Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

ΕΛΠ 22 - Η φιλοσοφία του Πλάτωνα


Κεφάλαιο 3 - Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ 


Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Το μόνο που έχει μείνει από τον Πλάτωνα είναι οι φιλοσοφικοί διάλογοι από τους οποίους αντλούμε τη γνώση του έργου του. Οι σχολιαστές του συμφωνούν στη διαίρεση των διαλόγων σε τρεις κατηγορίες : πρώιμη, μεσαία και ώριμη. Θεωρούν πως η διαίρεση αυτή είναι χρονολογική, για αυτό και ονομάστηκαν έτσι. Ως εκ τούτου (122) δε γνωρίζουμε με σιγουριά τη χρονολογία συγγραφής τους, εκτός από το «Νόμοι» που είναι το τελευταίο του. Εξαιτίας λοιπόν αυτού του παράδοξου, το κριτήριο για τους διαλόγους είναι θεματικό και αυτό αποδεχόμαστε και εμείς.  
Πλάτων



Σωκράτης
Πρώιμοι είναι οι διάλογοι που ο Πλάτων παρουσιάζει τα φιλοσοφικά προβλήματα που τον απασχολούν, χωρίς να είναι σε θέση να προτείνει λύση.
Μεσαίοι είναι οι διάλογοι που ο Πλάτων προτείνει τη μεταφυσική θεωρία των ιδεών ως λύση στα φιλοσοφικά προβλήματα.
Ώριμοι είναι οι διάλογοι που ο Πλάτων συζητάει, ελέγχει και ξανασκέπτεται αυτή τη λύση.
Μπορεί ο Πλάτων να έγραψε πρώτα τις θετικές του προτάσεις και ύστερα την ανάλυση των προβλημάτων. Όπως και να είναι, δεν έχει σημασία.
Πρώιμοι : Απολογία, Λάχης, Ευθύφρων, Χαρμίδης, Κρίτων, Ευθύδημος, Ιππίας Μείζων, Μένων, Γοργίας, Πρωταγόρας
Μεσαίοι : Φαίδων, Πολιτεία, Συμπόσιον
Ώριμοι : Θεαίτητος, Σοφιστής, Πολιτικός, Τίμαιος, Φίληβος.
 
ΗΘΙΚΗ (123)

3.1.1. Σωκράτης και Πλάτων
 Το γεγονός πως το έργο του Πλάτωνα αποτελείται από διαλόγους δημιουργεί δυσκολίες στην ερμηνεία. Ο ίδιος δεν παρουσιάζεται σε κανέναν από αυτούς, κύριος πρωταγωνιστής είναι ο Σωκράτης. Ιδιαίτερα στους πρώιμους, ο Σωκράτης καθοδηγεί τη συζήτηση. Είναι δύσκολο επίσης να διαγνώσουμε με ακρίβεια τη θέση του συγγραφέα ενός διαλόγου. Επειδή όμως στο διάλογο αναπτύσσονται επιχειρήματα με προτάσεις και συμπεράσματα, είναι λογικό να υποθέσουμε πως ο συγγραφέας θεωρεί ισχυρότερα αυτά που ο ίδιος παρουσιάζει ως ισχυρότερα. Άλλωστε, είναι δύσκολο για έναν συγγραφέα να παρουσιάσει το έργο του στο κοινό χωρίς ταυτόχρονα να παρουσιάσει και τις δικές του θέσεις. Επίσης, ένα ισχυρό για τον ίδιο επιχείρημα δεν είναι αναγκαίο να είναι και ικανοποιητικό. Έτσι, δε μπορούμε να ξέρουμε αν ο συγγραφέας είναι πεισμένος από τα επιχειρήματα που παρουσιάζει ως ισχυρότερα. Με αυτόν τον τρόπο όμως καταλαβαίνουμε κάποιες από τις θέσεις του Πλάτωνα.
Αρκετοί σχολιαστές, συνδυάζοντας το βασικό ρόλο του Σωκράτη στους πρώιμους διαλόγους του Πλάτωνα, θεωρούν πως σε αυτούς παρουσιάζεται η φιλοσοφική σκέψη του Σωκράτη και όχι του Πλάτωνα. Είναι γνωστό εξάλλου ότι ο Σωκράτης δεν άφησε τίποτα γραπτό. Υπάρχει λοιπόν πιθανότητα να αντικατοπτρίζεται ο Σωκράτης στους πλατωνικούς διαλόγους, μπορεί όμως και να μην είναι έτσι. (124) Δε θα ασχοληθούμε όμως άλλο με αυτήν τη διαφωνία καθώς τα επιχειρήματα και των δυο πλευρών είναι ισχυρά. Μπορούμε όμως να πούμε πως οι σχετικοί με τη φιλοσοφία αναγνωρίζουν ότι είναι από δύσκολο έως αδύνατον για ένα δημιουργικό πνεύμα όπως αυτό του Πλάτωνα να καταγράψει απλώς τις σκέψεις κάποιου άλλου. Σίγουρα έχει επηρεαστεί από το δάσκαλό του Σωκράτη τόσο από τη σκέψη όσο και από τις πράξεις του. Η επιρροή αυτή διαμορφώνει το σκεπτικό του Πλάτωνα κυρίως στην πρώιμη περίοδό του και είναι επίσης πιθανό κάποιες σκέψεις που αναφέρονται στα συγκεκριμένα έργα να είναι όντως του Σωκράτη.
Είπαμε όμως πως εμείς θα θεωρήσουμε πως αυτό που απασχολεί τον Πλάτωνα όταν γράφει είναι τα προβλήματα που παρουσιάζει, όχι η άποψη του Σωκράτη για τα προβλήματα αυτά. Όταν λοιπόν αναφερόμαστε στο Σωκράτη θα εννοούμε το χαρακτήρα των διαλόγων, όχι το ιστορικό πρόσωπο, και θα θεωρούμε επίσης πως ο χαρακτήρας αυτός απηχεί τις ιδέες του Πλάτωνα. Έτσι, θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε όχι μόνο το Σωκράτη, αλλά το Σωκράτη μαζί με τους συνομιλητές του. Εφόσον τα έργα αυτά είναι πρώιμα και συνέβαλλαν στη διαμόρφωση του φιλοσοφικού χαρακτήρα του Πλάτωνα, τότε όλοι οι μετέχοντες συνεισέφεραν στη διαμόρφωση αυτή.


3.1.2. Η αρχαία έννοια Ευδαιμονία
 
Σύμφωνα με την Απολογία ο Σωκράτης θεωρεί πως η φιλοσοφική του πράξη αποτελείται κυρίως από την εξέταση της γνωσιολογικής κατάστασης των συμπολιτών του. Πολλοί από αυτούς ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν καλά τα θέματα που σχετίζονται άμεσα με την πρακτική πολιτική που υποστηρίζουν, όπως και για την προσωπική τους ζωή. Τα θέματα αυτά έχουν να κάνουν αποκλειστικά με την αρετή και ο Σωκράτης θέλει να διαπιστώσει πως αυτό που του λένε, ισχύει. (125) Έχει δύο κίνητρα :
-τα θέματα αυτά είναι άμεσα συνδεδεμένα με την ποιότητα της πολιτικής και ιδιωτικής ζωής των πολιτών. Ο ίδιος πιστεύει πως είναι απαραίτητη η πλήρης γνώση της αρετής, προκειμένου να υπάρχει καλή πολιτική και ιδιωτική ζωή. Τη γνώση αυτή την αποκαλεί σοφία.
-Ο Σωκράτης είναι σίγουρος πως δεν έχει αυτήν τη γνώση. Καθώς τη θεωρεί τεράστιας σημασίας έτσι και το κίνητρό του να την αποκτήσει είναι τεράστιο. Πιστεύει πως αν συναντήσει κάποιον που να την έχει, μπορεί να τη διδαχθεί. Επειδή όμως θέλει να είναι σίγουρος πως αυτός που λέει ότι την έχει, όντως την έχει, εξετάζει τη γνώση του.
Έτσι, τα κίνητρά του είναι αλτρουιστικά και προσωπικά : θέλει το γενικό καλό της πόλης, το καλό των συμπολιτών του, αλλά και το προσωπικό του καλό.
Εφόσον ο Σωκράτης επιθυμεί τη γνώση της αρετής, τα προβλήματα που τον απασχολούν έχουν να κάνουν με την ηθική με μια γενικότερη έννοια από αυτήν που αναπτύχθηκε μετά τον Καντ. Για τους αρχαίους η ηθική αφορά την όλη ποιότητα της ανθρώπινης ζωής. Η σύγχρονη έννοια λέει πως θα μπορούσε κάποιος να περάσει τη ζωή του χωρίς κανένα ηθικό λάθος, αν το μόνο που έκανε είναι να παρακολουθεί τηλεόραση και να διαβάζει περιοδικά. Για τους αρχαίους μια τέτοια ζωή είναι ηθικά απαράδεκτη. Οι αρχαίοι ασχολούνται με τη σωφροσύνη, την ανδρεία και τις θεωρούν απαραίτητες για μια αποδεκτή ηθική ζωή. Η σχέση όμως ανάμεσα στην ανδρεία και τη σωφροσύνη με την ηθική δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί ακριβώς. Εμείς σήμερα δε θα θεωρούσαμε ηθικό λάθος τη δειλία που θα έδειχνε κάποιος στρατιώτης στη μάχη ή τη βουλιμία κάποιου. Για το Σωκράτη όμως είναι αδύνατον να είναι κάποιος ηθικός αν δεν είναι ανδρείος.
Το κίνητρο των αρχαίων είναι καθαρά πρακτικό. Η ηθική (126) έχει σκοπό τη βελτίωση της καθημερινής ζωής, ιδιωτικής και δημόσιας. Η θεωρία βέβαια δεν αρκεί παρ’ ότι συμβάλλει στη βελτίωση αυτή. Εκείνο που θα κάνει τη διαφορά είναι η εφαρμογή της ηθικής σκέψης. Η γνώση που θα φέρει η ηθική σκέψη και η εφαρμογή της, φέρνει την ευδαιμονία, ή, όπως θα λέγαμε σήμερα, την ευτυχία. Πολλοί σχολιαστές παραπονούνται επειδή η λέξη ευδαιμονία έχει πάρα πολλές έννοιες και είναι αδύνατον να την κατανοήσουμε πλήρως. Το δύσκολο όμως, είναι να κατανοήσουμε την έννοια που της δίνει ο αρχαίος κόσμος. Δεν υπήρχε μια συγκεκριμένοι έννοια της ευδαιμονίας. Οι αρχαίοι φιλόσοφοι δημιουργούν τη δική τους κάθε φορά, πράγμα που μας δυσκολεύει, πιθανόν όσο και το αρχαίο κοινό.
Μπορούμε λοιπόν να χαρακτηρίσουμε την αρχαία ηθική, όπως και την ηθική του Σωκράτη, ως ‘ευδαιμονική’ καθώς ο στόχος της, όπως προείπαμε, είναι η ιδιωτική και δημόσια ευδαιμονία. Αυτό τη διαχωρίζει απόλυτα από την μετα-καντιανή ηθική σκέψη. Ο Σωκράτης και οι υπόλοιποι ενδιαφέρονται για προβλήματα που σήμερα θεωρούμε ηθικής φύσεως, τα συζητούν όμως στο ευρύτερο πλαίσιο της ευδαιμονίας. Ταυτόχρονα, την τροποποιούν έτσι ώστε να είναι αδύνατον να πετύχει κάποιος την ευδαιμονία, χωρίς να ενδιαφέρεται έμπρακτα για τα ηθικά προβλήματα.

3.1.3. Το ύφος και ο στόχος της σωκρατικής ερώτησης

Καθοριστικό στοιχείο των πρώιμων διαλόγων είναι οι σωκρατικές ερωτήσεις για την αρετή. Στους διαλόγους ρωτάει τι είναι η αρετή, η ανδρεία, η σωφροσύνη και η οσιότης. (127) Ας δούμε τα κίνητρα του Πλάτωνα:
Ευθύφρονας : ο Ευθύφρων θέλει να καταγγείλει τον πατέρα του για τη δολοφονία ενός δούλου, πράξη που την υπαγορεύει η οσιότητα. Ο Σωκράτης παρατηρεί πως η εναντίωση στον πατέρα είναι ανόσια. Οπότε, για να μπορέσουν να αποφασίσουν, πρέπει να βρουν τι είναι όσιο. Ο Σωκράτης, θέλει να μάθει τι είναι η οσιότης, για να μπορέσει να γίνει και ο ίδιος όσιος. Θέλει επίσης να γνωρίζει τη σημασία της, για να ξεχωρίζει τις όσιες από τις ανόσιες πράξεις γιατί χωρίς τη γνώση, δε μπορεί ο ίδιος να απαντά σε ερωτήσεις σχετικά με την οσιότητα.
Η μορφή της ερώτησης δημιουργεί την εντύπωση πως ερευνάται ο ορισμός της οσιότητας, αυτό όμως είναι προβληματικό. Γιατί είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε τον ορισμό; Οι περισσότεροι δε γνωρίζουμε τον ορισμό του πορτοκαλιού, το ξεχωρίζουμε όμως από το μήλο. Επίσης, το συμπέρασμα του Σωκράτη είναι πως ούτε ο ίδιος, ούτε ο Ευθύφρονας γνωρίζουν τι είναι οσιότης για αυτό και δε μπορούν να καταλήξουν. Τι σημασία όμως έχει ο ορισμός; Κι εμείς μπορούμε να πούμε πως ξέρουμε τι είναι το πορτοκάλι, έστω κι αν δεν γνωρίζουμε τον ορισμό του.
Κατά τη γνώμη μας, ο Σωκράτης δε ζητάει ορισμό. Δεν τον απασχολεί (127) τι θα ήταν τυπικά σωστό να θεωρηθεί γνώση. Ανησυχεί ουσιαστικά, γιατί αμφιβάλλει αν η ιδέα που έχουμε για την οσιότητα, τη δικαιοσύνη ή την αρετή ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Θέλει δηλαδή μια ανάλυση η οποία εκτός από τον ορισμό θα τοποθετήσει τον ίδιο και εμάς σε σταθερά γνωσιολογικά θεμέλια. Το Σωκράτη δεν τον απασχολούν οι έννοιες. Θέλει να μάθει πού αναφέρεται ο καθένας. Ο Σωκράτης υποψιάζεται πως οι γενικές ιδέες των συμπολιτών του εξηγούν μόνον τι νομίζει ο καθένας τους για τις έννοιες αυτές. Δε μπορεί να μας πει αν εννοούν το ίδιο ή αν εννοούν την πραγματική σημασία των εννοιών αυτών στην πραγματικότητα.

3.1.4. Σωκρατικός Έλεγχος

Κάθε φορά που ο Σωκράτης ρωτάει ‘τι είναι το Χ’ ισχυρίζεται πως δε γνωρίζει την απάντηση και θέλει να τη μάθει. Λέει την αλήθεια γιατί αλλιώς η φιλοσοφική συζήτηση δεν έχει στόχο. Επίσης, δε θα είχε το δικαίωμα να απαιτεί ειλικρίνεια από τους συνομιλητές του, αν δεν είναι ειλικρινής και ο ίδιος. Μια εξήγηση είναι πως το κάνει αυτό για εκπαιδευτικούς λόγους. Θέλει οι συνομιλητές του να κατανοήσουν την απάντηση μόνοι τους. Γιατί όμως (129) θεωρεί πως αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος εκμάθησης; Όλοι μπορούμε να αντιληφθούμε πράγματα όταν μας τα εξηγούν. Και τι θα απογίνουν εκείνοι που δε μπορούν να ανακαλύψουν μόνοι τους την αλήθεια για την αρετή; Δε θα ήταν καλύτερα να τους εξηγήσει ο Σωκράτης, αντί να τους αφήσει στη σκοτεινή άγνοια;
Ο Σωκράτης δε γνωρίζει την απάντηση στα ερωτήματα που θέτει, μπορεί όμως να ελέγξει αν τη γνωρίζουν οι συνομιλητές του. Μπορεί να αποδείξει την άγνοιά τους με τον εξής τρόπο :
Λάχης : ο Σωκράτης ρωτά το στρατηγό Λάχη τι είναι η ανδρεία κι αυτός απαντά πως ανδρείος είναι ο στρατιώτης που μάχεται χωρίς να οπισθοχωρεί. Ο Σωκράτης διευκρινίζει πως θέλει να μάθει για το πράγμα το οποίο κάνει ανδρείο οποιονδήποτε άνθρωπο, όχι μόνο τους στρατιώτες. Με δυσκολία ο Λάχης αναφέρει την ανδρεία ως καρτερία ψυχής. Ο Σωκράτης επισημαίνει πως αυτή θα πρέπει να συνοδεύεται από γνώση. Π.χ. ο στρατιώτης που εξακολουθεί να μάχεται παρά τις διαταγές για οπισθοχώρηση είναι θρασύς, όχι ανδρείος. Ο Λάχης παραδέχεται το επιχείρημα αλλά δε μπορεί να εξηγήσει τι είδους γνώση απαιτείται. Στην κουβέντα συμμετέχει ο Νικίας και όλοι μαζί φτάνουν στο συμπέρασμα ότι για να είναι κάποιος ανδρείος πρέπει να έχει γενική γνώση του καλού και του κακού. Ο Σωκράτης θεωρεί πως αυτή η γνώση περιλαμβάνει την αρετή στο σύνολό της, όχι μόνο την ανδρεία. Το συμπέρασμα είναι πως κανείς δε γνωρίζει τι είναι η ανδρεία.
Ο Σωκράτης γνώριζε την άγνοιά του για το θέμα. Πώς ήταν όμως σίγουρος για την άγνοια των άλλων; Και πώς κατάφερε να τους κάνει να καταλήξουν στο ίδιο συμπέρασμα, αφού στην αρχή πίστευαν πως το γνώριζαν; Ο φιλόσοφος προϋποθέτει πως αν κάποιος γνωρίζει το θέμα, τότε μπορεί να απαντήσει σε σχετικές ερωτήσεις και να εξηγεί τις απαντήσεις αυτές. Επίσης, μπορεί να εξηγήσει πως το θέμα Χ σχετίζεται και με άλλα θέματα, όπως και να απαντήσει σε ειδικές ερωτήσεις. Επίσης, οι απαντήσεις του πρέπει να είναι (130) σωστές. Όμως, η άγνοια του Σωκράτη δεν τον βοηθά να κρίνει αν οι απαντήσεις είναι σωστές. Άρα πρέπει να είναι πειστικές, λογικές και να μην πέφτει σε αντιφάσεις. Έτσι, είναι εύκολο για το Σωκράτη να ελέγξει την πραγματική γνώση αυτών που δε γνωρίζουν την απάντηση. Είναι επίσης εύκολο και για τους συνομιλητές του, να ανακαλύψουν την άγνοιά τους.
Βλέπουμε πως ο Σωκράτης, παρόλη την άγνοιά του, είναι σε θέση να ελέγχει την ακρίβεια των λόγων των συνομιλητών του. Αυτός ο τρόπος όμως δε μπορεί να είναι πάντα επιτυχής. Ένας έμπειρος και ευφυής θα μπορούσε να κρύψει την αμάθειά του. Έτσι φτάνουμε στο συμπέρασμα πως ένας συνομιλητής αποδεικνύει άγνοια όταν δεν τα πάει καλά στην συζήτηση, αλλά πιθανά να αποδεικνύει άγνοια κι όταν τα πάει εξαιρετικά καλά.
Ο έλεγχος από μόνος του δε μπορεί να αποδείξει τίποτα. Έχει μόνον τη δυνατότητα στις περισσότερες περιπτώσεις να ξεσκεπάσει την άγνοια, μόνος του όμως δεν ενδείκνυται ως μέθοδος αποκάλυψης της αλήθειας.

3.1.5. Η αρετή
 
Αν και ο Σωκράτης δεν έχει τις απαντήσεις για διάφορους ηθικούς όρους (131) έχει συγκεκριμένες απόψεις για τη γενική μορφολογία της ηθικής. Στο Λάχη προσπαθεί να μάθει τι κάνει ανδρείο τον άνθρωπο. Δεν πιστεύει πως η ανδρεία αποτελείται μόνον από ανδρείες πράξεις γιατί το σημαντικό δεν είναι οι πράξεις αλλά αυτός που τις κάνει. Για αυτό κατά τη γνώμη του, δυο φαινομενικά ταυτόσημες πράξεις μπορεί να έχουν διαφορά ως προς την ηθική τους αξία. Κάποιος που αντιγράφει μια ανδρεία πράξη δε γίνεται ανδρείος, ούτε η πράξη του είναι ανδρεία, έστω κι αν οι προθέσεις του είναι καλές.
Για το Σωκράτη, η ανδρεία και γενικά η αρετή δεν αποτελείται από γενικούς κανόνες που μας λένε τι πρέπει να κάνουμε. Η αρετή είναι συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση. Αν δε βρισκόμαστε σε αυτήν την ψυχική κατάσταση, ούτε εμείς ούτε οι πράξεις μας είναι καλές. Κάποιος που βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση μπορεί να κάνει πάντα καλές πράξεις. Άρα για το Σωκράτη, οι πράξεις είναι ηθικά καλές, όταν αυτός που τις κάνει είναι ηθικά καλός
Ο τρόπος για να αποκτήσουμε την αρετή είναι μέσα από τη γνώση για το τι είναι αρετή. Έτσι, θα φέρουμε την ψυχική μας στην ιδανική κατάσταση που θα είναι μόνιμη. Η γνώση αυτή τροποποιεί το χαρακτήρα μας με έναν ιδανικό και αμετάβλητο τρόπο. Θα δούμε αργότερα γιατί το πιστεύει αυτό. Προς το παρόν μπορούμε να πούμε πως ο ισχυρισμός αυτός δε φαίνεται τόσο αληθινός. Κάποιος θα μπορούσε να έχει τη γνώση, αλλά να μην την εφαρμόζει. Κάποιος άλλος να είναι πραγματικά καλός αλλά να μην μπορεί να απαντήσει στις ερωτήσεις του Σωκράτη.
Οι αρετές στις οποίες αναφέρεται ο Σωκράτης είναι η ανδρεία, η σωφροσύνη, η δικαιοσύνη, η φιλία, η οσιότης και η σοφία. Συχνά όμως αναφέρεται στην αρετή που περικλείει και όλες τις άλλες. Θεωρεί αδύνατον να έχει κάποιος μια από αυτές χωρίς τις υπόλοιπες, γιατί όλες συνδέονται άμεσα μεταξύ τους και αποτελούν την Αρετή (132). Στους διαλόγους Λάχης και Χαρμίδης υποστηρίζει πως η αρετή είναι η γενική γνώση όλων των καλών κι όλων των κακών. Μια τέτοια γνώση όμως την έχουμε ολόκληρη ή καθόλου. Δε γίνεται να έχουμε δικαιοσύνη και όχι οσιότητα. Ο δίκαιος είναι και καλός. Αν είναι ανόσιος, είναι κακός. Αν είναι κακός, δε μπορεί να είναι καλός.
Αν μιλούσαμε μόνο για καλές πράξεις θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε μερικές καλές ή κακές. Αλλά ο Σωκράτης κοιτά και το χαρακτήρα και για αυτόν οι πράξεις είναι καλές όταν και αυτός που τις κάνει είναι καλός. Όπως είδαμε πριν, αν κάποιος είναι καλός, δε μπορεί να είναι και κακός. Έτσι, ή έχουμε ολόκληρη την αρετή ή καθόλου. Αυτό δε συνεπάγεται πως οι αρετές είναι μία με διάφορα ονόματα για το ίδιο πράγμα. Μπορούν να χωριστούν σε κατηγορίες ανάλογα με τον τύπο τους. π.χ. το να είναι κάποιος δίκαιος, σημαίνει ότι εφαρμόζει καλά τη γνώση της αρετής του σε έναν ειδικό τύπο περιπτώσεων. Το ίδιο συμβαίνει και με τις υπόλοιπες αρετές.

3.1.6. Ψυχολογία και ανθρώπινη πράξη
 
Η ηθική σκέψη του Σωκράτη διαμορφώνεται από τις απόψεις του για την ψυχολογία. Μια από τις αρχές που αποδέχεται χωρίς να χρειάζεται απόδειξη είναι πως οι άνθρωποι – οι ψυχολογικά υγιείς – επιθυμούν την απόκτηση της προσωπικής τους ευδαιμονίας. Η αρχή αυτή έχει σημαντικές επιπτώσεις στις απόψεις του.
Η εκτέλεση μιας πράξης ξεκινάει από και έχει ως βάση τη σκοπιμότητα του εκτελεστή της. Το κίνητρο θα πρέπει (133) επίσης να συνδέεται με το πλαίσιο αυτό. Αυτό δε σημαίνει πως κάθε φορά που πράττουμε συνειδητοποιούμε πως με την πράξη αυτή προωθούμε κάποιο συγκεκριμένο σκοπό μας. Σημαίνει όμως, πως για οποιαδήποτε πράξη μας, είμαστε σε θέση, αν κάποιος μας ρωτήσει, να μπορούμε να συνδέσουμε την πράξη με κάποιους από τους γενικότερους σκοπούς μας. Π.χ. :
Μια μητέρα φιλάει το παιδί της χωρίς να συνειδητοποιεί πως το κάνει με συγκεκριμένο σκοπό. Ένας από τους λόγους είναι πως της αρέσει. Υπάρχει όμως και κάποιος λόγος που συνδέει την πράξη της με το γενικότερο πλαίσιο σχετικό με το τι είδους μητέρα θέλει να είναι. Αν θεωρούσε το φιλί αντίθετο προς τη γενικότερη γνώμη της, δε θα το έκανε όσο κι αν της άρεσε.
Σε παρόμοια ανάλυση βασίζονται οι απόψεις του Σωκράτη για τις ηθικές πράξεις. Στο Λάχη επισημαίνει πως η καρτερία ψυχής για να θεωρηθεί ανδρεία πρέπει να συνοδεύεται από γνώση. Π.χ. Αν κάποιος διασχίζει με τα πόδια την εθνική, όταν υπάρχουν και άλλα αυτοκίνητα, με μεγάλη ταχύτητα χωρίς ιδιαίτερο λόγο θα είχαμε αμφιβολίες για την ανδρεία της πράξης του, παρά το γεγονός πως δείχνει θάρρος απέναντι στον κίνδυνο. Αν όμως έτρεχε για να σώσει ένα παιδί, θα λέγαμε πως η πράξη του είναι ανδρεία.
Με άλλα λόγια, για να έχει μια πράξη ηθική αξία, θα πρέπει να ξεκινάει και να συνδέεται με το γενικό στοχαστικό πλαίσιο του εκτελεστή της. Για να κρίνουμε εμείς την ηθική αξία ή όχι της πράξης, θα πρέπει να τη δούμε κάτω από αυτό το πρίσμα, να τη συνδέσουμε δηλαδή με τους λόγους του εκτελεστή της.
Εκείνο που τροφοδοτεί τον εκτελεστή με λόγους που ορίζουν ποιους στόχους να υπηρετεί, είναι οι γενικές απόψεις του επί του θέματος. Οι απόψεις αυτές προέρχονται από τη γενική, γνωσιολογική αντίληψη. Όταν αυτή βασίζεται σε πραγματική γνώση, οι αποφάσεις του έχουν θετική ηθική αξία και προωθούν τα ενδιαφέροντά του. Για το Σωκράτη η ηθική καλοσύνη έχει άμεση σχέση με την προσωπική ευδαιμονία. Ηθικά καλός είναι αυτός που βασίζεται σε αυτή τη γνώση, και ο χαρακτήρας και οι πράξεις του θα είναι καλές.
Καταλαβαίνουμε τώρα την επιμονή του Σωκράτη πως η γνώση της πραγματικής αναφοράς των ηθικών όρων είναι αναγκαία για την καλή ηθική πράξη. Όλες οι πράξεις ξεκινούν αναγκαστικά από το πλαίσιο της σκοπιμότητας του εκτελεστή τους (134). Αυτό το πλαίσιο τους δίνει ηθική αξία και καθοριστικό για τη διαμόρφωσή του, είναι η γνωσιολογική μας κατάσταση. Χωρίς την αναγκαία γνώση, το πλαίσιο σκοπιμότητας δεν έχει διαμορφωθεί κατάλληλα έτσι ώστε να εκτελούνται οι πράξεις όπως πρέπει.
Ο αντίποδας λέει πως θα μπορούσε κάποιος που έχει αυτή τη γνώση να επιλέξει απλούστατα να μην τη χρησιμοποιήσει. Για το Σωκράτη, αυτό δε γίνεται.
- μας έχει πει ότι όλοι θέλουν το προσωπικό τους καλό. Θα ήταν λοιπόν δύσκολο για κάποιον να αποφασίσει να μην κάνει καλή χρήση της γνώσης, καθώς θα προωθούσε αποτελεσματικά τα ενδιαφέροντά του. Άλλωστε, όπως είπαμε, οι ψυχολογικά υγιείς έχουν ροπή προς το καλό για αυτούς.
- Είναι αδύνατον για κάποιον να αποφασίσει να μην κάνει αυτό που θεωρεί καλό. Οι αποφάσεις παίρνονται μέσα στο στοχαστικό του πλαίσιο που κυβερνάται από την εκάστοτε γνωσιολογική κατάσταση. Σύμφωνα με το Σωκράτη, είναι αδύνατον για κάποιον να πάρει μια απόφαση που δεν του υποδεικνύει η γνώση του.

3.1.7. Ακράτεια
 
Γιατί όμως δεν είναι δυνατόν για κάποιον να αποφασίσει να κάνει κάτι, παρά την απόφασή του να κάνει κάτι άλλο; Ακράτεια είναι ας πούμε να φάμε μια σοκολάτα που θα βρούμε σπίτι, παρόλο που έχουμε αποφασίσει να μην τρώμε σοκολάτες. Αυτή η περίπτωση αποδεικνύει πως η γνώση από μόνη της δε φτάνει για να μας οδηγήσει σε μια πράξη που να είναι η καλύτερη για μας. Ο Σωκράτης διαφωνεί.
(135) Αυτό που συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι πως θέλουμε και δε θέλουμε. Κατά τη διάρκεια της πράξης, θεωρούμε πως κάνουμε το καλύτερο για μας και αμφιταλαντευόμαστε. Δε θέλουμε να φάμε τη σοκολάτα γιατί θα μας χαλάσει τη δίαιτα. Από την άλλη, μπορούμε να βρούμε ένα σωρό λόγους για να τη φάμε, ας πούμε πως είμαστε κουρασμένοι, τι πειράζει μια σοκολάτα κλπ. Μερικές φορές έχουμε και τις δυο απόψεις ταυτόχρονα. Όσο τρώμε τη σοκολάτα, έχουμε τη δεύτερη άποψη. Αφού τη φάμε, το μετανιώνουμε γιατί υπερισχύει η πρώτη. Ο Σωκράτης θεωρεί πως σε αυτήν την περίπτωση, δε συμβαίνει η ακράτεια.
Η αμφιταλάντευση γίνεται καθαρά για γνωσιολογικούς λόγους. Αν κάποιος δεν είχε δύο ή περισσότερες απόψεις για το καλό και το κακό δε θα υπήρχε αμφιταλάντευση. Στον Πρωταγόρα, όπου παρουσιάζει τις απόψεις του για την ακράτεια, λέει πως δε θα μας συνέβαινε αυτό που λανθασμένα αποκαλούμε ακράτεια. Η φύση της αληθινής γνώσης έχει ως αντικείμενό της την αλήθεια κι αυτός που την έχει το γνωρίζει. Άρα, αν κάποιος γνωρίζει πως η πράξη φ είναι για το καλό του δε θα μπορεί να θεωρεί πως η πράξη ψ (που δε συμβιβάζεται με το φ γιατί δεν του είναι αρεστή) είναι επίσης καλή με την ίδια έννοια.
Μια πράξη είναι καλή για μας όταν προωθεί το γενικό μας καλό, το μακροπρόθεσμο καλό του οργανισμού. Αν μια πράξη δεν προωθεί το γενικό μας καλό, δεν είναι καλή. Όταν όμως δε γνωρίζουμε τι είναι καλό για μας, βασιζόμαστε στην εκάστοτε άποψή μας για το τι είναι καλό για μας. Όταν συμβαίνει αυτό, το να θεωρούμε κάτι καλό για μας σημαίνει πως κατά την άποψή μας – που μπορεί να είναι και λάθος – προωθεί το γενικό μας καλό.
Ο Σωκράτης αποκλείει την πιθανότητα να φάει κάποιος τη σοκολάτα γνωρίζονται πως του κάνει κακό. Θεωρεί πως η μόνη πηγή κινήτρων είναι το πλαίσιο σκοπιμότητάς μας που έχει ως στόχο το γενικό μας καλό. Άρα, είναι αδύνατον να πράξουμε κάτι αν δε θεωρούμε πως προωθεί το γενικό μας καλό.

Ενότητα 3.2 (137)
Γνωσιολογία, Οντολογία και Πολιτική
3.2.1 Ανάμνησις
Ο Σωκράτης επιμένει πως δε γνωρίζει τις απαντήσεις στις ερωτήσεις που θέτει. Καταφέρνει δε πάντα να αποδεικνύει πως ούτε οι συνομιλητές του γνωρίζουν. Ο σκοπός του όμως δεν είναι μόνο αρνητικός. Εκείνο που πραγματικά θέλει είναι να βρει τις απαντήσεις. Όταν λοιπόν αποδεικνύεται η άγνοια των συνομιλητών του, τους καλεί να ερευνήσουν μαζί μέχρι να βρουν την απάντηση.
Μένων : ο Σωκράτης τον ρωτάει τι είναι αρετή. Όταν ο Μένων αναγκάζεται να παραδεχθεί πως δε γνωρίζει, ο Σωκράτης τον καλεί να βρουν μαζί την απάντηση. Ο Μένων το θεωρεί μάταιο, χρησιμοποιώντας το δίλημμα : πως θα ερευνήσει κάτι που δε γνωρίζει; Ποιο από όσα δεν ξέρει, θα ψάξει να βρει; Κι αν ακόμη φτάσει κοντά στην απάντηση, πώς θα ξέρει πως είναι η σωστή;
Ο Μένων θεωρεί μάταιη την αναζήτηση γιατί θεωρεί πως κάτι είτε το γνωρίζουμε, είτε όχι. Αν το γνωρίζουμε δε χρειάζεται να ψάξουμε να το ανακαλύψουμε. Αν δεν το γνωρίζουμε, δε μπορούμε να κρίνουμε με σιγουριά πως η απάντηση που θα βρούμε είναι η σωστή. Ο Μένων δεν αναφέρεται σε οποιαδήποτε έρευνα πρακτικού θέματος, αλλά θεωρητικού (138) όπως η φιλοσοφία.
Ο Σωκράτης, για να αποδείξει πως ο Μένων κάνει λάθος, χρησιμοποιεί το μύθο της ανάμνησης που μάλλον προέρχεται από τους Πυθαγόρειους: Η ψυχή μας προϋπήρχε του σώματός μας και θα υπάρχει και μετά από αυτό. Το σημαντικό δεν είναι τόσο η αθανασία της ψυχής, αλλά οι γνωσιολογικές επιπτώσεις αυτού. Η ψυχή πριν μας κατοικήσει γνώριζε όλα τα θεωρητικά αντικείμενα. Με την ενσωμάτωσή της σε μας ξεχνάει, έχει όμως τη δυνατότητα να ξαναθυμηθεί και πολλές φορές το καταφέρνει. Ο περίφημος ισχυρισμός του Πλάτωνα είναι πως αυτό που ονομάζουμε μάθηση, είναι στην ουσία, ανάμνηση.
Για να αποδείξει τον ισχυρισμό αυτό, ο Σωκράτης κάνει μια επίδειξη χρησιμοποιώντας ένα δούλο του Μένωνα. Ο νεαρός κατάφερε να λύσει ένα γεωμετρικό πρόβλημα χωρίς να γνωρίζει γεωμετρία. Άρα η άποψη του Μένωνα πως η έρευνα είναι χαμένος κόπος γιατί δε μπορούμε να βρούμε κάτι αν δεν το γνωρίζουμε είναι λάθος. Για το Σωκράτη ο λόγος που ο δούλος έλυσε το γεωμετρικό πρόβλημα είναι ότι οι ερωτήσεις που του έκανε τον βοήθησαν να θυμηθεί.
Βέβαια, αποδέχεται τη βασική πρόταση του Μένωνα : για να βρεις κάτι, πρέπει να διαθέτεις σε κάποιο βαθμό την αρχική γνώση του ζητούμενου. Για να βρεις αυτό που ζητάς πρέπει να αναγνωρίσεις πως το ζητάς. Για να το αναγνωρίσεις πρέπει να το ξέρεις ήδη. Η θεωρία της ανάμνησης λέει ότι η γνώση που είχε η ψυχή του δούλου πριν κατοικήσει στο σώμα του είναι αυτή που του επέτρεψε να βρει τη λύση. Η ανακάλυψη είναι ένα είδος αναγνώρισης και προϋποθέτει προηγούμενη γνώση (139). Ο Μένων ορθώς ανησυχεί σχετικά με τη δυσκολία που έχει η ανακάλυψη κάθε τι καινούριου. Κάνει λάθος όμως πως δεν αξίζει να το ερευνούμε γιατί δεν ήξερε πως η ανακάλυψη είναι στην πραγματικότητα αναγνώριση.
Ο Πλάτων μπορεί να μην αποδέχεται τη μυθολογική προέλευση της ανάμνησης, αποδέχεται όμως τη φιλοσοφική της υπόδειξη. Υπάρχει μια μεταφυσική συγγένεια ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, που έχει γνωσιολογικές επιπτώσεις. Λόγω αυτής της συγγένειας αναγνωρίζουμε – υπό προϋποθέσεις – την αλήθεια όταν τη συναντάμε. Οι συνθήκες αφορούν στο σωκρατικό έλεγχο : για να μπορέσει η ψυχή να αναγνωρίσει την αλήθεια, πρέπει να ευαισθητοποιηθεί. Η ευαισθητοποίηση αυτή αποτελείται κυρίως από την αποδοχή πως δε γνωρίζει αυτά που νομίζει ότι γνωρίζει. Έτσι, η ψυχή εκτός του ότι ευαισθητοποιείται, εισέρχεται και σε γνωσιολογική ετοιμότητα.
Το γεγονός πως ο Πλάτων μας παρουσιάζει την ευαισθητοποίηση της ψυχής μέσω του Σωκράτη, δε σημαίνει πως είναι πάντα απαραίτητος ένας Σωκράτης για να επιτευχθεί η ευαισθητοποίηση. Σημαίνει πως για να βρούμε κάτι, πρέπει να το ψάξουμε. Αν το ψάξουμε, θα το βρούμε. Κανείς όμως δεν ψάχνει κάτι αν δεν είναι πραγματικά σίγουρος ότι το έχει.

3.2.2 Επιστήμη και δόξα
Το γεγονός πως ο δούλος βρίσκει τη λύση του προβλήματος δε σημαίνει πως έχει την πραγματική γνώση (επιστήμη). Ο χαρακτηρισμός της γνωσιολογικής κατάστασης του δούλου, είναι πως έχει σωστή γνώμη.
Ο Πλάτων πιστεύει πως υπάρχουν τρεις γνωσιολογικές καταστάσεις :
Απλή γνώμη : η κατώτερη. Εκείνος που την έχει πιστεύει πως είναι σωστή, αλλά δε μπορεί να είναι σίγουρος. Στην αρχή της συζήτησης δούλου – Σωκράτη, όταν ο δούλος έδινε τις λάθος απαντήσεις είχε απλώς γνώμη, και λανθασμένη μάλιστα. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως οι απλές γνώμες είναι πάντα λανθασμένες. Μερικές μπορεί να είναι και σωστές. Έχουν όμως μικρή γνωσιολογική αξία, γιατί ο κάτοχός τους δε μπορεί να είναι σίγουρος πως είναι σωστές.
Σωστή γνώμη (αληθής δόξα) : είναι σωστή ή όχι. Δε μπορεί να είναι (όπως η απλή) ίσως σωστή, ίσως όχι. Το σημαντικότερο που τη διαχωρίζει από την απλή γνώμη είναι πως παρέχει κάποια ένδειξη στον κάτοχό της ότι όντως είναι σωστή (ο κάτοχος της απλής γνώμης δε μπορεί να είναι σίγουρος). (140) Η ένδειξη αυτή είναι καθαρά ψυχολογική, άρα προσωπική. Μοιάζει με το συναίσθημα που μας πιάνει όταν θυμόμαστε κάτι. Αυτή είναι η ψυχολογική ένδειξη της ανάμνησης. Από μόνη της όμως, δεν αποτελεί γνώση. Με το τέλος της επίδειξης, ο νεαρός έχει σωστή γνώμη, αλλά όχι γνώση καθώς δε μπορεί να αποδείξει την ορθότητα της γνώμης του. Γνώση θα αποκτήσει όταν μάθει το θεώρημα. Η ψυχολογική ένδειξη της αλήθειας δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα.
Γνώση : το αντικείμενό της είναι όντως όπως εκείνη το παρουσιάζει και πρόκειται για την αλήθεια. Επίσης, αν κάποιος βρίσκεται στην κατάσταση αυτή μπορεί να εξηγήσει γιατί αυτό για το οποίο έχει τη γνώση είναι πράγματι αλήθεια, δίνοντας τους λόγους που ισχύει αυτό και πως οι λόγοι συνδέονται μεταξύ τους. Οι μερικές και μεμονωμένες αλήθειες συνδέονται και συγκροτούν ένα ολοκληρωμένο σύστημα αλήθειας. Ο γνώστης γνωρίζει μερικά αυτό το σύστημα και τον τρόπο σύνδεσης.
Η παρουσίαση της σωστής γνώμης, αποτελεί σημαντική θεωρητική εξέλιξη για τον Πλάτωνα. Αυτό φαίνεται από τις φιλοσοφικές δυσκολίες που εμποδίσουν τη γνώμη να εξελιχθεί σε γνώση. Οποιοδήποτε σύνολο απόψεων – αν δε φάσκει – μπορεί να αποτελέσει ένα ολοκληρωμένο σύστημα που τα μέλη του αλληλοσυνδέονται και συμφωνούν. Για μια ακόμη φορά όμως, η απλή αμοιβαία συμφωνία δε μπορεί να εγγυηθεί την αλήθεια. Κάλλιστα μπορούν να συμφωνούν και εσφαλμένες απόψεις. Όμως, η σωστή γνώμη που έχει τη βάση της στη θεωρία της ανάμνησης, παρέχει ανεξάρτητη ένδειξη αλήθειας. Αυτό παρέχει με τη σειρά της μια σιγουριά στον ερευνητή πως έχει βρει κάποιες αλήθειες, πριν φτάσει στο σημείο να τις εξηγήσει. Έτσι, στρέφει την έρευνά του προς τη σωστή κατεύθυνση.

3.2.3 Επιχείρημα για την ύπαρξη των ιδεών (141)
Ο Μένων παρουσιάζει την ανάμνηση, χωρίς όμως να εξηγεί ακριβώς το αντικείμενό της. Τι είναι αυτό που θυμόμαστε;
Επίσης, δεν παρουσιάζει πειστικά επιχειρήματα για το γεγονός ότι το ψυχολογικό συναίσθημα που δίνει την ένδειξη της αλήθειας είναι αποτέλεσμα αιτιών που ξεκινούν από προηγούμενη, ξεχασμένη γνώση. Το αίτιό της θα μπορούσε να είναι κάτι πολύ λιγότερο αξιόπιστο, απλά έτυχε στη συγκεκριμένη περίπτωση να είναι σωστό.
Φαίδων : παρουσιάζει (142) ένα επιχείρημα υπέρ του γεγονότος ότι ξαναθυμόμαστε ξεχασμένη γνώση. Ο Σωκράτης παρατηρεί πως όλοι έχουμε κάποια γνώση σχετική με την ισότητα, που όμως δεν αρκεί για να κρίνουμε αν δυο πράγματα είναι ίσα ή όχι. Έτσι αναρωτιέται πως αποκτήσαμε αυτήν τη γνώση. Μπορεί να την αποκτήσαμε παρατηρώντας πράγματα όπως τα ξύλα ή οι πέτρες, που είναι ίσα. Όμως, παρατηρεί πως δυο πράγματα μπορεί να φαίνονται ίσα τη μια στιγμή και άνισα την άλλη. Οπότε, τα πράγματα από μόνα τους δεν παρουσιάζουν την ισότητα. Επίσης, η δυνατότητα που έχουμε να αποκαλούμε ίσα διάφορα πράγματα, σημαίνει πως έχουμε τη δυνατότητα να αναγνωρίζουμε σε αυτά την παρουσία της ισότητας. Δηλαδή, όχι μόνο δε μπορούμε να μάθουμε ότι ήδη γνωρίζουμε για την ισότητα παρατηρώντας τα πράγματα, αλλά δε μπορούμε καν να πούμε αν είναι ίσα ή όχι. Συνεπώς, κάπου αλλού αποκτήσαμε τη γνώση περί ισότητας, με κάτι έχουμε έρθει σε γνωσιολογική επαφή και στο οποίο χρωστάμε την ικανότητα να κάνουμε κρίσεις, όσον αφορά ποια από τα πράγματα με τα οποία οι αισθήσεις μας έρχονται σε επαφή, είναι ίσα και ποια όχι. Αν δεν υπήρχε αυτό το κάτι δε θα υπήρχε τίποτα με το οποίο ήρθαμε σε γνωσιολογική επαφή. Χωρίς αυτήν την επαφή δε θα είχαμε τη (πρώην) γνώση για να κάνουμε αυτές τις κρίσεις. Να που όμως έχουμε τη δυνατότητα, γιατί κάνουμε κρίσεις. Οπότε, υπάρχει μια οντότητα με την οποία έχουμε έρθει σε επαφή κι έτσι έχουμε αποκτήσει την πρώην γνώση. Η οντότητα αυτή είναι η ιδέα της ισότητας. Χρησιμοποιώντας τέτοια επιχειρήματα, ο Πλάτων συμπεραίνει πως πρέπει να υπάρχουν κι άλλες ιδέες.
3.2.4 Οι ιδέες και τα αισθητά
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, (143) στον Φαίδωνα καταλήγει πως πράγματι υπάρχουν και άλλες ιδέες. Εμείς βγάζουμε και συμπεράσματα για ορισμένες από αυτές. Ο Πλάτων συζητά τις ιδέες και αναφέρεται ταυτόχρονα στα αισθητά, γιατί το συμπέρασμά του είναι τα αισθητά και οι ιδιότητές τους.
Η πρώην γνώση δεν προέρχεται από τις αισθήσεις γιατί όπως είδαμε, οι αισθήσεις παρέχουν διφορούμενες πληροφορίες για την ισότητα. Άρα, δε μπορούμε να αποκτήσουμε την πρώην γνώση με τις αισθήσεις μας. Επομένως, αυτό με το οποίο ήρθαμε σε γνωσιολογική επαφή, δε μπορεί να είναι μια αισθητή οντότητα.
Αφού δεν είναι οι αισθήσεις, πρέπει να είναι η νόηση. Οι ιδέες είναι νοητές οντότητες, όχι όμως κατασκευάσματα της νόησής μας. Η σχέση μας μαζί τους είναι σχέση γνώσης, η οποία προϋποθέτει δυο πράγματα : το γνώστη και το αντικείμενο της γνώσης του. Οι ιδέες έχουν ξεχωριστή οντολογική υπόσταση αν και δεν είναι κατασκευάσματα της νόησής μας. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η σχέση μας με αυτές είναι σχέση γνώσης που προϋποθέτει δύο ανεξάρτητα πράγματα : το γνώστη και το αντικείμενο της γνώσης. Η οντολογική υπόσταση των ιδεών, είναι διαφορετική από την οντολογική υπόσταση της νόησης. Οι ιδέες υπάρχουν πριν τη νόηση και θα υπάρχουν και μετά τη νόηση. Άρα, για τον Πλάτωνα η αρετή, το κάλλος και ό,τι ρωτάει ο Σωκράτης είναι ιδέες με οντότητα, με δική τους υπόσταση και υφή τέτοια που να μπορεί η νόησή μας να τις συλλάβει.
Η πρώην γνωσιολογική μας επαφή με αυτές, αν και αδύνατη μέσω των αισθήσεων, έχει επιπτώσεις που τις αφορούν (τις αισθήσεις) άμεσα. Μπορούμε ας πούμε να δούμε αν δυο ξύλα ή λίθοι είναι ίσα μεταξύ τους ή όχι. Αυτό συνεπάγεται πως οι ιδέες και τα αισθητά έχουν άμεση σχέση και τέτοιου είδους που μας επιτρέπει να κάνουμε κρίσεις περί των αισθητών, σύμφωνα με τις ιδέες. Ο Πλάτων χαρακτηρίζει αυτή τη σχέση ως αιτιολογική (Φαίδων). Οι ιδέες είναι οι αιτίες των αισθητών και σε κάποιο βαθμό, μπορούμε να προσδιορίσουμε με ποια έννοια είναι αιτίες. Παρατηρήσαμε ήδη πως είναι γνωσιολογικές αιτίες, γιατί μας κάνουν να αντιληφθούμε και να αποκτήσουμε γνώση (144) για τα αισθητά, αφού σχετίζονται οντολογικά με τις αισθήσεις. Δεν είναι μόνο γνωσιολογικές αλλά και οντολογικές αιτίες των αισθητών. Από αυτό προκύπτει πως οι ιδέες έχουν προτεραιότητα έναντι των αισθητών. Είναι γνωσιολογικά πρότερες των αισθητών καθώς αν δεν είχαμε γνωσιολογική επαφή μαζί τους δε θα μπορούσαμε να κρίνουμε τις ιδιότητες των αισθητών. Οι ιδέες είναι επίσης οντολογικά υπεύθυνες για τα αισθητά, καθώς είναι οντολογικά υπεύθυνες για τις ιδιότητές τους.
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα όμως, δε σημαίνει πως υπάρχουν ατομικά αισθητά πράγματα χωρίς ιδιότητες, αλλά με ανεξάρτητη οντολογική υπόσταση, οντολογικά χρεωμένα στις ιδέες, μόνον και μόνο για τις ιδιότητές τους. Για τον Πλάτωνα, τίποτα δεν υπάρχει αν δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, άρα, τίποτα δε μπορεί να υπάρχει χωρίς ιδιότητες. Το κάθε αισθητό που βρίσκεται γύρω μας, είναι ένα σύνολο ιδιοτήτων. Οι ιδιότητες αυτές μπορεί να αλλάζουν, παραμένουν όμως σα σύνολο. Το συμπέρασμα που βγάζουμε είναι πως στον αισθητό κόσμο δεν υπάρχει τίποτα που να μη χρωστά απόλυτα την οντολογική του υπόσταση στις ιδέες.
Ο Πλάτων δεν εξηγεί τις λεπτομέρειες αυτής της αιτιολογικής σχέσης, ούτε προσφέρει μια σχετική φιλοσοφική θεωρία. Τον απασχολούν οι δομικές σχέσεις του κόσμου, όχι οι λεπτομέρειες της οικοδομής του. Για αυτό, συχνά αναφέρεται στην οντολογική σχέση μεταξύ των ιδεών και των αισθητών με μεταφορικό τρόπο. Λέει πως τα αισθητά προσπαθούν να μιμηθούν τις ιδέες ή πως οι ιδέες είναι τα παραδείγματα των αισθητών. Πρέπει όμως να θυμόμαστε πως οι μεταφορές και οι μύθοι του Πλάτωνα έχουν μεγάλο φιλοσοφικό περιεχόμενο, που δεν είναι όμως σχεδόν καθόλου προτασιακό. Δηλαδή, δε μας μιλά καθαρά για αυτό που έχει στο μυαλό του, αλλά το παρουσιάζει μεταφράζοντάς το σε κάποιο μύθο. Καμιά φορά η μυθική παρουσίαση επεξηγεί κάτι το οποίο έχει αναφερθεί προτασιακά. Συνήθως όμως σκοπός του είναι να ερεθίσει τη σκέψη μας και να την οδηγήσει προς μια φιλοσοφικά προσοδοφόρα κατεύθυνση. (145) Ο σκοπός αυτού του ερεθισμού δεν είναι να βρεθεί η δική του λύση πίσω από το μύθο, αλλά να προσπαθήσουμε εμείς να σκεφτούμε πιθανές λύσεις.
Ο Πλάτων δε δίνει ιδιαίτερες πληροφορίες για τους μηχανισμούς της οντολογικής σχέσης ιδεών και αισθητών, λέει όμως αρκετά για να καταλάβουμε ποιες κατά τη γνώμη του είναι μερικές από τις σημαντικότερες ιδιότητες των οντοτήτων που συνάδουν σε αυτήν τη σχέση.
Είπαμε ήδη πως τα αισθητά χρωστούν τις ιδιότητές τους στις ιδέες. Ακόμα όμως και όταν τα αισθητά αποκτούν τις ιδιότητές τους, δεν αποκτούν ανεξάρτητη οντολογική υπόσταση. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, είναι στη φύση των αισθητών να αλλάζουν συνέχεια ιδιότητες. Για αυτό, χρησιμοποιεί για να περιγράψει την οντολογική τους κατάσταση με τον όρο ‘γίγνεσθαι’. Τα αισθητά γίνονται συνέχεια κάτι, κάτι άλλο από αυτό που ήταν πριν. Οι άνθρωποι ας πούμε, γεννιούνται, μεγαλώνουν, γερνούν και όταν πεθάνουν, το σώμα τους (αισθητό μέρος) χάνει τις ανθρώπινες ιδιότητές του, παίρνει άλλες και αλλάζει επ’ άπειρον μορφή. Οπότε, καταλαβαίνουμε πως τα αισθητά δεν καταλήγουν ποτέ σε συγκεκριμένη, αναλλοίωτη μορφή. Μαζί με τη μορφή, αλλάζουν και ιδιότητες που τις παίρνουν από τις ιδέες. Οι ιδέες δεν είναι υπεύθυνες μόνον για τις ιδιότητες των αισθητών αλλά και για τη συντήρηση αυτών των ιδιοτήτων. Μπορούμε λοιπόν να πούμε πως τα αισθητά υποφέρουν από οντολογική ανεπάρκεια, όχι γιατί υπάρχουν εξαιτίας των ιδεών, αλλά και γιατί συντηρούνται ανά πάσα στιγμή από τις ιδέες.
Η οντολογική κατάσταση των ιδεών περιγράφεται όχι ως ‘γίγνεσθαι’ αλλά ως ‘είναι’. Είπαμε πως τα αισθητά έχουν τις ιδιότητες που παραλαμβάνουν από τις ιδέες για όσο καιρό οι ιδέες συντηρούν αυτές τις ιδιότητες. Οι ιδέες όμως είναι αυτές οι ιδιότητες και δε χρωστούν την οντότητά τους σε τίποτε. Δεν παραλαμβάνουν ιδιότητες από αλλού. Άρα, οι ιδέες δεν αλλάζουν ποτέ. (π.χ. το μισό είναι πάντα μισό). Οι ιδέες σχετίζονται μεταξύ τους, όπως και οι ιδιότητες. Είναι οντολογικά επαρκείς γιατί :
- δε χρωστούν την ύπαρξή τους σε τίποτα και συντηρούνται από μόνες τους
- δεν αλλοιώνονται και δεν αλλάζουν ποτέ
Για τον Πλάτωνα τα αισθητά έχουν αληθινή ύπαρξη. (146) Έχουν και είναι αυτά που είναι ή καλύτερα, γίνονται αυτά που γίνονται. Η οντολογική τους ανεπάρκεια, σημαίνει απλώς πως δε μπορούν να υπάρξουν χωρίς τις ιδέες. Από την άλλη, η οντολογική επάρκεια των ιδεών σημαίνει ότι οι ιδέες θα υπήρχαν ακόμα και χωρίς τα αισθητά. Τα παραδείγματα δε χρειάζονται απομιμήσεις για να υπάρξουν, απλώς υπάρχουν. Στον κόσμο όμως, όπως τον αντιλαμβανόμαστε, υπάρχουν και οι ιδέες και τα αισθητά των οποίων η σχέση είναι στενή. Για αυτό και η σκέψη του Πλάτωνα σχετικά με τις ιδέες και τα αισθητά εξελίσσεται και ωριμάζει παράλληλα.
Τώρα μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί ο Πλάτων πιστεύει ότι χρειαζόμαστε παλαιότερη γνώση των ιδεών για να κρίνουμε τα αισθητά. Η γνωσιολογική μας ανεπάρκεια για τα αισθητά, έχει να κάνει με την οντολογική τους ανεπάρκεια. Δεν κατέχουμε την πραγματική γνώση.
Σε ότι έχει να κάνει με την έλλειψη γνώσης των ιδεών, αυτή οφείλεται καθαρά σε μας, γιατί δεν υπάρχει τίποτε στη φύση τους που να μη μπορούμε να μάθουμε, είναι απόλυτα γνωστοποιήσιμες. Είναι απόλυτα πιθανό να αποκτήσουμε πλήρη γνώση των ιδεών, αν και δε μας φτάνει μια ζωή για να τα καταφέρουμε. Τα αισθητά όμως, δεν είναι από τη φύση τους γνωστοποιήσιμα. Η γνώση μας για αυτά είναι αντανάκλαση της οντολογίας τους. Η γνώση είναι ασταθής και η αντανάκλαση της οντολογίας τους είναι ανεπαρκής.
Άρα, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η φύση δεν ψεύδεται. Δείχνει τον εαυτό της όπως είναι στην ουσία. Κι εμείς έχουμε ήδη ό,τι χρειάζεται για να αποκτήσουμε ολική και επαρκή γνώση της φύσης. Για αυτό όμως, την ανάμνηση, έχουμε ήδη μιλήσει.
3.2.5. Νόηση και αισθήσεις
Όταν μιλούσαμε για την ανάμνηση, είδαμε πως σύμφωνα με τον Πλάτωνα, τα αισθητά δεν αποκαλύπτουν σαφώς τις ιδιότητές τους. Για αυτό (147) χρειάζεται πρότερη γνώση της ιδιότητας ή της ιδέας για να εκφέρουμε μια κρίση. Αυτή η έλλειψη σαφήνειας των αισθητών, οφείλεται στην οντολογική τους ανεπάρκεια. Δε μπορούν να είναι σαφείς για την ισότητα π.χ., γιατί δεν έχουν αυτήν τη δυνατότητα. Η οντολογική τους ανεπάρκεια έχει ως αποτέλεσμα ακόμα κι όταν διαθέτουν μια ιδιότητα αυτή να είναι ανεπαρκής, έτσι και οι δικές μας κρίσεις για τις ιδιότητες είναι συχνά αντιφατικές. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που ο Πλάτων δε θεωρεί τις αισθήσεις ως την πηγή που θα μας οδηγήσει στην αληθινή γνώση. Επισημαίνει ότι οι αισθήσεις εκπληρώνουν τους ειδικούς γνωσιολογικούς σκοπούς τους και του έργου τους, που είναι να παρουσιάσουν μια αντικειμενική και αληθινή εικόνα των αισθητών. Όντως, οι αισθήσεις παρουσιάζουν τα αισθητά όπως πραγματικά είναι. Καθώς όμως αυτά είναι οντολογικά ανεπαρκή, η εικόνα που παρουσιάζουν είναι γνωσιολογικά ασταθής. Συγχρόνως όμως, οι αισθήσεις μας είναι εντελώς ακατάλληλες ως γνώση, για οτιδήποτε άλλο εκτός από τα αισθητά. Αφού λοιπόν είναι κατάλληλες για επαφή με οντότητες ανεπαρκείς, η συμβολή τους στη γνώση είναι περιορισμένη, μόνον όμως υπό την έννοια ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να μας αποκαλύψουν την αλήθεια από μόνες τους. Όμως η συμβολή τους αν και ανεπαρκής, είναι εντελώς απαραίτητη. Οι αισθήσεις μας είναι το μέσο με το οποίο ερχόμαστε σε επαφή με τον κόσμο για πρώτη φορά. Άλλος σημαντικός λόγος είναι πως η μαρτυρία τους είναι ασταθής. Η αστάθεια αυτή είναι που γεννά ερωτηματικά, που ερεθίζουν τη νόηση να τα απαντήσει. Η διαδικασία δραστηριοποίησης της νόησης είναι αυτή που μετά από έρευνα και σκέψη οδηγεί στις ιδέες και τη γνώση.
Άρα η ενεργοποίηση της νόησης είναι αναγκαία για τη γνωσιολογική μας πρόοδο. Οι ιδέες, ως αμετάβλητες οντότητες και οντολογικά επαρκείς, είναι τα πραγματικά αντικείμενα της γνώσης. Αφού οι αισθήσεις μας μας φέρνουν σε επαφή μόνον με τα αισθητά, ο τρόπος που απομένει για να γνωρίσουμε τις ιδέες είναι η νόηση. (148) Η περιγραφή αυτή κρύβει το φιλοσοφικό κίνητρο του Πλάτωνα, που είναι πως αν βασιστούμε μόνον στις αισθήσεις, τότε παραβλέπουμε τις νοηματικές κατηγορίες, τις ιδέες, βάσει των οποίων ερμηνεύουμε αυτή τη μαρτυρία. Μπορεί, βλέποντας ξύλα και πέτρες να πιστεύουμε πως έχουμε να κάνουμε με αντικείμενα που έχουν συγκεκριμένη θέση στο χώρο. Οι αισθήσεις όμως δεν παρουσιάζουν το αντικείμενο ως αντικείμενο. Βλέπουμε κάτι που συλλαμβάνουμε νοηματικά ως συγκεκριμένο αντικείμενο. Το αντικείμενο αυτό καθ’ αυτό, είναι απλό κατασκεύασμα της νόησης. Έχει δική του οντολογική υπόσταση. Καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο υπάρχει κάθε αισθητό: ως ένα πράγμα, διαφορετικό από τα άλλα, ίδιο με τον εαυτό του κλπ. Για αυτό θεωρείται μια από τις οντότητες που παίζουν σημαντικό ρόλο στη δομή του κόσμου. Είναι όμως νοηματικό μέγεθος με την έννοια πως έχουμε τη δυνατότητα να το συλλάβουμε με τη νόηση και όχι με τις αισθήσεις μας.
Ο Πλάτων ισχυρίζεται πως είναι λάθος να προσπαθούμε να προσδιορίσουμε την ωραιότητα ενός πράγματος βασιζόμενοι στις ορατές του ιδιότητες. Αν αυτές οι ιδιότητες ήταν μόνες θα το έκαναν όντως ωραίο, όπως και κάθε άλλο αντικείμενο στο οποίο θα βρίσκονταν. Συχνά όμως, δύο χρώματα που βρίσκονται σε κάτι που θεωρούμε ωραίο, μπορούν να βρεθούν σε κάτι άλλο που δεν θεωρούμε ωραίο. Άρα δεν είναι τα χρώματα ή οι ορατές ιδιότητες υπεύθυνες για την ομορφιά, αλλά κάτι άλλο. Αυτό το κάτι άλλο είναι η ιδέα του κάλλους και το πράγμα που θεωρούμε ωραίο μετέχει στην ιδέα αυτή.
Μια άλλη έννοια αυτού του ισχυρισμού λέει πως εκείνο που κάνει κάτι ωραίο είναι οι δομικές σχέσεις στις οποίες αυτό εισέρχεται. Όχι οι ιδιαίτερες δομικές σχέσεις που ανήκουν αποκλειστικά σε αυτό, αλλά της μοναδικής δομικής σχέσης που είναι το κάλλος.
3.2.6 Η Ψυχή και το Σώμα
Έχουμε καταλάβει πως ερχόμαστε σε γνωσιολογική επαφή με τις ιδέες μέσω της νόησης. (149). Με τις αισθήσεις ερχόμαστε σε γνωσιολογική επαφή με τα αισθητά (στο βαθμό που αυτά μπορούν να γίνουν γνωστά). Η έδρα της νόησης είναι η ψυχή, η έδρα των αισθήσεων είναι το σώμα.
Όπως είδαμε, υπάρχει σημαντική οντολογική διαφορά μεταξύ ιδεών και αισθητών. Όσον αφορά την οντολογική τους υπόσταση και τη δυνατότητά τους να μας γίνουν γνωστές, οι ιδέες είναι πρότερες των αισθητών. Αυτή η διαφορά έχει επιπτώσεις που αφορούν τα μέσα με τα οποία ερχόμαστε σε γνωσιολογική επαφή μαζί τους.
Η ψυχή, έδρα της νόησης, προηγείται του σώματος, που είναι έδρα των αισθήσεων. Άρα, η ποιότητα της γνωσιολογικής μας πηγής σχετικά με τις ιδέες δε μπορεί να είναι κατώτερη από αυτήν των ιδεών, αλλιώς δε θα μπορούσε να σχετιστεί με αυτές.
Η ποιοτική αυτή διαφορά μεταξύ ψυχής και σώματος (που οφείλεται στο ότι η ψυχή είναι η έδρα της νόησης και το σώμα η έδρα των αισθήσεων), έχει πολλές πλευρές.
- Η ψυχή (σύμφωνα με τον Πλάτωνα) είναι αθάνατη, ενώ το σώμα είναι θνητό. Αυτό βέβαια δεν αρκεί για να μας πείσει, όμως ο Πλάτων, παρουσιάζει επιχειρήματα (Φαίδωνας) για να υποστηρίξει αυτήν την άποψη. Ένα από αυτά έχει να κάνει με τη θεωρία της ανάμνησης. Το γεγονός ότι μπορούμε να κρίνουμε αν τα αισθητά είναι ίσα, ωραία κτλ., σημαίνει πως έχουμε γνώση της ισότητας, του κάλλους κτλ. Αυτή τη γνώση δεν είναι δυνατόν να την αποκτήσαμε από τις αισθήσεις μας, γιατί όπως είδαμε, οι αισθήσεις δεν αποκαλύπτουν επαρκώς αυτές τις ιδιότητες. Άρα, από κάπου αλλού μας ήρθε και μάλιστα, πριν μπορέσουμε να χρησιμοποιήσουμε τις αισθήσεις μας. Βέβαια, τις αισθήσεις τις χρησιμοποιούμε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Αυτό σημαίνει ότι αυτή τη γνώση την έχουμε από πριν εφοδιαστούμε με αισθήσεις, άρα, πριν γεννηθούμε.
Το καθοριστικό μας χαρακτηριστικό είναι πως γεννιόμαστε και υπάρχουμε σε κάποιο σώμα. Σώμα έχουμε μόνον σε αυτήν τη ζωή. Έτσι καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως αφού το σώμα δεν υπάρχει πριν γεννηθούμε σε αυτό, τότε υπάρχει η ψυχή μας.
Ο Πλάτων πιστεύει πως η ψυχή είναι αθάνατη και για άλλο λόγο, που έχει να κάνει με τη σχέση της ψυχής με τις ιδέες.
Ξέρουμε πως οι ιδέες είναι αμετάβλητες, άρα και ακατάλυτες (γιατί η καταστροφή τους θα συνεπαγόταν μια μεταβολή και οι ιδέες δεν μεταβάλλονται). Αν η δυνατότητα της πλήρους γνώσης τους συνεπάγεται πως αυτό που μπορεί να τις γνωρίσει δεν είναι κατώτερης ποιότητας, τότε η νόηση και η έδρα της (η ψυχή) είναι το ίδιο αμετάβλητη και αθάνατη.
Ακολουθώντας τον ίδιο συλλογισμό, συμπεραίνουμε πως το σώμα είναι θνητό.
(150) Η Ανωτερότητα της ψυχής έναντι του σώματος κάνει τον Πλάτωνα να ισχυριστεί πως ο καθένας μας ταυτίζεται μόνο με την ψυχή του (όχι με το σώμα ή το σώμα και την ψυχή). Το κύριο κίνητρό του όμως είναι άλλο.
- Η νόηση είναι εκείνο που διαχωρίζει το ανθρώπινο είδος από τα άλλα. Άρα είναι λογικό να θεωρήσουμε πως ταυτιζόμαστε με αυτό το στοιχείο που μας κάνει ιδιαίτερους. Η ιδιαιτερότητα αυτή οδηγεί στο 2ο κίνητρο:
- Εκείνο που θεωρούμε ως τον πραγματικό εαυτό μας είναι οι προσωπικές μας σκέψεις, απόψεις και οι σκοποί που προσπαθούμε να πετύχουμε.
Όλα τα παραπάνω βρίσκονται στη νόηση, άρα στην ψυχή μας. Αυτό που είμαστε είναι η ψυχή μας. Το ενδιαφέρον που έχουμε είναι το ενδιαφέρον για την ψυχή μας. Αυτό σκέφτεται και ο Σωκράτης, όταν λέει στην απολογία του ότι ο σκοπός του είναι η βελτίωση της ψυχής όχι μόνο της δικής του, αλλά και των συμπολιτών του.
Στους πρώιμους διαλόγους, η προσπάθεια βελτίωσης της ψυχής περιορίζεται στην απόκτηση γνώσης περί της ηθικής. Αυτό συμβαίνει γιατί η ψυχολογία των πρώιμων διαλόγων είναι μάλλον απλή. Όλοι οι άνθρωποι θέλουν το καλό τους και η μόνη πηγή κινήτρων για τις πράξεις τους είναι η άποψη για το τι προωθεί το γενικό τους καλό.
Οι ψυχολογικές απόψεις της Πολιτείας, είναι πιο περίπλοκες. Οι παρατηρήσεις του Πλάτωνα για την ανθρώπινη ψυχολογία είναι πιο προσεκτικές και λεπτομερείς.
Στον Πρωταγόρα, ο Σωκράτης αποκλείει την ακράτεια.
Στην Πολιτεία, ο Πλάτων είναι σίγουρος πως η ακράτεια είναι δυνατόν να συμβεί.
Στον Πρωταγόρα, ο Πλάτων έχει ως εφαλτήριο το γεγονός πως όλες οι πράξεις μας ξεκινούν από μια πηγή κινήτρων και καταλήγει πως κάτι που υπολαμβάνουμε ως γεγονός (η ακράτεια) είναι αδύνατον να συμβεί.
Στην Πολιτεία παραδέχεται πως η ακράτεια είναι γεγονός κι έτσι καταλήγει σε διαφορετικό συμπέρασμα όσον αφορά την ψυχή των ψυχολογικών μας κινήτρων.
Ο Πλάτων (151) παρατηρεί πως συμβαίνει την ίδια χρονική περίοδο να θέλουμε και να μη θέλουμε κάτι.
Π.χ. : Διψάω. Μπροστά μου βρίσκεται ένα ποτό που θα ήθελα να το πιω, επειδή όμως ξέρω πως δεν είναι καλό για μένα, δε θέλω να το πιω.
Για τον Πλάτωνα είναι αδύνατον να αντιφάσκει η ψυχή σε κάτι τέτοιο. Καταλήγει έτσι πως η ψυχή έχει δυο μέρη. Έτσι, μπορούμε να εξηγήσουμε αυτό το γεγονός. Το ένα μέρος θέλει να πιει και το άλλο δε θέλει.
-επιθυμητικόν : το μέρος της ψυχής που θέλει να πιει
-λογιστικόν : το μέρος της ψυχής που έχει αντίθετη άποψη.
Με την ίδια λογική, βγαίνει το συμπέρασμα πως η ψυχή έχει τρία μέρη. Εκτός από το να θέλουμε και να μη θέλουμε κάτι, μπορεί να θυμώνουμε με τον εαυτό μας επειδή το κάναμε. Τα δυο ψυχικά μέρη δείχνουν πως θέλουμε και δε θέλουμε κάτι την ίδια στιγμή. Ο θυμός όμως, από πού βγαίνει; Σίγουρα όχι από το επιθυμητικόν, ούτε όμως από το λογιστικόν, γιατί το λογιστικόν έχει απλώς την άποψη πως αυτό που κάναμε δεν ήταν καλό για μας. Άρα, αναγνωρίζει έτσι ένα τρίτο μέρος της ψυχής, το λεγόμενο θυμοειδές.
Ο Πλάτωνας δεν αναλώνεται σε μεταφυσικές αναλύσεις. Καταλήγει σε αυτήν τη θεωρία βάσει ηθικής φύσεως απόψεων. Με το χωρισμό της ψυχής σε τρία μέρη, προσπαθεί να επισημάνει πως – κατά τη γνώμη του – υπάρχουν τρεις διαφορετικές πηγές κινήτρων στον άνθρωπο. Έτσι έχουμε και τρία είδη ευχαρίστησης.
Διανοητικό μέρος : ελκύεται από την ευχαρίστηση της γνώσης και της διανοητικής απασχόλησης.
Θυμός : αντλεί ευχαρίστηση από τις ασχολίες που έχουν ως αποτέλεσμα την απόκτηση και προστασία της προσωπικής μας τιμής.
Επιθυμητικό : σωματικές ηδονές και ό,τι σχετίζεται με αυτές, όπως ο πλούτος.
Από αυτά τα τρία μόνον το διανοητικό ελκύεται από ευχαριστήσεις που σημαίνουν το μακροπρόθεσμο καλό του οργανισμού. Μόνον αυτό δείχνει την κατεύθυνση που προωθεί το γενικό καλό και έλκεται από αυτήν.
Τα άλλα δυο μέρη έλκονται και ασχολούνται με όσα ευχαριστούν τα ίδια. Δεν τα απασχολεί ούτε το μακροπρόθεσμο καλό του οργανισμού, ούτε το δικό τους. Δε μπορούν (152) να υπολογίσουν πως θα μεγιστοποιήσουν την ευχαρίστησή τους προς αυτήν την κατεύθυνση. Αναγνωρίζουν μόνον την προσωρινή τους ευχαρίστηση και προσπαθούν να την αποκτήσουν άμεσα. Δεν τα απασχολούν πιθανές επιπτώσεις ή η μελλοντική τους ευχαρίστηση. Δεν έχουν τη διανοητική δυνατότητα να δημιουργήσουν άποψη για το πώς θα μεγιστοποιήσουν την προσωπική τους ικανοποίηση.
Ο θυμός και το επιθυμητικόν αποβλέπουν στην άμεση ικανοποίηση, κάτι που μπορεί να συγκρούεται με το γενικό καλό του οργανισμού. Πάντως, ο Πλάτων λέει πως υπάρχει κάποια συγγένεια μεταξύ διανοητικού και θυμού. Αν ο θυμός καταλάβει πως η τιμή έρχεται σε κίνδυνο, την υπεραμύνεται αμέσως, παρόλο που το διανοητικό θεωρεί πως είναι καλύτερα να μην υπάρξει αντίδραση. Σε περιπτώσεις σύγκρουσης μεταξύ διανοητικού και επιθυμητικού, ο θυμός υπεραμύνεται το διανοητικόν, γιατί συγκινείται από το καλό. Είναι φυσικός σύμμαχος του διανοητικού, επειδή και η τιμή (στην οποία προσανατολίζεται ο θυμός) είναι κάτι καλό.
3.2.7 Η Πλατωνική Πολιτεία
Ο Πλάτων είναι ο πρώτος που βρίσκει στενή σχέση ανάμεσα στην ανθρώπινη ψυχολογία και τη διαμόρφωση του κράτους. Το κράτος, η πολιτεία, είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος οργάνωσης της ζωής μιας κοινωνικής ομάδας. Αφού οι άνθρωποι αποτελούν αυτήν την ομάδα, και το κράτος οργανώνει τη ζωή τους, λογικά, η όποια θεωρία σχετικά με τη δομή του κράτους πρέπει να συνυπολογίζει την ψυχολογική υφή αυτών των ανθρώπων.
Στην Πολιτεία, ο Πλάτων αναφέρει τις ψυχολογικές του απόψεις, συνδέοντάς τες με τις απόψεις του για το κράτος. Κάνει λάθος όμως όταν πιστεύει πως οι πρώτες ακολουθούν τις δεύτερες. Στο όγδοο και ένατο βιβλίο της Πολιτείας εξηγεί τις ιδιότητες διαφόρων συστημάτων βασιζόμενος στην ψυχολογία εκείνων που τα κυβερνούν. Άρα είναι πιθανό οι απόψεις του για αυτά (153) τα δύο θέματα να αναπτύσσονται παράλληλα, αλλά η παρουσίασή τους να γίνεται με καθαρά παιδαγωγικούς λόγους.
Η Πολιτεία ρωτά τι είναι δικαιοσύνη. Όχι το πώς την αντιλαμβανόμαστε ή τι είδους δικαιοσύνη επικρατεί στους κρατικούς μηχανισμούς, αλλά τι είναι η πραγματική, ιδεατή δικαιοσύνη. Τη σκέφτεται λοιπόν και την παρουσιάζει στο πλαίσιο μια ιδεατής πολιτείας. Η πολιτεία αυτή αποτελείται από τρεις τάξεις που είναι αναγκαίες η μια με την άλλη κι όταν λειτουργούν κανονικά επαρκούν για τη λειτουργία της πολιτείας. Οι τρεις τάξεις είναι οι Παραγωγοί, οι Φύλακες και οι Κυβερνήτες.
Η κάθε μια τάξη βασίζεται σε ψυχολογικά κριτήρια που έχουν να κάνουν με τα τρία μέρη της ψυχής. (ανάλογα με το ψυχικό μέρος που κυριαρχεί, είναι και η τάξη).
Παραγωγοί : κυρίαρχο μέρος το επιθυμητικόν. Κέντρο προσανατολισμού τα κίνητρα που προέρχονται από αυτό.
Φύλακες : κυρίαρχο μέρος το θυμοειδές
Κυβερνήτες : κυρίαρχο μέρος το διανοητικόν.
Οι πολίτες τοποθετούνται στις αντίστοιχες τάξεις, δεν αποφασίζουν μόνοι τους. Μετά την τοποθέτησή τους δεν αλλάζουν τάξη. Δεν παίζει κανένα ρόλο η τάξη, η καταγωγή ή το φύλο. Για να τοποθετηθούν σε μια τάξη, πρέπει να ανήκουν σε αυτήν την τάξη.
Μόνο μέσο ταξινόμησης είναι η παιδεία. Η εκπαίδευση και το περιεχόμενό της είναι δουλειά του κράτους. Η εκπαίδευση περιλαμβάνει διάφορα θέματα, κυρίως όμως τα μαθηματικά. Η ταξινόμηση των εκπαιδευομένων γίνεται με βάση την απόδοσή τους σε αυτά. Οι πρώτοι που συναντούν προβλήματα, γίνονται παραγωγοί. Οι επόμενοι γίνονται φύλακες. Όσοι έχουν μαθηματικό ταλέντο συνεχίζουν κι εκπαιδεύονται στη φιλοσοφία. Οι φιλόσοφοι γίνονται κυβερνήτες.
Οι φιλόσοφοι – κυβερνήτες κρατούν όλες τις εξουσίες, όχι γιατί ο Πλάτων τις διαχωρίζει και τους τις αναθέτει, αλλά γιατί (154) αυτοί έχουν την πλήρη ευθύνη διακυβέρνησης. Οι Φύλακες είναι οι βοηθοί των κυβερνητών και προστατεύουν το κράτος. Οι Παραγωγοί είναι υπεύθυνοι για την παραγωγή των απαραίτητων υλικών αναγκών.
Ο Πλάτων συχνά παρεξηγείται γιατί πιστεύεται πως κάνει το διαχωρισμό βάσει της εξυπνάδας. Η απόδοση στα Μαθηματικά δεν έχει να κάνει με τη διανοητική ικανότητα. Σε πολλούς έξυπνους ανθρώπους δεν αρέσουν τα μαθηματικά. Πολλοί παραγωγοί μπορεί να είναι ιδιοφυΐες και να αποδίδουν τα μέγιστα στην παραγωγή. Άρα, ο παράγοντας για την ταξινόμηση δεν είναι η διανοητική ικανότητα, αλλά ο τρόπος που την εφαρμόζει το κάθε άτομο.
Άλλο λάθος είναι πως οι πολίτες δεν αλλάζουν θέση λόγω αυθαιρεσίας και καταπίεσης. Αυθαιρεσία θα ήταν το να άλλαζαν. Η εκπαίδευση τους τοποθετεί εκεί ακριβώς που ανήκουν για να είναι ευτυχισμένοι.
Ερωτήματα προκύπτουν πάνω σε δυο θέματα:
- πώς ο Πλάτων είναι σίγουρος πως υπάρχει τόσο αξιόπιστο εκπαιδευτικό σύστημα;
- πώς μπορεί να είναι σίγουρος πως η ψυχολογική κλίση κάποιου θα μείνει αναλλοίωτη;
Στην ιδανική πολιτεία, οι τρεις τάξεις λειτουργούν ιδανικά διότι η κάθε μια έχει τη δική της αρετή.
Παραγωγοί : Σωφροσύνη
Φύλακες : Ανδρεία
Κυβερνήτες : Σοφία.
Έτσι, επικρατεί δικαιοσύνη, που συνεπάγεται πως κάθε τάξη εκτελεί το δικό της έργο κατά τον καλύτερο τρόπο κι αφήνει τις άλλες να εκτελέσουν το δικό τους.
Οι Κυβερνήτες (155) βέβαια επιβλέπουν όλες τις τάξεις, μαζί και τη δική τους, ελέγχουν και επισημαίνουν τα πιθανά προβλήματα. Όμως η εκτέλεση του έργου της κάθε τάξης, είναι ευθύνη της κάθε τάξης.
Η γενική αρετή της πολιτείας εξαρτάται κατά πολύ από την αρετή των κυβερνητών. Αν οι κυβερνήτες δεν είναι σοφοί, η πολιτεία δεν έχει αρετή. Η δομή της πολιτείας αντανακλά την ψυχολογία των ατόμων. Άρα, υπάρχει δομική ομοιότητα μεταξύ της αρετής της πολιτείας και της αρετής των ατόμων.
Το κάθε μέρος της ψυχής του ατόμου έχει τη δική του αρετή.
Επιθυμητικόν : σωφροσύνη
Θυμοειδές : ανδρεία
Λογιστικό : σοφία
Σοφός : αυτός που το λογιστικόν του έχει απόλυτη γνώση για το τι είναι ηθικά καλό ανά πάσα στιγμή και το κάνει όταν βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση.
Σώφρων : αυτός που τα επιθυμητικά του κίνητρα ανταποκρίνονται και τον οδηγούν στις απόψεις του λογιστικού.
Ανδρείος : όταν τα κίνητρα και οι πράξεις που ξεκινούν από το θυμοειδές και καθοδηγούνται από το λογιστικόν.
Όταν και τα τρία μέρη βρίσκονται σε ισορροπία κι έχουν τη δική τους αρετή το άτομο είναι δίκαιο.
Ερώτημα : είναι δυνατόν κάποιος που δεν είναι σοφός, να είναι δίκαιος και να έχει γενική αρετή; Η σοφία είναι εκείνη που δρομολογεί σωστά το λογιστικόν και στο δίκαιο άνθρωπο, το λογιστικό παίζει αποφασιστικό ρόλο για την καθοδήγηση του επιθυμητικού και του θυμού. Αν όμως λείπει η γνώση, πως θα εκτελέσει τις οδηγίες; Κι αν αυτές δεν εκτελεστούν σωστά, πως το άτομο θα είναι ανδρείο ή σώφρων;
Επίσης, δε μπορούμε να πούμε ανενδοίαστα πως ο Πλάτων θεωρεί πως μόνο οι σοφοί είναι δίκαιοι. Στην ιδανική πολιτεία οι Κυβερνήτες είναι οι λιγότεροι. Μπορεί μια δίκαιη πολιτεία να αποτελείται από μέλη που δεν έχουν τη δυνατότητα να είναι δίκαια;

(ollthatjazz)

2 σχόλια:

Fanypap είπε...

Ευαγγελία μου, είμαι ερωτευμένη με τον Σωκράτη!!! Είχα την τύχη να έχω στα Αρχαία Ελληνικά, τον καλύτερο καθηγητή (Μουμτζάκης),που συνάντησα στην ζωή μου! μας έκανε τέτοιες αναλύσεις στον Σωκράτη, που όλες ερωτευτήκαμε τον Σωκράτη! λέω όλες, γιατί στη Δράμα τότε ήταν Θηλέων μόνο το Γυμνάσιό μας.Το Αρρένων ήταν χωριστά. Βλέπω τώρα ότι μου τον θυμίζεις! μπράβο σου! Φαίνεται ότι κι εσύ αγαπάς τη δουλειά σου, όσο κι εκείνος!σε θαυμάζω! φιλάκια.

Ανώνυμος είπε...

@ Φανή
Όλα ξεκινούν από έναν καθηγητή τελικά :) Σ' ευχαριστώ πολύ, καλή μου, καλή σου μέρα!