Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

ΕΛΠ 20 - Ο βυζαντινός θρησκευτικός βίος

Τόμος Β - Κεφ. 2 

Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ

Εισαγωγή (205)

Τον 4ο αι. η χριστιανική εκκλησία θριαμβεύει καθώς γίνεται νόμιμη και επίσημη θρησκεία του ρωμαϊκού κράτους, έως να διαμορφωθεί η βυζ. αυτοκρατορία. Μετά τον 7ο αι. οι λέξεις ‘Ρωμαίος’ και ‘Χριστιανός’ γίνονται ταυτόσημες.
Με την παρακμή της Ρώμης η βίωση της χριστιανικής πνευματικότητας συνδέει ένα μωσαϊκό εθνοτήτων και γίνεται υποστηρικτικός παράγοντας του ρωμαϊκού οικοδομήματος.
Την πρωτοβυζ. Περίοδο, η εκκλησία παρά το θρίαμβό της, σπαράσσεται από διαφορετικές αντιλήψεις και δόγματα. Ο εκκλησιαστικός βίος διαμορφώθηκε μέσα από πολλές εξελίξεις και μεταβολές.
Τη μεσοβυζ. Περίοδο εμφανίζεται ο μεσαιωνικός τρόπος ζωής. Δημιουργούνται νέα χαρακτηριστικά που τα αναγνωρίζουμε στον κλειστό, ιδιωτικό τρόπο ζωής που επηρεάζει και τις θρησκευτικές εκδηλώσεις. Η Ανατολή με τη Δύση αποξενώνονται, έρχονται σε αντίθεση μέχρι το τελειωτικό σχίσμα.
Την υστεροβυζ. Περίοδο το σχίσμα είναι τελειωτικό και απασχολεί το λαό και την εξουσία. Μετά από τους σταυροφόρους και τους Βενετούς ο Βυζαντινός αναγνωρίζει τις πολιτισμικές του ιδιαιτερότητες μέσα από την εκκλησιαστική του ταυτότητα.
Η βυζ. ιστορία χωρίζεται σε τρεις περιόδους
- πρώιμη βυζαντινή ή πρωτοβυζαντινή ή εποχή της ύστερης αρχαιότητας από το 324 έτος ίδρυσης της Κωνσταντινούπολης έως το 650, επιβολή των αράβων στη Μεσόγειο
- μεσοβυζαντινή ή μεσαιωνική από το 650 έως το 1204, άλωση της Πόλης από τους Φράγκους
- υστεροβυζαντινή ή παλαιολόγεια  μέχρι το 1453, άλωση της Πόλης από τους Τούρκους
Τα χρονολογικά όρια είναι λίγο ασαφή.

Επισκόπηση της Βυζ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας (208)

Πρώτα δείγματα Καισαροπαπισμού
Έτος εκκίνησης της εκκλησιαστικής ιστορίας θεωρείται το 325, όταν ο Κωνσταντίνος συγκάλεσε την Α’ οικουμενική σύνοδο στη Νίκαια. (209) Πριν από αυτό όμως, είχε υπάρξει υποστήριξη των χριστιανών από τον αυτοκράτορα, στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό. Υπήρξαν κι άλλοι αυτοκράτορες – υπερασπιστές του χριστιανισμού, υπήρξαν και άλλες σύνοδοι. Επίσης, τα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας θα γίνουν ανεξάντλητες πηγές έμπνευσης και σχολιασμού από τους μεταγενέστερους. Η εθνική θρησκεία περνάει στο περιθώριο.
Ο Γαλέριος, το 311 λίγο πριν πεθάνει παύει το Μεγάλο Διωγμό των χριστιανών, με διάταγμα που τους αναγνωρίζει το δικαίωμα της λατρείας.
Ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος, ρωμαίοι συγκύριοι, συναντώνται το 313 στα Μεδιολάνα και αποφασίζουν να συνεχίσουν τη βούληση του Γαλέριου.
Πλέον, ο ρωμαίος αυτοκράτορας συνδέεται με τη χριστιανική θρησκεία, που καθίσταται μια από τις επιτρεπόμενες θρησκείες των Ρωμαίων. Λίγο αργότερα, η Εκκλησία αναλαμβάνει ρόλο στις πολιτικές αποφάσεις και εξελίξεις.
Ο Κωνσταντίνος δείχνει εύνοια στο χριστιανισμό, χτίζει εκκλησίες, αναμιγνύεται συχνότερα στα εκκλησιαστικά θέματα και συγκαλεί την Α’ Οικουμενική Σύνοδο.
Η εκατέρωθεν αυτή ανάμιξη (210) δημιουργεί προβλήματα στη βυζ. κοινωνία. Η αίρεση έλαβε και πολιτικές διαστάσεις, φτάνοντας σε σημείο να διώκονται άνθρωποι ακίνδυνοι πολιτικά από το κράτος.
Καισαροπαπισμός : η ανάμιξη της κοσμικής εξουσίας στα εκκλησιαστικά πράγματα. Υπήρξε μόνιμο πρόβλημα του Βυζαντίου.

Το Πρόβλημα του Δόγματος και οι Οικουμενικές Σύνοδοι
Το κεντρικό πρόβλημα της εκκλησίας είναι οι έριδες γύρω από το δόγμα, η αντίληψη που αφορά τη φύση ενός από τα πρόσωπα της Τριάδας και τη σχέση μεταξύ τους. Οι έριδες προϋπήρχαν, όμως ο Κωνσταντίνος ασχολείται με αυτές τον 4ο αι. κάτι που συνεχίζεται με όλους τους αυτοκράτορες.
Η ανώτατη κοσμική αρχή προσπαθεί να εξομαλύνει την κρίση, σπανίως όμως το καταφέρνει.
Οι δογματικές έριδες έχουν δύο αφετηρίες.
1.                  η έννοια της μιας και καθολικής πίστης, η μοναδικότητα της ορθοδοξίας. Ως εξ αποκαλύψεως αλήθεια, ο χριστιανισμός δεν επιτρέπει πολυφωνίες.
2.                  η υιοθέτηση της ελληνικής παιδείας από τους χριστιανούς και την καλλιέργεια της ρητορικής και της φιλοσοφίας, που δίνουν νέο πρόσωπο στη χριστιανική σκέψη. Ο μορφωμένος της εποχής έπρεπε να γνωρίζει την τέχνη του λέγειν και του διαλέγεσθαι. Οι θεολογικές διαμάχες του Βυζ. ξεκινούσαν συχνά από προβλήματα ερμηνείας λέξεων ή γλώσσας.
Για την εποχή εκείνη, η θεολογία ήταν χώρος συγκρούσεων με συγκεκριμένη προβληματική και προεκτάσεις. Οι σπουδαιότερες κοινωνικές συγκρούσεις είχαν να κάνουν με θρησκευτικά ζητήματα. Ο Γρηγόριος Νύσσης αναφέρει πως στην αγορά της Κωνσταντινούπολης, συζητιόνταν σοβαρά δογματικά ζητήματα.

Οι Οικουμενικές Σύνοδοι
Οικουμενική Σύνοδος είναι ένα συνέδριο εκκλησιαστικών εκπροσώπων από όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας. Συνέρχονται μετά από πρόταση του αυτοκράτορα και χρησιμοποιούν κρατικά μεταφορικά μέσα. Κινητοποιούνταν επίσης και το δημόσιο ταχυδρομείο, έτσι ώστε η προσέλευση να είναι μεγάλη και αντιπροσωπευτική. Η διάρκειά της μπορεί να φτάσει και το ένα έτος, με ενδιάμεσες συνεδρίες για κάθε ζήτημα ξεχωριστά.
Η σύνοδος λειτουργεί όπως ένα αστικό δικαστήριο. Κάθε ενδιαφερόμενος προσκομίζει τις αποδείξεις του (συνήθως κείμενα της Αγίας Γραφής ή των πατέρων) ακολουθεί συζήτηση και στο τέλος η σύνοδος αποφασίζει σχετικά με το θέμα. Όλα δημοσιεύονται (212) στα πρακτικά.
Συχνά ή σύνοδος θεσπίζει κανόνες για θέματα κανονικού, πειθαρχικού δικαίου και κοινωνικής συμπεριφοράς. Οι αποφάσεις μιας συνόδου είναι συνήθως αναμενόμενες.

Α’ & Β’ Οικουμενική Σύνοδος
Ο Κωνσταντίνος θέλησε κάποια στιγμή να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους και να βαπτισθεί στον Ιορδάνη, αλλά εγκατέλειψε την ιδέα, καθώς η εκεί εκκλησία βρισκόταν σε αναταραχή. Με κέντρο την Αλεξάνδρεια, η θεολογική διαμάχη του επισκόπου Αλέξανδρου και του πρεσβύτερου Άρειου, είχε εξαπλωθεί. Τότε ο αυτοκράτορας αποφάσισε να συγκαλέσει σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας, που θα έλυνε αυτά τα προβλήματα. Η έναρξη έγινε στις 20-05 του 325 με πρόεδρο τον ίδιο και την παρουσία 318 επισκόπων.
Ο Άρειος κήρυττε πως ο Υιός του Θεού δεν είναι ίσος του, αλλά δημιούργημά του. Η σύνοδος καταδίκασε τη διδασκαλία αυτή και διακήρυξε το ομοούσιο μεταξύ Πατρός και Υιού. Στη Νίκαια εκδόθηκε το Σύμβολο της Πίστεως το οποίο συμπληρώθηκε στην σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 381, όπου καθιερώθηκες η επίσημη ομολογία πίστης της εκκλησίας.
Ο Αρειανισμός πάντως συνεχίστηκε (213) οπαδοί του μάλιστα ήταν οι αυτοκράτορες Κωνστάντιος και Ουάλης. Ήταν η πρώτη τριαδολογική αίρεση που ονομάστηκε έτσι γιατί αναφέρεται στη σχέση μεταξύ των προσώπων της αγίας Τριάδας.
Αντίστοιχο πρόβλημα, αν και μικρότερο, δημιούργησε ο επίσκοπος Κων/λεως Μακεδόνιος που κήρυττε πως και το Άγιο Πνεύμα ήταν δημιούργημα του Πατρός. Και αυτός καταδικάστηκε – όπως και άλλες συναφείς αιρέσεις – από τη Β’ Σύνοδο, που συγκάλεσε ο Θεοδόσιος.
Επί βασιλείας του Θεοδόσιου του Α’ ο χριστιανισμός γίνεται η επίσημη κρατική θρησκεία και οι οπαδοί των αιρέσεων μπαίνουν στο περιθώριο. Πολλοί, εξακολουθούν να επιβιώνουν ανά τους αιώνες.

Εμφάνιση και Ανάπτυξη του Μοναχισμού
Ο μοναχισμός ήταν ένα κίνημα που επηρέασε σημαντικά τις αντιλήψεις των Βυζαντινών και επέζησε ως τις μέρες μας. Άνθησε τον 4ο αι. είχε όμως αρχαιότερες καταβολές. Η κοινή, αυστηρή ζωή των χριστιανών και η αναχώρηση από τον κόσμο των ανθρώπων ήταν γνωστά φαινόμενα, ιδιαίτερα στην Αίγυπτο που θεωρείται κοιτίδα του μοναχισμού.
Ο μοναχισμός ήταν κίνημα λαϊκών που αποζητούσαν τη χαμένη αθωότητα των αποστολικών χρόνων. Άνθρωποι από διάφορα κοινωνικά στρώματα άφησαν τη ζωή τους για να αποσυρθούν στην έρημο. Αργότερα, κάποιοι αυτοκράτορες τελείωσαν τη ζωή τους ως μοναχοί (Μιχαήλ Α’ Ραγκαβές, Ιωάννης ΣΤ’ Κατακουζηνός).
Ερημίτες μαρτυρούνται στην Αίγυπτο από τα μέσα του 3ου αι.
Αντώνιος : (214) θεωρείται πατέρας του μοναχισμού. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του απομονωμένος, με νηστεία και προσευχή. Ο αντί Αρειανιστής πατριάρχης Αλεξάνδρειας Αθανάσιος, έγραψε τη βιογραφία του.
Παχώμιος : θεωρείται ο ιδρυτής του κοινοβιακού μοναχισμού. Υπήρξε κατώτερος αξιωματικός, που μαθήτευσε σε ασκητή και οργάνωσε με στρατιωτικό σχεδόν τρόπο το πρώτο μοναστικό κοινόβιο, στην Αίγυπτο. Η προσευχή και το τραπέζι είχαν υποχρεωτική συμμετοχή, ενώ κάθε μοναχός είχε ένα συγκεκριμένο – συνήθως χειρονακτικό – καθήκον. Ο άξονας ήταν η υπακοή στον ηγούμενο.
Ο αναχωρητισμός και ο κοινοβιακός μοναχισμός επεκτάθηκαν. Ιδρύθηκαν οι Λαύρες, μοναστήρια με χαλαρότερη ζωή. Στη Συρία εμφανίστηκαν οι στυλίτες, ακραία μορφή μοναχισμού όπου ο μοναχός περνούσε τη ζωή του πάνω σε στύλο.
Ο Μέγας Βασίλειος, υποστηρικτής του μοναχικού βίου, θέσπισε κανόνες που απέρριπταν τον αναχωρητισμό, μείωνε τον αριθμό των μοναχών για τα κοινόβια και συμφιλίωνε το μοναχισμό με τις πόλεις.

Οι Θεολογικές Έριδες του 5ου αι.
Τον 5ο αι. τα προβλήματα της Εκκλησίας αφορούν τη σχέση θείας και ανθρώπινης φύσης του Χριστού. Ο πατριάρχης Νεστόριος θεωρεί πως η θεότητα έχει επιλέξει ως δοχείο της τον άνθρωπο Χριστό. Η Μαρία δεν είναι Θεοτόκος αλλά Χριστοτόκος. Αντίθετος με αυτό είναι ο επίσκοπος Αλεξανδρείας Κύριλλος. Ο Νεστόριος ηττήθηκε στην Γ’ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου, το 431, που ήταν η αφετηρία για τη λατρεία της Παναγίας στην ανατολική Μεσόγειο. Κέντρο των Νεστοριανών έγινε η Έδεσσα της Συρίας.
Οι Αλεξανδρινοί έφεραν μια νέα διδασκαλία. Θεωρούσαν πως οι δύο φύσεις του Χριστού συνενώθηκαν σε μια, τη θεία. Οι μονοφυσίτες υπερτιμούσαν το θείο παράγοντα στο Χριστό. Η Ρώμη και η Κων/λη αντιτάθηκαν. Στη Δ’ Οικουμενική σύνοδο που συγκάλεσε ο Μαρκιανός, διατυπώθηκε το δόγμα των δύο τέλειων, αδιαίρετων και ασυγχύτων φύσεων του Χριστού, ενώ καταδικάστηκαν ο μονοφυσιτισμός και ο νεστοριανισμός.
Η σύνοδος αυτή, ήταν η πολυπληθέστερη, οι αποφάσεις της όμως, διεύρυναν το χάσμα ανάμεσα στο βυζ. κέντρο και τις ανατολικές επαρχίες. Η Συρία προχώρησε στο μονοφυσιτισμό. Έτσι, η βυζ. θεολογία ξέφυγε από την ανατολική πνευματικότητα κι έκανε κέντρο της την πρωτεύουσα.
Επειδή κι άλλες περιφέρειες έδειξαν διάθεση αποσκίρτησης, η κεντρική βυζ. εξουσία προσπάθησε να αποκαταστήσει τη θρησκευτική ενότητα, με τα αντίθετα όμως αποτελέσματα. Ο Ζήνων δημοσιεύει το Ενωτικόν, που προσπαθεί να ικανοποιήσει τις δύο πλευρές, δημιουργεί όμως τρεις τάσεις : τους διφυσίτες, τους μονοφυσίτες και τους ενωτικούς. Πολέμιος του ενωτικού ήταν ο πάπας Φήλιξ, που αντιπαρατέθηκε τόσο ώστε να προκύψει το πρώτο σχίσμα, διάρκειας 30 ετών.
Τέλος, ο 28ος κανόνας της Δ’ συνόδου που εξομοίωνε τους επισκόπους της Νέας και Πρεσβύτερης Ρώμης στάθηκε η αφετηρία του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο αυτών κέντρων.

Ο Ιουστινιανός και η Ε’ Οικουμενική Σύνοδος.
Ήταν ένθερμος υποστηρικτής της ορθοδοξίας. Επιδόθηκε σε αγών κατά των ετερόδοξων και προσπάθησε να επιβάλει  ομοιομορφία. Στον Ιουστινιάνειο (216) Κώδικα ορίζεται πως όσοι δεν ακολουθούν την καθολική και αποστολική εκκλησία δε μπορούν να γίνουν κρατικοί υπάλληλοι, να λάβουν οποιοδήποτε αξίωμα ή να προσηλυτίσουν. Εκτός από την αφαίρεση του δικαιώματος να διδάσκουν οι εθνικοί, ο αυτοκράτορας έκλεισε και την Πλατωνική Ακαδημία των Αθηνών.
Οι μονοφυσίτες όμως κυριαρχούσαν στις ανατολικές επαρχίες και αφού δεν κατάφερε να συμβιβάσει τα πράγματα, ο Ιουστινιανός ενίσχυσε την ορθόδοξη Ρώμη.
Στην Ε’ Οικουμενική σύνοδο που έγινε στην Κων/λη, καταδικάστηκαν τα Τρία Κεφάλαια, δηλαδή τα κείμενα του Θεόδωρου Μοψουεστίας ως ύποπτα για νεστοριανισμό, τα κείμενα του επισκόπου Κύρου, και του Ίβα Εδέσσης. Έτσι το χάσμα διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο.

Η Μονοθελητική Έριδα
Μονοθελητισμός : η νέα διδασκαλία που προσπάθησε να συγκεράσει τις διαφορές, λέγοντας πως υπάρχει ένα μόνο θέλημα του Χριστού. Έδωσε αφορμή για νέα αντιπαράθεση. Ο πάπας Μαρτίνος συγκαλεί στη Ρώμη τη σύνοδο του Λατερανού, που καταδικάζει τα διατάγματα των βυζ. αυτοκρατόρων που υποστήριζαν τα νέα δόγματα.
Το 680-691 γίνεται στην Κων/λη η ΣΤ’ Οικουμενική σύνοδος, που κηρύττει ως ορθόδοξο το δόγμα των δυο θελήσεων και ενεργειών του Χριστού.
Ο Ιουστινιανός Β’, συγκαλεί νέα σύνοδο, την Πενθέκτη (ή η εν Τρούλλω σύνοδος). Εκεί συμπληρώθηκαν τα δόγματα (217) της Ε’ & ΣΤ’ συνόδου. Ρυθμίζονται διάφορα εκκλησιαστικά ζητήματα και καταδικάζονται κάποια ειδωλολατρικά έθιμα που είχαν επιβιώσει μέχρι τότε.

Η Εικονομαχική Κρίση
Θεωρείται πως οι διαμάχες του δόγματος τελειώνουν τον 7ο αι. Προκύπτει όμως νέο πρόβλημα: η εικόνα.
Από τον 6ο αι. η εικόνα αρχίζει να αποκτά ιδιαίτερο ρόλο στη λατρεία της Ανατολής και για αρκετά χρόνια η εικονομαχία ήταν το κύριο δόγμα της βυζ. εξουσίας. Η εικονομαχία είχε σημιτικές καταβολές. Η υιοθέτησή της από τον Λέοντα Γ’, σχετιζόταν με τα δεινά που έπλητταν την αυτοκρατορία και θεωρήθηκαν θεϊκή τιμωρία για την εικονολατρία – ειδωλολατρία των πιστών. Για να κατευνάσει τη θεία οργή ο Λέων απέσυρε από την πύλη των ανακτόρων την εικόνα του Χριστού και η εικονομαχία γίνεται η πολιτική της αυλής.
Αντίπαλος των εικονομάχων στάθηκε ο μοναχός Ιωάννης Δαμασκηνός. Συνέγραψε τρεις λόγους Υπέρ των Εικόνων, όπου η απεικόνιση του Χριστού συνδεόταν με το δόγμα της ενσάρκωσης.
Ο Κωνσταντίνος Ε’, γιός του Λέοντα, έγινε φανατικός διώκτης των εικονολατρών. Συγκάλεσε σύνοδο στην Ιερεία του Βοσπόρου και επικύρωσε τις απόψεις του (218). Εκεί έλαβαν μέρος 388 επίσκοποι που καταδίκασαν τους απολογητές της εικόνας και απαγόρευσαν τη λατρεία τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την καλλιέργεια μιας ανεικονικής τέχνης, με βασικό σύμβολο το σταυρό, καθώς και το διωγμό των εικονόφιλων. Ο διωγμός αυτός κορυφώθηκε το 760 και είχε ως θύματα τους μοναχούς. Πολλά μοναστήρια έκλεισαν, μοναχοί απέταξαν το σχήμα τους δια της βίας, ενώ ο άγιος Στέφανος ο Νέος βρήκε βίαιο θάνατο. Η πρώτη φάση της εικονομαχίας ήταν βασικά μοναχομαχία.

Η Πρώτη Αναστήλωση των Εικόνων και η Δεύτερη Εικονομαχία.
Ο Λέων Δ και κατόπιν η γυναίκα του, Ειρήνη η Αθηναία έδωσαν τέλος στο θέμα, απορρίπτοντας την εικονομαχία, με την Ζ’ οικουμενική σύνοδο στη Νίκαια. Πρόεδρος ήταν ο πατριάρχης Κων/λεως Ταράσιος και συμμετείχαν 350 επίσκοποι και μεγάλος αριθμός μοναχών. Η σύνοδος υπογράμμισε πως η προσκύνηση δεν αναφέρεται στην εικόνα αυτή καθαυτή, αλλά στο εικονιζόμενο ιερό πρόσωπο. Επίσης, δε σχετίζεται με τη λατρεία που αποδίδεται αποκλειστικά στο θεό. Η σύνοδος αυτή, είναι η τελευταία που αναγνωρίζει η ανατολική εκκλησία.
Στη Νίκαια επίσης, θριαμβεύει ο μοναχισμός, ιδιαίτερα ο κοινοβιακός. Αρκετοί αριστοκράτες γίνονται ηγούμενοι, έτσι ο μοναχισμός ανακτά την αίγλη και τη δύναμή του, μέχρι την ίδρυση του Αγίου Όρους το 963.
Η εικονομαχία επανέρχεται 30 χρόνια αργότερα από τον Λέοντα Ε’ τον Αρμένιο. Ακολουθεί η σύνοδος της Αγίας Σοφίας (815) που επαναφέρει σε ισχύ τη σύνοδο της Ιερείας, τις διώξεις και τις εξορίες πολλών εικονόφιλων. (219) Ουσιαστικά λήγει με το θάνατο του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεόφιλο το 842.
Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα και ο πατριάρχης Μεθόδιος αναλαμβάνουν να αποκαταστήσουν τις εικόνες, η πολιτεία υποτάσσει την εκκλησία στην εξουσία της και η ελληνορωμαϊκή παράδοση δεν υποκύπτει στην ασιατική ανεικονική αντίληψη. Η εκκλησία διατυπώνει το Συνοδικόν της Ορθοδοξίας, που μνημονεύει τους νικητές της πίστης, καταδικάζει τους αιρετικούς και δηλώνει πως έφτασε ο καιρός για σταθερότητα.

Από το Φώτιο έως το Οριστικό Σχίσμα (1054)
Η γλώσσα, τα πολιτικά και οι λειτουργικές διαφορές, αποξένωσαν την ελληνική Ανατολή από τη λατινική Δύση κι έγιναν το πρώτο σχίσμα μετά την εικονομαχία.
Φώτιος : ένθερμος υποστηρικτής της ανατολικής εκκλησίας και παράδοσης και εμπνευστής της πολιτιστικής της εξάπλωσης στους Σλάβους. Η ανάληψη του πατριαρχικού θρόνου από το Φώτιο, δημιούργησε αντιπαλότητα μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Ρώμης. Όταν ο πάπας διεκδίκησε τη βουλγάρικη εκκλησία, η κρίση μεγάλωσε. Λίγο πριν καθαιρεθεί, ο Φώτιος συγκάλεσε σύνοδο όπου καταδικάστηκε η διδασκαλία για την και εκ του υιού εκπόρευση του Αγ. Πνεύματος, το λεγόμενο Φώτιο Σχίσμα.
Ο Φώτιος, ιδιαίτερα μορφωμένος εξέφρασε το βυζαντινό ουμανισμό, το ενδιαφέρον δηλαδή των βυζαντινών λόγιων για τα έργα της κλασσικής και ελληνιστικής αρχαιότητας. Κορυφώνεται την εποχή των Μακεδόνων που είναι μια εποχή όπου υπάρχουν καλές και διπλωματικές σχέσεις με τη Ρώμη. Οι σχέσεις αυτές διαταράσσονται οριστικά το 1056.
Οι λόγοι του σχίσματος ήταν (220) το filioque και η διαφορετική αντιμετώπιση θεμάτων όπως η νηστεία, ο γάμος των ιερέων κ.α. Η ένταση ήρθε όταν ο Λέων Θ’ αφορίζει τον πατριάρχη Κηρουλλάριο. Ο αφορισμός ανταποδίδεται σε σύνοδο της Κωνσταντινούπολης. Από εκεί και πέρα, η συνεχής παρουσία Βενετών ή Σταυροφόρων στο βυζαντινό χώρο θα διευρύνει το ρήγμα.

Το Κίνημα του Ησυχασμού
Η μόνιμη διαμάχη του Βυζ. είναι η επανένωση ή όχι με τη λατινική εκκλησία. Οι αυτοκράτορες και αρκετοί λόγιοι είναι φιλενωτικοί, η πλειοψηφία του λαού και του κλήρου, ανθενωτική. Οι Παλαιολόγοι με δύο προσπάθειες, δεν κατάφεραν κάτι.
Ησυχαστική θεωρία : η παράδοση των μοναχών της Ανατολής, που αποβλέπουν μονάχα στη θέα και ένωση του θεού, χωρίς καμία κοσμική φροντίδα. Με την επίκληση του Ιησού στην προσευχή, ο προσευχόμενος έφτανε στην πλήρη συγχρονισμό αναπνοής και προσευχής, και από κει στη θέα του ακτίστου φωτός.
Ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός ήταν βασικός πολέμιος αυτού του κινήματος (221) και κατήγγειλε το μυστικισμό των αγιορειτών ως σκοτεινή δεισιδαιμονία.
Εναντίον του κινήθηκε ο Γρηγόριος Παλαμάς που κήρυττε την ανθρώπινη δυνατότητα να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ υπερβατικού και εγκόσμιου.
Μετά από διάφορες μάχες, ο ησυχασμός αναγνωρίζεται, το Βυζάντιο επιστρέφει στις εκκλησιαστικές του ρίζες και ο μοναχισμός νικά για μια ακόμη φορά.

Σύνοψη Ενότητας
Η πρώιμη βυζ. περίοδος χαρακτηρίζεται από έριδες και αιρέσεις, με την ενεργή ανάμιξη του αυτοκράτορα. Η τελευταία μεγάλη θρησκευτική σύγκρουση είναι της εικονομαχίας. Κατόπιν, με την αντίθεση πατριάρχη και πάπα, οδηγούμαστε στο σχίσμα που διχάζει τους βυζαντινούς.

Οι Πηγές για τη Μελέτη της Εκκλησιαστικής Ζωής και Ιστορίας στο Βυζάντιο (225)

Τα Αγιολογικά Κείμενα (226)
Είναι κείμενα σχετικά με τη ζωή, τη διδασκαλία και τις δραστηριότητες των αγίων.
-                      Μαρτύρια : δραματικές αφηγήσεις των δοκιμασιών των χριστιανών από αλλόθρησκους ή αιρετικούς
-                      Εγκώμια : πανηγυρικοί λόγοι με θέμα το μαρτύριο ή το βίο ενός αγίου, με ρητορικούς κανόνες
-                      Βίοι Αγίων : βιογραφίες ιερών προσώπων που καταγράφουν τη θαυμαστή επίγειά τους πολιτεία. Συνήθως γράφονται από το μαθητή του βιογραφούμενου, με σκοπό τη διάσωση των θαυμαστών πραγμάτων που έκανε και τη διάδοση της διδασκαλίας του
-                      Συλλογές Θαυμάτων : μικρές ιστορίες θεραπείας ή σωτηρίας ανθρώπων ύστερα από την επέμβαση ενός αγίου. Κέντρο τέτοιων πράξεων μπορεί να είναι ένα μοναστήρι
-                      Αποφθέγματα των Πατέρων της Ερήμου - Ψυχωφελείς ιστορίες : προέρχονται από την έρημο, και είναι σύντομα, αφηγηματικά κείμενα ανεκδοτολογικού χαρακτήρα. Οι συλλογές τους ονομάζονται Πατερικά. ή Γεροντικά και σώζονται ως αυτόνομα κείμενα.
Οι Βίοι, τα αποφθέγματα και οι ιστορίες είναι οι βασικές πηγές μας. Υπάρχει επίσης η λογοτεχνία της ερήμου, που σκιαγραφεί τη ζωή των ασκητών και των μοναχών. Η πλουσιότερη πηγή μας πάντως, είναι οι βίοι.
Εκκλησιαστική Ιστοριογραφία (227)
Γεννήθηκε από τον Ευσέβιο, επίσκοπο Καισαρείας ως αντίδραση στην εθνική ιστοριογραφία. Είχε αντικείμενο όλα τα γεγονότα και τις καταστάσεις που σημαδεύουν το χριστιανικό κόσμο. Άξονας ήταν οι πράξεις των αυτοκρατόρων που ευνόησαν το χριστιανισμό και στόχος της, η απόδειξη της παντοδυναμίας του θεού.
Παρ’ όλη τη συχνή έλλειψη αντικειμενικότητας μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες.

Τα Μοναστηριακά Τυπικά
Σημαντική πηγή για τη μελέτη του τρόπου ζωής στα μοναστικά κοινόβια. Συγγραφείς τους ήταν οι κτήτορες ή ιδρυτές μονών που ήθελαν να τους δώσουν νομική υπόσταση και εσωτερικό κανονισμό, σύμφωνα με την προσωπικότητά τους. Τα Τυπικά αναφέρουν λεπτομέρειες της καθημερινότητας, τα ήθη και τα έθιμα της βυζ. κοινωνίας. Σώζονται 60, με σημαντικότερα :
-                      του αγίου Σάββα, ιδρυτή της ομώνυμης λαύρας στην Παλαιστίνη τον 6ο αι. με λειτουργικό περιεχόμενο
-                      του αγίου Θεόδωρου Στουδίτη, που αποτέλεσε πρότυπο ακόμη και για ρωσικά μοναστήρια
-                      της μονής της Ευεργέτιδος στην Κων/λη, πλούσιο σε πληροφορίες.

Ο Βίος των Ασκητών στην Έρημο (229)

Πιθανές Ερμηνείες του Αναχωρητικού Φαινομένου
Ο μοναχισμός, θεωρείται κίνημα κατά της εκκοσμίκευσης της Εκκλησίας, έκφραση αποδοκιμασίας του χριστιανισμού που υποστηρίζεται από το κράτος (230) επιστροφή στον τρόπο ζωής των πρώτων χριστιανών και τη διδασκαλία του Χριστού για πτωχεία και αποταγή του κόσμου. Ήδη, από τον 4ο αι. ο μοναχός ήταν αναγνωρισμένη μορφή στην Αίγυπτο. Εκεί άκμασε ένα κίνημα που περιφρονεί την κοινωνική ζωή και τον πολιτισμό. Τα κίνητρα όσων άφησαν τα εγκόσμια για να κατοικήσουν στην έρημο μπορεί να ήταν απλά η απαλλαγή από φόρους και υποχρεώσεις. Ή, μια βαθύτερη εσωτερική αγωνία λόγω της ευρύτερης κρίσης της εποχής.
Η έξοδος από τον κόσμο, διαμόρφωσε έναν τρόπο ζωής ιδιαίτερο και συχνά ακραίο.
Αντίθετα με άλλα αναχωρητικά κινήματα, αυτό του χριστιανισμού γνώρισε ιδιαίτερη διάδοση, μέσα από προφορικές και γραπτές πηγές. Οι πιο ονομαστοί προσκυνητές που κατέγραψαν τις εμπειρίες τους είναι ο Παλλάδιος, και ο Ιωάννης Μόσχος.

Οι Άνθρωποι της Αιγυπτιακής και των άλλων Ερήμων
Η Αίγυπτος ήταν η χώρα που δέχτηκε το μεγαλύτερο αριθμό μοναχών. Ο λαός της (231) έχει αναπτυγμένη θρησκευτικότητα – έως φανατισμού, και κατά καιρούς υπέστη διωγμούς. Λόγω του δύσκολου κλίματος, οι Αιγύπτιοι ήταν ανθεκτικοί στις φυσικές δυσκολίες και η διαφορά μεταξύ της εύφορης χώρας και της ερήμου ήταν ιδιαίτερα έντονη. Ο άνθρωπος της εποχής, ένιωθε ελάχιστη απόσταση μεταξύ πόλης και πραγματικής ή μεταφορικής ερήμου. Πλήθος ανδρών και γυναικών, με υψηλά ή ταπεινά κίνητρα προσπάθησαν να απομονωθούν σε μέρη που δεν είχε αγγίξει ο πολιτισμός. Οι περισσότεροι ήταν Κόπτες χωρικοί, συνηθισμένοι στις κακουχίες.
Ο αναχωρητισμός διαδόθηκε και σε άλλες περιοχές. Μεγάλη προσέλευση από ποικίλους ανθρώπους  παρατηρήθηκε στην έρημο της Ιουδαίας. Στη Συρία, περιβάλλον πιο φιλικό, οι ασκητές δεν απομονώθηκαν ποτέ πλήρως. Το ίδιο συνέβη στη Μ. Ασία και την Ελλάδα.


Η Ενδιαίτηση (232)
Στην Άνω Αίγυπτο, μια καλύβα ήταν αρκετή για καταφύγιο. Στην Κάτω, λόγω των ανέμων και των βροχών, ήταν απαραίτητη μια πιο στέρεη κατοικία. Το πιο πρόσφορο κατάλυμα, ήταν οι σπηλιές.
Το κελί έπρεπε να βρίσκεται σε απόσταση ασφαλείας από τον κόσμο, για να διαφυλάσσεται η ησυχία και η απομόνωση. Έπρεπε να βρίσκονται μακριά ακόμα και από πηγάδια ή έλη.

Η Ενδυμασία (233)
Η αναζήτηση ησυχίας συνοδευόταν από απόρριψη της κοσμικής ενδυμασίας ή και οποιασδήποτε ενδυμασίας. Η απόλυτη γυμνότητα, προοριζόταν για εκείνους που είχαν φτάσει σε υψηλό πνευματικό στάδιο. Ο δόκιμος μοναχός, ενδυόταν το αγγελικό σχήμα που αποτελούνταν από τη μηλωτή, τη ζώνη, τον ανάλαβο (επωμίδα), και το κουκούλιον. Ήταν έθιμο ο νέος μοναχός να παίρνει το ένδυμα αυτό από κάποιον παλαιότερο. Όταν ο αριθμός των αναχωρητών μεγάλωσε, το ένδυμα μαζί με την κουρά, έδειχνε την είσοδο στη μοναστική ζωή. Η καθαριότητα της ένδυσης πήγαινε περίπατο, αν και το Σάββατο και την Κυριακή, οι μοναχοί φορούσαν ένα δεύτερο χιτώνα για την εκκλησία. Συχνά θάβονταν με την ενδυμασία αυτή.

Η Διατροφή
Αυστηρή νηστεία και λίγη τροφή, με σκοπό την ανάμνηση των παθών του Χριστού και την υπέρβαση των αδυναμιών. Λίγες είναι οι πηγές για παρατεταμένη ασιτία και συνδέονταν με τη Σαρακοστή ή την προσπάθεια νίκης επί πειρασμών (234). Πάντως, ακόμα κι έτσι η περίοδος δεν ξεπερνούσε τις 40 μέρες. Ιδιαίτερα διαδεδομένη ήταν η αποχή (235) από το φαγητό μέχρι τη δύση του ηλίου, πρακτική που εδραιώθηκε στο μουσουλμανικό ραμαζάνι.
Βασική τροφή ήταν το ψωμί, σε μικρά καρβέλια που μπορούσε να φαγωθεί και μετά από καιρό, βουτηγμένο στο νερό. Συνήθως συνοδευόταν με αλάτι. Λαχανικά, καρποί, χόρτα και όσπρια συμπλήρωναν τη διατροφή των ασκητών. Στη Συρία, οι ερημίτες που έτρωγαν μόνο χόρτα ονομάζονταν βοσκοί.
Εξαιρέσεις από τη νηστεία υπάρχουν για τους ασθενείς και οδοιπόρους. Οι επισκέπτες φιλεύονταν με ότι καλύτερο είχε το τραπέζι του ερημίτη, που συχνά διέκοπτε τη νηστεία του για το χατίρι τους.

Η Μέρα και η Νύχτα στο Κελί
Η μέρα ήταν αφιερωμένη στην προσευχή και την ανάγνωση. Ο ασκητής καθόταν με τα πόδια διπλωμένα, το κεφάλι γυρτό ή και πεσμένο στα γόνατα, χωρίς να ακουμπά πουθενά η πλάτη.
Ο μοναχός έπρεπε (236) να βιώνει την ησυχία, στραμμένος στο Θεό, αποδιώχνοντας τους πειρασμούς.
Ακηδία : βασικός πειρασμός. Στιγμιαία ή διαρκής κατάσταση πλήξης, αποθάρρυνσης. Την προκαλεί η έλλειψη αυτοσυγκέντρωσης ή νοήματος. Μπορούσε να καταπολεμηθεί με διάφορα εργόχειρα.
Η χειρωνακτική εργασία συνοδευόταν συχνά από απαγγελία στίχων του Δαβίδ.
Η ξεκούραση και ο ύπνος δε μπορούσαν να περάσουν χωρίς προσευχή. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα ασκητών που έμεναν άυπνοι και προσεύχονταν. Η αγρυπνία ήταν επιβεβλημένη για εκείνους που έμπαιναν σε αισχρούς πειρασμούς.
Ο ασκητής – όταν – κοιμόταν σε μια ψάθα, στη μέση του κελιού χωρίς να ακουμπά το κεφάλι του στον τοίχο. Αυτό ονομαζόταν χαμευνία, και στόχο είχε τη σκληραγώγηση αλλά και την εγρήγορση, καθώς ο ασκητής έπρεπε να μπορεί ανά πάσα στιγμή να σηκωθεί και να προσευχηθεί.

Τα Όνειρα της Ερήμου (237)
Ο κόσμος ‘ενοχλούσε’ τον ασκητή μέσω των ονείρων. Διάφοροι πειρασμοί, φόβοι και νοσταλγία μπορούσαν να ταλαιπωρήσουν τον ύπνο του. Πονηρά όνειρα εμφανίζονται σε όλους τους ερημίτες κι ο στόχος είναι να αποκλειστεί κάθε τέτοιο όνειρο, μέσα από την καθαρή συνείδηση.

Σύνοψη Ενότητας
Η γενικότερη άρνηση του κόσμου, έδωσε ώθηση στον αναχωρητισμό. Ξεκίνησε από την Αίγυπτο και εξαπλώθηκε. Ο ασκητής πάλευε καθημερινά με τις φυσικές αντιξοότητες και τους πειρασμούς. Η κατοικία, η ενδυμασία και η διατροφή, υπηρετούσαν το ιδανικό της προσευχής και της ταπεινότητας, προκειμένου να γίνει η συνάντηση με το θείο.

Η Ζωή των Μοναχών στο Κοινόβιο (238)

Η Συγκρότηση Μιας Μοναχικής Κοινότητας
Ο Παχώμιος οργάνωσε το πρώτο κοινόβιο στην Ταβέννησο του Νείλου, με στρατιωτικά πρότυπα. Ανάλογες κοινότητες δεν είχαν στόχο την οργανωμένη κοινοβιακή συνύπαρξη. Άλλωστε (239) και η λέξη μονή, στην αρχή σήμαινε το κελί του ασκητή.
Το μοναστήρι του Παχώμιου, σε αντίθεση με άλλα, στήθηκε κοντά σε καλλιεργήσιμη γη. Είχε στρατιωτική δομή και οργάνωση με εξωτερικό τείχος για προστασία. Ήταν κατανεμημένο σε οίκους, όπου οι μοναχοί εργάζονταν, προσεύχονταν και έτρωγαν μαζί. Οι δουλειές μοιράζονταν σε όλους και ο κάθε ένας έπαιρνε τίτλο ανάλογα με τη δουλειά που αναλάμβανε. Ο Maruta, επίσκοπος Β. Συρίας, έλεγε πως η εργασία ήταν το ένα κομμάτι της ημέρας, η προσευχή και η ανάγνωση το δεύτερο, ενώ η τροφή και η ξεκούραση το τρίτο.
Σήμαντρον : ξύλινη σανίδα που τη χτυπούσαν με ξύλινο σφυράκι και δήλωνε τη σύναξη των μοναχών στο καθολικό ή την τράπεζα.
Για μερικούς, αυτή η ζωή ήταν μια γέφυρα για τον αναχωρητικό βίο που θεωρούνταν το αποκορύφωμα μιας πνευματικής πορείας. Οι κοινοβιακή ζωή για τον Παχώμιο και το Μέγα Βασίλειο, θεωρείται δια βίου κλήση, υπερκεράστηκε (240) όμως από το μεταγενέστερο σχήμα κοινοβίτης à αναχωρητής à ιδρυτής κοινοβίου.
Κατά την Εικονομαχία, πολλοί πλούσιοι γαιοκτήμονες ίδρυσαν κοινόβια στα κτήματά τους, όμως πολλά διαλύθηκαν όταν ο ιδρυτής τους πέθαινε.
Μια νέα μονή ιδρυόταν όταν αφιερωνόταν η εκκλησία της σε κάποιον άγιο. Η εκκλησία αυτή ονομαζόταν καθολικόν ή κυριακός ναός και είχε την κεντρική θέση στο μοναστήρι. Λίγες μονές ιδρύονταν σε κέντρα προσκυνήματος από τον αυτοκράτορα ή εκπροσώπους του. Από τη μέση περίοδο, μοναστήρια ιδρύονται και στελεχώνονται με μέλη μιας πλούσιας οικογένειας.
Η λειτουργία του κοινόβιου βασιζόταν στην ιεραρχία και την υπακοή στον ηγούμενο ή αβά (πατέρας). Η εξουσία του ήταν ισόβια κι εκτελούσε καθήκοντα πνευματικού πατέρα για τους μοναχούς. Δεύτερος στην ιεραρχία ήταν ο δευτεράριος, βοηθός και υπεύθυνος για οικονομικά και διοικητικά ζητήματα. Λόγο είχαν επίσης πάντοτε οι γέροντες μοναχοί.
Υπάρχουν δύο τύποι κοινοβίων :
1.                  τα κοινόβια : οι μοναχοί ζουν και προσεύχονται από κοινού, σε οικήματα που περιβάλλονται από τείχος. Η τράπεζα ήταν ίδια για όλους, που έτρωγαν σιωπηλοί, ενώ ένας μοναχός διάβαζε περικοπές από ιερά κείμενα. Οι εργασίες ήταν κατανεμημένες σε διακονήματα.
2.                  τις λαύρες : η ζωή εκεί είναι πιο χαλαρή. Οι μοναχοί ζουν μόνοι τους ή με έναν ή δύο μαθητές, σε κελιά ή σπηλιές. Το Σάββατο ή την Κυριακή συγκεντρώνονται για τη θεία ευχαριστία. Το είδος αυτό εμφανίζεται τον 5ο αι. και διαδίδεται στο Βυζάντιο.
Όλες οι εκκλησίες εκτός της Ρώμης και της Αλεξάνδρειας τελούν τη θεία λειτουργία και το Σάββατο. Ακολουθεί η αγάπη, δηλαδή το κοινό γεύμα, πλουσιότερο των καθημερινών. Μεγάλο μέρος (241) του χρόνου, αφιερωνόταν στις λειτουργίες και τις προσευχές. Οι υποχρεώσεις κάθε μοναχού ήταν καθορισμένες. Τέλος, απαραίτητη προϋπόθεση για ένα μοναχό ήταν η σταθερή παραμονή του στο μοναστήρι (stabilitas loci). Υπάρχουν όμως πάμπολλα παραδείγματα περιπλανώμενων μοναχών.

Ιδιόρρυθμα Μοναστήρια
Σε αυτά, ο κάθε μοναχός ακολουθούσε το δικό του πρόγραμμα. Φρόντιζε για την συντήρησή του, (242) μπορούσε να διατηρεί μια ελάχιστη περιουσία, ή να εργάζεται για την τροφή και την ένδυσή του. Έτρωγε μόνος του και η κοινή τράπεζα λειτουργούσε μόνον τις εορτές. Ο ηγούμενος μπορούσε να έχει περιορισμένη και όχι ισόβια θητεία, ενώ πλαισιωνόταν από μια ολιγαρχική σύναξη.
Ο τύπος αυτός, αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία και τυπικά καταδικάζεται ως παρέκκλιση. Άνθησε κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο.

Σύνοψη Ενότητας
Ο κοινοβιακός μοναχισμός και ο ασκητισμός εμφανίστηκαν στην Αίγυπτο, αλλά διαδόθηκαν σε όλη τη Μεσόγειο. Κάθε κοινότητα είχε ως κέντρο της τον ηγούμενο στον οποίον όφειλαν όλοι υπακοή. Κάθε μοναχός είχε συγκεκριμένα καθήκοντα. Χαλαρότερες μορφές ήταν οι λαύρες και οι ιδιόρρυθμες μονές.

Ο Βυζαντινός Κλήρος (243)
Οι Επίσκοποι
Κλήρος : ο όρος αρχικά περιλάμβανε όλη τη χριστιανική κοινότητα. Αργότερα έως και σήμερα, δηλώνει τους χειροτονημένους.
Ιερωμένοι : όσοι τελούν μυστήρια
Κληρικοί : οι βοηθοί των ιερωμένων.
Επίσκοπος : ο επιβλέπων, επιφορτισμένος με την πνευματική και υλική επιστασία μιας κοινότητας. Επίλυε διαφορές μεταξύ των μελών της κοινότητας, καλλιεργούσε σχέσεις με άλλες, και την υπερασπιζόταν ενώπιον της εξουσίας.
Οι επίσκοποι ήταν οι πρώτοι που διώκονταν. Μετά την επικράτηση της νέας (244) θρησκείας, οι αρμοδιότητές τους ταυτίζονται με μια πόλη. Εκλέγονται συνήθως από τον κατώτερο κλήρο και την αριστοκρατία της πόλης. Αρκετοί λαϊκοί έγιναν επίσκοποι χωρίς να περάσουν από άλλα στάδια ιεροσύνης.
Ο Ρόλος του Επισκόπου : είναι ο πνευματικός καθοδηγητής του ποιμνίου και των προϊσταμένων των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων. Προστατεύει κάθε αδικημένο και είναι αρμόδιος για κάθε ζήτημα που αφορά την περιοχή του.
Audentia episcopalis : το δικαίωμα εκδίκασης ιδιωτικού δικαίου, που δόθηκε από το Μ.Κ. Ο κόσμος εμπιστευόταν περισσότερο τους επίσκοπους από τους δικαστές. Με τα χρόνια και καθώς ο θεσμός του βουλευτή παρακμάζει, ο επίσκοπος αναλαμβάνει πολιτικές και οικονομικές αρμοδιότητες, καταλήγοντας ο φυσικός ηγέτης της πόλης (κάτι σαν το σημερινό δήμαρχο).
Ο επίσκοπος είναι άγαμος, συνήθως ο πιο μορφωμένος άνθρωπος της περιοχής που μπορεί να αντιπαρατεθεί σε πνευματικούς αντιπάλους.
Κατά την (245) πρώιμη περίοδο, ο επίσκοπος είναι πανίσχυρος και καταξιωμένος. Αργότερα όμως, παύει να προσελκύει πόρους και προσοχή από την εξουσία και τα προνόμιά του μειώνονται.

Άλλοι Βαθμοί Ιεροσύνης
Κατώτερος κλήρος : πρεσβύτεροι, διάκονοι, υποδιάκονοι, αναγνώστες. Οι γυναίκες μπορούσαν να γίνουν μόνον διακόισσες.
Για να γίνει κάποιος πρεσβύτερος ή επίσκοπος έπρεπε να έχει περάσει τα 30. για τους διακόνους ήταν τα 25, για τους υποδιακόνους τα 20. επιτρεπόταν ο γάμος, αν είχε γίνει πριν τη χειροτονία.
Οι κληρικοί είχαν σημαντικές φοροαπαλλαγές, απαλλαγή από στρατιωτική υπηρεσία και τα δημόσια καθήκοντα. Απαγορευόταν η ανάμιξή τους σε εμπορικές ή άλλες οικονομικές δραστηριότητες, κάτι που σόκαρε τους βυζαντινούς όταν το είδαν στους δυτικούς.
Πρεσβύτεροι ή ιερείς : διορίζονταν σε ενορίες και πληρωνόταν από τον τοπικό επίσκοπο. Έπρεπε να γνωρίζει την πίστη και τους ιερούς κανόνες και να έχει άμεμπτη ηθική.
Διάκονοι : βοηθούσαν στην τέλεση των μυστηρίων, ή εκτελούσαν χρέη γραμματέα για τον επίσκοπο. Το ίδιο και οι διακόνισσες, αν και συμμετείχαν κυρίως στις βαπτίσεις γυναικών, ενώ το 12ο αι. παύουν να υπάρχουν.
Υποδιάκονοι : βοηθοί του διάκονου
Αναγνώστες : διάβαζαν από τον άμβωνα τον Απόστολο.
Εκτός από τους επισκόπους που αρκετοί έγιναν σύμβολα, οι κατώτεροι κληρικοί παρέμειναν άσημοι και φτωχοί. Είχαν ελάχιστη συμμετοχή σε συνόδους (247) και ελάχιστοι ιερείς άγγιξαν την αγιότητα. Σπάνια επίσης αναλάμβαναν αξιώματα ή αποκτούσαν επιρροή. Ίσως αυτό συνέβη γιατί ο κλήρος δε διαχωρίζονταν από τους λαϊκούς.

Σύνοψη Ενότητας
Οι επίσκοποι ήταν πρόσωπα υψηλής παιδείας, μεγάλης επιρροής και αναλάμβαναν σημαντικό ρόλο κατά την πρώιμη περίοδο. Αργότερα έχασαν τη δύναμή τους. Ο υπόλοιπος κλήρος δε διαφοροποιήθηκε από τους λαϊκούς.

Η Λατρευτική Ζωή των Πιστών στην Πόλη και στην Ύπαιθρο (248)

Οι Εορτές και οι Πανήγυρεις
Αποτελούσαν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό και λάμβαναν χώρα καθ’ όλο το έτος. Η εορτή έχει περισσότερο (249) θρησκευτικό χαρακτήρα ενώ η πανήγυρις κοινωνικό, χωρίς όμως αυτό να είναι απόλυτο.
Ανάλογα με την ημερομηνία, οι εορτές είναι ακίνητες (Χριστούγεννα) ή κινητές (Πάσχα).
Δεσποτικές : αφορούν το Χριστό
Θεομητορικές : αφορούν την Παναγία ή
Να αφορούν έναν άγιο, μια εκκλησιαστική επέτειο. Η διάκριση αυτή, αποτελούσε ουσιαστική ιεράρχηση για τους βυζ.
Πανήγυρις : ο όρος σημαίνει τη θρησκευτική εορτή αλλά και την έκθεση προϊόντων προς πώληση. Στο Βυζάντιο είχε ευρύτερη χρήση. Δηλώνονται θρησκευτικές και αυτοκρατορικές εορτές. Μπορεί επίσης να είναι συνώνυμη του πανηγυρικού λόγου. Γενικά, σημαίνει τη σύναξη ανθρώπων σε ορισμένο τόπο.
Οι εορτές και οι πανήγυρεις ήταν βασική αφορμή μετακίνησης του μεσαιωνικού ανθρώπου. Η λατρεία δεν περιοριζόταν στο ναό αλλά καταλάμβανε και δημόσιο χώρο. Συνοδευόταν από λιτανεία που άρχιζε και τελείωνε στην εκκλησία.
Η λιτή αρχικά είχε σκοπό την πάλη κατά των αιρέσεων, την αποτροπή σεισμών, την παύση της ξηρασίας, την προστασία από επιδρομείς, ή τον εορτασμό μιας επετείου.
Η εορτή σχετική με το Χριστό, την (250) Παναγία ή έναν άγιο, έχει ευρείες κοινωνικές διαστάσεις όχι μόνο στην πόλη αλλά και την ύπαιθρο.
Υπήρχαν κάποια κέντρα λατρείας (Αγ. Θέκλα), που μια συγκεκριμένη εποχή του χρόνου φιλοξενούσαν μεγάλο αριθμό πιστών. Οι πανήγυρεις αυτές είχαν κυρίως τοπικό ενδιαφέρον.

Τα Θαύματα και ο Κόσμος τους (251)
Θαύμα : η κατά υπερφυσικό τρόπο αποκατάσταση μιας χαμένης ισορροπίας που έχει πλήξει έναν άνθρωπο ή αριθμό ανθρώπων.
Το θαύμα έχει αρχαιοελληνικό παρελθόν κι εμφανίζεται συνεχώς στην ιστορία. Υπάρχουν πολλές πηγές που αναφέρουν θαυμαστές θεραπείες ανθρώπων που προσέφυγαν σε ναούς, ή ζήτησαν τη συνδρομή των θεών.
Με την επικράτηση του χριστιανισμού και τη λατρεία των λειψάνων η πίστη στο θαύμα λαμβάνει τεράστιες διαστάσεις. Η θαυματουργία γίνεται αναπόσπαστο στοιχείο αγιότητας και γεννά τη λατρεία σε ένα πρόσωπο είτε εν ζωή είτε μετά θάνατον. Τα θαύματα (252) είναι ποικίλα : θεραπείες, αποτροπή και ανατροπή του κακού, η υπέρβαση χώρου και χρόνου, η νίκη κατά του θανάτου και η επάνοδος στη ζωή.
Συνήθως εντάσσονται στο βίο ενός αγίου και συντελούνται εν ζωή ή μετά θάνατον. Φιλολογικά αυθύπαρκτο, βρίσκεται στις ‘συλλογές θαυμάτων’, αγιολογικά κείμενα.
Εγκοίμηση : συνήθης μέθοδος θεραπείας, όπου ο άρρωστος πήγαινε στο ναό για να κοιμηθεί, να κατακλιθεί, έτσι ώστε να τον επισκεφθεί ο άγιος στον ύπνο του και να τον θεραπεύσει, ή να του πει πώς να θεραπευθεί. Μετά τον 5ο αι. η εγκοίμηση διαδίδεται γοργά. Οι πάσχοντες πηγαίνουν ειδικά εφοδιασμένοι (ρούχα, τρόφιμα) σε ειδικά για την περίπτωση μέρη που βρίσκονται κοντά στο ναό. Η παραμονή μπορεί να είναι μακρόχρονη και πολλοί πάσχοντες αφιερώθηκαν τελικά στο θεό. Όσοι επέστρεφαν στην πατρίδα τους, έπαιρναν αναμνηστικά, όπως φιάλες με ευλογία (θαυματουργό νερό ή μύρο από το προσκύνημα του αγίου).
Φημισμένες για τις θεραπευτικές τους ιδιότητες ήταν και οι πηγές (Ζωοδόχος Πηγή).
Οι λίγες αλλά ενδιαφέρουσες (253) ‘συλλογές θαυμάτων’ της πρώιμης περιόδου, καταγράφουν ένα ετερόκλητο πλήθος πιστών. Για άνδρες και γυναίκες των επαρχιών, ο άγιος ήταν ο ιατρός που θεράπευε δωρεάν (Άγιοι Ανάργυροι) ή θεράπευε όταν οι γιατροί αποτύγχαναν.
8ος αι. : αλλάζει ο χώρος και η μέθοδος θεραπείας. Στην Κων/λη και την ύπαιθρο, τα προσκυνήματα είναι συνήθως μοναστήρια και όχι ναοί. Δεν ξέρουμε γιατί, αλλά η εγκοίμηση υποχωρεί σημαντικά. Ίσως επειδή έχει ειδωλολατρικές καταβολές, ίσως επειδή η μακρόχρονη παραμονή σε μοναστήρι δε συνάδει με το χαρακτήρα του. Όπως και να’χει, το θαύμα προέρχεται πλέον από τα λείψανα του αγίου. Ο ασθενής ραντίζεται με το μύρο ή το λάδι από το καντήλι του αγίου. Παρόμοια δύναμη αποδίδεται και στην εικόνα του αγίου, κυρίως μετά τη λήξη της εικονομαχίας.
Την περίοδο του εγκυκλοπαιδισμού, το θαύμα και η αγιότητα αντιμετωπίζονται με δυσπιστία από τα ανώτερα στρώματα, γι’ αυτό και αναφέρονται ελάχιστα θαύματα και αγιοποιήσεις. Μια αναβίωση του θαύματος παρατηρήθηκε στα χρόνια του Ανδρόνικου Β’ όπου στα παλαιότερα, προστέθηκαν και κάποια καινούρια, για να καταδείξουν τη διαχρονικότητα των προσκυνημάτων στην παραγωγή θαυμάτων.

ΟΙ ΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΒΙΩΣΕΙΣ (255)

Από τους Αρχαίους Θεούς και Ήρωες στους Βυζ. Αγίους

Παρά την εκτόπιση (256) των αρχαίων θεών και ηρώων από το χριστιανισμό, η αρχαία θρησκεία άργησε να εκλείψει τελείως. Πληροφορίες που έχουμε, μαρτυρούν πως μέχρι τον 8ο αι. υπήρχαν πολλοί ειδωλολάτρες ενώ στην Πελοπόννησο οι εθνικοί – που προσηλύτισε ο Βασίλειος Α’, ήταν γνωστοί με το όνομα Έλληνες.
Στη διαμάχη των δύο θρησκειών, δεν υπήρξε νικητής. Πολλά τελετουργικά, τυπικά και σύμβολα της ελληνορωμαϊκής θρησκείας πέρασαν στο χριστιανισμό, κυρίως όσον αφορά στη λατρεία των αγίων.
Από το 19ο αι. θεωρείται πως οι άγιοι ήταν οι φυσικοί διάδοχοι των ηρώων.  Όπως και οι ήρωες, οι άγιοι κέρδισαν μια θέση ανάμεσα στο θεό και τον άνθρωπο. Όταν διαδόθηκε η λατρεία των αγίων, η εκκλησία χαλάρωσε λίγο την αυστηρότητά της, υποκύπτοντας στις επιθυμίες των πιστών.
Εγκοίμηση : στην πρακτική αυτή, φαίνεται καθαρά η συνέχεια καθώς οι επιγραφές της Επιδαύρου, δείχνουν (257) πως η λειτουργία της ως ιερό, είναι ανάλογη των θαυμάτων των Κοσμά και Δαμιανού. Τίθεται το ερώτημα αν πρόκειται για τον εκχριστιανισμό μιας αρχαίας πρακτικής, ή απλή επίδειξη ανοχής εκ μέρους της εκκλησίας. Αυτό ίσως ενισχύεται από το γεγονός πως μετά τον 7ο αι. η πρακτική αυτή εγκαταλείπεται.
Λατρεία και μετακομιδή λειψάνων: αν και θεωρείται αυστηρά χριστιανική συνήθεια, η μετακομιδή της τέφρας ενός ήρωα ήταν αρκετά συχνό ελληνικό φαινόμενο (μεταφορά της τέφρας του Θησέα από τη Σκύρο στην Αθήνα). Ο χριστιανισμός αποδέχεται και διαδίδει την πρακτική αυτή από τα μέσα του 4ου αι. Ο Κωνστάντιος, γιος του Μ.Κ. εγκαθιστά τα πρώτα λείψανα στο ναό των Αγ. Αποστόλων.
Εκχριστιανισμός ενός εθνικού κέντρου προσκυνήματος : πχ στην Αλεξάνδρεια υπήρχε το μαντείο και ο ναός της Ίσιδος, όπου εθνικοί και χριστιανοί πήγαιναν για συμβουλές και θεραπεία, με τη μέθοδο της εγκοίμησης. Ο Κύριλλος, πατριάρχης Αλεξανδρείας μετέφερε εκεί τα λείψανα δύο αγίων (258).
Τον 5ο αι. η λατρεία των λειψάνων ήταν σχεδόν καθολική. Η λατρεία των αγίων ταυτίστηκε με την εύρεση και προσκύνηση των λειψάνων τους και δε σταμάτησε ποτέ.
Υπήρξε επίσης – εκτός από τη μεταφορά ρόλων – και μεταφορά ονομάτων. Στον Αγ. Δημήτριο αναγνωρίζουμε τη Δήμητρα, πόσο μάλλον όταν στην Ελευσίνα ανεγέρθηκε ναός προς τιμήν του. Οι άγιοι Γεώργιος και Θεόδωρος ως δρακοκτόνοι φαίνεται να υποκατέστησαν την Ηρακλή και το Θησέα.
Οι παραπάνω ομοιότητες και αναλογίες μεταξύ ηρώων και αγίων θέτουν το θέμα αν η μια λατρεία συνεχίζει την άλλη με διαφορετικό τρόπο.  Όμως, δε μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός πως η λατρεία των αγίων προέκυψε από τη λατρεία των χριστιανών μαρτύρων. Η λατρεία των λειψάνων, ξεκίνησε από την έκφραση σεβασμού προς το σκήνωμά τους και ρίζωσε πρώτα στους Ιουδαίους που είχαν ασπαστεί το χριστιανισμό.
Επίσης, δεν είμαστε βέβαιοι κατά πόσο η Εκκλησία και οι πιστοί οικειοποιήθηκαν τη λατρεία των ηρώων με τις απαραίτητες μετατροπές. Η λατρεία των αγίων με εκδηλώσεις όπως ανέγερση ναού, καταχώρηση συγκεκριμένης εορτής στο ημερολόγιο ή τη μετακομιδή λειψάνων, πιθανόν να είχε διαφορετικό υπόβαθρο κάθε φορά. Υπήρξαν άγιοι που δημιουργήθηκαν από τη μυθιστορηματική φαντασία (Επτά Παίδες της Εφέσου). Υπήρξαν αυθεντικοί άγιοι, με λατρεία που αναπτύχθηκε χωρίς μυθολογικό στοιχείο (259) όπως ο άγιος Γεώργιος. Τέλος, υπήρξαν άγιοι που κληροδοτήθηκαν από την ειδωλολατρική παράδοση, όπως ο Κύρος και ο Ιωάννης που αντικατέστησαν την Ίσιδα.
Παρ’ όλες τις ομοιότητες, οι άγιοι δεν εξομοιώθηκαν ποτέ με τους θεούς. Οι συγγραφείς Βίων ή Θαυμάτων εφιστούν την προσοχή στο γεγονός πως δε θαυματουργεί ο άγιος αλλά ο θεός μέσω του αγίου, ενώ οι διηγήσεις θαυμάτων τελειώνουν με δοξολογία προς το θεό. Αυτό γινόταν για αποφυγή του κινδύνου να λάβει η λατρεία ενός αγίου επικίνδυνες διαστάσεις.
Συμπέρασμα : υπάρχουν πολλές αντιστοιχήσεις μεταξύ αρχαίου και χριστιανικού κόσμου σε θέματα λατρείας και πίστης. Ανά περίπτωση, οι ομοιότητες αυτές ήταν λατρευτικά κατάλοιπα του παρελθόντος, συστατικά ‘νέας’ ή παλιάς θρησκείας ή υπαγορεύσεις των χριστιανών πνευματικών ηγετών για την προσέλκυση κόσμου.

Οι Επιβιώσεις των (26) Εορτών και των Εθίμων και η Αντίθεση της Επίσημης Εκκλησίας.
Γνωρίσαμε ήδη τις χριστιανικές εορτές και πανήγυρεις που εκτός από στοιχείο της λατρείας τους, ήταν και αφορμή συνάντησης και ψυχαγωγίας. Ωστόσο, προέκυψε μια παράξενη συμβίωση χριστιανικών και εθνικών εορτών. Το ίδιο συνέβη και με κάποια έθιμα, που καμιά φορά δεν είχαν καμία σχέση με την αρχαία θρησκεία. Αρκούσε όμως να θεωρηθούν ξένες προς την κατά Χριστόν ζωή για να θεωρηθούν ‘αρχαία ήθη’. Οι χριστιανοί που συνέχιζαν να τα τηρούν, ονομάζονταν ‘ελληνίζοντες’.
Πηγές από κείμενα χριστιανών συγγραφέων και τις καταδικαστικές αποφάσεις εκκλησιαστικών συνόδων.
Ιωάννης Δαμασκηνός : στο ‘περί αιρέσεων’, αναφέρει τα έθιμα που τηρούν οι ‘εθνικόφρονες’, χριστιανοί δηλ. που κράτησαν εθνικές λατρευτικές συνήθειες. Παραδέχονται την τύχη, τη μοίρα, την αστρολογία, τη μαντεία, ερμηνεύουν οιωνούς, τελούν θυσίες εξιλασμού και εξορκισμού. Οι επιβιώσεις αυτές εκδηλώνονται ως :
-                      πρακτικοί τρόπου για την πρόβλεψη του μέλλοντος : μαντεία, ωροσκόπια, αστρολογία)
-                      μαγικές αποτροπαϊκές πρακτικές : θυσίες εξιλασμού, εξορκισμού
-                      ενεργός συμμετοχή σε ειδωλολατρικές εορτές
Λίγο πριν το Δαμασκηνό, η Πενθέκτη σύνοδος είχε καταδικάσει πολλές εθνικές εορτές και ειδωλολατρικές πρακτικές. Αφού αυτά εμφανίζονται και αργότερα, καταλαβαίνουμε πως οι πιστοί δεν τα εγκαταλείπουν αμέσως. Με το επιθετικό της ύφος, η εκκλησία δείχνει την αγωνία της για την εξάλειψή τους. Οι περισσότερες εορτές που αναφέρονται στην Πενθέκτη (261) είχαν κυρίως ρωμαϊκή καταγωγή. Υπήρχαν οι Καλένδες (1η Ιανουαρίου), τα Βότα, τα Βρουμάλια και άλλες. Ιδιαίτερη εορτή ήταν η 1η Μαρτίου, με ορχήσεις γυναικών και ανδρών. Οι ετήσιες αυτές εορτές συνδυάζονταν με μεταμφιέσεις ζώων, χρήση προσωπείων, χορούς, συμπόσια και γενικό ξεφάντωμα.
Ξένη προς το βίο των χριστιανών θεωρήθηκε η προσφυγή σε μάντη, τα άλματα πάνω από φωτιές και η συμμετοχή σε θεατρικά παιχνίδια.
Πάντως, μερικές εορτές επεβίωσαν και μετά την καταδίκη τους. Οι Καλένδες εξακολούθησαν να εορτάζονται, όπως και τα Βρουμάλια.
Όσο δύσκολο και αν ήταν να καταργηθούν οι παγανιστικές εορτές, ήταν σχεδόν αδύνατο να καταργήσουν οι Βυζ. τη μαγεία και την αστρολογία. Αρκετοί (262) όπως ο Μιχαήλ Ψελλός πίστευαν πως υπήρχε μια δόση αλήθειας σε αυτές. Άλλωστε για τους περισσότερους ανθρώπους ήταν περιθωριακές εκδηλώσεις πίστης. Η Εκκλησία είχε να αντιπαλέψει την αδυναμία του ανθρώπου να κατανοήσει τη ζωή και την επιθυμία του να γνωρίζει το μέλλον.

Σύνοψη Ενότητας
Οι παγανιστικές επιβιώσεις βρίσκονται σε δύο επίπεδα, τη λατρεία και τα έθιμα των Βυζ. υπάρχουν αρκετά στοιχεία της εθνικής θρησκείας, με μεγαλύτερη την ομοιότητα της πίστης προς τους αγίους. Η εγκοίμηση, η λατρεία των λειψάνων, η ανάδειξη αγίου ως προστάτη μιας πόλης, δηλώνουν μια συνέχεια. Πάντως, δε μπορούμε να είμαστε πάντα βέβαιοι για αυτή τη συνέχεια.
Παρά την καταδίκη εθνικών πρακτικών από την εκκλησία πολλές εορτές και έθιμα επιβιώνουν μέχρι τα μεσαιωνικά χρόνια. Το ίδιο η μαγεία και η αστρολογία.

Σύνοψη Κεφαλαίου (263)
Είδαμε πως οι έριδες και οι αιρέσεις απασχόλησαν τη βυζ. εκκλησία κατά την πρώιμη περίοδο. Κατόπιν ήρθε η κρίση της εικονομαχίας, το κίνημα του ησυχασμού, το σχίσμα. Σε όλες αυτές τις κρίσεις, ο αυτοκράτορας είχε ουσιαστική συμμετοχή.
Οι κυριότερες πηγές μας για τα εκκλησιαστικά του βυζ. έρχονται από τα αγιολογικά κείμενα, την εκκλησιαστική ιστοριογραφία και τα μοναστηριακά Τυπικά.
Το αναχωρητικό φαινόμενο, με κεντρική θέση στη θρησκευτική ζωή, έχει δύο μορφές τον ασκητισμό και τον κοινοβιακό μοναχισμό. Η Εκκλησία στελεχώνεται από μορφωμένους επισκόπους, που αποκτούν κύρος και αίγλη κατά την πρώιμη περίοδο, ενώ ο κατώτερος κλήρος είχε μεγαλύτερη σχέση με τους Λαϊκούς.
Οι εορτές και οι πανηγύρεις είναι οι αφορμές μετακίνησης, με ευρείες κοινωνικές διαστάσεις. Αναπόσπαστα στοιχεία της χριστιανικής λατρείας είναι η λατρεία των λειψάνων και η πίστη στις θαυματουργίες των αγίων, με ενσωματωμένα αρκετά παγανιστικά στοιχεία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: