Σωκράτης κάνει μια επίδειξη χρησιμοποιώντας ένα δούλο του Μένωνα. Ο νεαρός κατάφερε να λύσει ένα γεωμετρικό πρόβλημα χωρίς να γνωρίζει γεωμετρία. Άρα η άποψη του Μένωνα πως η έρευνα είναι χαμένος κόπος γιατί δε μπορούμε να βρούμε κάτι αν δεν το γνωρίζουμε είναι λάθος. Για το Σωκράτη ο λόγος που ο δούλος έλυσε το γεωμετρικό πρόβλημα είναι ότι οι ερωτήσεις που του έκανε τον βοήθησαν να θυμηθεί.
Βέβαια, αποδέχεται τη βασική πρόταση του Μένωνα : για να βρεις κάτι, πρέπει να διαθέτεις σε κάποιο βαθμό την αρχική γνώση του ζητούμενου. Για να βρεις αυτό που ζητάς πρέπει να αναγνωρίσεις πως το ζητάς. Για να το αναγνωρίσεις πρέπει να το ξέρεις ήδη. Η θεωρία της ανάμνησης λέει ότι η γνώση που είχε η ψυχή του δούλου πριν κατοικήσει στο σώμα του είναι αυτή που του επέτρεψε να βρει τη λύση. Η ανακάλυψη είναι ένα είδος αναγνώρισης και προϋποθέτει προηγούμενη γνώση (139). Ο Μένων ορθώς ανησυχεί σχετικά με τη δυσκολία που έχει η ανακάλυψη κάθε τι καινούριου. Κάνει λάθος όμως πως δεν αξίζει να το ερευνούμε γιατί δεν ήξερε πως η ανακάλυψη είναι στην πραγματικότητα αναγνώριση.
Ο Πλάτων μπορεί να μην αποδέχεται τη μυθολογική προέλευση της ανάμνησης, αποδέχεται όμως τη φιλοσοφική της υπόδειξη. Υπάρχει μια μεταφυσική συγγένεια ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, που έχει γνωσιολογικές επιπτώσεις. Λόγω αυτής της συγγένειας αναγνωρίζουμε – υπό προϋποθέσεις – την αλήθεια όταν τη συναντάμε. Οι συνθήκες αφορούν στο σωκρατικό έλεγχο : για να μπορέσει η ψυχή να αναγνωρίσει την αλήθεια, πρέπει να ευαισθητοποιηθεί. Η ευαισθητοποίηση αυτή αποτελείται κυρίως από την αποδοχή πως δε γνωρίζει αυτά που νομίζει ότι γνωρίζει. Έτσι, η ψυχή εκτός του ότι ευαισθητοποιείται, εισέρχεται και σε γνωσιολογική ετοιμότητα.
Το γεγονός πως ο Πλάτων μας παρουσιάζει την ευαισθητοποίηση της ψυχής μέσω του Σωκράτη, δε σημαίνει πως είναι πάντα απαραίτητος ένας Σωκράτης για να επιτευχθεί η ευαισθητοποίηση. Σημαίνει πως για να βρούμε κάτι, πρέπει να το ψάξουμε. Αν το ψάξουμε, θα το βρούμε. Κανείς όμως δεν ψάχνει κάτι αν δεν είναι πραγματικά σίγουρος ότι το έχει.

3.2.2 Επιστήμη και δόξα
Το γεγονός πως ο δούλος βρίσκει τη λύση του προβλήματος δε σημαίνει πως έχει την πραγματική γνώση (επιστήμη). Ο χαρακτηρισμός της γνωσιολογικής κατάστασης του δούλου, είναι πως έχει σωστή γνώμη.
Ο Πλάτων πιστεύει πως υπάρχουν τρεις γνωσιολογικές καταστάσεις :
Απλή γνώμη : η κατώτερη. Εκείνος που την έχει πιστεύει πως είναι σωστή, αλλά δε μπορεί να είναι σίγουρος. Στην αρχή της συζήτησης δούλου – Σωκράτη, όταν ο δούλος έδινε τις λάθος απαντήσεις είχε απλώς γνώμη, και λανθασμένη μάλιστα. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως οι απλές γνώμες είναι πάντα λανθασμένες. Μερικές μπορεί να είναι και σωστές. Έχουν όμως μικρή γνωσιολογική αξία, γιατί ο κάτοχός τους δε μπορεί να είναι σίγουρος πως είναι σωστές.
Σωστή γνώμη (αληθής δόξα) : είναι σωστή ή όχι. Δε μπορεί να είναι (όπως η απλή) ίσως σωστή, ίσως όχι. Το σημαντικότερο που τη διαχωρίζει από την απλή γνώμη είναι πως παρέχει κάποια ένδειξη στον κάτοχό της ότι όντως είναι σωστή (ο κάτοχος της απλής γνώμης δε μπορεί να είναι σίγουρος). (140) Η ένδειξη αυτή είναι καθαρά ψυχολογική, άρα προσωπική. Μοιάζει με το συναίσθημα που μας πιάνει όταν θυμόμαστε κάτι. Αυτή είναι η ψυχολογική ένδειξη της ανάμνησης. Από μόνη της όμως, δεν αποτελεί γνώση. Με το τέλος της επίδειξης, ο νεαρός έχει σωστή γνώμη, αλλά όχι γνώση καθώς δε μπορεί να αποδείξει την ορθότητα της γνώμης του. Γνώση θα αποκτήσει όταν μάθει το θεώρημα. Η ψυχολογική ένδειξη της αλήθειας δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα.
Γνώση : το αντικείμενό της είναι όντως όπως εκείνη το παρουσιάζει και πρόκειται για την αλήθεια. Επίσης, αν κάποιος βρίσκεται στην κατάσταση αυτή μπορεί να εξηγήσει γιατί αυτό για το οποίο έχει τη γνώση είναι πράγματι αλήθεια, δίνοντας τους λόγους που ισχύει αυτό και πως οι λόγοι συνδέονται μεταξύ τους. Οι μερικές και μεμονωμένες αλήθειες συνδέονται και συγκροτούν ένα ολοκληρωμένο σύστημα αλήθειας. Ο γνώστης γνωρίζει μερικά αυτό το σύστημα και τον τρόπο σύνδεσης.
Η παρουσίαση της σωστής γνώμης, αποτελεί σημαντική θεωρητική εξέλιξη για τον Πλάτωνα. Αυτό φαίνεται από τις φιλοσοφικές δυσκολίες που εμποδίσουν τη γνώμη να εξελιχθεί σε γνώση. Οποιοδήποτε σύνολο απόψεων – αν δε φάσκει – μπορεί να αποτελέσει ένα ολοκληρωμένο σύστημα που τα μέλη του αλληλοσυνδέονται και συμφωνούν. Για μια ακόμη φορά όμως, η απλή αμοιβαία συμφωνία δε μπορεί να εγγυηθεί την αλήθεια. Κάλλιστα μπορούν να συμφωνούν και εσφαλμένες απόψεις. Όμως, η σωστή γνώμη που έχει τη βάση της στη θεωρία της ανάμνησης, παρέχει ανεξάρτητη ένδειξη αλήθειας. Αυτό παρέχει με τη σειρά της μια σιγουριά στον ερευνητή πως έχει βρει κάποιες αλήθειες, πριν φτάσει στο σημείο να τις εξηγήσει. Έτσι, στρέφει την έρευνά του προς τη σωστή κατεύθυνση.

3.2.3 Επιχείρημα για την ύπαρξη των ιδεών (141)
Ο Μένων παρουσιάζει την ανάμνηση, χωρίς όμως να εξηγεί ακριβώς το αντικείμενό της. Τι είναι αυτό που θυμόμαστε;
Επίσης, δεν παρουσιάζει πειστικά επιχειρήματα για το γεγονός ότι το ψυχολογικό συναίσθημα που δίνει την ένδειξη της αλήθειας είναι αποτέλεσμα αιτιών που ξεκινούν από προηγούμενη, ξεχασμένη γνώση. Το αίτιό της θα μπορούσε να είναι κάτι πολύ λιγότερο αξιόπιστο, απλά έτυχε στη συγκεκριμένη περίπτωση να είναι σωστό.
Φαίδων : παρουσιάζει (142) ένα επιχείρημα υπέρ του γεγονότος ότι ξαναθυμόμαστε ξεχασμένη γνώση. Ο Σωκράτης παρατηρεί πως όλοι έχουμε κάποια γνώση σχετική με την ισότητα, που όμως δεν αρκεί για να κρίνουμε αν δυο πράγματα είναι ίσα ή όχι. Έτσι αναρωτιέται πως αποκτήσαμε αυτήν τη γνώση. Μπορεί να την αποκτήσαμε παρατηρώντας πράγματα όπως τα ξύλα ή οι πέτρες, που είναι ίσα. Όμως, παρατηρεί πως δυο πράγματα μπορεί να φαίνονται ίσα τη μια στιγμή και άνισα την άλλη. Οπότε, τα πράγματα από μόνα τους δεν παρουσιάζουν την ισότητα. Επίσης, η δυνατότητα που έχουμε να αποκαλούμε ίσα διάφορα πράγματα, σημαίνει πως έχουμε τη δυνατότητα να αναγνωρίζουμε σε αυτά την παρουσία της ισότητας. Δηλαδή, όχι μόνο δε μπορούμε να μάθουμε ότι ήδη γνωρίζουμε για την ισότητα παρατηρώντας τα πράγματα, αλλά δε μπορούμε καν να πούμε αν είναι ίσα ή όχι. Συνεπώς, κάπου αλλού αποκτήσαμε τη γνώση περί ισότητας, με κάτι έχουμε έρθει σε γνωσιολογική επαφή και στο οποίο χρωστάμε την ικανότητα να κάνουμε κρίσεις, όσον αφορά ποια από τα πράγματα με τα οποία οι αισθήσεις μας έρχονται σε επαφή, είναι ίσα και ποια όχι. Αν δεν υπήρχε αυτό το κάτι δε θα υπήρχε τίποτα με το οποίο ήρθαμε σε γνωσιολογική επαφή. Χωρίς αυτήν την επαφή δε θα είχαμε τη (πρώην) γνώση για να κάνουμε αυτές τις κρίσεις. Να που όμως έχουμε τη δυνατότητα, γιατί κάνουμε κρίσεις. Οπότε, υπάρχει μια οντότητα με την οποία έχουμε έρθει σε επαφή κι έτσι έχουμε αποκτήσει την πρώην γνώση. Η οντότητα αυτή είναι η ιδέα της ισότητας. Χρησιμοποιώντας τέτοια επιχειρήματα, ο Πλάτων συμπεραίνει πως πρέπει να υπάρχουν κι άλλες ιδέες.
3.2.4 Οι ιδέες και τα αισθητά
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, (143) στον Φαίδωνα καταλήγει πως πράγματι υπάρχουν και άλλες ιδέες. Εμείς βγάζουμε και συμπεράσματα για ορισμένες από αυτές. Ο Πλάτων συζητά τις ιδέες και αναφέρεται ταυτόχρονα στα αισθητά, γιατί το συμπέρασμά του είναι τα αισθητά και οι ιδιότητές τους.
Η πρώην γνώση δεν προέρχεται από τις αισθήσεις γιατί όπως είδαμε, οι αισθήσεις παρέχουν διφορούμενες πληροφορίες για την ισότητα. Άρα, δε μπορούμε να αποκτήσουμε την πρώην γνώση με τις αισθήσεις μας. Επομένως, αυτό με το οποίο ήρθαμε σε γνωσιολογική επαφή, δε μπορεί να είναι μια αισθητή οντότητα.
Αφού δεν είναι οι αισθήσεις, πρέπει να είναι η νόηση. Οι ιδέες είναι νοητές οντότητες, όχι όμως κατασκευάσματα της νόησής μας. Η σχέση μας μαζί τους είναι σχέση γνώσης, η οποία προϋποθέτει δυο πράγματα : το γνώστη και το αντικείμενο της γνώσης του. Οι ιδέες έχουν ξεχωριστή οντολογική υπόσταση αν και δεν είναι κατασκευάσματα της νόησής μας. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η σχέση μας με αυτές είναι σχέση γνώσης που προϋποθέτει δύο ανεξάρτητα πράγματα : το γνώστη και το αντικείμενο της γνώσης. Η οντολογική υπόσταση των ιδεών, είναι διαφορετική από την οντολογική υπόσταση της νόησης. Οι ιδέες υπάρχουν πριν τη νόηση και θα υπάρχουν και μετά τη νόηση. Άρα, για τον Πλάτωνα η αρετή, το κάλλος και ό,τι ρωτάει ο Σωκράτης είναι ιδέες με οντότητα, με δική τους υπόσταση και υφή τέτοια που να μπορεί η νόησή μας να τις συλλάβει.
Η πρώην γνωσιολογική μας επαφή με αυτές, αν και αδύνατη μέσω των αισθήσεων, έχει επιπτώσεις που τις αφορούν (τις αισθήσεις) άμεσα. Μπορούμε ας πούμε να δούμε αν δυο ξύλα ή λίθοι είναι ίσα μεταξύ τους ή όχι. Αυτό συνεπάγεται πως οι ιδέες και τα αισθητά έχουν άμεση σχέση και τέτοιου είδους που μας επιτρέπει να κάνουμε κρίσεις περί των αισθητών, σύμφωνα με τις ιδέες. Ο Πλάτων χαρακτηρίζει αυτή τη σχέση ως αιτιολογική (Φαίδων). Οι ιδέες είναι οι αιτίες των αισθητών και σε κάποιο βαθμό, μπορούμε να προσδιορίσουμε με ποια έννοια είναι αιτίες. Παρατηρήσαμε ήδη πως είναι γνωσιολογικές αιτίες, γιατί μας κάνουν να αντιληφθούμε και να αποκτήσουμε γνώση (144) για τα αισθητά, αφού σχετίζονται οντολογικά με τις αισθήσεις. Δεν είναι μόνο γνωσιολογικές αλλά και οντολογικές αιτίες των αισθητών. Από αυτό προκύπτει πως οι ιδέες έχουν προτεραιότητα έναντι των αισθητών. Είναι γνωσιολογικά πρότερες των αισθητών καθώς αν δεν είχαμε γνωσιολογική επαφή μαζί τους δε θα μπορούσαμε να κρίνουμε τις ιδιότητες των αισθητών. Οι ιδέες είναι επίσης οντολογικά υπεύθυνες για τα αισθητά, καθώς είναι οντολογικά υπεύθυνες για τις ιδιότητές τους.
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα όμως, δε σημαίνει πως υπάρχουν ατομικά αισθητά πράγματα χωρίς ιδιότητες, αλλά με ανεξάρτητη οντολογική υπόσταση, οντολογικά χρεωμένα στις ιδέες, μόνον και μόνο για τις ιδιότητές τους. Για τον Πλάτωνα, τίποτα δεν υπάρχει αν δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, άρα, τίποτα δε μπορεί να υπάρχει χωρίς ιδιότητες. Το κάθε αισθητό που βρίσκεται γύρω μας, είναι ένα σύνολο ιδιοτήτων. Οι ιδιότητες αυτές μπορεί να αλλάζουν, παραμένουν όμως σα σύνολο. Το συμπέρασμα που βγάζουμε είναι πως στον αισθητό κόσμο δεν υπάρχει τίποτα που να μη χρωστά απόλυτα την οντολογική του υπόσταση στις ιδέες.
Ο Πλάτων δεν εξηγεί τις λεπτομέρειες αυτής της αιτιολογικής σχέσης, ούτε προσφέρει μια σχετική φιλοσοφική θεωρία. Τον απασχολούν οι δομικές σχέσεις του κόσμου, όχι οι λεπτομέρειες της οικοδομής του. Για αυτό, συχνά αναφέρεται στην οντολογική σχέση μεταξύ των ιδεών και των αισθητών με μεταφορικό τρόπο. Λέει πως τα αισθητά προσπαθούν να μιμηθούν τις ιδέες ή πως οι ιδέες είναι τα παραδείγματα των αισθητών. Πρέπει όμως να θυμόμαστε πως οι μεταφορές και οι μύθοι του Πλάτωνα έχουν μεγάλο φιλοσοφικό περιεχόμενο, που δεν είναι όμως σχεδόν καθόλου προτασιακό. Δηλαδή, δε μας μιλά καθαρά για αυτό που έχει στο μυαλό του, αλλά το παρουσιάζει μεταφράζοντάς το σε κάποιο μύθο. Καμιά φορά η μυθική παρουσίαση επεξηγεί κάτι το οποίο έχει αναφερθεί προτασιακά. Συνήθως όμως σκοπός του είναι να ερεθίσει τη σκέψη μας και να την οδηγήσει προς μια φιλοσοφικά προσοδοφόρα κατεύθυνση. (145) Ο σκοπός αυτού του ερεθισμού δεν είναι να βρεθεί η δική του λύση πίσω από το μύθο, αλλά να προσπαθήσουμε εμείς να σκεφτούμε πιθανές λύσεις.
Ο Πλάτων δε δίνει ιδιαίτερες πληροφορίες για τους μηχανισμούς της οντολογικής σχέσης ιδεών και αισθητών, λέει όμως αρκετά για να καταλάβουμε ποιες κατά τη γνώμη του είναι μερικές από τις σημαντικότερες ιδιότητες των οντοτήτων που συνάδουν σε αυτήν τη σχέση.
Είπαμε ήδη πως τα αισθητά χρωστούν τις ιδιότητές τους στις ιδέες. Ακόμα όμως και όταν τα αισθητά αποκτούν τις ιδιότητές τους, δεν αποκτούν ανεξάρτητη οντολογική υπόσταση. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, είναι στη φύση των αισθητών να αλλάζουν συνέχεια ιδιότητες. Για αυτό, χρησιμοποιεί για να περιγράψει την οντολογική τους κατάσταση με τον όρο ‘γίγνεσθαι’. Τα αισθητά γίνονται συνέχεια κάτι, κάτι άλλο από αυτό που ήταν πριν. Οι άνθρωποι ας πούμε, γεννιούνται, μεγαλώνουν, γερνούν και όταν πεθάνουν, το σώμα τους (αισθητό μέρος) χάνει τις ανθρώπινες ιδιότητές του, παίρνει άλλες και αλλάζει επ’ άπειρον μορφή. Οπότε, καταλαβαίνουμε πως τα αισθητά δεν καταλήγουν ποτέ σε συγκεκριμένη, αναλλοίωτη μορφή. Μαζί με τη μορφή, αλλάζουν και ιδιότητες που τις παίρνουν από τις ιδέες. Οι ιδέες δεν είναι υπεύθυνες μόνον για τις ιδιότητες των αισθητών αλλά και για τη συντήρηση αυτών των ιδιοτήτων. Μπορούμε λοιπόν να πούμε πως τα αισθητά υποφέρουν από οντολογική ανεπάρκεια, όχι γιατί υπάρχουν εξαιτίας των ιδεών, αλλά και γιατί συντηρούνται ανά πάσα στιγμή από τις ιδέες.
Η οντολογική κατάσταση των ιδεών περιγράφεται όχι ως ‘γίγνεσθαι’ αλλά ως ‘είναι’. Είπαμε πως τα αισθητά έχουν τις ιδιότητες που παραλαμβάνουν από τις ιδέες για όσο καιρό οι ιδέες συντηρούν αυτές τις ιδιότητες. Οι ιδέες όμως είναι αυτές οι ιδιότητες και δε χρωστούν την οντότητά τους σε τίποτε. Δεν παραλαμβάνουν ιδιότητες από αλλού. Άρα, οι ιδέες δεν αλλάζουν ποτέ. (π.χ. το μισό είναι πάντα μισό). Οι ιδέες σχετίζονται μεταξύ τους, όπως και οι ιδιότητες. Είναι οντολογικά επαρκείς γιατί :
- δε χρωστούν την ύπαρξή τους σε τίποτα και συντηρούνται από μόνες τους
- δεν αλλοιώνονται και δεν αλλάζουν ποτέ
Για τον Πλάτωνα τα αισθητά έχουν αληθινή ύπαρξη. (146) Έχουν και είναι αυτά που είναι ή καλύτερα, γίνονται αυτά που γίνονται. Η οντολογική τους ανεπάρκεια, σημαίνει απλώς πως δε μπορούν να υπάρξουν χωρίς τις ιδέες. Από την άλλη, η οντολογική επάρκεια των ιδεών σημαίνει ότι οι ιδέες θα υπήρχαν ακόμα και χωρίς τα αισθητά. Τα παραδείγματα δε χρειάζονται απομιμήσεις για να υπάρξουν, απλώς υπάρχουν. Στον κόσμο όμως, όπως τον αντιλαμβανόμαστε, υπάρχουν και οι ιδέες και τα αισθητά των οποίων η σχέση είναι στενή. Για αυτό και η σκέψη του Πλάτωνα σχετικά με τις ιδέες και τα αισθητά εξελίσσεται και ωριμάζει παράλληλα.
Τώρα μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί ο Πλάτων πιστεύει ότι χρειαζόμαστε παλαιότερη γνώση των ιδεών για να κρίνουμε τα αισθητά. Η γνωσιολογική μας ανεπάρκεια για τα αισθητά, έχει να κάνει με την οντολογική τους ανεπάρκεια. Δεν κατέχουμε την πραγματική γνώση.
Σε ότι έχει να κάνει με την έλλειψη γνώσης των ιδεών, αυτή οφείλεται καθαρά σε μας, γιατί δεν υπάρχει τίποτε στη φύση τους που να μη μπορούμε να μάθουμε, είναι απόλυτα γνωστοποιήσιμες. Είναι απόλυτα πιθανό να αποκτήσουμε πλήρη γνώση των ιδεών, αν και δε μας φτάνει μια ζωή για να τα καταφέρουμε. Τα αισθητά όμως, δεν είναι από τη φύση τους γνωστοποιήσιμα. Η γνώση μας για αυτά είναι αντανάκλαση της οντολογίας τους. Η γνώση είναι ασταθής και η αντανάκλαση της οντολογίας τους είναι ανεπαρκής.
Άρα, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η φύση δεν ψεύδεται. Δείχνει τον εαυτό της όπως είναι στην ουσία. Κι εμείς έχουμε ήδη ό,τι χρειάζεται για να αποκτήσουμε ολική και επαρκή γνώση της φύσης. Για αυτό όμως, την ανάμνηση, έχουμε ήδη μιλήσει.
3.2.5. Νόηση και αισθήσεις
Όταν μιλούσαμε για την ανάμνηση, είδαμε πως σύμφωνα με τον Πλάτωνα, τα αισθητά δεν αποκαλύπτουν σαφώς τις ιδιότητές τους. Για αυτό (147) χρειάζεται πρότερη γνώση της ιδιότητας ή της ιδέας για να εκφέρουμε μια κρίση. Αυτή η έλλειψη σαφήνειας των αισθητών, οφείλεται στην οντολογική τους ανεπάρκεια. Δε μπορούν να είναι σαφείς για την ισότητα π.χ., γιατί δεν έχουν αυτήν τη δυνατότητα. Η οντολογική τους ανεπάρκεια έχει ως αποτέλεσμα ακόμα κι όταν διαθέτουν μια ιδιότητα αυτή να είναι ανεπαρκής, έτσι και οι δικές μας κρίσεις για τις ιδιότητες είναι συχνά αντιφατικές. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που ο Πλάτων δε θεωρεί τις αισθήσεις ως την πηγή που θα μας οδηγήσει στην αληθινή γνώση. Επισημαίνει ότι οι αισθήσεις εκπληρώνουν τους ειδικούς γνωσιολογικούς σκοπούς τους και του έργου τους, που είναι να παρουσιάσουν μια αντικειμενική και αληθινή εικόνα των αισθητών. Όντως, οι αισθήσεις παρουσιάζουν τα αισθητά όπως πραγματικά είναι. Καθώς όμως αυτά είναι οντολογικά ανεπαρκή, η εικόνα που παρουσιάζουν είναι γνωσιολογικά ασταθής. Συγχρόνως όμως, οι αισθήσεις μας είναι εντελώς ακατάλληλες ως γνώση, για οτιδήποτε άλλο εκτός από τα αισθητά. Αφού λοιπόν είναι κατάλληλες για επαφή με οντότητες ανεπαρκείς, η συμβολή τους στη γνώση είναι περιορισμένη, μόνον όμως υπό την έννοια ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να μας αποκαλύψουν την αλήθεια από μόνες τους. Όμως η συμβολή τους αν και ανεπαρκής, είναι εντελώς απαραίτητη. Οι αισθήσεις μας είναι το μέσο με το οποίο ερχόμαστε σε επαφή με τον κόσμο για πρώτη φορά. Άλλος σημαντικός λόγος είναι πως η μαρτυρία τους είναι ασταθής. Η αστάθεια αυτή είναι που γεννά ερωτηματικά, που ερεθίζουν τη νόηση να τα απαντήσει. Η διαδικασία δραστηριοποίησης της νόησης είναι αυτή που μετά από έρευνα και σκέψη οδηγεί στις ιδέες και τη γνώση.
Άρα η ενεργοποίηση της νόησης είναι αναγκαία για τη γνωσιολογική μας πρόοδο. Οι ιδέες, ως αμετάβλητες οντότητες και οντολογικά επαρκείς, είναι τα πραγματικά αντικείμενα της γνώσης. Αφού οι αισθήσεις μας μας φέρνουν σε επαφή μόνον με τα αισθητά, ο τρόπος που απομένει για να γνωρίσουμε τις ιδέες είναι η νόηση. (148) Η περιγραφή αυτή κρύβει το φιλοσοφικό κίνητρο του Πλάτωνα, που είναι πως αν βασιστούμε μόνον στις αισθήσεις, τότε παραβλέπουμε τις νοηματικές κατηγορίες, τις ιδέες, βάσει των οποίων ερμηνεύουμε αυτή τη μαρτυρία. Μπορεί, βλέποντας ξύλα και πέτρες να πιστεύουμε πως έχουμε να κάνουμε με αντικείμενα που έχουν συγκεκριμένη θέση στο χώρο. Οι αισθήσεις όμως δεν παρουσιάζουν το αντικείμενο ως αντικείμενο. Βλέπουμε κάτι που συλλαμβάνουμε νοηματικά ως συγκεκριμένο αντικείμενο. Το αντικείμενο αυτό καθ’ αυτό, είναι απλό κατασκεύασμα της νόησης. Έχει δική του οντολογική υπόσταση. Καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο υπάρχει κάθε αισθητό: ως ένα πράγμα, διαφορετικό από τα άλλα, ίδιο με τον εαυτό του κλπ. Για αυτό θεωρείται μια από τις οντότητες που παίζουν σημαντικό ρόλο στη δομή του κόσμου. Είναι όμως νοηματικό μέγεθος με την έννοια πως έχουμε τη δυνατότητα να το συλλάβουμε με τη νόηση και όχι με τις αισθήσεις μας.
Ο Πλάτων ισχυρίζεται πως είναι λάθος να προσπαθούμε να προσδιορίσουμε την ωραιότητα ενός πράγματος βασιζόμενοι στις ορατές του ιδιότητες. Αν αυτές οι ιδιότητες ήταν μόνες θα το έκαναν όντως ωραίο, όπως και κάθε άλλο αντικείμενο στο οποίο θα βρίσκονταν. Συχνά όμως, δύο χρώματα που βρίσκονται σε κάτι που θεωρούμε ωραίο, μπορούν να βρεθούν σε κάτι άλλο που δεν θεωρούμε ωραίο. Άρα δεν είναι τα χρώματα ή οι ορατές ιδιότητες υπεύθυνες για την ομορφιά, αλλά κάτι άλλο. Αυτό το κάτι άλλο είναι η ιδέα του κάλλους και το πράγμα που θεωρούμε ωραίο μετέχει στην ιδέα αυτή.
Μια άλλη έννοια αυτού του ισχυρισμού λέει πως εκείνο που κάνει κάτι ωραίο είναι οι δομικές σχέσεις στις οποίες αυτό εισέρχεται. Όχι οι ιδιαίτερες δομικές σχέσεις που ανήκουν αποκλειστικά σε αυτό, αλλά της μοναδικής δομικής σχέσης που είναι το κάλλος.
3.2.6 Η Ψυχή και το Σώμα
Έχουμε καταλάβει πως ερχόμαστε σε γνωσιολογική επαφή με τις ιδέες μέσω της νόησης. (149). Με τις αισθήσεις ερχόμαστε σε γνωσιολογική επαφή με τα αισθητά (στο βαθμό που αυτά μπορούν να γίνουν γνωστά). Η έδρα της νόησης είναι η ψυχή, η έδρα των αισθήσεων είναι το σώμα.
Όπως είδαμε, υπάρχει σημαντική οντολογική διαφορά μεταξύ ιδεών και αισθητών. Όσον αφορά την οντολογική τους υπόσταση και τη δυνατότητά τους να μας γίνουν γνωστές, οι ιδέες είναι πρότερες των αισθητών. Αυτή η διαφορά έχει επιπτώσεις που αφορούν τα μέσα με τα οποία ερχόμαστε σε γνωσιολογική επαφή μαζί τους.
Η ψυχή, έδρα της νόησης, προηγείται του σώματος, που είναι έδρα των αισθήσεων. Άρα, η ποιότητα της γνωσιολογικής μας πηγής σχετικά με τις ιδέες δε μπορεί να είναι κατώτερη από αυτήν των ιδεών, αλλιώς δε θα μπορούσε να σχετιστεί με αυτές.
Η ποιοτική αυτή διαφορά μεταξύ ψυχής και σώματος (που οφείλεται στο ότι η ψυχή είναι η έδρα της νόησης και το σώμα η έδρα των αισθήσεων), έχει πολλές πλευρές.
- Η ψυχή (σύμφωνα με τον Πλάτωνα) είναι αθάνατη, ενώ το σώμα είναι θνητό. Αυτό βέβαια δεν αρκεί για να μας πείσει, όμως ο Πλάτων, παρουσιάζει επιχειρήματα (Φαίδωνας) για να υποστηρίξει αυτήν την άποψη. Ένα από αυτά έχει να κάνει με τη θεωρία της ανάμνησης. Το γεγονός ότι μπορούμε να κρίνουμε αν τα αισθητά είναι ίσα, ωραία κτλ., σημαίνει πως έχουμε γνώση της ισότητας, του κάλλους κτλ. Αυτή τη γνώση δεν είναι δυνατόν να την αποκτήσαμε από τις αισθήσεις μας, γιατί όπως είδαμε, οι αισθήσεις δεν αποκαλύπτουν επαρκώς αυτές τις ιδιότητες. Άρα, από κάπου αλλού μας ήρθε και μάλιστα, πριν μπορέσουμε να χρησιμοποιήσουμε τις αισθήσεις μας. Βέβαια, τις αισθήσεις τις χρησιμοποιούμε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Αυτό σημαίνει ότι αυτή τη γνώση την έχουμε από πριν εφοδιαστούμε με αισθήσεις, άρα, πριν γεννηθούμε.
Το καθοριστικό μας χαρακτηριστικό είναι πως γεννιόμαστε και υπάρχουμε σε κάποιο σώμα. Σώμα έχουμε μόνον σε αυτήν τη ζωή. Έτσι καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως αφού το σώμα δεν υπάρχει πριν γεννηθούμε σε αυτό, τότε υπάρχει η ψυχή μας.
Ο Πλάτων πιστεύει πως η ψυχή είναι αθάνατη και για άλλο λόγο, που έχει να κάνει με τη σχέση της ψυχής με τις ιδέες.
Ξέρουμε πως οι ιδέες είναι αμετάβλητες, άρα και ακατάλυτες (γιατί η καταστροφή τους θα συνεπαγόταν μια μεταβολή και οι ιδέες δεν μεταβάλλονται). Αν η δυνατότητα της πλήρους γνώσης τους συνεπάγεται πως αυτό που μπορεί να τις γνωρίσει δεν είναι κατώτερης ποιότητας, τότε η νόηση και η έδρα της (η ψυχή) είναι το ίδιο αμετάβλητη και αθάνατη.
Ακολουθώντας τον ίδιο συλλογισμό, συμπεραίνουμε πως το σώμα είναι θνητό.
(150) Η Ανωτερότητα της ψυχής έναντι του σώματος κάνει τον Πλάτωνα να ισχυριστεί πως ο καθένας μας ταυτίζεται μόνο με την ψυχή του (όχι με το σώμα ή το σώμα και την ψυχή). Το κύριο κίνητρό του όμως είναι άλλο.
- Η νόηση είναι εκείνο που διαχωρίζει το ανθρώπινο είδος από τα άλλα. Άρα είναι λογικό να θεωρήσουμε πως ταυτιζόμαστε με αυτό το στοιχείο που μας κάνει ιδιαίτερους. Η ιδιαιτερότητα αυτή οδηγεί στο 2ο κίνητρο:
- Εκείνο που θεωρούμε ως τον πραγματικό εαυτό μας είναι οι προσωπικές μας σκέψεις, απόψεις και οι σκοποί που προσπαθούμε να πετύχουμε.
Όλα τα παραπάνω βρίσκονται στη νόηση, άρα στην ψυχή μας. Αυτό που είμαστε είναι η ψυχή μας. Το ενδιαφέρον που έχουμε είναι το ενδιαφέρον για την ψυχή μας. Αυτό σκέφτεται και ο Σωκράτης, όταν λέει στην απολογία του ότι ο σκοπός του είναι η βελτίωση της ψυχής όχι μόνο της δικής του, αλλά και των συμπολιτών του.
Στους πρώιμους διαλόγους, η προσπάθεια βελτίωσης της ψυχής περιορίζεται στην απόκτηση γνώσης περί της ηθικής. Αυτό συμβαίνει γιατί η ψυχολογία των πρώιμων διαλόγων είναι μάλλον απλή. Όλοι οι άνθρωποι θέλουν το καλό τους και η μόνη πηγή κινήτρων για τις πράξεις τους είναι η άποψη για το τι προωθεί το γενικό τους καλό.
Οι ψυχολογικές απόψεις της Πολιτείας, είναι πιο περίπλοκες. Οι παρατηρήσεις του Πλάτωνα για την ανθρώπινη ψυχολογία είναι πιο προσεκτικές και λεπτομερείς.
Στον Πρωταγόρα, ο Σωκράτης αποκλείει την ακράτεια.
Στην Πολιτεία, ο Πλάτων είναι σίγουρος πως η ακράτεια είναι δυνατόν να συμβεί.
Στον Πρωταγόρα, ο Πλάτων έχει ως εφαλτήριο το γεγονός πως όλες οι πράξεις μας ξεκινούν από μια πηγή κινήτρων και καταλήγει πως κάτι που υπολαμβάνουμε ως γεγονός (η ακράτεια) είναι αδύνατον να συμβεί.
Στην Πολιτεία παραδέχεται πως η ακράτεια είναι γεγονός κι έτσι καταλήγει σε διαφορετικό συμπέρασμα όσον αφορά την ψυχή των ψυχολογικών μας κινήτρων.
Ο Πλάτων (151) παρατηρεί πως συμβαίνει την ίδια χρονική περίοδο να θέλουμε και να μη θέλουμε κάτι.
Π.χ. : Διψάω. Μπροστά μου βρίσκεται ένα ποτό που θα ήθελα να το πιω, επειδή όμως ξέρω πως δεν είναι καλό για μένα, δε θέλω να το πιω.
Για τον Πλάτωνα είναι αδύνατον να αντιφάσκει η ψυχή σε κάτι τέτοιο. Καταλήγει έτσι πως η ψυχή έχει δυο μέρη. Έτσι, μπορούμε να εξηγήσουμε αυτό το γεγονός. Το ένα μέρος θέλει να πιει και το άλλο δε θέλει.
-επιθυμητικόν : το μέρος της ψυχής που θέλει να πιει
-λογιστικόν : το μέρος της ψυχής που έχει αντίθετη άποψη.
Με την ίδια λογική, βγαίνει το συμπέρασμα πως η ψυχή έχει τρία μέρη. Εκτός από το να θέλουμε και να μη θέλουμε κάτι, μπορεί να θυμώνουμε με τον εαυτό μας επειδή το κάναμε. Τα δυο ψυχικά μέρη δείχνουν πως θέλουμε και δε θέλουμε κάτι την ίδια στιγμή. Ο θυμός όμως, από πού βγαίνει; Σίγουρα όχι από το επιθυμητικόν, ούτε όμως από το λογιστικόν, γιατί το λογιστικόν έχει απλώς την άποψη πως αυτό που κάναμε δεν ήταν καλό για μας. Άρα, αναγνωρίζει έτσι ένα τρίτο μέρος της ψυχής, το λεγόμενο θυμοειδές.
Ο Πλάτωνας δεν αναλώνεται σε μεταφυσικές αναλύσεις. Καταλήγει σε αυτήν τη θεωρία βάσει ηθικής φύσεως απόψεων. Με το χωρισμό της ψυχής σε τρία μέρη, προσπαθεί να επισημάνει πως – κατά τη γνώμη του – υπάρχουν τρεις διαφορετικές πηγές κινήτρων στον άνθρωπο. Έτσι έχουμε και τρία είδη ευχαρίστησης.
Διανοητικό μέρος : ελκύεται από την ευχαρίστηση της γνώσης και της διανοητικής απασχόλησης.
Θυμός : αντλεί ευχαρίστηση από τις ασχολίες που έχουν ως αποτέλεσμα την απόκτηση και προστασία της προσωπικής μας τιμής.
Επιθυμητικό : σωματικές ηδονές και ό,τι σχετίζεται με αυτές, όπως ο πλούτος.
Από αυτά τα τρία μόνον το διανοητικό ελκύεται από ευχαριστήσεις που σημαίνουν το μακροπρόθεσμο καλό του οργανισμού. Μόνον αυτό δείχνει την κατεύθυνση που προωθεί το γενικό καλό και έλκεται από αυτήν.
Τα άλλα δυο μέρη έλκονται και ασχολούνται με όσα ευχαριστούν τα ίδια. Δεν τα απασχολεί ούτε το μακροπρόθεσμο καλό του οργανισμού, ούτε το δικό τους. Δε μπορούν (152) να υπολογίσουν πως θα μεγιστοποιήσουν την ευχαρίστησή τους προς αυτήν την κατεύθυνση. Αναγνωρίζουν μόνον την προσωρινή τους ευχαρίστηση και προσπαθούν να την αποκτήσουν άμεσα. Δεν τα απασχολούν πιθανές επιπτώσεις ή η μελλοντική τους ευχαρίστηση. Δεν έχουν τη διανοητική δυνατότητα να δημιουργήσουν άποψη για το πώς θα μεγιστοποιήσουν την προσωπική τους ικανοποίηση.
Ο θυμός και το επιθυμητικόν αποβλέπουν στην άμεση ικανοποίηση, κάτι που μπορεί να συγκρούεται με το γενικό καλό του οργανισμού. Πάντως, ο Πλάτων λέει πως υπάρχει κάποια συγγένεια μεταξύ διανοητικού και θυμού. Αν ο θυμός καταλάβει πως η τιμή έρχεται σε κίνδυνο, την υπεραμύνεται αμέσως, παρόλο που το διανοητικό θεωρεί πως είναι καλύτερα να μην υπάρξει αντίδραση. Σε περιπτώσεις σύγκρουσης μεταξύ διανοητικού και επιθυμητικού, ο θυμός υπεραμύνεται το διανοητικόν, γιατί συγκινείται από το καλό. Είναι φυσικός σύμμαχος του διανοητικού, επειδή και η τιμή (στην οποία προσανατολίζεται ο θυμός) είναι κάτι καλό.
3.2.7 Η Πλατωνική Πολιτεία
Ο Πλάτων είναι ο πρώτος που βρίσκει στενή σχέση ανάμεσα στην ανθρώπινη ψυχολογία και τη διαμόρφωση του κράτους. Το κράτος, η πολιτεία, είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος οργάνωσης της ζωής μιας κοινωνικής ομάδας. Αφού οι άνθρωποι αποτελούν αυτήν την ομάδα, και το κράτος οργανώνει τη ζωή τους, λογικά, η όποια θεωρία σχετικά με τη δομή του κράτους πρέπει να συνυπολογίζει την ψυχολογική υφή αυτών των ανθρώπων.
Στην Πολιτεία, ο Πλάτων αναφέρει τις ψυχολογικές του απόψεις, συνδέοντάς τες με τις απόψεις του για το κράτος. Κάνει λάθος όμως όταν πιστεύει πως οι πρώτες ακολουθούν τις δεύτερες. Στο όγδοο και ένατο βιβλίο της Πολιτείας εξηγεί τις ιδιότητες διαφόρων συστημάτων βασιζόμενος στην ψυχολογία εκείνων που τα κυβερνούν. Άρα είναι πιθανό οι απόψεις του για αυτά (153) τα δύο θέματα να αναπτύσσονται παράλληλα, αλλά η παρουσίασή τους να γίνεται με καθαρά παιδαγωγικούς λόγους.
Η Πολιτεία ρωτά τι είναι δικαιοσύνη. Όχι το πώς την αντιλαμβανόμαστε ή τι είδους δικαιοσύνη επικρατεί στους κρατικούς μηχανισμούς, αλλά τι είναι η πραγματική, ιδεατή δικαιοσύνη. Τη σκέφτεται λοιπόν και την παρουσιάζει στο πλαίσιο μια ιδεατής πολιτείας. Η πολιτεία αυτή αποτελείται από τρεις τάξεις που είναι αναγκαίες η μια με την άλλη κι όταν λειτουργούν κανονικά επαρκούν για τη λειτουργία της πολιτείας. Οι τρεις τάξεις είναι οι Παραγωγοί, οι Φύλακες και οι Κυβερνήτες.
Η κάθε μια τάξη βασίζεται σε ψυχολογικά κριτήρια που έχουν να κάνουν με τα τρία μέρη της ψυχής. (ανάλογα με το ψυχικό μέρος που κυριαρχεί, είναι και η τάξη).
Παραγωγοί : κυρίαρχο μέρος το επιθυμητικόν. Κέντρο προσανατολισμού τα κίνητρα που προέρχονται από αυτό.
Φύλακες : κυρίαρχο μέρος το θυμοειδές
Κυβερνήτες : κυρίαρχο μέρος το διανοητικόν.
Οι πολίτες τοποθετούνται στις αντίστοιχες τάξεις, δεν αποφασίζουν μόνοι τους. Μετά την τοποθέτησή τους δεν αλλάζουν τάξη. Δεν παίζει κανένα ρόλο η τάξη, η καταγωγή ή το φύλο. Για να τοποθετηθούν σε μια τάξη, πρέπει να ανήκουν σε αυτήν την τάξη.
Μόνο μέσο ταξινόμησης είναι η παιδεία. Η εκπαίδευση και το περιεχόμενό της είναι δουλειά του κράτους. Η εκπαίδευση περιλαμβάνει διάφορα θέματα, κυρίως όμως τα μαθηματικά. Η ταξινόμηση των εκπαιδευομένων γίνεται με βάση την απόδοσή τους σε αυτά. Οι πρώτοι που συναντούν προβλήματα, γίνονται παραγωγοί. Οι επόμενοι γίνονται φύλακες. Όσοι έχουν μαθηματικό ταλέντο συνεχίζουν κι εκπαιδεύονται στη φιλοσοφία. Οι φιλόσοφοι γίνονται κυβερνήτες.
Οι φιλόσοφοι – κυβερνήτες κρατούν όλες τις εξουσίες, όχι γιατί ο Πλάτων τις διαχωρίζει και τους τις αναθέτει, αλλά γιατί (154) αυτοί έχουν την πλήρη ευθύνη διακυβέρνησης. Οι Φύλακες είναι οι βοηθοί των κυβερνητών και προστατεύουν το κράτος. Οι Παραγωγοί είναι υπεύθυνοι για την παραγωγή των απαραίτητων υλικών αναγκών.
Ο Πλάτων συχνά παρεξηγείται γιατί πιστεύεται πως κάνει το διαχωρισμό βάσει της εξυπνάδας. Η απόδοση στα Μαθηματικά δεν έχει να κάνει με τη διανοητική ικανότητα. Σε πολλούς έξυπνους ανθρώπους δεν αρέσουν τα μαθηματικά. Πολλοί παραγωγοί μπορεί να είναι ιδιοφυΐες και να αποδίδουν τα μέγιστα στην παραγωγή. Άρα, ο παράγοντας για την ταξινόμηση δεν είναι η διανοητική ικανότητα, αλλά ο τρόπος που την εφαρμόζει το κάθε άτομο.
Άλλο λάθος είναι πως οι πολίτες δεν αλλάζουν θέση λόγω αυθαιρεσίας και καταπίεσης. Αυθαιρεσία θα ήταν το να άλλαζαν. Η εκπαίδευση τους τοποθετεί εκεί ακριβώς που ανήκουν για να είναι ευτυχισμένοι.
Ερωτήματα προκύπτουν πάνω σε δυο θέματα:
- πώς ο Πλάτων είναι σίγουρος πως υπάρχει τόσο αξιόπιστο εκπαιδευτικό σύστημα;
- πώς μπορεί να είναι σίγουρος πως η ψυχολογική κλίση κάποιου θα μείνει αναλλοίωτη;
Στην ιδανική πολιτεία, οι τρεις τάξεις λειτουργούν ιδανικά διότι η κάθε μια έχει τη δική της αρετή.
Παραγωγοί : Σωφροσύνη
Φύλακες : Ανδρεία
Κυβερνήτες : Σοφία.
Έτσι, επικρατεί δικαιοσύνη, που συνεπάγεται πως κάθε τάξη εκτελεί το δικό της έργο κατά τον καλύτερο τρόπο κι αφήνει τις άλλες να εκτελέσουν το δικό τους.
Οι Κυβερνήτες (155) βέβαια επιβλέπουν όλες τις τάξεις, μαζί και τη δική τους, ελέγχουν και επισημαίνουν τα πιθανά προβλήματα. Όμως η εκτέλεση του έργου της κάθε τάξης, είναι ευθύνη της κάθε τάξης.
Η γενική αρετή της πολιτείας εξαρτάται κατά πολύ από την αρετή των κυβερνητών. Αν οι κυβερνήτες δεν είναι σοφοί, η πολιτεία δεν έχει αρετή. Η δομή της πολιτείας αντανακλά την ψυχολογία των ατόμων. Άρα, υπάρχει δομική ομοιότητα μεταξύ της αρετής της πολιτείας και της αρετής των ατόμων.
Το κάθε μέρος της ψυχής του ατόμου έχει τη δική του αρετή.
Επιθυμητικόν : σωφροσύνη
Θυμοειδές : ανδρεία
Λογιστικό : σοφία
Σοφός : αυτός που το λογιστικόν του έχει απόλυτη γνώση για το τι είναι ηθικά καλό ανά πάσα στιγμή και το κάνει όταν βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση.
Σώφρων : αυτός που τα επιθυμητικά του κίνητρα ανταποκρίνονται και τον οδηγούν στις απόψεις του λογιστικού.
Ανδρείος : όταν τα κίνητρα και οι πράξεις που ξεκινούν από το θυμοειδές και καθοδηγούνται από το λογιστικόν.
Όταν και τα τρία μέρη βρίσκονται σε ισορροπία κι έχουν τη δική τους αρετή το άτομο είναι δίκαιο.
Ερώτημα : είναι δυνατόν κάποιος που δεν είναι σοφός, να είναι δίκαιος και να έχει γενική αρετή; Η σοφία είναι εκείνη που δρομολογεί σωστά το λογιστικόν και στο δίκαιο άνθρωπο, το λογιστικό παίζει αποφασιστικό ρόλο για την καθοδήγηση του επιθυμητικού και του θυμού. Αν όμως λείπει η γνώση, πως θα εκτελέσει τις οδηγίες; Κι αν αυτές δεν εκτελεστούν σωστά, πως το άτομο θα είναι ανδρείο ή σώφρων;
Επίσης, δε μπορούμε να πούμε ανενδοίαστα πως ο Πλάτων θεωρεί πως μόνο οι σοφοί είναι δίκαιοι. Στην ιδανική πολιτεία οι Κυβερνήτες είναι οι λιγότεροι. Μπορεί μια δίκαιη πολιτεία να αποτελείται από μέλη που δεν έχουν τη δυνατότητα να είναι δίκαια;

(ollthatjazz)