Τόμος Α - Κεφ. 5
Οι Αρχαίοι πίστευαν πως αρχικά υπήρχε ένας θεός – δημιουργός του κόσμου. Η σκέψη αυτή διαφαίνεται στις κοσμογονικές και θεογονικές θεωρήσεις τους, που συνδέονταν μεταξύ τους και συνδυάζουν τον ποιητικό μύθο με την παρατήρηση και το διαλογισμό. Οι θεογονικοί μύθοι αναφέρονται στην καταγωγή και ιστορία των θεών ενώ οι κοσμογονικοί προσπαθούν να ερμηνεύσουν τη δημιουργία του κόσμου.
Θεογονία του Ησίοδου : αρχικά υπήρχε το Χάος, ύστερα η Γη και ο Έρως που εμφανίζεται ως κινητήρια δύναμη του κόσμου. Ο κόσμος συγκροτήθηκε σταδιακά από έναν ατέρμονο πολλαπλασιασμό και τη συνάντηση αντιθετικών δυνάμεων. Οι θεοί φέρονται ως δημιουργοί μιας ατέρμονης κίνησης τεκνογονίας.
Από τον 6ο αι. και μετά, οι Έλληνες άρχισαν να αναζητούν λογικές αιτίες για κάθε τι. Οι απόψεις είναι ποικίλες από εποχή σε εποχή. Όταν ανακάλυψαν την ορθολογική συμμετρία του σύμπαντος (με πρώτο τον Πυθαγόρα που αποκάλεσε το σύμπαν, κόσμο) εμπνεύστηκαν μια θρησκευτική λατρεία και μακαριότητα. Διαπίστωσαν επίσης πως αντίθετα με τον ουράνιο, ο ανθρώπινος κόσμος φθείρεται. Η αντίθεση αυτή προβάλλει μια τραγική διάσταση. Στη συμμετρία και τάξη του ουράνιου θόλου αντιτίθεται ένας γήινος κόσμος που απειλείται διαρκώς από το χάος. Τα άστρα δεν παραβιάζουν ποτέ το δίκαιο, ο άνθρωπος όμως κινδυνεύει από διάφορες δυνάμεις. Η ύβρις, είναι μια από αυτές (334) που ωθεί σε συμπεριφορές έξω από το όριο και προκαλεί τη μήνιν των θεών.
Από τον 6ο αι. και μετά, οι Έλληνες άρχισαν να αναζητούν λογικές αιτίες για κάθε τι. Οι απόψεις είναι ποικίλες από εποχή σε εποχή. Όταν ανακάλυψαν την ορθολογική συμμετρία του σύμπαντος (με πρώτο τον Πυθαγόρα που αποκάλεσε το σύμπαν, κόσμο) εμπνεύστηκαν μια θρησκευτική λατρεία και μακαριότητα. Διαπίστωσαν επίσης πως αντίθετα με τον ουράνιο, ο ανθρώπινος κόσμος φθείρεται. Η αντίθεση αυτή προβάλλει μια τραγική διάσταση. Στη συμμετρία και τάξη του ουράνιου θόλου αντιτίθεται ένας γήινος κόσμος που απειλείται διαρκώς από το χάος. Τα άστρα δεν παραβιάζουν ποτέ το δίκαιο, ο άνθρωπος όμως κινδυνεύει από διάφορες δυνάμεις. Η ύβρις, είναι μια από αυτές (334) που ωθεί σε συμπεριφορές έξω από το όριο και προκαλεί τη μήνιν των θεών.
Τα συμπεράσματα αυτά συμπίπτουν με μια χρονική στιγμή (7ος – 6ος αι.) όπου οι Έλληνες έβγαιναν από μια περίοδο συνεχών επαναστάσεων και εγκαθίδρυαν μια πολιτική τάξη που βασιζόταν στο νόμο. Είδαν έτσι όχι μόνο την ομορφιά και την κοσμική τάξη, αλλά και μια θεϊκή δικαιοσύνη με ισχυρή και καταστροφική δύναμη. Τη δικαιοσύνη αυτή τοποθετούσαν στο κέντρο του κόσμου ως τη δύναμη που τον κυβερνά και στην οποία όλοι όφειλαν υπακοή.
Στην ελληνική σκέψη, ο όρος ‘κόσμος’ αναγνωρίζεται ως αρχή δημιουργίας και νομοθεσίας, αποτελεί ορθολογική τάξη πραγμάτων και δίκαιων σχέσεων, επιβάλλεται σε όλα τα όντα (θεούς και ανθρώπους) καθώς είναι μια τέλεια ολότητα.
Απαρχές (335)
Θεωρούμε πως οι απαρχές της ελληνικής θρησκείας εντοπίζονται στο μινωικό και το μυκηναϊκό πολιτισμό, καθώς εκεί βρίσκουμε ίχνη λατρειών και τελετουργιών.
Κρήτη
Εκεί συναντάμε αντιλήψεις που ασκούν βαθιά επίδραση στους επόμενους αιώνες. Η μινωική θρησκεία ήταν κυρίως φυσιολατρική και αγνοούσε την απόσταση που χωρίζει τον κόσμο των ανθρώπων από αυτόν των δαιμόνων. Φαίνεται να απολαμβάνει τις χαρές της ζωής χωρίς μεταφυσικές αγωνίες ή αναζητήσεις. Η φύση γίνεται αντιληπτή ως θεότητα.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Μίνωας ήταν γιος κι έμπιστος του Δία. Κάθε εννέα χρόνια ανέβαινε στο βουνό και περνούσε από την κρίση του πατέρα του. Αν ο θεός ήταν δυσαρεστημένος, ο βασιλιάς εξαφανιζόταν. Αν ήταν ευχαριστημένος, ο Μίνωας κατέβαινε στους ανθρώπους με ανανεωμένη τη βασιλεία του για άλλα εννέα χρόνια. Πάντως, ο βασιλιάς δε λατρευόταν ως θεός ενώ οι γυναικείες θεότητες ήταν δυνατότερες των ανδρικών.
Η λατρεία της Μεγάλης Θεάς (Πότνια) βρίσκει στην Κρήτη την ολοκλήρωσή της. Η δύναμή της εκδηλώνεται στις ιερές πέτρες, σε στύλους, στο διπλό πέλεκυ (λάβρυς) και σε όλη τη φύση. Η Πότνια, μητέρα και παρθένα, εξαγνίζει άγρια ζώα σφάζοντάς τα κι εκδηλώνει την απόλυτη θηλυκότητα. Οι φευγαλέες εμφανίσεις της εκφράζονται μέσα από φίδια και περιστέρια.
Ο τύπος της Μητέρας Θεάς είναι κυρίαρχος. Μπορεί να συνοδεύεται από δευτερεύοντα πρόσωπα, μια μεγάλη κόρη και ένα μικρό αγόρι, αποτελώντας έτσι ιερή οικογένεια. (336). Η θεότητα αυτή επιμερίζεται σε πολλές που αφορούν ζώα, φυτά, κορυφές βουνών ή τη θάλασσα.
Οι ανδρικές θεότητες αναπαρίστανται από ζώα (κόκκορας, ταύρος). Η ιερογαμία (γάμος μεταξύ θεών) αποτελεί την ετήσια αναγέννηση του σύμπαντος.
Η λατρεία των θεοτήτων εκφράζεται με δύο τύπους ιερών :
- ένα στη φύση, στο ύπαιθρο
- ένα σε σπίτια και ανακτορικά συγκροτήματα.
Το γεγονός πως στην Κρήτη δε συναντάμε μεγάλα ιερά, δείχνει πως δεν υπήρχε η τάση για μνημειώδεις εκδηλώσεις θρησκευτικότητας.
Ηπειρωτική Ελλάδα
Θεωρείται πως ο μυκηναϊκός πολιτισμός οφείλει τα χαρακτηριστικά του στο μινωικό. Όμως, η επίδραση της Κρήτης φαίνεται επιφανειακή και όχι ουσιαστική. Η μυκηναϊκή θρησκεία αποτελούσε συγκροτημένο σύνολο. Η κρητική Πότνια υιοθετήθηκε από τους Αχαιούς, οι οποίοι πίστευαν στις δυνάμεις της φύσης και απέδιδαν πνευματική δύναμη σε διάφορα ζώα και αντικείμενα.
Τόποι συγκέντρωσης μπορεί να ήταν ένα σπήλαιο, η κορυφή ενός λόφου, ή οι ακροπόλεις. Οι λατρεία τελούνταν από ιερείς που κατείχαν και δημόσια αξιώματα, οι οποίοι προσέφεραν θυσίες.
Εδώ όμως οι ανδρικές θεότητες υπερτερούν των γυναικείων. Επίσης τιμούνται τόσο οι χθόνιες, όσο και οι ουράνιες θεότητες, με πάνθεον ισομερώς χωρισμένο σε θεούς και θεές, για τις οποίες συνυπάρχουν διαφορετικής προέλευσης αντιλήψεις. Αναπόσπαστο (337) μέρος της αιτιολογίας των θεών, αποτελούν οι δαίμονες.
Δεν είναι εύκολο να διακρίνουμε τις ιδιαιτερότητες της κάθε εποχής. Οι ερμηνείες των σύγχρονων μελετητών είναι τόσες όσες και οι θεότητες. Εκείνο που μπορούμε να πούμε, είναι πως η ελληνική θρησκεία του 7ου – 4ου αι. προέκυψε από τη σύνθεση πολλών θρησκευτικών ρευμάτων και επιδράσεων. Έτσι, όλα όσα συνδέονται με τη θρησκευτική πίστη των αρχαίων είναι αποτέλεσμα μακράς πορείας. Ξεκινά από την εποχή του Χαλκού (αρχές της 2ης χιλιετίας) και ολοκληρώνεται στη γεωμετρική και αρχαϊκή εποχή, που σε ένα βαθμό ολοκληρώνεται τη μυκηναϊκή εποχή. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β, αποκαλύφθηκαν ονόματα θεών που γνωρίζουμε από τις αρχές της 1ης χιλιετίας. Απουσιάζουν μόνο τα ονόματα του Απόλλωνα, (338) της μητέρας του Λητούς και της Αφροδίτης. Ο Διόνυσος εμφανίζεται ως γιος του Δία και αποτελούσε μέρος των μυκηναϊκών θεοτήτων.
Ανθρωπομορφισμός
Οι Έλληνες επινόησαν την πιο ευφυή και συγκαταβατική θρησκεία, καθιερώνοντας την ανθρωπόμορφη παράσταση της θεότητας. Η θρησκεία τους ήταν πολυθεϊστική και εμπλουτιζόταν με νέους θεούς και θεότητες. Εκτός από τη μορφή, τους απέδιδαν και εξαιρετικά πλούσιους μύθους σε ενιαίο σύνολο (μυθολογία).
Θεοί και Μύθοι (339)
Ο ελληνικός χώρος είναι ο μοναδικός με τόσο πλούσιο πάνθεον και μυθολογία. Οι μύθοι αυτοί δεν είναι πάντοτε οι ίδιοι καθώς παρουσιάζουν διάφορες εκδοχές ανάλογα με την περιοχή. Ενιαίο σώμα, αποτελούν οι ιστορίες για τη δημιουργία του κόσμου και την κοινωνία των θεών (Ησίοδος).
Η μυθολογία παρέχει ένα σύνολο αναπαραστάσεων που δίνουν πραγματική όψη σε απρόβλεπτες δυνάμεις που εκπροσωπούνται από μια θεότητα. Επίσης, κάθε επάγγελμα είχε το δικό του θεό προστάτη.
Οι αρχαίοι είχαν το αίσθημα του πεπρωμένου, μιας ροής πραγμάτων από όπου κανείς δε μπορούσε να ξεφύγει. Οι θεότητες που το αντιπροσώπευαν ήταν δευτερεύουσες και αφηρημένες. Όμως, το πεπρωμένο περιέχει ευκαιρίες που θεοί και άνθρωποι πρέπει να εκμεταλλευτούν. Οι θεοί διατηρούσαν μια ορισμένη τάξη και ενσάρκωναν ένα συμπλήρωμα της ανθρώπινης ύπαρξης. .
Η μυθολογία τοποθετεί τον άνθρωπο μέσα σε μια θεϊκή δραματουργία στην οποία προβάλλει τα ανθρώπινα πάθη. Εξιδανικεύει το ανθρώπινο πεπρωμένο σε ένα μέσο επίπεδο, καθώς ούτε οι θεοί εξαιρούνται από τις ανθρώπινες μικρότητες.
Η Κοινωνία του Ολύμπου (340)
Η Θρησκεία του Ομήρου και του Ησιόδου
Οι ποιητές Όμηρος και Ησίοδος, αντικατόπτρισαν παράλληλα την ανθρώπινη δράση στη θεϊκή. Απέδωσαν στους θεούς τις επωνυμίες και τα χαρακτηριστικά τους, μοίρασαν τιμές και τέχνες, ξεχώρισαν τα είδη και προσδιόρισαν τις σχέσεις τους με τους ανθρώπους. Στο έργο τους ξεχωρίζουν ως ανώτεροι οι ‘Ολύμπιοι’ θεοί παρουσιάστηκε η προέλευσή τους (Θεογονία), η ιεραρχία, οι ιδιότητές τους και περιέγραψαν τη ζωή και τις περιπέτειές τους.
Τα ομηρικά έπη κυρίως, είναι αυτά που αποτύπωσαν οριστικά τους μύθους θεών και ηρώων. Αίνιγμα αποτελεί η πνευματική ελευθερία της ομηρικής αντίληψης.
Ο Όμηρος δείχνει τους θεούς να ζουν και να αισθάνονται όπως οι θνητοί. Είχαν τα ίδια προτερήματα και ελαττώματα, ιδιοτροπίες και πάθη. Η διαφορά τους από τους ανθρώπους ήταν η αθανασία, ο πλούτος και οι υπερφυσικές δυνάμεις τους. Ο Όμηρος (341) κατάφερε να γίνει η Βίβλος της Ελλάδας καθώς εξέφραζε μια νέα και ιδιαίτερη αντίληψη της ανθρώπινης κατάστασης και ύπαρξης.
Ησίοδος : στη Θεογονία του κατηγοριοποίησε τους θεούς σύμφωνα με τη λογική. Στο Έργα και Ημέραι, αποτύπωσε τους θεούς ως ηθικές δυνάμεις από όπου πήγαζε το δίκαιο (Δίκη, προστατευόμενη του Δία), αποδίδοντας έτσι στη θρησκεία ηθικό περιεχόμενο. Επίσης υποδείκνυε στους αγρότες τελετουργικό ημερολόγιο.
Οι Ομηρικοί Ύμνοι ψέλνονταν σε ναούς, συνδέονταν με τη λατρεία και παρέχουν μυθολογικές αφηγήσεις.
Από τα παραπάνω, οι θεοί παρουσιάζονται παντοδύναμοι, παντογνώστες και κυρίαρχοι του κόσμου. Αποτελούν ένα σύνολο όπου αντιμάχονται ο ένας τον άλλον και περιορίζουν τις εξουσίες τους. Κατοικούσαν στον Όλυμπο αλλά μπορούσαν να έχουν και δεύτερη κατοικία (Ποσειδώνας, Πλούτωνας). Η κοινωνία τους είναι οργανωμένη σε αμετάβλητες βάσεις. Όμως, η εξουσία του Δία δεν είχε αναγεννητική δύναμη, ούτε έπαιζε σημαντικό ρόλο στην ‘οικονομία’ του κόσμου.
Εκείνο που έχει σημασία, είναι πως οι άνθρωποι ζητούσαν (342) από τους θεούς να εξασφαλίσουν ή να εγγυηθούν τις απόλυτες μορφές ζωής. Από δω προκύπτει ο συνδυασμός οικειότητας και απόστασης ανάμεσα στις σχέσεις θεών και ανθρώπων. Οι ζωντανοί θεοί ενσαρκώνουν την άρνηση του θανάτου.
Θεοί και Ιδιότητες (343)
Δίας : ο ανώτερος θεός, που όλοι υπακούουν. Συχνά συμβουλεύεται άλλους θεούς αλλά η τελευταία λέξη είναι δική του. Δεν είναι παντοδύναμος, καθώς τα πράγματα πολλές φορές ακολουθούν τη δική τους πορεία και γνωρίζει και αποτυχίες. Αρχικά εμφανίζεται ως θεός των βουνών και του πολέμου. Σταδιακά γίνεται ο πατέρας θεών και ανθρώπων, φύλακας των νόμων, και διοικεί όλα τα στοιχεία της φύσης. Το μόνο του ελάττωμα είναι οι γυναίκες. Πριν παντρευτεί την Ήρα είχε κι άλλες συζύγους (Διώνη, Μήτις, Θέτιδα, Ευρυνόμη, Μνημοσύνη, Λητώ, Δήμητρα) αλλά και πλήθος θνητών συντρόφων.
Τα ‘Τέκνα’ του Δία (344)
Ήβη : οινοχόος των θεών και θεά της νεότητας
Ειλείθυια : βοηθούσε τις γυναίκες στη γέννα
Άρης : ηλίθιος θεός του πολέμου
Ήφαιστος : θεός της φωτιάς, του σιδήρου και των χειροτεχνιών
Ήρα : προστάτιδα του γάμου, της μητρότητας
Αθηνά : θεά της σοφίας, των τεχνών του πολέμου, της μάχης και της ειρήνης. Δώρισε την ελιά στην Αθήνα, ως παρθένα ήταν σεμνή και σκληρή. Παρηγορούσε τις γυναίκες και ενέπνεε το πολεμικό μένος στους άνδρες.
Απόλλωνας : παρορμητικός και φιλόδοξος. Προστάτης της μουσικής και των τεχνών, νομοθέτης, θεός του πολέμου. Ταυτιζόταν με την τάξη, το μέτρο, τη λογική και το κάλλος. Συνδεόταν (μαζί με την Άρτεμη) με τις μυητικές τελετές αγοριών και κοριτσιών.
Άρτεμις : (345) παρθένα θεά του κυνηγιού και των δασών. Προστάτιδα της άγριας φύσης και των επίτοκων γυναικών.
Αφροδίτη : θεά της ομορφιάς και της ετερόφυλης ερωτικής απόλαυσης. Λατρεύεται σε πολλές μορφές. Οι εταίρες τη θεωρούσαν προστάτιδά τους. Στη γιορτή της τα Αφροδίσια επικρατούσε πλήρης σεξουαλική ελευθερία.
Ερμής : θεός των οδοιπόρων, προστάτης των κηρύκων, της τύχης, του εμπορίου και του κέρδους. Θεωρείται επίσης ψυχοπομπός. Είναι ευκίνητος και ταχύς.
Τα Αδέλφια του Δία (346)
Δήμητρα : θεά των αγροτικών εργασιών
Εστία : θεά της Εστίας και της οικογένειας
Ποσειδώνας : θεός της θάλασσας και των ποταμών
Άδης : βασιλιάς των νεκρών
Δευτερεύουσες Θεότητες (347)
Ίρις : θεά του ουράνιου τόξου και αγγελιαφόρος του Δία
Τύχη,Υμέναιος, Όνειρος, Λήθη, Θάνατος
Έρωτας : κατά τον Ησίοδο, ο δημιουργός του κόσμου
Οι Εννέα Μούσες : ενέπνεαν τους καλλιτέχνες και τους ποιητές
Νέμεσις : τιμωρός των υβριστών
Ερινύες : τιμωροί της αδικίας
Μοίρες : ρύθμιζαν και κυβερνούσαν τη ζωή θνητών και θεών
Σειρήνες, Νύμφες, Νηρηίδες, Ωκεανίδες και Σάτυροι, που ζούσαν στα δάση, τους αγρούς και το νερό.
Οι θεότητες αυτές συνόδευαν τις μεγαλύτερες με τις οποίες συνδέονταν με συγγενικούς δεσμούς. Χωρίζονται σε ανδρικές και γυναικείες.
Ανδρικές : κοινωνικού χαρακτήρα, συνδέονται με την πολιτική, τον πόλεμο, την κυριαρχία, τις επιστήμες, τον πλούτο.
Γυναικείες : χωρίζονται σε θεές – μητέρες, σε θεές – κόρες που παραμένουν παρθένες, συμβολίζουν και συνδέονται με τη γη, τη γονιμότητα, το γάμο, τη σεξουαλικότητα και άλλα.
Το πάνθεο αυτό, μπορεί να χωριστεί και ανάλογα με το χώρο που επηρεάζει η κάθε θεότητα. Σχηματικά (348) :
- ουράνιοι θεοί : Ουρανός, Δίας, Ήλιος, Σελήνη
- επίγειοι θεοί : είναι η πλειονότητα. Άλλοι κατοικούν στη γη, άλλοι ανάβλυζαν ως πηγές κι άλλοι κατοικούσαν στον αέρα.
- Θεοί της γονιμότητας : συνδέονται με την αναπαραγωγή και τη μητρότητα
- Χθόνιοι θεοί : θεωρούνταν σκοτεινές δυνάμεις κατοικούσαν σε σπήλαια χαράδρες ή κάτω από τη γη και λατρεύονταν τη νύχτα.
Ήρωες και Ημίθεοι
Κατά τον Όμηρο, ήταν άνθρωποι που διέθεταν εξαιρετική ανδρεία και δύναμη. Κατά τον Ησίοδο, είχαν γεννηθεί από θεούς. Η λατρεία των ηρώων εμφανίζεται τον 8ο αι. γύρω από τους μυκηναϊκούς τάφους. Χρησιμοποιήθηκε ως μίμηση της συμπεριφοράς των ηρώων και ως μέσο ιδιοποίησης της ηρωικής εποχής. Συνδέθηκε επίσης με την προσπάθεια κατασκευής ενός ηρωικού παρελθόντος. Πολλές ομάδες ευγενών (349) ή και πόλεις θεωρούσαν πως κατάγονται από ήρωες.
Επίσης υπήρχε η λατρεία των ανώνυμων προγονικών ηρώων, που θεωρούνταν πνεύματα ικανά να ωφελήσουν ή να βλάψουν τους ανθρώπους και για αυτό τους τιμούσαν ιδιαίτερα.
Καταλαβαίνουμε από αυτά πως οι θεοί ήταν πανταχού παρόντες. Προστατεύουν αλλά και απαιτούν.
Ο Όμηρος και ο Ησίοδος τους παρουσιάζουν τελείως ανθρώπινους με πάθη. Κανείς τους δεν υπερασπίζεται μια ηθική, ούτε αποτελούν πρότυπο συμπεριφοράς. Παρόλο όμως που οι ίδιοι παραβιάζουν κάθε κανόνα, ζητούν από τους ανθρώπους να είναι καλοί και δίκαιοι. (Αιδώς, Δίκη).
Αν οι θεοί του Ομήρου συμπεριφέρονται όπως τους αρέσει, οι θεοί του Ησίοδου επενδύουν σε μια ηθική αποστολή και την τήρηση της τάξης.
Απόλλωνας (350)
Του αποδίδονται πολλές και διάφορες ιδιότητες. Είναι κυνηγός, διώκτης των άγριων ζώων, βοσκός και προστάτης των κοπαδιών. Θεωρείται θεός του φωτός και συνδέεται με τον Ήλιο. Επηρέαζε την καρποφορία της γης. Εμφανίζεται επίσης ‘πολιτισμένος’ και ‘εξευγενισμένος’ καθώς είναι υπεύθυνος για κάθε έμπνευση. Σα θεός της μουσικής, της ποίησης και του χορού διαθέτει εκπολιτιστική δύναμη. Ως θεραπευτής θεός, γίνεται ο προστάτης των πασχόντων. Στο πρόσωπό του συγκεντρώνονται όλα τα χαρακτηριστικά που υπερβαίνουν την καθημερινή μετριότητα. Εκπροσωπεί επίσης διάφορες καταστάσεις (το σπίτι, τους δρόμους).
Πάνω από όλα όμως, το απολλώνιο πνεύμα συνέβαλε στη μεταβολή των αντιλήψεων για την ανθρωποκτονία. Εμφανίζεται ως κριτής και τιμωρός όσων έπεφταν στο μίασμα και των συνενόχων τους. Αντίθετα, όσους ομολογούσαν τους υποδείκνυε τον τρόπο να επανορθώσουν στους Δελφούς.
Με τους χρησμούς και τις συμβουλές του γίνεται ο κατ’ εξοχήν νομοθέτης και πολιτικός θεός. Τέλος, μεσολαβεί ανάμεσα σε θεούς και ανθρώπους.
Το Μαντείο των Δελφών (351)
Ο σημαντικότερος χώρος του ελλαδικού χώρου όπου κατέφευγε όλη η Ελλάδα για να πάρει χρησμό από τον Απόλλωνα, διαμέσου της παρθένας Πυθίας. Στους Δελφούς παρουσιάζεται ως μαντικός θεός που αποκαλύπτει τις επιθυμίες του Δία και το μέλλον.
Μια παράδοση αναφέρει πως το μαντείο δημιουργήθηκε λόγω ενός χάσματος της γης από όπου ανάβλυζαν φυσικοί ατμοί. Όταν κάποιος τους εισέπνεε ψέλλιζε ακατανόητες λέξεις που θεωρούνταν μαντικές. Άλλες παραδόσεις αναφέρουν πως το μαντείο ανήκε αρχικά στη θεά Γη, που αργότερα το μοιράστηκε με τον Ποσειδώνα, μετά το έδωσε στη Θέμιδα, από όπου το πήρε ο Απόλλωνας (352).
Με την άφιξη του Απόλλωνα στους Δελφούς, συνδυάζονται πολλές και διαφορετικές παραδόσεις. Η επικράτησή του ήρθε με την ηρωική νίκη του ενάντια στο τέρας Πύθωνα.
Αναφέρονται επίσης ως διεκδικητές του ιερού ο Διόνυσος και ο Ηρακλής.
Με το Διόνυσο ο Απόλλωνας μοιραζόταν το ιερό για τρεις μήνες. Έτσι η λατρεία των δύο θεών τοποθετείται μαζί. Άλλοι θεωρούν πως ο Διόνυσος εμφανίζεται ως κρίκος μεταξύ των χθόνιων θεών και του Απόλλωνα, ως ερμηνευτή των ολύμπιων αποφάσεων.
Διόνυσος (352)
Τόσο ο Ησίοδος όσο και ο Όμηρος, σχεδόν αγνοούν το Διόνυσο. Όμως (353) δεν υπάρχει θεός πιο δημοφιλής από αυτόν, ή που να προκάλεσε τόσα προβλήματα. Φέρεται ως θεός της γονιμότητας, της βλάστησης που κάθε χρόνο αναγεννιέται και συνδέεται με το σταφύλι, τον κισσό και τα πράσινα μήλα. Είναι προστάτης των αμπελιών και της μέθης, με την οποία κυριεύει τις ψυχές. Οι γιορτές του ήταν ιδιαίτερα σημαντικές για τους ανθρώπους των πόλεων και της υπαίθρου. Η λατρεία του εξαπλώνεται την αρχαϊκή εποχή και τον 6ο αι. επιδρά στη θρησκεία, την τέχνη και την ποίηση. Πάντως, έχει πολλές διαφορετικές εκδηλώσεις και πλήθος ερμηνειών.
Επικρατέστερη εκδοχή της γέννησής του είναι πως οι γονείς του είναι ο Δίας και η Σεμέλη, πριγκίπισσα της Θήβας. (διαβάστε το μύθο).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ορφική παράδοση και οι παραλλαγές της που αφορούν τη γέννηση και τη ζωή του. Σύμφωνα με αυτήν, (354) ο Διόνυσος ήταν γιος του Δία και της Περσεφόνης, ένα τέρας με κέρατα και 4 μάτια. Η Ήρα που ζήλευε έστειλε τους Τιτάνες να σκοτώσουν το Διόνυσο. Εκείνοι τον έσφαξαν, τον τεμάχισαν και τον έφαγαν. Μια παραλλαγή λέει πως πρόσφεραν ένα μέρος του στον Απόλλωνα, που δεν το έφαγε αλλά το απόθεσε κάτω από τον τρίποδα της Πυθίας. (διαβάστε και τους άλλους μύθους της σελίδας).
Ο τεμαχισμός, ο σπαραγμός και η αναγέννηση του Διονύσου τον καθιστούν σύμβολο της ζωής που αναζωογονεί συνεχώς τη φύση.
Ωμοφαγία : τελετή όπου οι μυημένοι συντρώγουν ωμές σάρκες ταύρου που τον θεωρούσαν μια από τις μορφές του θεού. Η πράξη υπαινισσόταν τα πάθη του θεού και την προσπάθεια να ταυτιστούν με αυτόν μέσα από τη βρώση της σάρκας του.
Ο Διόνυσος ταυτίστηκε με τις θεότητες της Ελευσίνας και κυρίως το θεό Ίακχο. Παίρνει θέση δίπλα στη Δήμητρα και την Κόρη στα Ελευσίνια Μυστήρια, γίνεται ένα σημαντικό στοιχείο της ορφικής λατρείας και σφετερίζεται ιδιότητες παλαιότερων θεοτήτων. Για αυτό και οι παραδόσεις που τον αφορούν δεν μπορούν να διευκρινιστούν.
H Λατρεία του Διονύσου (355)
Σημαντικά χαρακτηριστικά της ήταν οι οργιαστικές τελετές. Κάθε δύο χρόνια, στους Δελφούς και τον Παρνασσό, στις αρχές Δεκεμβρίου όταν ο Απόλλωνας απουσίαζε, γινόταν τα ‘διονυσιακά όργια’, θρησκευτικές τελετές. Συμμετείχαν μόνο γυναίκες, οργανωμένες σε θιάσους και ονομάζονταν ‘θυιάδες’ ή ‘μαινάδες’ (από τη μανία τους κατά την τέλεση των οργίων), ή ‘βάκχες’. Έφθαναν κατά τη διάρκεια της νύχτας και σκορπίζονταν στον Παρνασσό κρατώντας θύρσο στο ένα χέρι και αναμμένο πυρσό στο άλλο. Ο έξαλλος χορός, η φωτιά, η μουσική τις οδηγούσαν σε κατάσταση έκστασης και μπορούσαν να δεχτούν τη διδασκαλία του Διονύσου και να τον αποδεχτούν μέσα τους. Έτσι εξασφαλίζονταν η ευτυχία στον κάτω κόσμο. Η κορύφωση ερχόταν με το διασπαραγμό, το διαμελισμό ενός αγριμιού που έβρισκαν εκεί με τα χέρια τους, ως ανάμνηση του μαρτυρίου του θεού. Αρκετές φορούσαν το δέρμα του ζώου, έπιναν το αίμα κι έτρωγαν το ωμό κρέας (ωμοφαγία) σε ιερή κοινωνία με το θεό. (254) Πίστευαν πως έτσι ενώνονταν μαζί του. Ελευθερώνονταν από το σώμα τους, αποκτούσαν θεία ενόραση και προφητική δύναμη. Ο Διόνυσος προσέφερε την ελπίδα για αιώνια σωτηρία. Παρόμοιες τελετές γίνονταν στην Αρκαδία, τη Μακεδονία και τη Θράκη.
Στις ανοιξιάτικες γιορτές του Διονύσου, τον συνόδευαν ένας χορός Μαινάδων και Σατύρων. Μαζί τους ο θεός σχηματίζει ‘ιερό σαματά’ και ο χορός προχωρά κραδαίνοντας το φαλλό.
Στην Αθήνα οι γιορτές του ήταν πολύ σημαντικές.
Τα Μεγάλα ή εν άστει Διονύσια : τελούνταν προς τα τέλη Μαρτίου – αρχές Απριλίου και διαρκούσαν 6 μέρες. Τη δεύτερη γινόταν η μεγάλη πομπή που μετέφερε το άγαλμα του θεού από τον Κεραμικό στο ιερό του. Εύθυμες ομάδες ανδρών και παιδιών έψαλλαν. Κυριότερο έμβλημα ήταν ο φαλλός, σύμβολο γονιμότητας. Το βράδυ, ομάδες ανδρών περιφέρονταν στην πόλη τραγουδώντας και κάνοντας πειράγματα. Τις 4 τελευταίες μέρες, γινόντουσαν οι δραματικές παραστάσεις.
Τα Μικρά ή κατ’ αγρούς Διονύσια : γίνονταν τέλη Δεκεμβρίου ή αρχές Ιανουαρίου. Χαρακτηριστικά τους ήταν οι άφθονες σπονδές, δείπνα, χοροί, το βάψιμο του προσώπου, το μασκάρεμα και η ανταλλαγή βωμολοχιών. Έμβλημα ήταν κι εδώ ο φαλλός και τα ‘φαλλικά άσματα’.
Λήναια και Ανθεστήρια : (357) κι εδώ κυριαρχούσαν η μέθη, οι χοροί, οι μεταμφιέσεις, οι ύβρεις και οι σαρκασμοί.
Δεν υπήρχαν ιδιαίτερες προϋποθέσεις για να συμμετέχει κάποιος στις εορτές του Διονύσου. Οποιοσδήποτε γινόταν δεκτός από μια ομάδα ή θίασο με μυημένα μέλη, μπορούσε να το κάνει. Η ένταξη στη διονυσιακή λατρεία ήταν προσωπική υπόθεση.
Η οργιαστική γιορτή εκπλήρωνε έναν καθαρτήριο και συγκεκριμένο ρόλο. Καταργεί τα όρια μεταξύ των ατόμων, των τάξεων και της φύσης. Η άσεμνη συμπεριφορά, η παραβίαση κανόνων, η αντιστροφή των ρόλων καταργούν την τάξη της καθημερινότητας.
Ο Διόνυσος καταργεί την απόσταση θεών και ανθρώπων, με τον ενθουσιασμό και την έκσταση. Πρόκειται για έναν ελεύθερο θεό που απευθύνεται σε όλους, ακόμη και τους δούλους. Αν η καταγωγή του εμφανίζεται ‘ξένη’ είναι για να θυμίζει την αστάθεια και την αβεβαιότητα της τάξης του πολιτισμού.
Ο Διόνυσος παρουσιάζεται ως νέος που πεθαίνει κι ανασταίνεται, εξαγοράζει κι εξαγνίζει τα ανθρώπινα λάθη. Γίνεται λοιπόν ο θεός που δίνει ελπίδα για μια δικαιότερη μετά θάνατον ζωή. Είναι επίσης ο δαίμονας που κατέχει τις δυνάμεις του σύμπαντος. Όταν από την ύπαιθρο εγκαθίσταται στην πόλη, προκαλεί κρίση. Τον οικειοποιούνται οι αγρότες και οι τύραννοι, που (358) διευρύνουν τη λατρεία του για να περιορίσουν τα θρησκευτικά προνόμια των αριστοκρατών.
Ο θεός είναι εχθρός του Κράτους και προσφέρει μια σωτηρία που αμφισβητεί την τάξη. Προέρχεται από έναν αντι – κόσμο όπου ανατρέπονται και συμπληρώνονται οι μορφές του απολλώνιου κόσμου.
Η Πολιτική Θρησκεία (359)
Θρησκεία και Πόλη
Για τους αρχαίους, που εκδήλωναν ατομικά και συλλογικά την ευσέβειά τους, όλοι οι θεσμοί της ζωής συνδέονταν με τη θρησκεία. Οι θεοί – αν και με ελαττώματα – γενικά προασπίζουν την αρετή, τιμωρούν την αδικία. Όμως, η ‘καλή διαγωγή’ δεν ήταν αυτοσκοπός. Οι Έλληνες δε γνώρισαν ιερά βιβλία, κλειστή ιερατική κάστα που να επέβαλλε συγκεκριμένη συμπεριφορά.
Η θρησκεία βασιζόταν στη συμμετοχή στις επίσημες τελετές και τη σημασία του τελετουργικού μέρους. Έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή της πόλης κι εξυπηρετούσε τους σκοπούς και τα ιδεώδη της. Ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την πολιτική κι η λατρεία των θεών θεωρούνταν ζωτική για τη σταθερότητα της πόλης.
Καθώς η θρησκεία αποτελούσε λειτουργία της πόλης, η πόλη ήταν υπεύθυνη για όλα τα θρησκευτικά θέματα. Οι ιερείς – απλοί πολίτες – εκπροσωπούσαν την πόλη, όχι το θεό και δεν είχαν ιδιαίτερη επιρροή στο δήμο. Ο καθένας μπορούσε να εκλεγεί ιερέας αν γνώριζε το τελετουργικό του θεού, άλλωστε οι ιερείς εκτελούσαν καθήκοντα κατώτερων υπαλλήλων καθώς την ηγεσία της θρησκείας την είχε η πόλη. Την περιουσία των ναών διαχειρίζονταν (360) κρατικοί υπάλληλοι.
Ο πολίτης πίστευε ότι ήθελε, αρκεί να μην αρνούνταν δημόσια και να μην ασεβούσε απέναντι στους θεούς της πόλης. Η προσβολή της θρησκείας αποτελούσε έγκλημα και τιμωρούνταν αυστηρά. Πριν από κάθε ιδιωτική ή δημόσια πράξη προσφερόταν θυσία, όπως πάλι με θυσίες εξαγνιζόταν ο χώρος πριν από κάθε συνεδρίαση της Εκκλησίας του Δήμου ή πριν από πολεμικές επιχειρήσεις. Ανάλογα με τη ζητούμενη νίκη, έκαναν προσευχές, θυσίες και σπονδές.
Προσευχή : τη συναντάμε παντού, στη δημόσια και την ιδιωτική ζωή του πολίτη. Ακόμη και την κλασική, εποχή της αμφισβήτησης, οι προσευχές δείχνουν πως οι δεσμοί με τους θεούς παρέμεναν σταθεροί.
Μετά την εγκαθίδρυση της πόλης – κράτους, δημιουργείται μια πολιτική θρησκεία με κυρίαρχη τη λατρεία των ολύμπιων θεών. Η πόλη συλλέγει κι εκμεταλλεύεται τοπικές θεότητες προηγούμενων αιώνων, τις οποίες επιβάλλει ως προστάτιδες της πόλης και τους αποδίδει δημόσια, υποχρεωτική λατρεία, που ασκούσαν οι αριστοκράτες ως πιο ικανοί. Πολλαπλασιάζεται η λατρεία των ηρώων με προσθήκη νέων, προγόνων υποτίθεται των αριστοκρατών. Έτσι ενισχύονταν το κύρος των αριστοκρατών. Οι θεότητες ζωτικής σημασίας (Δήμητρα, Κόρη, Διόνυσος), δεν τους ενδιέφεραν. Το ζητούμενο ήταν η νίκη στον πόλεμο και η κοινωνική σταθερότητα.
Αρχικά, οι αριστοκράτες έλεγχαν την πόλη και διαχειρίζονταν και τα θρησκευτικά ζητήματα, η εξέλιξη όμως των πόλεων, περιόρισε την ηγεμονία αυτή. Ο αγρότης, κυρίως μετά την οπλιτική επανάσταση, διεκδικεί τόσο τη συμμετοχή του στα δημόσια, όσο και την αναγνώριση λατρειών που προστάτευαν τη γη και τις καλλιέργειες. Το δεύτερο αίτημά του νομοθετήθηκε, ιδιαίτερα από τους τυράννους που βασίζονταν επάνω του. (361) Οι τύραννοι ανέτρεψαν τους αριστοκράτες, κι ενίσχυσαν τη λατρεία των θεών του λαού, όπως ο Διόνυσος. Κατάφεραν επίσης να πετύχουν ένα συμβιβασμό με την πόλη, που αναλαμβάνει την ευθύνη και χρηματοδότηση των χθόνιων λατρειών.
Η θρησκεία τώρα, εμφανίζεται ως αίτημα των κοινωνικών συγκρούσεων. Μετά το τέλος του 6ου αι. καταλήγουμε σε μια ισορροπία ανάμεσα στις παλαιές και τις νέες λατρείες. Θεσμοθετούνται εορτές που ενώνουν τους πολίτες ενώ οι πλούσιοι αναλαμβάνουν τα έξοδα, και η πόλη πληρώνει τα ‘θεωρικά’.
Το θέατρο έπαιζε σημαντικό ρόλο γιατί οι διάλογοι είχαν και καθαρτήρια αποτελέσματα.
Πάντως, υπήρχαν και θρησκευτικές πλευρές έξω από το πλαίσιο της πόλης, όπως τα πανελλήνια ιερά.
Η πολιτική θρησκεία ισχυροποιείται και εξισορροπεί τους θεούς μεταξύ τους, καθώς οι λειτουργίες τους ποικίλλουν. Το κράτος είναι υπεύθυνο για τις θρησκευτικές δραστηριότητες και κρατά τα αναγκαία χρήματα για να τους τιμά. Ο ιερός και δημόσιος βωμός του προστάτη θεού βρισκόταν στο κέντρο ή την κορυφή της πόλης, με το άσβεστο πυρ, σύμβολο των ιδρυτών και των ηρώων. Καμιά φορά, οι πολίτες συνέτρωγαν γύρω του. (362) Η πόλη, τέλος, συνέδεε τους θεούς με τις πολεμικές της νίκες.
Η καθημερινή ζωή διέπεται από θρησκευτικές και ηρωικές δοξασίες, όπως τα ομηρικά έπη. Πολλά οικοδομήματα έχουν θρησκευτικό χαρακτήρα. Οι γιορτές προς τιμή των θεών, είναι ευκαιρία για έξοδα, ευθυμία, θεατρικούς αγώνες και κάθε θεός είχε ένα μύθο που τον συνέδεε με τη ζωή της πόλης. Οι μύθοι ήταν μέρος της πίστης. Προμήθευαν τους καλλιτέχνες με θέματα και έτσι, θρησκεία και πολιτισμός ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα.
Κάθε πόλη είχε το δικό της θεό προστάτη, ‘πάνθεο’ και γιορτές. Αντίστοιχα οι αγροτικές περιοχές λάτρευαν ιδιαίτερα τοπικές θεότητες. Οι πόλεις στις αποικίες διέθεταν στοιχεία τόσο από τη μητρόπολη όσο και τοπικά. Η επέκταση των Ελλήνων κατά την αρχαϊκή εποχή είχε σαν αποτέλεσμα την επέκταση και του πάνθεού της.
(363) Συμπέρασμα : η αρχαία ελληνική κοινωνία είχε εν μέρει κοινή πίστη και λατρεία. Η θρησκεία δε συνέδεε μόνον τις πόλεις, ταυτόχρονα τις χώριζε κιόλας. Υπήρχε η γενική λατρεία των ολύμπιων θεών, κάτω από αυτές όμως υπήρχαν σημαντικές λατρείες τοπικών θεοτήτων, ανεξάρτητες από το Δία. Παρά τις διαφορές, οι θρησκευτικές αντιλήψεις ήταν κοινές. Σε κάθε πόλη οι πολίτες συγκεντρώνονταν στους ναούς, που είχαν ενσωματωθεί πλήρως στην πόλη.
Ναοί, Εορτές και Θυσίες
Οι θεοί έπρεπε να είναι πάντα ευχαριστημένοι. Την κλασική εποχή, οι Έλληνες αφιέρωναν χρόνο για να εξευμενίσουν την Τύχη και να ευχαριστήσουν τους θεούς. Για αυτό υπήρχαν προς τιμή τους οι γιορτές και οι λατρευτικές τελετές. Το ημερολόγιο ταυτιζόταν σημαντικά με τη διαδοχή των εορτών και το θρησκευτικό ημερολόγιο μιας πόλης, αποτελούσε στοιχείο της θρησκείας της.
Στην Αθήνα τελούνταν γιορτές όλο το χρόνο. Στην ύπαιθρο, σε κάθε συγκομιδή ή σπορά. Κάθε μήνα, τιμούσαν ένα συγκεκριμένο θεό. (364) Μέσα από τις γιορτές, η πόλη επιβεβαίωνε την ενότητά της. Κάθε άτομο ήταν υποχρεωμένο να συμμετέχει από παιδί ακόμη, στη λατρεία. Οι θεοί ζητούσαν επιβεβαίωση της συλλογικής προσωπικότητας της πόλης.
Η Υποχρεωτική Τελετή : απαιτούσε την ‘ιερή’ συμμετοχή του κάθε μέλους. Περιλάμβανε την παρέλαση, τα άσματα, και καμιά φορά, κοινά γεύματα. Συνήθως οι ύμνοι φυλάγονταν σε ιερό βιβλίο που φύλαγε η οικογένεια ή η πόλη, χωρίς να αλλάζει κάτι. Έτσι η ζωντανή γλώσσα μεταβαλλόταν, ενώ η τελετουργική όχι. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην κατανοούν οι πιστοί τις λέξεις που χρησιμοποιούνταν. Χρέη ιερέα εκτελούσε ο πατέρας για την οικογένεια, και ο ανώτερος άρχοντας για την πόλη.
Τόπος λατρείας : η οικιακή ή η δημόσια εστία, κάποιο σπήλαιο για τους χθόνιους θεούς, ή κάποιος ναός για τους ολύμπιους.
Ναός : κατασκευάζονταν από κάθε πόλη ως ‘κατοικία’ του θεού, χωρίς να έχει καμιά λατρευτική ή πνευματική σημασία. Οι πιστοί μαζεύονταν στο εξωτερικό του ναού, γύρω από το βωμό.
Μεγάλοι και πολυέξοδοι ναοί απαντώνται σε πολλές πόλεις. Αποκτούν την οριστική τους μορφή από τα μέσα του 8ου αι. και φτιάχνονται από πέτρα ή μάρμαρο. Αναπτύσσεται επίσης η γλυπτική που τους διακοσμεί. Χωρίζονται στον πρόναο (χώρος στο μπροστινό μέρος), στο ναό ή σηκό (κεντρική, μεγάλη αίθουσα) που προστάτευε το άγαλμα του θεού και τέλος, στον οπισθόδρομο (μικρότερη, πίσω αίθουσα) που χρησίμευε ως θησαυροφυλάκιο. Διέθετε επίσης εξωτερικές κολώνες, σκεπή με διπλή κλίση και μεγάλο, ανάγλυφο αέτωμα. Οι καλλιτέχνες προσπαθούν να αποδώσουν ιδανικές μορφές και πολλές φορές, λόγω της καλλιτεχνίας τους, οι ναοί από τόποι λατρείας γινόντουσαν τόποι επίσκεψης. Ο (365) χώρος του ναού ήταν ιερός και απαραβίαστος. Ήταν τόπος συγκέντρωσης των πιστών και άσυλο όσων καταδιώκονταν.
Μέσα στο ναό υψωνόταν το άγαλμα του θεού, με άσβεστη φλόγα να καίει μπροστά του. Οι άνθρωποι συχνά ταύτιζαν το άγαλμα με το θεό κι ισχυρίζονταν κατά καιρούς πως εκείνο ίδρωνε, έκλαιγε ή έκλεινε τα μάτια του. Στα αρχεία του ναού ήταν σημειωμένες οι εορτές του θεού και των κυριοτέρων γεγονότων στη ζωή της πόλης
Θυσίες : η προσφορά τους είχε ιδιαίτερη σημασία. Οι πιστοί χρησιμοποιούσαν τις θυσίες και τις προσευχές μπροστά στο βωμό για να αποτρέψουν την οργή του θεού, ή να επικαλεστούν τη βοήθειά του. Ως άτομα, προσέφεραν πολύτιμα είδη. Οι στρατοί, μέρος από τα λάφυρα. Οι αγρότες, καρπούς. Συχνότερα προσέφεραν ζώα. Στις θεές προσέφεραν συνήθως θηλυκά ζώα, λευκά ή ανοιχτόχρωμα. Στον Άδη προσέφεραν μαύρους ταύρους.
Ιεροτελεστία :
- οι ιερείς έσφαζαν το ζώο νωρίς το πρωί και ράντιζαν το βωμό με το αίμα του
- από το ψημένο κρέας, προσέφεραν στο θεό ένα μικρό μέρος και το υπόλοιπο το έτρωγαν οι ιερείς με τους πιστούς
- ακολουθούσε κοινό γεύμα που συμβόλιζε την κοινωνία με το θεό (οι ιερείς πρόφεραν τις μαγικές λέξεις που μετέδιδαν στο θύμα τη ζωή και τη δύναμη του θεού. Με τη βρώση, η δύναμη αυτή περνούσε στους πιστούς), όπως και με το κρασί.
Η ιδέα της θείας κοινωνίας ήταν ο κυριότερος δεσμός. Όταν όμως η θυσία προσφερόταν σε χθόνια θεότητα, έψηναν όλο το ζώο (ολοκαύτωμα) και το προσέφεραν ολόκληρο στη θεότητα.
Μαντεία – Πανελλήνια Ιερά (366)
Η μαντική και τα μαντεία, κάλυπταν την ανθρώπινη ανάγκη για πρόβλεψη του μέλλοντος. Θεωρώντας πως ο κόσμος διακατέχεται από υπερφυσικές δυνάμεις, διάφορα γεγονότα φαινόταν να καθορίζονται από τη θέληση των θεών. Για να αποκαλυφθεί η θέλησή τους, επιστρατεύονταν οι μάντεις. (στην Ιωνία, οι μάντισσες λέγονταν Σίβυλλαι).
Τρόποι μαντικής :
- διοσημία : η μέθοδος ερμηνείας της θεϊκής βούλησης
- οιωνοί : ερμηνεία των κραυγών και των πτήσεων των πουλιών
- ιερεία : ερμηνεία των σπλάχνων θυσιαζόμενου ζώου
Πανελλήνια Ιερά :
Μαντεία με ιδιαίτερη σημασία. Αποτελούσαν κοινό τόπο συνάντησης και συνεκτικό δεσμό των Ελλήνων. Εκεί παραμερίζονταν οι διαφορές κι όλοι μαζί τιμούσαν τους θεούς. Αρχικά ήταν σχεδόν αυτόνομα κράτη. Αργότερα ονομάστηκαν Αμφικτυονίες καθώς όσοι έμεναν κοντά σε αυτά, συνασπίζονταν. Στην αρχή οι Αμφικτυονίες ήταν θρησκευτικές ενώσεις ενώ αργότερα έγιναν μέσο πολιτικού ανταγωνισμού και οι ασθενέστερες υπέκυπταν στις ισχυρότερες.
Δελφοί (367)
Το σπουδαιότερο ιερό – μαντείο και με πολιτική σημασία. Αφιερωμένο στον Απόλλωνα. Ιδιώτες και πόλεις ζητούσαν από αυτό προσανατολισμό.
Ο θεός χρησιμοποιούσε μια γυναίκα, την Πυθία για να επικοινωνήσει. Στην αρχή η Πυθία ήταν μια νέα αριστοκρατικής καταγωγής, αργότερα αντικαταστάθηκε με μια πενηντάρα, στολισμένη όμως ως νέα.
Όσοι ρωτούσαν το μαντείο των Δελφών ονομάζονταν θεοπρόποι και έπαιρναν σειρά με κλήρο. Αυτός που ζητούσε χρησμό, πήγαινε πρώτα για καθαρμό στην Κασταλία πηγή και πλήρωνε φόρο (πέλανος). Μετά προσέφερε θυσία στον Απόλλωνα που για να γίνει δεκτή, έπρεπε το ζώο να τρέμει σύγκορμο όταν του ράντιζε η Πυθία το κεφάλι με κρύο νερό. Ο θεοπρόπος εισερχόταν στον οίκο (χώρο αναμονής) και μετά στο άδυτο, όπου απαγορευόταν η είσοδος στις γυναίκες.
Πριν η Πυθία αναλάβει καθήκοντα, πέρναγε από καθαρμό στην Κασταλία. Θυμίαζε το πάνω τμήμα του σηκού κι έμπαινε στον οίκο. Εκεί υπήρχε χρυσό άγαλμα του θεού, ο τάφος του Διονύσου και ομφαλός, από όπου έτρεχε το νερό της Κασσωπίδας πηγής. Η Πυθία καθόταν σε ψηλό τρίποδα, έπινε νερό, μασούσε δάφνη κι ανέπνεε τους ατμούς που έβγαιναν από τον ομφαλό. Τελικά έπεφτε σε έκταση κι όταν ο θεοπρόπος έκανε την ερώτησή του, εκείνη απαντούσε ακατάληπτα. Οι ιερείς κατέγραφαν την απάντησή της, τη μετέφραζαν και τη (368) συνέτασσαν σε έμμετρους στίχους. Καθώς οι απαντήσεις ήταν ασαφείς, οι θεοπρόποι κατέφευγαν στους εξηγητές. Οι χρησμοί ήταν συνήθως λοξοί, διφορούμενοι και δυσερμήνευτοι. (Λοξίας Απόλλων).
Αντίθετα με τους άλλους, η μαντική του Απόλλωνα είναι εκστατική κι ονομαζόταν ενθουσιασμός, καθώς οι Έλληνες θεωρούσαν πως το αποτέλεσμα οφειλόταν στη θεϊκή αποκάλυψη κι όχι στη γνώση.
Εκτός από τον κυρίαρχο, πολιτικό ρόλο του, το μαντείο των Δελφών διατύπωσε μια ηθική σοφίας και πρόβαλε τον καθαρμό και τη μετάνοια στα λάθη. Η φήμη του ξεπέρασε την Ελλάδα και δεχόταν επισκέπτες από όλον τον τότε γνωστό κόσμο. Ανάλογος ήταν και ο πλούτος του. Την κλασική εποχή άρχισε να παρακμάζει, καθώς ο ανταγωνισμός των πόλεων και η παρέμβαση του ‘μεγάλου βασιλέως’ επηρέασαν τους χρησμούς. Η ανάπτυξη επίσης του ορθολογισμού, μείωσε το κύρος της μαντικής του.
Πύθια : Διοργανώνονταν στους Δελφούς κάθε τέσσερα χρόνια και ήταν πανελλαδικοί αγώνες προς τιμήν του Απόλλωνα.
Δήλος : εκεί βρισκόταν έτερο ιερό του θεού, καθώς η Δήλος ήταν θρησκευτικό κέντρο των ιωνικών πόλεων ενώ τελούνταν εκεί η γιορτή των Ιώνων.
Δωδώνη : εκεί βρισκόταν ο ναός του Δία και οι βελανιδιές που με το θόρυβο του αέρα ανάμεσα από τα φύλλα τους, έδιναν το χρησμό του. Τον ερμήνευαν ιέρειες.
Ίσθμια : ιερό όπου κάθε δύο χρόνια γινόντουσαν αγώνες προς τιμήν του Ποσειδώνα (369)
Νέμεα : ιερό όπου κάθε δύο χρόνια γινόντουσαν αγώνες προς τιμήν του Δία. Αφιερωμένα στον ήρωα Οφέλτη
Ολυμπία : ιερό όπου κάθε τέσσερα χρόνια γινόντουσαν αγώνες προς τιμήν του Δία.
Όλοι αυτοί οι αγώνες, ανέπτυξαν το αγωνιστικό πνεύμα των Ελλήνων και την προσπάθειά τους για νίκη αθλητική, πολεμική και πολιτική. Πέρα όμως από τον πολιτικό χαρακτήρα, η νίκη σε κάποιον από αυτούς τους αγώνες απηχεί και παλαιότερες θρησκευτικές εκφάνσεις. Εντάσσονται σε ένα φυσιολατρικό, θεολογικό πνεύμα και εξυμνούν το συναγωνισμό των νέων. Οι αγώνες δείχνουν όχι μόνο το πλούσιο θρησκευτικό ελληνικό βίωμα, αλλά και τη σύνδεσή τους με την έννοια του αγώνα, μέτρο της αρετής, του σθένους και της δύναμης που συνδεόταν με την αρχαϊκή αριστοκρατία.
Θρησκευτικές Αμφισβητήσεις και Μυστήρια στην Κλασική Εποχή (370)
5ος αι : η ελληνική θρησκεία βρίσκεται σε πλήρη άνθηση. Οι θεοί δείχνουν αυτοέλεγχο και ενδιαφέρονται για τα ανθρώπινα προβλήματα. Οι γιορτές δίνουν την ευκαιρία επικοινωνίας με το θεό, ενδυναμώνουν την πίστη και εδραιώνουν την ενότητα των κατοίκων. Η τέχνη και η λογοτεχνία εξυμνούν τους θεούς, και ο μετριοπαθής μυστικισμός προσφέρει ισορροπία στις πολιτικές τελετουργίες.
Η ευγνωμοσύνη προς τους θεούς που πολέμησαν μαζί με τους ανθρώπους – και κυρίως την Αθήνα – στα Μηδικά, εκφράζεται με τις προσφορές στους Δελφούς και την κατασκευή ναών σε όλη την Αττική, με αποκορύφωμα την Ακρόπολη. Το ίδιο έγινε και σε αρκετά άλλα μέρη.
Η παρακμή γίνεται εμφανής τον 5ο αι., όταν εμφανίζεται μια θρησκευτική επανάσταση. Αιτίες για αυτό είναι οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε (371) η ιμπεριαλιστική Αθήνα, το άνοιγμα προς Ανατολή και Θράκη που δημιουργούσε νέες θρησκευτικές ανάγκες, τα εσωτερικά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της πόλης.
Μετά τον Περικλή, στην Εκκλησία του Δήμου εισακούγονται περισσότερο οι δημαγωγοί που αμφισβητούν κι αυτές τις θεότητες, που δε βοήθησαν τόσο την Αθήνα μετά τα Μηδικά. Επίσης, αυξήθηκαν οι ξένοι και οι γυναίκες άρχισαν να αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη αυτονομία. Άλλος, λόγος, ήταν το βάρος των τελετουργιών και τελετών έναντι του ορθολογισμού που αναπτυσσόταν. Για άλλους, η πολιτική θρησκεία ήταν πολύ ομαδική και δεν κάλυπτε τις προσωπικές ανάγκες. Το πνεύμα αυτό είναι εμφανές στη διακωμώδηση των θεών στην τραγωδία και την κωμωδία (Αριστοφάνης). Τέλος, αρκετοί (372) φιλόσοφοι αμφισβητούν τα θεία ενώ ο Πρωταγόρας εκφράζει τη θέση πως ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων. Η σοφιστική εμβολίζει την παράδοση.
Έτσι, πολλαπλασιάζονται οι δίκες για ασέβεια από τη μια, ενώ άλλοι στρέφονται πως ένα διαφορετικό μυστικισμό.
Μυστήρια
Οι κλασικοί Έλληνες δεν ικανοποιούνταν πια από τη δοξασία πως η ψυχή είναι μόνο μια σκιά και πως μετά θάνατον δεν υπάρχει καμιά χαρά.
Από τα τέλη του 5ου αι, (373) συστατικό γνώρισμα της ελληνικής θρησκείας είναι το μυστήριο, τελετή όπου αποκαλύπτονται μυστικά σύμβολα, γίνονται ιεροτελεστίες και μύστες είναι οι λάτρεις). Τα κυριότερα ήταν ο ορφισμός και τα Ελευσίνια μυστήρια.
Ελευσίνια : τα πιο γνωστά και μεγαλειώδη. Ήταν μάλλον φθινοπωρινή εορτή για το όργωμα και τη σπορά. Στις αρχές Μαρτίου γινόταν στην Αθήνα τα Μικρά Ελευσίνια με προκαταρκτικό εξαγνισμό των υποψηφίων στον Ιλισό.
Μεγάλα Μυστήρια : γίνονταν το Σεπτέμβριο (Βοηδρομιών).
Στις 14 οι ιερείς ξεκινούσαν από την Ελευσίνα για να φέρουν στην Αθήνα τα ιερά (αντικείμενα) και τα τοποθετούσαν στο Ελευσίνιον.
Στις 15, ο βασιλεύς συγκέντρωνε στην Ποικίλη Στοά όσους ήθελαν να μυηθούν. Όλοι μπορούσαν, ανεξάρτητα φύλου ή κατάστασης, εκτός από όσους δεν είχαν καθαρθεί από φόνο. Εκεί κηρύσσονταν η έναρξη των Μυστηρίων.
Στις 16, οι μύστες πλένονταν στο Φάληρο μαζί με ένα γουρουνάκι το οποίο μετά θυσίαζαν.
Στις 17, γινόταν η επίσημη θυσία στο Ελευσίνιον, παρουσία και ξένων.
Στις 18 η μέρα ήταν αφιερωμένη στον Ασκληπιό.
Στις 19 άρχιζαν οι επίσημες τελετές, με πομπή που ξεκινούσε από την Αθήνα για να επιστρέψει στην Ελευσίνα. Επικεφαλής ήταν το ξόανο του θεού Ίακχου και ακολουθούσαν οι ιερείς και οι πιστοί που έψαλλαν.
Στις 20 η πομπή έφτανε στην Ελευσίνα και κατέθεταν το ξόανο στο ναό του. Ακολουθούσε κερνοφορία και προσφορές στις θεές. Γινόταν νηστεία μιας μέρας κι ακολουθούσε μύηση δυο ημερών.
Καθώς οι ιερείς επέβαλλαν σιωπή στους μύστες με αυστηρές ποινές για τους παραβάτες δεν ξέρουμε και πολλά για τη μύηση. Οι πηγές μας δεν είναι και πολύ αξιόπιστες. Θεωρούμε (374) πως οι μύστες έπαυαν να νηστεύουν (όπως η Δήμητρα στον ομηρικό της ύμνο) κι έπιναν ένα ποτό που το έλεγαν κυκεώνα. Μπορεί να γινόταν αναπαράσταση του ύμνου σχετικά με την αρπαγή της Περσεφόνης και την ανακάλυψη της γεωργίας. Η τελετή συνοδευόταν από μουσική, χορό, εναλλαγές σκότους – φωτός και οδηγούσε στην κάθαρση.
Οι μύστες του προηγούμενου έτους γίνονταν Επόπτες, το υψηλότερο σκαλί στην ιεραρχία. Η ιερογαμία φαίνεται να ήταν η σημαντικότερη στιγμή. Τον ιερό γάμο της θεάς με το Δία, υποδύονταν ο ιεροφάντης με την ιέρεια και το ‘χρυσό βρέφος’ αποδίδονταν με ένα χρυσό στάχυ.
Από τα λίγα που ξέρουμε, μπορούμε να πούμε πως πρόκειται για μια ευκαιριακή γιορτή γονιμοποίησης της γης, η οποία συνδέθηκε με την ανανέωση και τη διαιώνιση της ψυχής.
Ορφική Λατρεία και Μυστήρια (375)
Λατρεία και μυστήρια υπό την προστασία του Ορφέα, πνεύμα ήπιο, τρυφερό και στοργικό. Το δόγμα εξαπλώθηκε και άσκησε τεράστια επίδραση.
Σύμφωνα με την παράδοση, όταν έχασε τη γυναίκα του Ευριδίκη, ο Ορφέας κατέβηκε στον Άδη, γοήτευσε τον ίδιο και την Περσεφόνη και πήρε πίσω τη γυναίκα του. Δεν τήρησε όμως την υπόσχεσή του να μη γυρίσει να την κοιτάξει μέχρι να φτάσει στη γη κι έτσι την έχασε για πάντα κι έγινε μισογύνης. Έξαλλες (Μαινάδες) οι γυναίκες που τις αρνήθηκε (376) τον κατασπάραξαν. Ο θάνατός του ταυτίζεται με αυτόν του Διονύσου Ζαγρέως.
Η ορφική λατρεία :
- δίδασκε τη θεία προέλευση της ψυχής που αρχικά ζούσε στο θεϊκό παράδεισο. Λόγω αμαρτίας ξέπεσε και κλείστηκε στο σώμα για τιμωρία. Με το θάνατο η ψυχή αντιμετωπίζει την κρίση των χθόνιων θεών. Αν η απόφαση ήταν καταδικαστική, η τιμωρία ήταν αυστηρή και αιώνια. Μια θεωρία μιλάει για τη μετεμψύχωση και αναφέρει πως η ψυχή περιπλανιέται σε άλλη μορφή μέχρι να λυτρωθεί και να γίνει δεκτή στο νησί των Μακαρίων. Μια τελευταία παραλλαγή αναφέρει την ελπίδα της λύτρωσης αν υπάρξει προκαταβολική μεταμέλεια, ή κανόνες που θα εκτελεστούν από τους φίλους του θανόντος.
Ο καθαρμός θεωρείται πως επιτυγχάνεται με ασκητική, ηθική ζωή και αποχή από το κρέας. Μέσω της μύησης λαμβανόταν η θεία χάρη που εξασφάλιζε καλύτερη μετά θάνατο ζωή. Ο ορφισμός λοιπόν προανήγγειλε μια καλύτερη ζωή μετά το θάνατο.
Με τον ορφισμό εμφανίζεται η αντίληψη πως το σώμα είναι κακό και η ψυχή θεϊκή. Κύριος σκοπός είναι η υποταγή της σάρκας για να απελευθερωθεί η ψυχή.
Πάντως, οι ορφιστές ξεχώριζαν μόνον από τα λευκά τους ρούχα και την αποχή από το κρέας. Δεν είχε εκκλησιαστική οργάνωση, κατακτούσε όμως ως λατρεία, όλο και περισσότερο έδαφος από τους ολύμπιους.
Φτάνουμε λοιπόν σε σημείο (377) που το υπάρχον πάνθεο δεν επαρκεί. Τώρα ανεβαίνουν οι θεότητες που είναι δίπλα στον άνθρωπο, όπως ο Ασκληπιός που προσελκύει συνεχώς νέους πιστούς. Εισάγονται νέες θεότητες, όπως η Κυβέλη, η Βενδία, ο Άδωνις, η Αστάρτη και η Ίσιδα.
Νέοι Προσανατολισμοί.
Στα ελληνιστικά χρόνια η παρακμή αυτή επιταχύνεται. Η λατρεία μεταφέρεται (378) σε μεγάλο μέρος στους βασιλείς ή σε θεότητες όπως η Τύχη. Η μεταστροφή αυτή είχε ως συνέπεια την εμφάνιση νέων θεοτήτων αλλά και τη διαφορά στη θρησκευτική συμπεριφορά των ανθρώπων. Οι πιστοί άρχισαν να οργανώνονται σε ομάδες – αδελφότητες όπου τιμούσαν καλύτερα τους θεούς τους κι ένιωθαν δεσμούς μεταξύ τους. Ο καθένας είναι πλέον ελεύθερος να επιλέγει ποιο θεό θα λατρεύει, ανάλογα με τις ανάγκες του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου