Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

ΕΛΠ 20 - Δημ. & Ιδιωτ. βίος κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας

Τόμ. Β - Κεφ. 3 

Η Θέση των Ελλήνων ως Υπηκόων της Οθωμ. Αυτοκρατορίας
Υπήρχαν δύο κατηγορίες :
Οι Μουσουλμάνοι
Οι Μη Μουσουλμάνοι :
περιλαμβάνονταν οι Έλληνες ως χριστιανοί και αποτελούσαν υπηκόους δεύτερης κατηγορίας. Δεν εντάσσονταν στο στρατό της αυτοκρατορίας, δε συμμετείχαν στη διοίκηση της χώρας και επωμίζονταν το μεγαλύτερο μέρος της φορολογίας και άλλων υποχρεώσεων. Υπάγονταν σε διάφορες κατηγορίες, ανάλογα με τον τρόπο υποδούλωσής τους: οικειοθελής παράδοση, στρατιωτική ήττα, ή, ανάλογα με τη σημασία που είχε η περιοχή τους. Στην τελευταία περίπτωση, η οθωμανική διοίκηση παρείχε κάποια προνόμια που διέφεραν ανά περιοχή.
Οι έλληνες θεωρούνταν ζιμμί, οπαδοί μονοθεϊστικής θρησκείας, των οποίων τα ιερά βιβλία ήταν αποδεκτά από το Ισλάμ. Δεν υπήρχε σαφής προσδιορισμός των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των ζιμμί, εκτός από την καταβολή του ειδικού κεφαλικού φόρου. Όλα τα υπόλοιπα ήταν κατά περιοχή και ανά συνθήκες.
Η κοινωνική ανωτερότητα των μουσουλμάνων ήταν απόλυτη. Ακόμη και προνομιούχοι χριστιανοί (Φαναριώτες) υστερούσαν έναντι (278) ενός μουσουλμάνου σε περίπτωση αντιπαράθεσης. Σύμφωνα με τούρκους ιστορικούς, η υπεροχή αυτή προερχόταν από τη στρατεύσιμη ιδιότητά τους, ότι δηλαδή παρείχαν προστασία έναντι ξένης επιβουλής.

Το Παιδομάζωμα
Πρόκειται για τη βίαιη στρατολόγηση παιδιών στα σώματα των γενίτσαρων, όπου αποξενώνονταν από την οικογένεια και εξισλαμίζονταν υποχρεωτικά. Πρόκειται για πολύ πικρή ιστορία. Η πρακτική αυτή εγκαταλείφθηκε, όταν σταμάτησε η εδαφική επέκταση της αυτοκρατορίας κι έτσι δε χρειαζόταν επιπλέον στρατός.
Ο ρόλος των γενίτσαρων δεν ήταν μόνο στρατιωτικός: αποκομμένοι από τις ρίζες τους γινόντουσαν επίλεκτοι αξιωματικοί που καταλάμβαναν συχνά, υψηλά αξιώματα. Η δουλειά τους ήταν να προστατεύουν το σουλτάνο από τυχόν ανταπαιτητές του θρόνου, καθώς εκπαιδεύονταν από μικροί να τον θεωρούν πατέρα και προστάτη τους. Επικίνδυνοι για κάτι τέτοιο, ήταν οι γόνοι οθωμανικών οικογενειών που έπαιρναν (279) κρατικά αξιώματα. Έτσι, η ένταξη ενός νέου στους γενίτσαρους αποτελούσε τραγική μοίρα από την οικογένειά του, ενώ προκαλούσε το φθόνο των Τούρκων.

Οι Φορολογικές Υποχρεώσεις των Ελλήνων
Τους τελευταίους αι. η αυτοκρατορία είχε παρακμάσει κι αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα. Στηριγμένη σε αναχρονιστικούς θεσμούς, τα έσοδά της ήταν μόνο από τη φορολόγηση των υπηκόων της. Καθώς όμως δεν είχε την απαραίτητη διοικητική δομή ελέγχου, κατέληξε στην αυθαίρετη και ανεξέλεγκτη αφαίμαξη. Ακολουθεί λίστα :
-                      το χαράτσι : έγγειος φορολογία, αναλογική (ποσοστό επί της παραγωγής, δεκάτη) ή πάγια (ανάλογα την έκταση και την ποιότητα του αγρού)
-                      φόρος μύλων : επιβαλλόταν σε μύλους και εργαστήρια. Ήταν ανάλογος της χρονικής διάρκειας του μύλου ή του εργαστηρίου
-                      φόρος άλεσης καφέ (!) : τον μοιράζονταν το Δημόσιο, ο αλεστής και ο καβουρντιστής
-                      δικαίωμα γάμου : καταβαλλόταν από τον (280) πατέρα της νύφης και αποτελούσε πρόσοδο του τιμαριού της περιοχής. Τον πλήρωναν και οι μουσουλμάνοι αλλά οι έλληνες έδιναν τα διπλά
-                      Φόρος εγκλημάτων και ανθρωποκτονιών : επιβαλλόταν στο δολοφόνο. Για μικρότερες παραβάσεις προβλεπόταν πρόστιμο. Τον εισέπραττε ο πασάς της επαρχίας που επεδίωκε να τις δικάζει αυτός
-                      Φόρος μεταβίβασης γης : από τους κληρονόμους του γεωργού για να λάβουν άδεια καλλιέργειας. Αντιστοιχούσε στο ένα δέκατο της αξίας του αγρού
-                      Φόρος καπνού : από αυτούς που διέμεναν σε οικήματα του τιμαρίου και ήταν φόρος για την εστία, το τζάκι
-                      Σπέντζα : αποκλειστικά για ενήλικους μη μουσουλμάνους. Εκεί γινόταν όργιο αυθαιρεσιών
-                      Δασμοί : σε εισαγωγές και εξαγωγές, όπου οι μουσουλμάνοι και οι Ευρωπαίοι είχαν προνόμια έναντι των Ελλήνων
-                      Αγορανομικά τέλη : για την εμπορία και μεταφορά ειδών. Το ύψος το καθόριζε ο καδής
-                      Ιστηράς : υποχρεωτική πώληση αγαθών σε χαμηλές τιμές για τη σίτιση της πρωτεύουσας. Επαχθής φορολογία που για να εξασφαλίζει τα αγαθά αυτά, απαγόρευε την εξαγωγή τους.
-                      Δαπάνες διοίκησης : πλήθος φόρων από την υπογραφή ενός εγγράφου έως τη συμμετοχή στη συντήρηση των κάστρων του Δούναβη. Ήταν ανεξέλεγκτες καθώς η Υψηλή Πύλη δε μπορούσε να κρατήσει τα αρπακτικά της.

Από το 17ο αι. (281) που σταμάτησαν οι νίκες του οθωμ. Στρατού που εφοδίαζαν το κράτος με πλούσια λάφυρα, οι πασάδες ανέλαβαν τη διοίκηση των επαρχιών, έχοντας καθήκον να διατηρούν ετοιμοπόλεμο το στρατό και να λειτουργούν ως φοροεισπράκτορες. Έτσι εξελίχθηκαν σε οικονομικούς διαχειριστές που εκτός από την είσπραξη και την καταβολή των φόρων στην πρωτεύουσα, παρακρατούσαν χρήματα οι ίδιοι, αντί μισθού. Τα χρήματα αυτά τα χρησιμοποιούσαν για τη συντήρηση του στρατού και για τη δωροδοκία των αξιωματούχων εκείνων που μπορούσαν να τους βοηθήσουν να διατηρήσουν την εξουσία τους.
Με ένα σύστημα εκπλειστηριασμού και εκμετάλλευσης των πόρων της περιοχής τους, εξασφάλιζαν την είσπραξη των φόρων, με τη βοήθεια τρίτων που κι αυτοί κερδοσκοπούσαν με τη σειρά τους. Με όλες αυτές τις τσιριτσάντζουλες, τα ποσά ήταν πολλαπλάσια αυτών που έφταναν στο θησαυροφυλάκιο του σουλτάνου. Η κεντρική εξουσία γνώριζε τις αυθαιρεσίες αυτές, αλλά είτε λόγω παρακμής της κρατικής μηχανής, είτε την ανάπτυξη τοπικών δυνάμεων, έδειχνε ανοχή.
Άλλωστε, η ανάθεση αυτών των διαδικασιών σε ιδιώτες ξαλάφρωναν το κέντρο από τη διατήρηση ειδικών υπαλλήλων. Τέλος, έδινε την ευκαιρία στους υπαλλήλους να πλουτίζουν, και να μην εκφράζουν δυσαρέσκειες.
Με αυτές τις συνθήκες (282) οι χριστιανοί ήταν εκτεθειμένοι σε όλες τις αυθαιρεσίες που δεν περιορίζονταν στην καταβολή φόρων, ή τις αγγαρείες, αλλά τους ανάγκαζε να φιλοξενούν πλουσιοπάροχα τους Οθωμανούς άρχοντες, τόσο σε είδος όσο και σε χρήμα. Η υποχρέωση αυτή αφορούσε κάθε Ευρωπαίο που βρισκόταν στην αυτοκρατορία.
Άλλες υποχρεώσεις των ελλήνων ήταν η συντήρηση, ο ανεφοδιασμός και η στελέχωση του στόλου. Η θητεία τους δεν είχε μεγάλη χρονική διάρκεια οι συνθήκες όμως παντελώς άθλιες. Για αυτό, όσοι μπορούσαν την εξαγόραζαν.


Τρόποι Μετριασμού της Αυθαιρεσίας
Μέσα σε αυτό το χαμό, οι Έλληνες προσπαθούσαν να πετύχουν τη λιγότερο δυνατή ανάμιξη των οθωμανών στα εσωτερικά τους. Η απευθείας καταβολή των φόρων στην Κωνσταντινούπολη ήταν ένας τρόπος και θα δούμε παρακάτω πως γινόταν.
Μεμονωμένοι υπήκοοι μπορούσαν να αποφύγουν τις αυθαιρεσίες αν αναγνωρίζονταν ως διπλωματικοί ή εμπορικοί αντιπρόσωποι κάποιας ευρωπαϊκής χώρας. Αυτοί εφοδιάζονταν με ειδικό έγγραφο που πιστοποιούσε την ιδιότητά τους και τους εξασφάλιζε. Όμως, (283) η δυνατότητα αυτή ήταν εξαιρετικά περιορισμένη και εγκυμονούσε κινδύνους, σε περίπτωση που η αυτοκρατορία εμπλεκόταν σε πόλεμο με την εν λόγω χώρα.
Άλλος τρόπος ήταν η εθελουσία εξωμοσία, δηλαδή η αλλαγή θρησκείας. Πάντως ήταν πολλοί αυτοί που διατηρούσαν κρυφά την αρχική τους πίστη, παρ’ όλους τους κινδύνους (κρυπτοχριστιανοί).
Πάντως, κάποιοι έλληνες απέκτησαν και διατήρησαν τη δυνατότητα να ανέρχονται ως διερμηνείς, ή ως διοικητές των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. Λέγονταν Φαναριώτες καθώς διέμεναν στο Φανάρι, περιοχή δίπλα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Δεδομένου ότι το Ισλάμ δεν ενθάρρυνε την εκμάθηση ξένων γλωσσών, η μόρφωση των Φαναριωτών και άλλων ελλήνων λόγιων τους βοήθησε ιδιαίτερα, όταν η αυτοκρατορία άρχισε να αναγνωρίζει τα ευρωπαϊκά κράτη ως αντιπάλους.
Οι δραγομάνοι, όπως ονομάζονταν οι διερμηνείς, ήταν απαραίτητοι στους αγράμματους Οθωμανούς που δε μπορούσαν να διαβάσουν ή να γράψουν. Η παιδεία δεν ήταν απαραίτητη στο στρατό. Οι εξαιρέσεις ήταν ελάχιστες.
Οι έλληνες που παρείχαν τις υπηρεσίες τους συχνά γίνονταν μέλη του φιλικού τους περιβάλλοντος. Βοηθούσαν στις συναλλαγές των οθωμανών και συχνά τους δάνειζαν.
Όλα αυτά όμως είναι η εξαίρεση. Οι έλληνες ήταν πάντα δεύτερης κατηγορίας, κάτι που προκαλούσε δυσαρέσκεια, ιδιαίτερα ανάμεσα στους μορφωμένους και πλούσιους.

Συμπέρασμα : λόγω της πίστης τους, οι έλληνες ήταν υποδεέστεροι των οθωμανών. Είχαν κυρίως φορολογικές υποχρεώσεις ενώ τα δικαιώματά τους ήταν ελάχιστα και συνήθως καταστρατηγούνταν. Κάποιοι, κατάφεραν να αναλάβουν υψηλά αξιώματα και να αποκτήσουν πλούτη και πολιτική επιρροή. Η συμβολή τους στην προετοιμασία της επανάστασης ήταν σημαντική.

Οι Έλληνες ως Μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας (285)
Η ιδιότητα των ελλήνων ως χριστιανών, τους έδινε κάποιο πολιτιστικό προβάδισμα σε σχέση με τους υπόλοιπους ορθόδοξους. Οι πατριάρχες και οι ανώτεροι κληρικοί μπορεί να μην είχαν ελληνική καταγωγή, είχαν όμως ελληνική παιδεία.

Οργάνωση και Αρμοδιότητες του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης περιβλήθηκε από το Μωάμεθ τον Πορθητή με υψηλό κύρος και αρκετές αρμοδιότητες αμέσως μετά την άλωση. Ο Πατριάρχης έγινε και κοσμικός ηγέτης των ορθόδοξων υπηκόων και προσωπικά υπόλογος για τη νομιμοφροσύνη τους. Η (286) δικαιοδοσία του επεκτεινόταν σε όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς, εκτός από εκείνους που υπάγονταν στα πατριαρχεία Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας καθώς και στην αυτοκέφαλη εκκλησία της Κύπρου. Το κύρος του Οικουμενικού, πάντως, υπερέβαινε των άλλων. Επίσης, είχε εκκλησιαστική δικαιοδοσία και επί των ορθόδοξων που ζούσαν εκτός αυτοκρατορίας.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο απέκτησε κατά την οθωμανική κυριαρχία περισσότερη επιρροή και δικαιοδοσίες από όσες είχε τη βυζ. περίοδο. Υπήρχε ο Καπού κεχαγιάς, επίσημα διαπιστευμένος εκπρόσωπος στην Υψηλή Πύλη, που συνεργαζόταν στον αρμόδιο για θέματα δικαιοσύνης οθωμανό, όταν το ζήτημα αφορούσε σύλληψη έλληνα από την αστυνομία.
Ο Μέγας Λογοθέτης : ιδιαίτερα σημαντικό αξίωμα, που εποφθαλμιούσαν όλοι. Εκπροσωπούσε το κοσμικό στοιχείο του πατριαρχείου.
Φυσικά, υπήρχαν και άλλοι κληρικοί και λαϊκοί, που στελέχωναν τη γραμματεία του πατριαρχείου.
Η Εκκλησία μπορούσε να εκδικάζει υποθέσεις οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου. Αρμόδιο όργανο ήταν το Πατριαρχικό Ντιβάνι, με δύο συνεδρίες την εβδομάδα υπό τον Πατριάρχη, ή αργότερα του Πρωτοσύγγελου.
Η εκκλησιαστική εξουσία ήταν υποδεέστερη της κρατικής, όφειλε να εκφράζεται μέσα από τις δομές της και να συμμορφώνεται ανάλογα. Η διοικητική διαίρεση της εκκλησίας λάμβανε υπόψη της τη διάκριση σε επαρχίες της Ανατολίας και της Ρούμελης. Η εκκλησιαστική διοίκηση επικεντρωνόταν στην άντληση πόρων από τους πιστούς. Οι οικονομικές συναλλαγές μεταξύ οθωμανών και εκκλησίας ήταν δυσάρεστη αλλά αναγκαία πρακτική. Άλλωστε το οθωμανικό κράτος ασκούσε ιδιαίτερο έλεγχο στην εκκλησία για την εξασφάλιση των απαραίτητων πόρων της. Για να ανταπεξέλθει, το Πατριαρχείο τηρούσε (287) την κάσα του κοινού, ένα είδος τράπεζας του Γένους. Η τράπεζα αυτή δανειζόταν για να πληρώσει τους τούρκους, δάνειζε όμως και η ίδια σε τρίτους, και μάλιστα με τόκο. Την εποπτεία είχαν οι Επίτροποι και οι Έφοροι, που αποκαλούνταν τιμιώτατοι. Το μικτό αυτό σώμα, είχε την οικονομική διαχείριση αλλά και σημαντική συμμετοχή στα ελληνικά ζητήματα.
Τα έσοδα προέρχονταν από φόρους τόσο βυζαντινούς, όσο και οθωμανικούς. Καθώς οι φόροι δεν επαρκούσαν, κατέφευγε στις ‘ζητείες’ ένα είδος εράνων. Δεχόταν επίσης εισφορές σε είδος.
Οι κατώτεροι κληρικοί ζούσαν ως αγρότες. Έτσι επικοινωνούσαν καλύτερα με το ποίμνιό τους, αποθαρρύνοντας την ενασχόλησή τους με την παιδεία. Η έλλειψή της ήταν κοινό γνώρισμα των περισσότερων κληρικών της υπαίθρου. Τη συντήρησή τους αναλάμβανε το ποίμνιο κι αυτό ενίσχυε την εγγραμματοσύνη τους. Άλλη πηγή εισοδήματος ήταν τα τυχερά, πάντα ανάλογα με τη δυνατότητα της ενορίας. Πάντως τα έσοδα των εξομολογητών που ήταν επιεικείς με τους πιστούς, ήταν μεγαλύτερα.
Οι πιστοί είχαν κι άλλες υποχρεώσεις πέρα από τα τυχερά ή τη συντήρηση των ιερέων. Καθώς η εκκλησία χρειαζόταν χρήματα για δωροδοκίες , επιβάρυνε τους πιστούς με αυτές τις οφειλές.
Η οθωμ. Διοίκηση τηρούσε στάση νομιμοποίησης αλλά και εκφοβισμού της εκκλησίας. Τα σουλτανικά φιρμάνια μπορούσαν να διατάξουν διορισμό, παύση ή εξορία. Επίσης χρειαζόταν άδεια για την ανοικοδόμηση ή επισκευή ναών από τις αρχές που έβρισκαν επιπλέον τρόπο να κερδοσκοπήσουν.
Μετά τη συνθήκη του Κουτσούκ Καϊναρτζή οι ορθόδοξοι υπήκοοι της αυτοκρατορίας είχαν την ρωσική προστασία (288). Αυτό επέτρεψε την έκδοση άδειας επισκευής του κτιρίου του πατριαρχείου. Το μεγαλύτερο έξοδο φυσικά ήταν η δωροδοκία των οθωμανών, πάντως όλα τα έξοδα τα επωμίστηκαν οι πιστοί.
Υπήρχαν πολλές αφορμές για να επιβληθούν οικονομικές επιβαρύνσεις στην εκκλησία (έχει παραδείγματα το εγχειρίδιο) και οι οθωμανοί τις εκμεταλλευόντουσαν όλες, παρά τη φαινομενική ανεξιθρησκεία.

Συμπέρασμα : η εκκλησία ήταν σημαντικός θεσμός κατά την υποδούλωση και απέκτησε κάποια κοσμικά καθήκοντα και εξουσίες. Συντέλεσε στη διατήρηση της γλωσσικής και πολιτισμικής ενότητας και τη διαμόρφωση κοινών δεσμών και συμφερόντων έναντι του μουσουλμάνου κατακτητή.

Η Κοινοτική Αυτοδιοίκηση και τα Τοπικά Προνόμια (289)
Εκτός από την εκκλησία, οι οθωμανοί δέχτηκαν και διατήρησαν και το θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αυτός διατήρησε βυζ. στοιχεία, προσαρμόστηκε όμως και στις νέες ανάγκες. Η οθωμ. Διοίκηση χρειαζόταν ειδικό μηχανισμό δημοσιονομικής πολιτικής. Αντίστοιχος θεσμός, με μεγαλύτερες όμως δικαιοδοσίες υπήρχε και για τους μουσουλμάνους υπηκόους.
Αγιάν : οι μουσουλμάνοι κοινοτικοί άρχοντες
Δημογέροντες, προεστοί, πρόκριτοι, κοτσαμπάσηδες : οι ορθόδοξοι κοινοτικοί άρχοντες.
Οι επαρχιακές διοικητικές οθωμανικές αρχές είχαν τοπικά συμβούλια αγιάνηδων και προεστών, με συμβουλευτικό και συμπληρωματικό ρόλο, καθώς τα υπηρεσιακά συμβούλια στελεχώνονταν αποκλειστικά με οθωμανούς.

Η Εκλογή των Κοινοτικών Αρχόντων
Γινόταν με εθιμικές διαδικασίες κατά το Μάρτη ή τον Απρίλη, από τους άνδρες της κοινότητας, που συγκεντρώνονταν στην αυλή της εκκλησίας. Κατά τους πρώτους αι. της τουρκοκρατίας, συνήθως εκλέγονταν οι ιερείς. Αργότερα η κοινοτική εξουσία έγινε πιο κοσμική και κριτήρια για την εκλογή ήταν η εμπειρία, η ηλικία, η εγγραμματοσύνη, ο πλούτος και η δυνατότητα καλής συνεργασίας με τους οθωμανούς. Η συχνή ανάμιξη των αρχών ήταν καθοριστική.
Η εκλογή επικυρωνόταν από τις αρχές με το χοτζέτι του καδή ή του πασά της επαρχίας. Οι προεστοί είχαν φοροαπαλλαγές και τιμητική τουρκική συνοδεία κατά τις μετακινήσεις τους. Φορούσαν πολυτελή (290) ενδυμασία, δηλωτική του αξιώματος, κυρίως όμως αποκτούσαν πολιτική επιρροή. Οι προεστοί που εκπροσωπούσαν όλες τις κοινότητες της επαρχίας ή της περιφέρειας αποκτούσαν δύναμη που οι οθωμανοί δε μπορούσαν να αγνοήσουν.
Οι τοπικοί αξιωματούχοι, ορθόδοξοι και μη, λόγω της εντοπιότητας και της μακράς θητείας τους, υπερτερούσαν έναντι των διορισμένων διοικητικών αξιωματούχων που πολλές φορές αντικαθίσταντο άμεσα. Σε ορισμένες επαρχίες, η δύναμή τους ήταν τόση που ο οθωμανός αξιωματούχος έπρεπε να τους λαμβάνει σοβαρά υπόψη.

Οι Αρμοδιότητες των Κοινοτικών Αρχόντων
- η ενημέρωση των μελών για την έκδοση κρατικών αποφάσεων που έπρεπε να γνωστοποιήσουν στον πληθυσμό της κοινότητάς τους
- η κατανομή φόρων στις διάφορες κοινότητες και η επίλυση των σχετικών διαφορών
- διαχειριστικός έλεγχος στις τοπικές διοικητικές δαπάνες, πριν την επικύρωσή τους από τον καδή

Βεκίληδες : μόνιμοι εκπρόσωποι των προεστών στην Κωνσταντινούπολη. Μέσω αυτών είχαν άμεση ενημέρωση για την κρατική πολιτική και μπορούσαν να την επηρεάσουν με δωροδοκίες και προσωπικές διασυνδέσεις. Τα έξοδα αυτά βάραιναν φυσικά το λαό τους. Οι βεκίληδες ήταν πρόσωπα εμπιστοσύνης των προεστών και φρόντιζαν τα συμφέροντά τους. Συχνά τα συμφέροντα των προεστών και του λαού τους συνέπιπταν, όπως π.χ. οι φορολογικές ελαφρύνσεις. Τα τοπικά αυτά προνόμια (291) ήταν μέρος της πολιτικής διαίρεσης που εφάρμοζαν οι οθωμανοί για να διατηρούν τον έλεγχο (διαίρει και βασίλευε). Πέρα όμως (292) από αυτό, οι εκπλειστηριασμοί των επαρχιακών εισοδημάτων και η προικοδότηση ευαγών ιδρυμάτων προς την οικογένεια του σουλτάνου, συνεπαγόταν επιβαρύνσεις ή απαλλαγές. Έτσι, οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των κατοίκων ανάμεσα στις περιοχές, παρουσίαζαν μεγάλες αποκλίσεις.
Το καθεστώς της κάθε περιοχής, είχε να κάνει και με τις συνθήκες που η περιοχή αυτή είχε περιέλθει στην αυτοκρατορία (ειρηνικά, κατόπιν μάχης) στην οικονομική και στρατηγική της σημασία για το κράτος. Έτσι, τα νησιά του Αιγαίου και η Μάνη διατήρησαν ένα βαθμό αυτονομίας, και υπήρχε σχεδόν παντελής απουσία τούρκων στην περιοχή. Οι τοπικές οθωμανικές αρχές είχαν μάλλον συμβολική σημασία και συνεργάζονταν με τους προεστούς. Το ίδιο συνέβαινε και σε άλλες περιοχές (Μέτσοβο, Ύδρα) όπου το προνόμιο ήταν ουσιαστικά, η απαλλαγή των κατοίκων από τον έλεγχο των τοπικών κέντρων εξουσίας και η απευθείας υπαγωγή τους στην κεντρική διοίκηση.
Η μετακίνηση πληθυσμών σε πιο προνομιούχες περιοχές ελεγχόταν από ειδική νομοθετική ρύθμιση που απαγόρευε την εγγραφή κάποιου σε φορολογική λίστα άλλη από αυτήν που βρισκόταν αρχικά. Άλλο κίνητρο ήταν η κατανομή των φόρων όχι ατομικά, αλλά συλλογικά, έτσι ώστε αν έφευγε κάποιος το μερίδιό του το κάλυπταν οι συντοπίτες του.
Πέρα από τη φορολογία, την εκπροσώπηση και τη συνεργασία με τις αρχές, οι προεστοί είχαν και άλλα καθήκοντα που είχαν να κάνουν με τη δημόσια ζωή της κοινότητας, τη διαχείριση της κοινοτικής περιουσίας, την τήρηση των ληξιαρχικών και άλλων εγγράφων κ.α.
Το κυριότερο όμως (293) είναι πως οι προεστοί αποτελούσαν μια μορφή διοικητικής οργάνωσης των υπόδουλων, που τους εξασφάλιζε κάποια εκπροσώπηση και μια στοιχειώδη ασφάλεια.

Συμπέρασμα : αν και φαινομενικά δευτερεύον, ο θεσμός της τοπικής αυτοδιοίκησης γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη και απέκτησε πολιτική δύναμη λίγο πριν την επανάσταση. Αυτό οφειλόταν στην ανάπτυξη φυγόκεντρων τάσεων των πασάδων. Η κυβέρνηση ζητούσε τοπικούς συμμάχους και πολλές κοινότητες διαλέγονταν απευθείας με την κεντρική εξουσία.

Η Απονομή Δικαιοσύνης (295)
Δικαστικές αρμοδιότητες κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας είχαν οι δικαστικές οθωμανικές αρχές η Εκκλησία και οι Κοινότητες.

Απονομή Δικαιοσύνης από τις Οθωμανικές Αρχές
Το οθωμανικό δίκαιο ήταν συνδυασμός θρησκευτικής και πολιτικής νομοθεσίας.
Θρησκευτική πλευρά :
-                      το Κοράνι
-                      οι προσθήκες σε αυτό των μαθητών και των πρώτων διαδόχων του Μωάμεθ
-                      οι αποφάσεις των ιμάμηδων και των δασκάλων του Ισλάμ
   Οι πηγές αυτές αποτελούσαν το seri τον ιερό νόμο, που τον συμπλήρωναν οι Κανούν, οι πολιτικοί νόμοι του κράτους, η παράδοση και η θέληση του ηγεμόνα. Οι αστικές και ποινικές διατάξεις αυτής της νομοθεσίας εφαρμόζονταν και στους έλληνες, ενώ οι θρησκευτικές, μόνο στους μουσουλμάνους.
Καδής : αρμόδιος δικαστικός αξιωματούχος. Στη δικαιοδοσία του περιλαμβανόταν ο καζάς, η περιοχή της επαρχίας ή του νομού. Δεν ήταν αποκλειστικά δικαστικός αξιωματούχος, αλλά επόπτης όλης της διοίκησης, για την εξασφάλιση της νομιμότητας. Τα δημόσια έγγραφα επικυρώνονταν μόνον από αυτόν, μεριμνούσε για τη μεταβίβαση αναφορών ή καταγγελιών ανεξάρτητα αν αυτός που τις υπέβαλλε ήταν έλληνας ή οθωμανός. Αναλάμβανε ποινικές υποθέσεις μόνον μετά από ειδική εντολή του πασά της περιφέρειας και ήταν υποχρεωτική η παρουσία και του αρμόδιου προεστού ή αγιάνη που μπορούσε να ασκήσει έφεση. Επίσης επικύρωνε κάθε δικαιοπραξία.
Το αξίωμά του ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς μπορούσε να εγκαλέσει και τις οθωμανικές αρχές αν διαπίστωνε ατασθαλίες. Κι αυτός ο θεσμός όμως έχασε το κύρος του, όπως και το σύνολο της αυτοκρατορίας. Πάλι το κέρδος στη μέση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα (296) ακραία φαινόμενα ασυνέπειας μεταξύ των ατόμων που αναλάμβαναν αυτήν τη θέση. Καθώς όλοι χρηματίζονταν, η απονομή της δικαιοσύνης ήταν πρακτικά ανύπαρκτη.
Τέλος, η απληστία των οθωμανών, τους έκανε να κρατούν για τον εαυτό τους την εκδίκαση σοβαρών ποινικών αδικημάτων, ώστε  να καρπώνονται το υψηλό χρηματικό πρόστιμο που είδαμε παραπάνω. Άλλοτε, αναλάμβαναν οι ίδιοι την απονομή δικαιοσύνης. Πάντως η επιβολή ποινών δεν ήταν ανεξέλεγκτη, ιδιαίτερα η θανατική έπρεπε να επικυρωθεί από την Κωνσταντινούπολη. Σε αντίθετη περίπτωση, υπήρχαν σοβαρές κυρώσεις. Πάντως, δεν είναι βέβαιος αυτός ο έλεγχος.

Η Εκκλησία ως μηχανισμός Απονομής Δικαιοσύνης
Το Πατριαρχείο, καθώς είχε αυτό το δικαίωμα παρότρυνε τους πιστούς να επιλύουν τις διαφορές τους μέσω του ιδίου κι όχι με εξωγενείς παράγοντες. Στις επαρχίες, δικαστικά καθήκοντα είχαν τα επισκοπικά δικαστήρια, με τον επίσκοπο και τους προεστούς. Οι αποφάσεις τους επανεξετάζονταν μόνο ενώπιον του πατριαρχικού δικαστηρίου και όχι των οθωμανών.
Τις κοσμικές υποθέσεις, τις εκδίκαζε με βάση την Εξάβιβλο του Αρμενοπουλου, έναν κώδικα της βυζ. νομοθεσίας και επιβλήθηκε στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό κόσμο.   Ήταν μια γραπτή και όχι εθιμική νομοθεσία που παρουσίαζε διαφορές σε μερικές περιοχές. Σε ορισμένες περιπτώσεις η εκκλησία (297) νομοθετούσε για να αντιμετωπίσει απρόβλεπτες καταστάσεις.
Το Πατριαρχείο διέθετε υπόγεια φυλακή για τους ‘άτακτους’ ή μπορούσε να τους στέλνει στο Ιπλικχανέ, ένα πλεκτήριο καραβόσχοινων για τον οθωμανικό στόλο. Διέθετε επίσης φρενοκομείο για κακοήθεις νεανίσκους άνδρες ή γυναίκες και τους ‘ανάγωγους άνδρες’. Τις ποινές εκτελούσαν όργανα του πατριαρχείου (γιασακτσήδες και ευταξίες) και οι μητροπολίτες.
Η εκκλησία σπάνια εκτελούσε τις ως άνω ποινές. Συνήθως επέβαλλε πνευματικές ποινές όπως αφορισμούς, που ήταν πιο αποτελεσματικά για τους θρησκευόμενους έλληνες.

Η Απονομή Δικαιοσύνης από τους Τοπικούς Άρχοντες
Ήταν δευτερεύουσα και συμπληρωματική σε αυτήν της εκκλησίας. Τα θρησκευτικά δικαστήρια θεωρούνταν ανώτερα και τα κοινοτικά λειτουργούσαν περισσότερο ως διαιτητές. Στα πρώτα δινόταν έμφαση στο ιερό στοιχείο και στα δεύτερα στο κοσμικό. 
Οι έλληνες τα θεωρούσαν προτιμότερα των τουρκικών γιατί τα τουρκικά απαιτούσαν υπέρογκα ποσά αλλά και γιατί κατά τους έλληνες δεν ήταν αμερόληπτα. Όντως, σε περιπτώσεις αντιδικίας ορθόδοξου – μουσουλμάνου, ο καδής έδινε βαρύτητα στο μουσουλμάνο. Εκτός από αυτό, οι χριστιανοί θεωρούσαν ανεπίτρεπτο να προσφύγουν σε οθωμανικό δικαστήριο.
Οι αρχές αναγνώριζαν την ισχύ των κοινοτικών δικαστηρίων όπως και των θρησκευτικών (298) καθώς η φιλοσοφία τους ταύτιζε τη θρησκευτική και την πολιτική εξουσία και ήταν αποδεκτή η απονομή δικαιοσύνης στους χριστιανούς από τους ομόθρησκούς τους. Πάντως, η έκταση της δικαιοδοσίας ήταν ανάλογη με την πολιτική δύναμη της κοινότητας και τη δυνατότητα να αναφέρεται απευθείας στην κεντρική διοίκηση.
Οι ποινές ήταν ανάλογες του εκκλησιαστικού δικαστηρίου και επιβάλλονταν μέσω της εκκλησίας. Συνηθισμένο μέτρο ήταν το ‘εξωεκκλησίασμα’, η απαγόρευση δηλαδή να εισέλθει ο τιμωρημένος στο ναό. Αν αγνοούσε την απαγόρευση δεν έπαιρνε αντίδωρο ούτε τον θυμιάτιζε ο παπάς, ενώ δεν τον επισκεπτόταν για τέλεση ιεροπραξίας. Η κλίμακα ξεκινούσε από απλό πρόστιμο και έφτανε στον αφορισμό από το μητροπολίτη. Οι συνέπειες του αφορισμού ήταν πολύ σοβαρές καθώς ο τιμωρούμενος δεν είχε πια θέση στην κοινωνία.
Τα κοινοτικά δικαστήρια δίκαζαν με βάση το εθιμικό δίκαιο της περιοχής, που φυλασσόταν για να μην αλλοιωθεί από τους τούρκους. Έχουμε αρκετά σχετικά στοιχεία.

Συμπέρασμα : η Εκκλησία και οι Κοινότητες παρείχαν ένα αίσθημα ασφάλειας στους υπόδουλους έλληνες ως προς την απονομή δικαιοσύνης. Βάσεις ήταν το βυζαντινό και τοπικό εθιμικό δίκαιο.   

Η Κοινωνική Πρόνοια (299)
Παρά τις δύσκολες συνθήκες ζωής και την ένδεια, υπήρχαν θεσμοί που παρείχαν περίθαλψη στους άπορους και τους αναξιοπαθούντες. Σε όλη την επικράτεια υπήρχαν ευαγή ιδρύματα, που η συντήρηση και η λειτουργία τους εξασφαλιζόταν από κρατικούς πόρους. Στα θρησκευτικά αυτά ιδρύματα κατέφευγαν κυρίως μουσουλμάνοι. Για τους χριστιανούς, αρμόδια ήταν η εκκλησία και η κοινότητα. Η εκκλησία διατηρούσε στην πρωτεύουσα νοσοκομεία και άλλα ιδρύματα που λειτουργούσαν (300) με πόρους των ελληνικών κοινοτήτων της Πόλης, περιέθαλπταν όμως όλους τους έλληνες. Στην επαρχία, διέθετε κονδύλια για τη βοήθεια φτωχών την προίκιση κοριτσιών ή την προσφορά κάρβουνων και τροφής σε φτωχές οικογένειες. Άλλοτε αναλάμβανε την καταβολή των φόρων όσων δε μπορούσαν να ανταποκριθούν. Φιλανθρωπίες έκαναν και τα μέλη των κοινοτήτων, αγοράζοντας σκλάβους που πωλούσαν οι τούρκοι, ή μεριμνώντας για την κηδεία και την ταφή των άπορων. Τα έξοδα έβγαιναν από εράνους.
Ιδιαίτερη μέριμνα απολάμβαναν οι άρρωστοι και τα βρέφη, που η κοινότητα, από φόβο για πιθανό εξισλαμισμό τους, τα φρόντιζε με τροφούς.
Υπήρχε επίσης μια στοιχειώδη πυροσβεστική υπηρεσία, νεκροθάφτης που λεγόταν μόρτης. Ήταν συνήθως άτομα που είχαν επιβιώσει από θανατηφόρο λοιμώδες νόσημα (πανούκλα) και διέθεταν ανοσία. Επίσης υπήρχε μέριμνα για την πρόσληψη και μισθοδοσία ιατρού, πολλοί από αυτούς ιδιαίτερα λαμπροί. Οι γιατροί βοηθούσαν να αποφεύγονται εγκλεισμοί χριστιανών γυναικών στα χαρέμια, ή διευκόλυναν έναν κρατούμενο να δραπετεύσει. (301) Αρκετοί βέβαια ήταν κομπογιαννίτες, είχαν όμως μια κάποια θεραπευτική ικανότητα και πολλοί απέκτησαν μεγάλη φήμη. Για σοβαρές ασθένειες, κανονιζόταν η μεταφορά του ασθενή στην Πόλη, σε κάποιο νοσοκομείο. Αν στη Δύση, ο ασθενείς απομονώνονταν στην Ελλάδα και την Τουρκία θεωρούσαν ιερή την υποχρέωση της οικογένειας να φροντίσει τον ασθενή, ακόμη κι αν η μόλυνση επεκτεινόταν. Η φροντίδα και η στοργή μπορούσαν πολλές φορές να θεραπεύσουν ή να περιορίσουν την επιδημία. Στο τέλος της Τουρκοκρατίας, η επαφή με τη δύση έφερε άλλα ήθη όπως λοιμοκαθαρτήρια, που ήταν όμως η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.
Σε ορισμένες κοινότητες υπήρχε τακτική εισφορά υπέρ των πτωχών η οποία καταγραφόταν λεπτομερώς.

Συμπέρασμα : Εκκλησία και κοινοτική αυτοδιοίκηση συνέδραμαν τους χριστιανούς που είχαν ανάγκη. Υποκαθιστούσαν την ανύπαρκτη κρατική κοινωνική πολιτική. Η λειτουργία (302) των θεσμών αυτών, συσπείρωσε ακόμη περισσότερο τους έλληνες.

Οι Κλέφτες και οι Αρματολοί (302)

Η οθωμανική κυριαρχία δημιούργησε μια τάξη πραγμάτων στην οποία αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν οι υπόδουλοι. Η προσαρμογή αυτή όμως, ήταν επιφανειακή. Ήδη από τους πρώτους αι. γίνεται λόγος για τους stradioti, ελαφρά οπλισμένους έλληνες που πολεμούσαν τους Τούρκους στο πλευρό των Βενετών, ή συμμετείχαν σε εξεγέρσεις. Ονομαστός ήταν ο Μερκούριος Γκούμας. Οι (303) πηγές μας δεν επιτρέπουν να δούμε τις σχέσεις των στρατιωτών αυτών με τους ανθρώπους της υπαίθρου ή των πόλεων, όπως δε γνωρίζουμε την καταγωγή και την κοινωνική τους τάξη. Πάντως, υπάρχουν αναφορές για τους ‘έφιππους, γενναιότατους στρατιώτες’ από την εποχή του Νικηφόρου Φωκά.

Οι Κλέφτες
Οι έλληνες που αρνούνταν την τουρκική δουλεία, κατέφευγαν σε δυσπρόσιτες ορεινές περιοχές, σχημάτιζαν συνήθως μικρές, ένοπλες ομάδες και πραγματοποιούσαν ληστρικές επιδρομές. Οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να τους αναχαιτίσουν, καθώς αρκετοί απέκτησαν αίγλη και θεωρήθηκαν ήρωες από τους υπόδουλους. Έτσι η έννοια του κλέφτη εξιδανικεύτηκε και έγινε αργότερα ταυτόσημη του εθνικού αγωνιστή.
Το 17ο αι. οι κλέφτες άρχισαν να δημιουργούν μεγάλες ομάδες και να πραγματοποιούν οργανωμένες επιθέσεις, ενώ ταυτόχρονα το κύρος τους μεγάλωνε. Η κάθε ομάδα είχε συνήθως 50 άτομα, πλήρως αφοσιωμένα στον αρχηγό τους, τον καπετάνιο. Το αξίωμα αυτό δεν ήταν κληρονομικό, αλλά το ελάμβανε ο ικανότερος της ομάδας. Η εξουσία του δεν δεχόταν αμφισβήτηση και ήταν απεριόριστη.
Η τακτική τους ήταν ο αιφνιδιασμός (κλεφτοπόλεμος). Εκμεταλλευόντουσαν τη γνώση του εδάφους (304), την ταχύτητα και την ορμή τους. Σε περίπτωση επίθεσης των Τούρκων, έβρισκαν καταφύγιο πίσω από φυσικά εμπόδια (βράχια, δέντρα) που τα ονόμαζαν ταμπούρια.
Η ζωή τους απεικονίζεται στα δημοτικά τραγούδια εξιδανικευμένη, ενώ τους αναφέρουν και οι ξένοι περιηγητές της εποχής. Η αντοχή τους στις δυσκολίες και τις κακουχίες, η έλλειψη της οικογένειας και της γυναίκας – σοβαρά προβλήματα – είχε ως αντιστάθμισμα την προσωπική τους ελευθερία και αξιοπρέπεια, την απόκτηση φυσικών δεξιοτήτων καθώς και το θαυμασμό που απολάμβαναν.
Σε περιοχές με έντονη τούρκικη παρουσία, η δράση τους ήταν περιορισμένη (Ήπειρος). Στις περιοχές με πιο χαλαρό έλεγχο (Πελοπόννησος) είχαν μεγάλη δύναμη και συνήπταν συμμαχίες με κοτσαμπάσηδες ή τούρκους αγιάνηδες. Όταν η αυτοκρατορία αντιμετώπισε εξωτερικά προβλήματα, η πιθανότητα να χαθεί ο έλεγχος ήταν μεγαλύτερη. Η Υψηλή Πύλη εξαπέλυσε διωγμό εναντίον τους και τους εξεδίωξε το 1805. όσοι μπόρεσαν, διέφυγαν στη Μάνη και τα Επτάνησα από όπου επέστρεψαν για την επανάσταση. Μαζί τους ήταν και ο Θ. Κολοκοτρώνης.

Οι Αρματολοί
Ανήκαν σε παρόμοια κατηγορία με τους κλέφτες. Ο όρος σημαίνει τον ένοπλο φρουρό ή τον πειρατή. Από την αρχή της τουρκοκρατίας ιδρύθηκε στα δύσβατα Άγραφα της Θεσσαλίας το αρματολίκι, σώμα από πιθανόν τούρκους στρατιώτες. Οι τούρκοι αργότερα οργάνωσαν βοηθητικά σώματα από χριστιανούς, στους οποίους παρείχαν μισθό και φοροαπαλλαγή. Ο αρματολισμός αναπτύχθηκε με σκοπό τη φύλαξη των δερβενίων (κλεισουρών) από τους κλέφτες. Μεταξύ του 1520 – 1566 υπήρχαν 15 αρματολίκια στις Βόρειες περιοχές. Στην Πελοπόννησο δεν υπήρχε κανένα. Από τις αρχές του 18ου αι. οι αρματολοί που υποτίθεται φυλούσαν τους τούρκους, άρχισαν να συνεργάζονται με τους κλέφτες και να ξεφεύγουν από τον τουρκικό έλεγχο. Διάφοροι ηγήθηκαν εξεγέρσεων (Ζήσης Καραδήμος). Έτσι, οι τούρκοι διόρισαν εξισλαμισμένους αλβανούς στη θέση των αρματολών. Λίγο πριν την επανάσταση, οι κλέφτες και οι αρματολοί είχαν ταυτιστεί. Πάντως, οι τούρκοι συνέχισαν να στρατολογούν έλληνες, ακόμη κι όταν έβλεπαν πως δεν τους ωφελούσε. Τους προσέφεραν όμως πολύτιμη πολεμική εκπαίδευση.
Ορισμένες περιοχές όπως το Σούλι και η Μάνη, για λόγους ιστορικούς και τοπογραφικούς είχαν ένα καθεστώς ημιαυτονομίας. Έτσι έγιναν καταφύγια όσων καταδίωκαν οι τούρκοι.

Η Οικογένεια : τα Παιδιά, οι Έφηβοι, οι Γυναίκες και ο Γάμος (308)

Η θέση Παιδιών και Εφήβων
Η οικογένεια για τους οθωμανούς, ήταν η βασική φορολογική μονάδα, στην οποία κατανέμονταν οι κύριοι φόροι. Υπεύθυνος για την πληρωμή τους ήταν ο άνδρας μετά τα 12 ή τα 13, καθώς τότε θεωρούνταν ικανός να κρατά όπλο. Έτσι ο έφηβος αντιμετωπιζόταν ως άνδρας, μπορούσε να εκλεγεί κοτσάμπασης, κλέφτης ή αρματολός.
Για να προσδιορίσουν την ηλικία των εφήβων, οι τούρκοι χρησιμοποιούσαν μια ηλίθια διαδικασία με ένα σκοινί (δες περιγραφή), καθώς οι γονείς πολλές φορές ψεύδονταν για την ηλικία του παιδιού τους. Φυσικά υπήρχαν και οι αυθαιρεσίες, μην ξεχνιόμαστε. Τα παιδιά αντιμετωπίζονταν ως ενήλικοι και όταν επρόκειτο για αγοραπωλησία ακινήτου. 
Οι σκληρές (309) συνθήκες διαβίωσης υποχρέωναν τα παιδιά να εργάζονται από πολύ μικρά στους αγρούς, σε σπίτια ευπόρων ή σε εργαστήρια, όπου πολλές φορές μάθαιναν την τέχνη. Σε περιπτώσεις που οι γονείς όφειλαν χρήματα που δεν μπορούσαν να πληρώσουν, έδιναν τα παιδιά τους ως ενέχυρο στη φυλακή, μέχρι να εξοικονομήσουν οι ίδιοι το απαραίτητο ποσό.
Οι παραπάνω υποχρεώσεις αφορούσαν κυρίως τα αγόρια αν και σε εξαιρετικές δυσκολίες εργάζονταν και τα κορίτσια. Υπό ομαλές όμως συνθήκες, οι κανόνες ήταν διαφορετικοί, προκειμένου να μην κινδυνεύσει η τιμή των κοριτσιών, κάτι που ως κίνδυνος, περιόριζε τη χαρά για τη γέννηση κοριτσιού. Το κορίτσι χρειαζόταν προστασία και προίκα, πράγματα δύσκολα για την εποχή. Έτσι ήταν σύνηθες φαινόμενο ο αρραβώνας και ο γάμος από μικρή ηλικία, με αποτέλεσμα γυναίκες να γίνονται πολύτεκνες μητέρες πριν καν κλείσουν τα 20 χρόνια τους. Ακόμη όμως και στο πατρικό σπίτι, οι υποχρεώσεις τους δεν ήταν λίγες καθώς υποκαθιστούσαν τη μητέρα που βοηθούσε στα χωράφια.
Τα παιδιά όφειλαν απόλυτη υπακοή στους γονείς και ιδιαίτερα στον πατέρα, η πατρική εξουσία του οποίου ήταν θεσμοθετημένη. Μπορούσε να διαχειρίζεται εν λευκώ (310) την τύχη των παιδιών του. Αρματολοί και κοτσαμπάσηδες έδιναν τα παιδιά τους ενέχυρο για να εξασφαλίσουν ανακωχή ή συμμαχίες. Τα αρραβώνιαζαν για να ισχυροποιήσουν τη θέση τους και τα τιμωρούσαν αυστηρά αν αυθαδίαζαν. Αργότερα, μετά το τέλος της επανάστασης, όσοι είχαν ανδρωθεί στα χρόνια της δε μπορούσαν να ανεχτούν την ελευθεριότητα στις οικογενειακές σχέσεις.
Θα ήταν εύκολο να αδικήσουμε τους γονείς εκείνης της εποχής. Αν σκεφτούμε όμως τις σκληρές συνθήκες ζωής, τα οικονομικά προβλήματα και τις αυθαιρεσίες του κράτους καθώς και την ευκολία που οι τούρκοι μπορούσαν να απαγάγουν, να κακοποιήσουν ή και να θανατώσουν ένα παιδί, μπορεί να κατανοήσουμε τις στάσεις τους. Οι όμορφοι νέοι και νέες ήταν εύκολο να βρεθούν έγκλειστοι σε χαρέμι.
Επειδή όμως τα παιδιά είναι πάντα παιδιά, υπάρχουν πολλές αναφορές για ομαδικά παιχνίδια αγοριών ή κορίτσια που καμάρωναν υποτυπωδώς στολισμένα.
Ας μην ξεχνάμε πως τα δικαιώματα του παιδιού ήταν κάτι άγνωστο τότε. Ακόμη κι έτσι όμως, η Εκκλησία υπερασπιζόταν καθοριστικά τα παιδιά.
Η γονική αγάπη θεωρείται (311) δεδομένη, όπως και οι στενοί δεσμοί της οικογένειας.
«Βασίλη τίμα τον μπαμπά, κι εσύ μπαμπά, έχε γνώσιν». Παροιμία της εποχής που δίνει το στίγμα.

Η Θέση της Γυναίκας (312)
Παραδόξως, η ελληνίδα είχε δικαιώματα ! Μπορούσε να κληρονομήσει την πατρική περιουσία, στην πράξη όμως, μόνον αν δεν υπήρχε αδελφός. Μπορούσε όμως να αξιώσει να προικιστεί. Θεωρητικά μπορούσε να μορφωθεί, στην πράξη όμως αυτό απαγορευόταν. Υπήρχαν γυναίκες που εργάζονταν ως μαμές ή γιάτρισσες, δε μπορούσαν όμως να καταλάβουν δημόσια αξιώματα. Φορολογικά υπαγόταν στον πατέρα ή τον άνδρα της – εκτός από τις χήρες που πλήρωναν όμως το μισό φόρο. Ο πατέρας της όφειλε να καταβάλλει το ‘δικαίωμα γάμου’, στον τιμαριούχο της περιοχής, έτσι ώστε να αντισταθμιστεί το δικαίωμα του τιμαριούχου να κοιμηθεί με τη νύφη την πρώτη νύχτα του γάμου (δυτικό φρούτο). Οι οθωμανοί μπορούσαν να συνάψουν σεξουαλικές σχέσεις ή και γάμο με χριστιανή, ακόμη και χωρίς τη θέλησή της, φτάνει τα παιδιά να ασπάζονταν το Ισλάμ. Απαγορευόταν ρητά ο γάμος χριστιανού με μουσουλμάνα. Με εξαίρεση τους πασάδες, η απαγωγή ή αποπλάνηση χριστιανής θεωρούνταν μεγάλο αδίκημα. Αν όμως η γυναίκα έμενε έγκυος, το παιδί παραδιδόταν στον πατέρα κι έτσι πολλές αναγκαστικά έμεναν με τους άνδρες αυτούς προκειμένου να μη στερηθούν το παιδί τους. Αυτές όμως ήταν οι εξαιρέσεις.
Οι Ελληνίδες παντρευόντουσαν έλληνες, με τον αρραβώνα να γίνεται (313) πολύ νωρίς. Ο πατέρας επέλεγε το σύζυγο, που γινόταν ο φυσικός αφέντης της γυναίκας.
Οι γάμοι σπάνια διαλύονταν. Λόγοι διαζυγίου ήταν η πνευματική ασθένεια, η άμβλωση και η ανακάλυψη πως η νύφη δεν ήταν παρθένα. Μετά το διαζύγιο, η γυναίκα μπορούσε να ζητήσει πίσω την προίκα της, καθώς και διατροφή, εκτός κι αν είχε η ίδια διαπράξει απιστία. Πάντως, καθώς τα κορίτσια περνούσαν σχεδόν όλη τη ζωή τους στο σπίτι, σπάνια σκεφτόντουσαν κάτι τέτοιο.
Η υπακοή της συζύγου στο σύζυγο ποίκιλε ανά περιοχή. Εκεί που υπήρχε οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη, η σύζυγος απέκτησε εξουσία στην ανατροφή των παιδιών το σχεδιασμό του γάμου τους και στη διαχείριση της περιουσίας. Μπορούσε επίσης να διεκδικήσει τα παιδιά της αν έχανε το σύζυγό της πριν αυτά ενηλικιωθούν.
Οι σύζυγοι και οι μητέρες απολάμβαναν σεβασμού από την κοινωνία, απαγορευόταν όμως οποιαδήποτε σεξουαλική σχέση εκτός γάμου που θεωρούνταν πορνεία. Πόρνες θεωρούνταν ακόμα και οι γυναίκες που είχαν βιαστεί. Όλες εξορίζονταν μέχρι να αποδείξουν πως άλλαξαν ζωή.
Ο (314) ελεύθερος χρόνος των πλούσιων είχε να κάνει με εργόχειρα, μουσική κι επίσκεψη στο δημόσιο λουτρό. Οι φτωχές γυναίκες που εργάζονταν συνέχεια, πήγαιναν στην εκκλησία ή σε κανένα πανηγύρι.
Εξαίρεση αποτέλεσε ο Κοσμάς ο Αιτωλός που ήταν αντίθετος στην αντιμετώπιση των γυναικών ως υποδεέστερων.

Συμπέρασμα : η ελληνική οικογένεια της τουρκοκρατίας είχε ισχυρή συνοχή με αρχηγό τον πατέρα. Η γυναίκα ήταν υποδεέστερη ενώ και τα παιδιά εξαρτώνταν απόλυτα από τον πατέρα. Υπήρχε αγάπη και σεβασμός ανάμεσα στα μέλη της, αν και οι συνθήκες ήταν ιδιαίτερα σκληρές. Με τα χρόνια, η οικονομική και πνευματική ανάπτυξη εκσυγχρόνισε κάπως τις αντιλήψεις για τα παιδιά και τις γυναίκες.

Η Εκπαίδευση
Στην τουρκοκρατία είχε τρεις περιόδους :
-                      από την Άλωση μέχρι τις αρχές του 17ου αι.
-                      από το δεύτερο μισό του 17ου αι. έως το τέλος του 18ου
-                      λίγο πριν την επανάσταση

Μετά την Άλωση
Οι λόγιοι κατέφυγαν στη Δύση. Η πνευματική ζωή δέχτηκε ισχυρό πλήγμα μαζί με τη δημογραφική και οικονομική κάμψη. Με μεμονωμένους δάσκαλους επεβίωσε η ελληνική παιδεία. Οι ελάχιστοι λόγιοι ζούσαν στην Πόλη, τη Θεσσαλονίκη και το Μυστρά. Ο αριθμός των μαθητών ήταν τόσο μικρός που δε μπορούμε (315) να μιλάμε για συστηματική εκπαίδευση. Η Σχολή των Φιλανθρωπηνών και η Πατριαρχική σχολή ήταν από τις ελάχιστες που λειτουργούσαν. Μετά τη σχετική απόφαση της συνόδου του 1593, η εκκλησία ανέλαβε ηγετικό ρόλο κι άρχισαν να ιδρύονται σχολεία.
Οι οθωμανοί έδειξαν ανοχή σε αυτήν την πρωτοβουλία, καθώς είχαν ήδη εκχωρήσει αρμοδιότητες στην εκκλησία. Άλλωστε η εκπαίδευση ήταν απαραίτητη για τη στελέχωσή της με εγγράμματους κληρικούς. Η οθωμανική ανοχή δεν ήταν ομοιόμορφη. Κάποιοι εκδηλώθηκαν αρνητικά σε πιθανότητες τοπικής εξέγερσης ενώ η έλλειψη σχολείων από τις περισσότερες περιοχές δημιούργησε το μύθο του ‘κρυφού σχολειού’.
Κοινά σχολεία : οργανωμένες σχολές στοιχειώδους εκπαίδευσης. Λειτουργούσαν σε ναούς και μοναστήρια και δίδασκαν ανάγνωση από εκκλησιαστικά βιβλία, καθώς και γραφή και αριθμητική. Τα εύπορα παιδιά, διδάσκονταν στο σπίτι από οικοδιδάσκαλους.  

Μέσα 17ου – τέλη 18ου αι.
Μετά τις οθωμανικές νίκες στη νοτιοανατολική Ευρώπη, επικρατεί ηρεμία. Πληθυσμοί που είχαν καταφύγει σε άλλες περιοχές επέστρεψαν, ανέπτυξαν οικονομική δραστηριότητα και διαμόρφωσαν την τάξη των εμπόρων που είχε εκπαιδευτικά ενδιαφέροντα. Οι Φαναριώτες επεδίωξαν συστηματική εκπαίδευση για τα βλαστάρια τους, καθώς και οι ίδιοι λόγω της παιδείας τους είχαν σταδιοδρομήσει. Το συντονισμό της προσπάθειας διατηρεί η εκκλησία που (316) ταυτόχρονα περιορίζει τον παπικό προσηλυτισμό. Ιδρύονται περισσότερα σχολεία, σταθεροποιείται ένα πρόγραμμα σπουδών, εκδίδονται βιβλία κι εμφανίζονται φωτισμένοι δάσκαλοι.
-                      Πατριαρχική Σχολή : με διευθυντή το Θεόφιλο Κορυδαλέα έλαμψε καθώς ήταν αυτός που εισηγήθηκε τον ανθρωπιστικό στοχασμό στο πρόγραμμα. Κατόπιν, ο Θεόφιλος Βούλγαρης εισήγαγε τις ιδέες Ευρωπαίων στοχαστών και τα φυσικομαθηματικά.
-                      Αθωνιάδα Σχολή : είχε περιορισμένο χρόνο λειτουργίας
-                      Σχολές των Ιωαννίνων : ήταν από τις σημαντικότερες καθώς η περιοχή και προνόμια είχε, και οικονομική ανάπτυξη γνώρισε. Ο Μεθόδιος Ανθρακίτης υπήρξε φορέας του ευρωπαϊκού πνεύματος.
Υπήρξαν σχολές και σε άλλες περιοχές ενώ σημαντικά ελληνικά σχολεία λειτούργησαν στις παροικίες της διασποράς αλλά και στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. 


Από τα τέλη του 18ου έως την Επανάσταση
Με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή που έδωσε ελευθερία ναυσιπλοΐας στα ελληνικά πλοία με ρωσική σημαία, αναπτύχθηκε το ναυτικό εμπόριο και δημιουργήθηκαν σχέσεις με τη δύση που εκτίναξαν την εκπαίδευση. Ιδρύθηκαν πολλά νέα σχολεία που δίδασκαν τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και τις φυσικές επιστήμες. Η διδασκαλία εκσυγχρονίστηκε.
Δημιουργήθηκαν πολλές σημαντικές σχολές όπως η Ακαδημία των Κυδωνιών, το Γυμνάσιο της Χίου, η Σχολή των Μηλέων Πηλίου, το Επιστημονικό Γυμνάσιο της Αθήνας και η Καπλαναία σχολή των Ιωαννίνων.

Ίδρυση σχολείων : δεν ήταν αποκλειστικότητα της εκκλησίας, εκείνη όμως αναγνώριζε και επόπτευε. Η πρωτοβουλία μπορεί να ερχόταν από κοινότητες ή εύπορους ιδιώτες που ήθελαν να προσφέρουν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους.

Οργάνωση : την ευθύνη της διοίκησης την είχαν εξέχοντα μέλη της τοπικής κοινωνίας όπως οι επίτροποι, που εποπτεύονταν από το πατριαρχείο. Διαχειρίζονταν τα οικονομικά, επέλεγαν το διδακτικό προσωπικό και τους μαθητές, μεριμνούσαν για τη συντήρηση του σχολείου και τη λειτουργία του. Αυτά ήταν αρμοδιότητες του σχολάρχη σε συνεργασία με τους επιτρόπους. Οι πόροι του σχολείου προέρχονταν από δωρεές, την τοπική εκκλησία, την κοινότητα ή τις βιοτεχνίες. Σπάνια επιβάλλονταν δίδακτρα κι αυτά ήταν χαμηλά, και τα πλήρωναν μόνο οι εύποροι μαθητές. Αρχικά τα σχολεία στεγάζονταν σε ναούς και μοναστήρια, ενώ αργότερα σε μισθωμένες οικίες. Το 18ο αι. άρχισαν να κτίζονται κτιριακά συγκροτήματα που περιλάμβαναν αίθουσες βιβλιοθήκες, εργαστήρια, κοιτώνες κ.α. Κτιριακό πρότυπο ήταν οι μονές.

Πρόγραμμα διδασκαλίας : παρουσίαζε ποικιλία με βασικά στοιχεία την ανάγνωση και γραφή από εκκλησιαστικά βιβλία και στοιχειώδη αριθμητική. Στα σχολεία 2ης βαθμίδας διδασκόταν η αρχαία ελληνική γλώσσα και αργότερα οι φυσικές επιστήμες, οι ευρωπαϊκές γλώσσες. Η νεοελληνική εκτόπισε την αρχαία ως γλώσσα διδασκαλίας, κι εμφανίστηκε η εμπορική αλληλογραφία ως μάθημα. Τα νέα μαθήματα προκάλεσαν αντιδράσεις ιδιαίτερα ισχυρές.

Διδακτικό προσωπικό : στην αρχή οι δάσκαλοι ήταν εμπειρικοί και ανήκαν στον κλήρο. Από το 19ο αι. άρχισαν να προσλαμβάνονται κοσμικοί με ευρωπαϊκές σπουδές και αντιλήψεις. Η αύξηση των μαθητών έφερε την αύξηση και των καθηγητών.

Οι μαθητές : ήταν άρρενες σε μεγάλη ηλικία. Ο λόγος ήταν πως έπρεπε να έχουν γένια για να μην προκαλούν σε πειρασμό. Οι αυστηρότητα, οι τιμωρία και η άγνοια παιδαγωγικών μεθόδων, οδηγούσαν πολλούς σε εγκατάλειψη των σπουδών τους, που έτσι  κι αλλιώς διαρκούσαν πολύ (5 – 10 χρόνια).
Αφού οι εύποροι είχαν οικοδιδασκάλους, τα σχολεία είχαν (319) λαϊκό χαρακτήρα και πολύ φτωχά παιδιά. Η εκπαίδευση ήταν δωρεάν και συχνά οι άριστοι έπαιρναν υποτροφίες. Η πλειονότητα όμως δε μπορούσε τελικά να μορφωθεί και γιατί οι θέσεις ήταν λίγες, αλλά και τα παιδιά αναγκάζονταν να δουλέψουν.
Ανάλογα ήταν τα πράγματα και για τα κορίτσια, αλλά οι λίγες αναφορές δείχνουν πως τα πλούσια κορίτσια διδάσκονταν στο σπίτι, ενώ τα φτωχά μάθαιναν οικιακά και χειροτεχνία. Φωτεινή εξαίρεση η Ευανθία Καϊρη με μεγάλη επιστημοσύνη.

Συμπέρασμα : η εκπαίδευση ήταν αρχικά υποτυπώδης, αναπτύχθηκε όμως πριν την επανάσταση. Δέχτηκε ισχυρή επίδραση από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό παρά τις αντιδράσεις. Αρχικός φορέας ήταν η εκκλησία, κατόπιν όμως ενδιαφέρθηκαν και οι εύρωστοι εμποροναυτικοί κύκλοι.  

Η Πόλη κατά την Οθωμανική Κυριαρχία (321)
Η οθωμανική κατάκτηση έφερε πολλές και διαφορετικές αλλαγές. Οι οθωμανοί ήταν πλέον η νέα ελίτ, που απολάμβανε απεριόριστα προνόμια. Οι έλληνες έγιναν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, που συντηρούσαν τις πολεμικές επιχειρήσεις των τούρκων. Σταδιακά όμως, οι έλληνες ευημέρησαν, κατέλαβαν σημαντική θέση στην οικονομία και τη διοίκηση του οθωμανικού κράτους. Οι λίγες πηγές που έχουμε, επιβεβαιώνουν αυτό το γεγονός. Παρακάτω θα δούμε τη δημιουργία των νέων αστικών κέντρων, την οικιστική διαμόρφωση των πόλεων και τις αλλαγές που έφεραν οι οθωμανοί.

Σχηματισμός Νέων Πόλεων στον Ελληνικό χώρο (322)
Αν και στηρίχθηκαν στην προγενέστερη χωροταξική τους οργάνωση, οι ελληνικές πόλεις διαμορφώθηκαν από δύο παράγοντες :
-                      τη μείωση του ελληνικού στοιχείου, ως αποτέλεσμα των μακροχρόνιων πολέμων
-                      τη δημογραφική αλλοίωση μετά την εγκατάσταση των τούρκων εποίκων που δημιούργησαν αστικά κέντρα τουρκικού χαρακτήρα (Γιαννιτσά)
Αρκετές ασήμαντες πόλεις αναπτύχθηκαν όταν αξιοποιήθηκε η θέση τους, όπως η Κομοτηνή, η Ξάνθη ή η Δράμα. Επίσης, η Λειβαδιά υποκατέστησε τη Θήβα ως σημαντικό κέντρο.
Η μείωση των ελλήνων στις εύφορες περιοχές, όταν απομακρύνθηκαν βίαια ή έφυγαν οι ίδιοι σε αναζήτηση καλύτερης τύχης, αντισταθμίστηκε από την εγκατάσταση των οθωμανών. Σχηματίστηκαν νέα οικιστικά κέντρα, όπου το επέτρεπε η εδαφική διαμόρφωση, όπως στο Πήλιο. Κάποια από αυτά, όπως η Κοζάνη, αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα.

Οικιστική Διαμόρφωση των Πόλεων στην Τουρκοκρατία (323)
Οι τούρκοι κατέλαβαν τις καλύτερες και ασφαλέστερες περιοχές, για λόγους άνεσης και ασφάλειας. Στις ελληνικές ορεινές και νησιωτικές περιοχές που δεν μπορούσαν να συντηρήσουν μεγάλους πληθυσμούς, το τουρκικό στοιχείο ήταν ελάχιστο. Εξαίρεση αποτελούσαν μέρη με στρατιωτική ή οικονομική σημασία.
Ο χώρος της άνω πόλης (υστεροβυζ. Περίοδος) έγινε ο πυρήνας της τουρκικής συνοικίας. Οι έλληνες αναγκάστηκαν να κατοικήσουν στις φτωχότερες συνοικίες, αρχικά τουλάχιστον. Τα ελληνικά σπίτια δε μπορούσαν να είναι ψηλότερα από τα οθωμανικά. Οι ωραιότερες εκκλησίες έγιναν τζαμιά και στις υπόλοιπες απαγορευόταν να χτυπούν οι καμπάνες.
Οι περισσότερες πόλεις, χαρακτηρίζονται από στενή και ακατάστατη ρυμοτομία. Το κέντρο της πόλης ήταν στην αγορά. Στις σημαντικότερες πόλεις, η αγορά στεγαζόταν στο μπεζεστένι, ειδικό κτίριο. Άλλο σημαντικό σημείο ήταν τα δημόσια λουτρά (χαμάμ), χώρος κοινωνικών συναναστροφών, απόλυτα διαχωρισμένο για άνδρες και γυναίκες. Τα υστεροβυζαντινά τείχη και οι ακροπόλεις διατηρήθηκαν λόγω των συνεχών πολεμικών επιχειρήσεων.

Πληθυσμιακή και Οικονομική Σύνθεση της Κοινωνίας της Τουρκοκρατίας
Παρά την τουρκοκρατία, η βυζαντινή κοινωνική δομή διατηρήθηκε σε γενικές γραμμές. Οι τούρκοι εγκαταστάθηκαν ως κυρίαρχοι, αλλά επειδή ενδιαφερόντουσαν περισσότερο για τον πόλεμο , αναγκάστηκαν (324) να εκχωρήσουν κάποια διοικητικά προνόμια στους Έλληνες που τα πήγαιναν καλύτερα, κυρίως στο εμπόριο. Από τα τέλη του 17ου αι. το ελληνικό στοιχείο κυριαρχεί στις εμπορικές δοσοληψίες μεταξύ Οθωμανών και Ευρωπαίων. Ο περιορισμός της πειρατείας με το τέλος των βενετοτουρκικών πολέμων, επέτρεψε τον πλούτο ναυτικών περιοχών όπως η Ύδρα οι Σπέτσες κ.α.
Τα πλαίσια βιοπορισμού και πλουτισμού των ελλήνων τέθηκαν αμέσως μετά την Άλωση. Ο πλούτος μέσω γαιοκτησίας ήταν αδύνατος, καθώς η γη είχε περάσει στα χέρια των τούρκων. Οι παλαιές αριστοκρατικές οικογένειες είχαν εξοντωθεί, ή αποχωρήσει, όπως εκδιώχθηκαν και οι Ιταλοί έμποροι. Όσοι επιβίωσαν, άρχισαν να πλουτίζουν ως αστοί. Οι αριστοκράτες της επαρχίας έγιναν πετυχημένοι έμποροι. Όλοι όμως κινδύνευαν να καταστραφούν εκ νέου, αν ήθελαν οι κατακτητές.
Οι Φαναριώτες κατέλαβαν διοικητικές θέσεις στην αυτοκρατοία. Οι μικροαστοί και οι βιοτέχνες συσπειρώθηκαν σε συντεχνίες (εσνάφια ή ρουφέτια) για να κατοχυρώσουν την άσκηση του επαγγέλματός τους.
Εσνάφια : είχαν αυστηρή ιεραρχία και συγκεκριμένες διατάξεις λειτουργίας. Επικεφαλής ήταν ο πρωτομαΐστωρ. Επιδίδονταν σε κοινωφελή έργα και σπάνια υπήρχαν κοινά εσνάφια μεταξύ ελλήνων και τούρκων.
Αισθητό ήταν επίσης (325) το εβραϊκό στοιχείο, το οποίο λειτουργούσε με ενθάρρυνση των τουρκικών αρχών, περιόριζε όμως τους έλληνες εμπόρους λόγω του ανταγωνισμού.
Στον περίγυρο των πόλεων εργάζονταν οι γεωργοί, ελεύθεροι ή δουλοπάροικοι. Οι ελεύθεροι είχαν κληρονομικό δικαίωμα γεωχρησίας και μπορούσαν να φύγουν από τη γη τους αν πλήρωναν ειδικό φόρο. Οι δεύτεροι ήταν στη διάθεση του κυρίου τους.
Αρκετό μέρος της γεωργικής παραγωγής στηρίζονταν σε αλβανούς αγρότες (Αρβανίτες). Η εγκατάστασή τους χρονολογείται από το 14ο αι. και ανήκαν στο χαμηλότερο κοινωνικό στρώμα. Η υπερφορολόγηση τους οδηγούσε συχνά στην αθλιότητα. Ο έμφυτος δυναμισμός τους, οδήγησε μερικούς στη ναυτιλία με εντυπωσιακά αποτελέσματα, ενώ άλλοι έγιναν κλέφτες.

Κατοικία, Ενδυμασία, Διατροφή
Οι υλικές συνθήκες διαβίωσης επηρεάζονταν από 2 παράγοντες : τον τοπογραφικό και τον οικονομικό.
Αστικά κέντρα : εννοούνται οι πόλεις με πληθυσμό λίγων δεκάδων χιλιάδων, είχαν εμπορική κίνηση κι αποτελούσαν τα διοικητικά κέντρα της περιοχής τους. Οι υπόλοιπες πόλεις ήταν κωμοπόλεις, με πληθυσμό που σπάνια έφτανε ή ξεπερνούσε (326) τις 10.000
Οι κάτοικοι με κοινή θρησκεία και απασχόληση συνήθως ζούσαν μαζί στους μαχαλάδες. Την πόλη διέσχιζε κεντρικός δρόμος με παραπήγματα, καταστήματα, ξενοδοχεία κ.α. Στο οχυρωμένο κάστρο ήταν το διοικητικό κέντρο, το μέγαρο του διοικητή, η αστυνομία και ο στρατός. Σε διάφορα σημεία της πόλης βρίσκονταν τα θρησκευτικά ιδρύματα.

Οι Αστικές Κατοικίες
Φυσικά οι κοτσαμπάσηδες και οι έμποροι είχαν φοβερά σπίτια κι αρχοντικά. Ο πλούτος τους όμως περιοριζόταν στο εσωτερικό, για να μην προκαλούν το φθόνο των τούρκων. Αν έκαναν το λάθος αυτό, ήταν σίγουρο πως η βαριά φορολογία και οι δωροδοκίες τους έφταναν στη χρεοκοπία.
Χαρακτηριστικές οικίες βρίσκονται στα Γιάννενα (327). Έχουν συνήθως μεγάλη εσωτερική αυλή και μια μικρή στο πίσω μέρος. Μια εσωτερική σκάλα οδηγούσε στο χαγιάτι από όπου φαίνονταν όλα τα διαμερίσματα του σπιτιού. Στην αυλή υπήρχε πάντα κήπος ενώ κάθε σπίτι είχε το πηγάδι του.
Η επίπλωση ήταν λιτή. Τραπέζια και καρέκλες χρησιμοποιούσαν όσοι είχαν ευρωπαϊκές επιρροές, ακόμη κι αυτοί όμως το απέφευγαν για να μην προκαλέσουν τον τουρκικό φθόνο. Τα βασικά ήταν οι σοφάδες με ένα μικρό τραπέζι στο κέντρο που εμφανιζόταν μόνο στα γεύματα. Επίσης σεντούκια, ράφια και στα πλουσιόσπιτα, καθρέφτες και εικονίσματα, χάλκινα και ασημένια σκεύη κουζίνας, τιμαλφή και όπλα. Οι Έλληνες έτρωγαν με τα χέρια γι’ αυτό και τα μαχαιροπήρουνα ήταν σπάνια.
Το wc συνήθως βρισκόταν έξω από την κατοικία και σπανιότερα υπήρχε δοχείο νυκτός. Η πολυτέλεια βρισκόταν στις κουρτίνες, τα χαλιά και τα καλύμματα καθώς και στην ενδυμασία των ενοίκων. Δεσπόζουν οι γούνες, που ήταν και το σήμα κατατεθέν του προύχοντα. Γενικότερα, τα ρούχα των πλουσίων ήταν πραγματικοί θησαυροί (σκούφια με μαργαριτάρια και χρυσά νομίσματα).  
Τα σπίτια των φτωχών αστών ήταν άβολα, ισόγεια και σκοτεινά, (328) όπως και οι στενοί δρόμοι. Στη μια πλευρά των δρόμων – που συνήθως ήταν χωματόδρομοι και σπάνια καλντερίμι – υπήρχε χαντάκι για τη συλλογή του βρόχινου νερού, αποτελούσε όμως και παγίδα για τους νυχτερινούς διαβάτες.

Οι Αγροτικές Κατοικίες
Τα σπίτια, ακόμη και των εύπορων, ήταν πλιθόχτιστα με καλαμοσκεπή. Δεν υπήρχε τζάκι ή καμινάδα και υπήρχε χαμηλός μεσότοιχος που χώριζε το σπίτι από το στάβλο.
Τα πράγματα της οικογένειας ήταν κρεμασμένα στους τοίχους ή κάτω στο πάτωμα. Αργαλειός, κρησάρα, χαλκώματα κι ένα στρώμα από ξερό πηλό που έστρωνε το δάπεδο. Σημάδι ευημερίες και εργατικότητας, ήταν ο φούρνος έξω από το σπίτι, ο λαχανόκηπος και η κληματαριά.
Τα καλύτερα αγροτικά σπίτια ήταν συνήθως αυτά των ιερέων.
Οι φτωχοί αγρότες έμεναν συχνά σε άθλιες, πλίνθινες καλύβες με μοναδική επίπλωση μερικές ψάθες στο πάτωμα και λίγα μαγειρικά σκεύη.

Η Ενδυμασία (329)
Εκείνο τον καιρό, η ενδυμασία ήταν στοιχείο που δήλωνε το αξίωμα, την κοινωνική θέση, την εθνότητα και το θρήσκευμα. Για την άρχουσα τάξη, τα ενδύματα είχαν συγκεκριμένο κόψιμο, χρώμα και μορφή. Άλλωστε τα χρώματα και η ποιότητα είχαν συμβολικό χαρακτήρα. Εκτός από τις γούνες, ένα σύνολο από πολυτελή ενδύματα και κοσμήματα ικανοποιούσαν την επιθυμία των πλούσιων ελλήνων για καταξίωση. Όταν αυτή ξεπερνούσε τα όρια, επέμβαινε η κοινοτική αυτοδιοίκηση. (ακολουθούν παραδείγματα).
Υπερβολές (330) γινόντουσαν κατά την προικοδοσία, μια πραγματική μάστιγα που προκάλεσε την επέμβαση του πατριαρχείου.
Κάθε εποχή είχε τη μόδα της και υπάρχουν πολλές περιγραφές από τους ξένους περιηγητές στην Ελλάδα. Η πολυχρωμία (331) τα κρόσια, οι μεταξωτές κάλτσες, σκούφιες κεντημένες με μαργαριτάρια για τις γυναίκες, σχεδόν οθωμανική ενδυμασία για τους άνδρες. Στα Γιάννενα οι ένοπλοι του πασά φορούσαν φουστανέλα, στις άλλες περιοχές αντεριά και άλλα.
Φυσικά οι φτωχοί δεν εντυπωσίασαν με την ενδυμασία τους τους περιηγητές κι έτσι δεν έχουμε πολλές πληροφορίες. Σε κάποιες περιοχές (Κέα) η ενδυμασία ήταν συγκεκριμένη. Στην Πελοπόννησο εναρμονιζόταν με τις ανάγκες της δουλειάς.

Διατροφή (332)
Αντιθέσεις υπήρχαν και στις διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων, με κοινό όμως χαρακτηριστικό τη νηστεία.
Βάση της διατροφής ήταν το σιτάρι, μέτρο της οικονομίας. Για να προστατευθεί η σοδειά, η κεντρική διοίκηση είχε επιβάλλει σειρά μέτρων για την ελεύθερη διάδοση του προϊόντος. Ο χειρότερος ήταν ο ιστηράς, η αναγκαστική συγκέντρωση της παραγωγής στην πρωτεύουσα, σε χαμηλή τιμή για να εξασφαλιστεί η σίτιση των μεγάλων πόλεων. Ακόμη και μετά από αυτό όμως, οι παραγωγοί δε μπορούσαν να εξάγουν γι’ αυτό φυσικά κατέφυγαν στο λαθρεμπόριο.
Η γεωργική παραγωγή εξαρτιόταν απόλυτα από τον καιρό ενίοτε κατέστρεφε ολόκληρη τη σοδειά. Σε καλή χρονιά δεν έλειπε το ψωμί, ήταν όμως από κριθάρι, σίκαλη ή καλαμπόκι στις επαρχίες, ενώ στις πόλεις ήταν σταρένιο.
Το γεύμα των εύπορων ήταν ποικίλο και ιδιαίτερα πλούσιο σε περίπτωση επισκέπτη.
Οι περιηγητές (333) αναφέρουν ιδιαίτερα το μέλι και την ελληνική ζαχαροπλαστική. (ακολουθούν παραδείγματα).
Οι φτωχοί ξεφάντωναν που (334) και που με ψητό αρνί, κρασί, ψωμί και σαλάτα, φαγητά που προτιμούσαν και οι κλέφτες, αν και το αρνί ήταν ιδιαίτερα ακριβό.
Άλλωστε, το μεγαλύτερο μέρος του έτους, πλούσιοι και φτωχοί νήστευαν. Κατά τη νηστεία, την τιμητική τους είχαν διάφορα λαχανικά. Οι ξένοι περιηγητές υπέφεραν κατά τη διάρκεια της νηστείας, καθώς έβρισκαν μόνο σκόρδα, πράσα, κρεμμύδια. Στις παραθαλάσσιες περιοχές ήταν λίγο καλύτερα τα πράγματα, μόνο όμως για αυτούς που μπορούσαν να αγοράσουν χταπόδια και καλαμαράκια.

Η Οικονομία και τα Επαγγέλματα
Ήταν κυρίως αγροτική, παρά την ανάπτυξη της βιοτεχνίας και της ναυτιλίας. Εκεί στηριζόταν και η φορολογία.

Το Καθεστώς Γαιοκτησίας
Το οθωμανικό δίκαιο έλεγε ότι η γη ανήκει στο κράτος και το κυριαρχικό δικαίωμα στο σουλτάνο που εισέπραττε όλη την έγγεια πρόσοδο και είχε στα χέρια του όλη την κρατική οικονομική εξουσία. Προκειμένου να την ελέγχει, διένειμε τη γαιοπρόσοδο στους αξιωματούχους που απέκτησαν τιμάρια, χωρίς όμως δικαίωμα ιδιοκτησίας ή κληρονομιάς. Το καθεστώς τους εξαρτιόταν από το φιρμάνι του πασά.
Οι χωρικοί (ραγιάδες) ήταν απλοί νομείς (335) στους οποίους το κράτος παραχωρούσε τη γη για καλλιέργεια και κηπουρική. Είχαν μόνο κληρονομικό δικαίωμα. Στο τέλος της τουρκοκρατίας άρχισε η ιδιωτικοποίηση εκτάσεων και η δημιουργία τσιφλικιών με έλληνες και τούρκους ιδιοκτήτες. Αυτό περιόρισε τα δικαιώματα των ακτημόνων, που συχνά αναγκάζονταν να προπωλούν τη σοδειά σε πολύ χαμηλές τιμές. Παρά την ένδεια όμως, οι χωρικοί δεν έγιναν ποτέ δουλοπάροικοι. Η τοπική εξουσία τελούσε υπό το σουλτάνο και η αδικία σε βάρος των υπηκόων τιμωρούνταν. Κάποιες φορές έγινε κι αυτό.
Κυριότερα γεωργικά προϊόντα : σιτηρά, όσπρια, λάδι, ελιές, σταφίδα, κρασί, βαμβάκι, καπνός κ.α.. Υπήρχε και ζωοτεχνική παραγωγή, μετάξι, γαλακτοκομικά, κερί, μέλι, δέρματα. Στις παραθαλάσσιες περιοχές και τα νησιά, αλιεία και σπογγαλιεία.

Η Βιοτεχνία
Θύλακες βρίσκονταν στις πόλεις και τις κωμοπόλεις. Παραγόταν κόκκινα βαμβακερά νήματα, ρευστή κόλλα, μεταξωτά, παστά ψάρια.
Οι κανόνες παραγωγής και πώλησης αυτών των προϊόντων, καθοριζόταν από ειδική νομοθεσία και τοπικές διατάξεις. Οι συντεχνίες είχαν περιορισμένη δικαιοδοσία και περιορίζονταν σε μέτρα εξάλειψης του εσωτερικού ανταγωνισμού και αλληλοβοήθειας στα μέλη. Και εδώ έχουμε χαλάρωση των μέτρων στα τέλη της τουρκοκρατίας, όπως άλλωστε σε όλους τους τομείς. Η συντεχνία οριζόταν από το μάστορα (usta) τον κάλφα και βοηθό του (kalfa) και το τσιράκι, (336) ή μαθητευόμενο (cirak). Το τσιράκι εργαζόταν για να μάθει την τέχνη με ελάχιστη ή καθόλου αμοιβή. Ο μάστορας γινόταν μέλος της συντεχνίας αν είχε μαθητεύσει σε κάποιο άλλο μέλος. Το τσιράκι γινόταν κάλφας από το μάστορα, σε συγκέντρωση μαστόρων. Ο κάλφας ήταν μισθωτός και γινόταν μάστορας μετά από πολλά χρόνια, μόνο με τη συγκατάθεση των άλλων μαστόρων, συνήθως μετά την επιτυχή εκτέλεση μιας παραγγελίας ή τεχνουργήματος. Η αναγόρευσή του ήταν πανηγυρική.

Ο Χαρακτήρας της Οικονομίας
Στους πρώτους αι. ήταν κλειστή. Οι εμπορικές συναλλαγές ήταν σπάνιες και γινόταν στις εμποροπανήγυρεις. Τα πανηγύρια γίνονταν έξω από την πόλη και απορροφούσαν τα προϊόντα που δεν είχαν πωληθεί στην αγορά. Τα επισκέπτονταν και ξένοι έμποροι με άλλα είδους προϊόντα από τα τοπικά. Είχαν οικονομική, κοινωνική και πνευματική σημασία.
Ενώ αρχικά οι βοσκοί πουλούσαν τα μαλλιά, τα χαλιά και τα δέρματα σε Εβραίους και Ιταλούς εμπόρους, τον 18ο αι. εξαπλώθηκαν στην Αυστρία, τη Ρωσία και την Ουγγαρία. Το ελληνικό εμπόριο αναπτύχθηκε στην Ευρώπη γρήγορα. Η ελληνική έγινε η γλώσσα του εμπορίου. Ο όρος ‘έλληνας’ έφτασε να σημαίνει ‘πλανόδιος πωλητής’.
Το οδικό δίκτυο συνέβαλε (337) πολύ στην ανάπτυξη του χερσαίου εμπορίου. Σε διάφορα σημεία του υπήρχαν χάνια και ταχυδρομικοί σταθμοί. Το πρόβλημα ήταν στην ασφάλεια των δρόμων, καθώς καραδοκούσαν ληστές, παρ’ όλη την αυστηρή τιμωρία τους όταν τους έπιαναν. Το μέτρο της οθωμανικής διοίκησης, ήταν να θεωρεί συνυπεύθυνους όλους τους κατοίκους μιας περιοχής όπου διαπράττονταν ληστείες, και ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό. Άλλοτε οι δρόμοι φρουρούνταν, αλλά και οι ίδιοι οι ταξιδιώτες φρόντιζαν να ταξιδεύουν σε μεγάλα καραβάνια, για την ασφάλειά τους.
Άλλο πρόβλημα ήταν η κακή κατάσταση των δρόμων, η κακοκαιρία, η έλλειψη σημείων προσανατολισμού, η ανύπαρκτη συντήρηση γεφυρών κλπ.
Τα μεταφορικά μέσα ήταν καμήλες, μουλάρια και άλογα. Για την έλξη του φορτίου βουβάλια, αγελάδες και βόδια. Το πετάλωμα ήταν υποχρεωτικό κι έγινε δεύτερο επάγγελμα για αγρότες, αμαξάδες και ταξιδιωτικούς υπαλλήλους. Οχήματα κυκλοφορούσαν μόνο στα πεδινά, καθώς οι ορεινοί δρόμοι ήταν αδιάβατοι. Τα οχήματα ήταν πρωτόγονα κάρα, ή αραμπάδες. Τα υψηλά στελέχη φυσικά, είχαν ευρωπαϊκές, πολυτελείς άμαξες.
Το 2ο μισό του 18ου αι. η ελληνική ναυτιλία αναπτύχθηκε στη Μεσόγειο. Ο Επταετής πόλεμος (338) η Γαλλική επανάσταση και οι πόλεμοι του Ναπολέοντα απομάκρυναν τους Γάλλους και τη θέση τους κατέλαβαν οι Έλληνες. Μετά το Κιουτσούκ Καϊναρτζή οι Έλληνες πλούτισαν από τη θάλασσα. Μετέφεραν κυρίως κρασί και σιτηρά.
Ιδιαίτερα αναπτύχθηκαν η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά με τη χρηματοδότηση πλούσιων κεφαλαιούχων και τη βοήθεια των Φαναριωτών.
Οι Έλληνες επιδόθηκαν και σε τραπεζικές επιχειρήσεις, δημιουργώντας τεράστιες περιουσίες, όπως οι οικογένειες Δάβαρη και Σίνα. Υπήρχε έντονη δραστηριότητα στην Κωνσταντινούπολη, με τον ανταγωνισμό όμως των Εβραίων και των Αρμενίων. Από ένα σημείο και μετά, δάνειζαν ακόμη και τούρκους.
Δάνεια χρειάζονταν φυσικά και οι φτωχοί χωρικοί στους οποίους πήγαιναν πλούσιοι έμποροι και προαγόραζαν τη σοδειά σε χαμηλή τιμή ή τους δάνειζαν, με αντάλλαγμα την απόκτηση ποσοστού επί της παραγωγής.

Συμπέρασμα : (339) οι έλληνες ήταν κυρίως αγρότες, γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Το οθωμανικό δίκαιο προστάτευε το δικαίωμα να καλλιεργούν, αλλά η φορολογία τους έφτανε μέχρι την ένδεια. Στις πόλεις ορισμένοι ασχολήθηκαν με τη βιοτεχνία με πολύ καλά αποτελέσματα. Δυνατότητες πλουτισμού είχαν οι έμποροι και οι τραπεζίτες. Το εμπόριο είχε πολλούς κινδύνους, κυρίως τη ληστεία και την πειρατεία καθώς και τις διεθνείς αλλαγές. Όπως, παρά τις δυσκολίες, οι έλληνες κατόρθωσαν από το 2ο μισό του 18ου αι. και μετά να αποκτήσουν χρήματα και επιρροή.

Οι Έλληνες και οι Ξένοι : Σχέσεις, Νοοτροπίες, Στερεότυπα (340)

Οι Ξένοι Περιηγητές
Κυρίως κατά το τέλος της Τουρκοκρατίας, η Ελλάδα έγινε πόλος έλξης για τους – κυρίως – δυτικοευρωπαίους περιηγητές αρχαιολάτρες, που αναζητούσαν τα ερείπια της χαμένης αρχαιότητας. Άλλοι, κυνηγούσαν την περιπέτεια και μια εξωτική όπως νόμιζαν Ελλάδα. Αρκετοί κατάσκοποι έρχονταν για να καταγράψουν την κατάσταση. Λιγότεροι ήταν αυτοί που έρχονταν ως έμποροι καθώς τους ξένους εμπορικούς οίκους αντιπροσώπευαν οι Έλληνες.
Ανάλογα με την ιδιότητα και τους λόγους της έλευσης, διαμορφωνόταν και η αντίληψη για τους σύγχρονους έλληνες. Οι πιο αυστηροί ήταν οι αρχαιογνώστες που δε μπορούσαν να συγχωρήσουν στους απογόνους του Περικλή άγνοια ιστορίας και γλώσσας. Πολλές φορές ήταν πικρόχολοι και άδικοι. Λιγότεροι ήταν εκείνοι που ενθουσιάζονταν με την ομοιότητα των σύγχρονων ελλήνων με τα αρχαία γλυπτά. Όλοι πάντως θρηνούσαν την κατάντια του ελληνικού λαού και εύχονταν την απελευθέρωσή του.
Η φτώχια του λαού, ο ανυπότακτος χαρακτήρας και η ληστρική δραστηριότητα των κλεφτών συνάρπαζαν τους πιο ρομαντικούς. Η αντίθεση μεταξύ υπόδουλου έλληνα και βάρβαρου δυνάστη, έδινε επιχειρήματα (341) στους οπαδούς του διαφωτισμού που ήθελαν να αποδείξουν τα ολέθρια αποτελέσματα της υποταγής σε ένα απολυταρχικό καθεστώς.

Σημεία Τριβής
Πολλοί περιηγητές από αγάπη για την αρχαιότητα ή το κέρδος επεδίωκαν τη μεταφορά αρχαίων ευρημάτων στην πατρίδα τους. Αποκορύφωμα αυτής της μαλακίας, ήταν η αρπαγή των γλυπτών του Παρθενώνα από το λόρδο Έλγιν.
Οι οθωμανοί αντιλήφθηκαν αυτό το ενδιαφέρον και το εκμεταλλεύτηκαν προς όφελός τους. Με διάφορα υλικά ανταλλάγματα, οι πασάδες έδιναν άδειες εκσκαφής στους επίδοξους αρχαιολόγους.
Μια από τις δικαιολογίες των ξένων για αυτό το αίσχος, είναι η αδιαφορία των Ελλήνων για την αξία και την προστασία των αρχαίων μνημείων. Μέχρι ένα σημείο είχαν δίκιο αλλά υπήρξαν πολλές περιπτώσεις όπου φτωχοί και αμόρφωτοι άνθρωποι προστάτεψαν τα αρχαία μνημεία από το ‘ενδιαφέρον’ των περιηγητών, κάτω από τη μύτη των Οθωμανών που το ευνοούσαν.
Άλλο σημείο τριβής, ήταν η υποχρέωση όλων, και ιδίως των πρόκριτων και των ευπορότερων, να φιλοξενούν τους ξένους (342) της περιοχής τους, λόγω της έλλειψης ξενοδοχείων, καταστημάτων και συγκοινωνίας. Συνήθως οι έλληνες ήταν πρόθυμοι να φιλοξενήσουν, καθώς κολακευόταν και ο εγωισμός τους. Το πρόβλημα ήταν οι πολύ συχνές επισκέψεις και η αλαζονεία των ξένων προς τους Τούρκους και τους Έλληνες. Οι τελευταίοι άρχισαν να κάνουν παράπονα, καθώς η κατάχρηση φιλοξενίας ήταν τόσο οικονομική, όσο και ηθική.
Άλλο πρόβλημα ήταν οι προκαταλήψεις των Ευρωπαίων για τις σεξουαλικές προτιμήσεις των κατοίκων της Ανατολής. Από τη μια θεωρούν υποκρισία το κλείσιμο του (343) κοριτσιού στο σπίτι, ή προκάλυμμα οργίων, και από την άλλη, θεωρούν ανηθικότητα την ελευθεριότητα των γυναικών σε ορισμένα, πιο ανεπτυγμένα νησιά.
Ψυχροί και αντικειμενικοί ήταν όσοι ερχόντουσαν στην Ελλάδα με συγκεκριμένη αποστολή. Κατέγραφαν τον τρόπο ζωής και τις συμπεριφορές, λαμβάνοντας υπόψη και τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών. Τα κείμενά τους είχαν στόχο να αποτυπώσουν τα προβλήματα και τις δυνατότητες για περαιτέρω αξιοποίηση. (Leake).

Η Οπτική των Ελλήνων (344)
Λόγω της ελπίδας για έξωθεν βοήθεια, οι Έλληνες συμπαθούσαν τους ξένους, ειδικά εκείνους που είχαν πολεμήσει με τους τούρκους, δεν έχουμε όμως πολλές πληροφορίες για το πώς τους έβλεπαν. Από τις αναφορές των περιηγητών, υποθέτουμε πως τους θαύμαζαν και τους ζήλευαν ταυτόχρονα, προσδοκώντας βοήθεια για την απελευθέρωσή τους. Οι μορφωμένοι έλληνες βέβαια, ήταν σε θέση να εκτιμήσουν και να απομυθοποιήσουν τους ξένους. Πάντως οι ευρωπαίοι, θεωρούσαν αυτονόητο το θαυμασμό των ελλήνων για τα επιτεύγματα της Δύσης.
Πάντως, παρά τις προκαταλήψεις (345) και τα στερεότυπα, οι σχέσεις ελλήνων και ξένων κατά την τουρκοκρατία ήταν θετικές. Οι έλληνες ένιωθαν να ανήκουν στη χριστιανική δύση, που σεβόταν την ελληνική ιστορία. Οι δυτικοί θαύμαζαν την αρχαιότητα και θεωρούσαν στίγμα για τον πολιτισμό την υποδούλωση των ελλήνων στους τούρκους.

Συμπέρασμα : πολλοί ξένοι επισκέπτονταν την Ελλάδα. Η γνώμη τους ήταν συχνά επικριτική. Αντίστοιχα, πολλοί έλληνες τσαντίζονταν με την αλαζονεία τους. Οι επαφές όμως συνέβαλαν στην ανάπτυξη φιλελληνικού κινήματος, που βοήθησε ιδιαίτερα όταν ξέσπασε η επανάσταση. 

Η Πνευματική και Καλλιτεχνική Δημιουργία των Ελλήνων
Στην αρχή η πνευματική ζωή ήταν ανύπαρκτη, καθώς οι σημαντικοί και πνευματικοί έλληνες εγκατέλειψαν τη χώρα. Η αναγέννηση (346) άρχισε από το 17ο αι. και μετά.

Η Πνευματική Δημιουργία
Το δρόμο άνοιξε το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης φρόντισε για την ίδρυση τυπογραφείου στην Πόλη, τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην καθομιλουμένη και την αναβάθμιση της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Από το 18ο αι. οι Φαναριώτες αναλαμβάνουν δράση. Χορηγούν υποτροφίες, ιδρύουν σχολεία και δημοσιεύουν βιβλία.
Οι λόγιοι του 18ου αι. είχαν την τάση να συσσωρεύουν γνώση, ενώ τότε άρχισε να διαδίδεται το βιβλίο. Εκδίδονται πολλά βιβλία, κυρίως εκκλησιαστικά που πωλούνται συνήθως στα πανηγύρια ή καταλήγουν στα Ιωάννινα, συσκευασμένα σε ξύλινα κιβώτια. Από εκεί διανέμονται σε άλλες περιοχές (347).
Κυκλοφορούν επίσης λιγοσέλιδα βιβλία, οι ‘φυλλάδες’, με ιδιαίτερα δημοφιλή αυτήν του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Πολλές εκδόσεις γνώρισαν οι Μύθοι του Αισώπου, ο Ερωτόκριτος κ.α. Ο Αγαθάγγελος είχε ευρύτατη διάδοση, χρησμολογικό κείμενο με στόχο την προπαγάνδα πως η ελευθερία θα ερχόταν από τους Ρώσους.
Ριμάδες : πολύστιχες αφηγήσεις που μυθοποιούσαν ιστορικά περιστατικά τοπικού ενδιαφέροντος. Τις έφτιαχναν στιχουργοί μέτριας μόρφωσης.
Οι ριμάδες και οι φυλλάδες κυκλοφορούσαν περισσότερο στα αστικά κέντρα. Στην ύπαιθρο (348) επιβίωναν ακόμα οι χρονογραφίες, με κορυφαίο το Χρονικό του Γαλαξιδιού, πατριωτικό, ηρωικό και θρησκευτικό.
Κορυφαία λαϊκή έκφραση ήταν το κλέφτικο δημοτικό τραγούδι, που εξυμνούσε την ελεύθερη ζωή των κλεφτών, τις χαρές και τις λύπες τους.
Κοσμάς ο Αιτωλός : μοναχός με εξαιρετική προσωπικότητα, απεύθυνε ομιλίες υψηλής ρητορικής, περιοδεύοντας επί σειρά ετών. Ο ίδιος δεν κατέγραφε τίποτα, οι οπαδοί του όμως μετέφεραν κάποια αποσπάσματα. Ζητά από τους ακροατές του να καταλάβουν την αναγκαιότητα της ελληνικής παιδείας.

Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός  
Η περίοδος αυτή είναι γεμάτη σημαντικές μορφές που επηρεάστηκαν από τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό. Ευγένιος Βούλγαρις, Νικηφόρος Θεοτόκης, Θεόφιλος Καΐρης και ο Ανώνυμος συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας είναι μερικοί.
Ρήγας Βελεστινλής : κορυφαίος οραματιστής μιας ελεύθερης και δημοκρατικής Ελλάδας σε ειρηνική συμβίωση με τους άλλους βαλκανικούς λαούς. Προσπάθησε να πραγματοποιήσει το όραμά του μέσα από τη συγγραφή και την ποίηση (349). Ο Θούριός του, ενέπνευσε τη γενιά των αγωνιστών του ’21. Υπήρξε εθνομάρτυρας καθώς συνελήφθη από τους Αυστριακούς και βρήκε μαρτυρικό θάνατο με απόφαση του πασά του Βελιγραδίου. Έγινε διαχρονικό σύμβολο του ελληνικού αγώνα για ελευθερία και δημοκρατία.
Αδαμάντιος Κοραής : έζησε τα περισσότερα χρόνια του στη Γαλλία όπου επηρεάστηκε από το Διαφωτισμό. Ήταν υπέρμαχος της μετακένωσης των ευρωπαϊκών επιτευγμάτων στην Ελλάδα. Προσέφερε πολλά στις εκδόσεις για 20 και πλέον χρόνια, εκδίδοντας αρχαίους συγγραφείς, με εμπεριστατωμένα σχόλια και ανάλυση των απόψεών του. Οι εκδόσεις του είχαν παγκόσμιο κύρος και θεωρήθηκε από τους μεγαλύτερους φιλόλογους της εποχής. Βραβεύτηκε από τη Γαλλία και του προσφέρθηκαν πανεπιστημιακές έδρες.
Οι εκπρόσωποι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού είχαν δύο ζητήματα :
-                      η παιδευτική αξία των μαθηματικών και των φυσικών επιστημών, για τις οποίες υπήρχαν επιφυλάξεις από την εκκλησία και τους συντηρητικούς κύκλους. Οι φυσικές επιστήμες θεωρήθηκαν επικίνδυνες για τις παραδοσιακές αξίες και μέσο παρότρυνσης των νέων σε αθεΐα. Οι φιλελεύθερες ιδέες της Γαλλικής επανάστασης είχαν τρομάξει αρκετούς.
-                      Η επιλογή ανάμεσα σε αρχαΐζουσα και την καθομιλουμένη γλώσσα. Η αντιδικία εκφράστηκε με πραγματείες και μελέτες, προκάλεσε όμως και προσωπικές διαμάχες μεταξύ των λογίων. Ο Κοραής προσπάθησε να βρει μια μέση οδό, αλλά μάταια.
Την ίδια περίοδο, παρατηρούμε μια στροφή των Ελλήνων προς την αρχαιότητα. Οι λόγιοι και οι απλοί άνθρωποι αναζητούν τα πρότυπά τους στον κλασικό χώρο. Η ανάγκη αυτή εκφράστηκε με την ονοματοδοσία αρχαίων ελληνικών ονομάτων σε παιδιά και καράβια. Η εκκλησία το θεώρησε στροφή στον παγανισμό και ο Γρηγόριος ο Ε εξέδωσε εγκύκλιο εναντίον των αρχαίων ονομάτων.  

Η Καλλιτεχνική Δημιουργία (351)
Η Βυζαντινή αγιογραφική παράδοση, συνεχίστηκε σε όλη την τουρκοκρατία με εικόνες υψηλής καλλιτεχνικής αξίας. Το κέντρο βρισκόταν στην Κρήτη. Η θεματολογία διευρύνθηκε με την προσθήκη αρχαίων μορφών που με το έργο τους θεωρούνται κάπως ως πρόδρομοι του χριστιανισμού.
Η μεταβυζαντινή ζωγραφική διαδόθηκε σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο. Οι ζωγράφοι της γνώριζαν μεγάλη επιτυχία σε όλη τη Βαλκανική.
Καλλιεργήθηκε επίσης η γλυπτική με τέμπλα, άμβωνες και επισκοπικούς θρόνους. Αναπτύχθηκε και η αρχιτεκτονική, κυρίως όμως σε εμπορικές και εύπορες πόλεις όπου χτίστηκαν ωραία διώροφα αρχοντικά, στα οποία υπάρχει ζωγραφική και ξυλόγλυπτη διακόσμηση.

Σύνοψη : (352)
Η επιβίωση του ελληνισμού κατά την τουρκοκρατία, είναι ίσως το μεγαλύτερο επίτευγμά του. Μέχρι την επανάσταση οι Έλληνες ήταν υπόδουλοι και αποτελούσαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Κατέβαλαν υπέρογκους φόρους και καταπιέζονταν ποικιλοτρόπως. Παρά τις συνθήκες όμως, αξιοποιήθηκαν θεσμοί όπως η εκκλησία και η κοινότητα που βοήθησαν στη διατήρηση της πολιτιστικής ταυτότητας και την καλύτερη οργάνωση της καθημερινής ζωής.
Καθώς δεν έλειψαν οι εξεγέρσεις, κύριοι εκφραστές αναγνωρίσθηκαν οι κλέφτες και οι αρματολοί, ένοπλες ομάδες που τελικά ταυτίστηκαν με την επιθυμία της ελευθερίας.
Η φτώχια εξανάγκαζε τα παιδιά να εργάζονται από νωρίς. Οι γυναίκες ζούσαν περιορισμένες, με το διαρκή φόβο της απαγωγής ή της αποπλάνησης. Πάντως είχαν επίσημο δικαίωμα εκπαίδευσης, αν και μόνο οι εύπορες μπορούσαν να το ασκήσουν. Η διασκέδασή τους περιοριζόταν σε θρησκευτικές εορτές και πανηγύρια.
Η (353) αναγκαστική συμβίωση με τους τούρκους, έφερε αλλαγές στις πόλεις. Ιδρύθηκαν νέα αστικά κέντρα και χωριά, ενώ πλήθος τούρκων εγκαταστάθηκαν σε περιοχές ελλήνων που είχαν εκδιωχθεί ή μετοικήσει. Η οικιστική διαμόρφωση συνδέεται με τις άσχημες συνθήκες διαβίωσης.
Διοικητικά, οθωμανικές και ελληνικές τοπικές αρχές συνυπήρχαν. Ιδιαίτερα σημαντικός ήταν ο ρόλος των επισκόπων.
Οι Έλληνες αξιοποίησαν την κοινωνική και οικονομική σύνθεση των κοινοτήτων για να πλουτίσουν. Ιδιαιτερότητες παρατηρούμε και στο εβραϊκό και αρβανίτικο στοιχείο του πληθυσμού.
Η κατά βάση αγροτική ζωή, άρχισε να επεκτείνεται και σε εμπορικές επιχειρήσεις το 18ο αι. Η ναυτιλία απέδωσε πλούτο αλλά και νέες ιδέες. Αυτό επηρέασε θετικά την πνευματική και καλλιτεχνική ζωή των υπόδουλων, παρ’ όλο το σνομπισμό των δυτικών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: