Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011

Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Το πίστομα


***  Περιοδικό: Νέα Εστία
        Έτος: Α', Τεύχος: 8
        Αθήνα, 1 Αυγούστου 1927

Μεταξύ άλλων και ένα άρθρο που αφορά στον Κ. Θεοτόκη (θέμα β' εργασίας ΕΛΠ 30):
Τίτλος: "Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης σα συγγραφέας, σαν άνθρωπος"
Το υπογράφει η Ειρήνη Α. Δεντρινού.

Από το ηλεκτρονικό αρχείο λογοτεχνικών περιοδικών του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου:


*** Βιογραφικά στοιχεία

Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης γεννήθηκε το 1872 στην Κέρκυρα, γιος του Μάρκου Θεοτόκη και της Αγγελικής Πολυλά, ανιψιάς του Ιάκωβου Πολυλά. Είχε δυο αδερφούς. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο ιδιωτικό σχολείο Κοντούτη, στη συνέχεια φοίτησε για οχτώ χρόνια στο Εκπαιδευτήριο Καποδίστριας και τέλειωσε το γυμνάσιο το 1888.

Διέγραψε μια εξελικτική πορεία από την ψυχογραφική ηθογραφία και την αισθητιστική γραφή, προς τον ιδεολογικά φορτισμένο κοινωνικό ρεαλισμό (επιρροές από το σοσιαλισμό) και το νατουραλισμό.

Σταθμοί της πορείας του στάθηκαν: "Το Πάθος, Το Πίστομα", "Η τιμή και το χρήμα", "Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλλα", oι Σκλάβοι στα δεσμά τους". Σ' όλη του τη ζωή δεν έπαψε να δημοσιεύει πεζογραφικά, ποιητικά και μεταφραστικά έργα σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες (όπως Η Τέχνη, ο Νουμάς, ο Διόνυσος κ.α.).

Χρονολόγιο

1884 εξέδωσε με τον αδερφό του Κωνσταντίνο (σε ηλικία 14 χρόνων) την εφημερίδα Ελπίς.

1887 εξέδωσε μια μελέτη για τον ηλεκτροχημικό τηλέγραφο και έστειλε μια μελέτη για το κυβερνώμενο αερόστατο στη Γαλλική Ακαδημία των Επιστημών που επαινέθηκε.

1889 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης για σπουδές φυσικομαθηματικών επιστημών.

1897 έναρξη της βαθιάς φιλίας του με το Λορέντζο Μαβίλη, με τον οποίο πήρε μέρος στην κρητική επανάσταση και στον πόλεμο του 1897 και από τον οποίο υιοθέτησε το ενδιαφέρον του για τη σανσκριτική μυθολογία.

1895 εξέδωσε ένα ρομάντζο στα γαλλικά

1899 δημοσίευσε σε συνέχειες το "Πάθος και το Πίστομα" στο περιοδικό "Τέχνη" του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου.

1902 επισκέφτηκε τη Ζάκυνθο με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Σολωμού και τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε ένα άρθρο για το Σολωμό στην εφημερίδα Neue Presse της Βιέννης.

1903 γνωρίστηκε με την μετέπειτα στενή φίλη του Ειρήνη Δεντρινού

1904 δημοσίευσε στο Νουμά τη διατριβή του Σανσκριτική και καθαρεύουσα.

1905 οργάνωσε συνέδριο δημοτικιστών στην Κέρκυρα με αφορμή την εκεί επίσκεψη του Αλέξανδρου Πάλλη. Οι καλεσμένοι επίσης Κωστής Παλαμάς, Γιάννης Ψυχάρης και Ιωάννης Γρυπάρης δεν παρευρέθηκαν.

1907-1909 βρέθηκε στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου για σπουδές και επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου υποδέχτηκε τον σοσιαλιστή Μαζαράκη. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Σοσιαλιστικού Ομίλου Κερκύρας και κατόπιν του Αλληλοβοηθητικού Εργατικού Συνδέσμου Κερκύρας. Σκόπευε στην ανάπτυξη των χωρικών της υπαίθρου.

1917 μετά την πτώση της Αυστροουγγρικής μοναρχίας ο Θεοτόκης και η σύζυγός του καταστράφηκαν οικονομικά. Η υγεία του κλονίστηκε. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν πολύ δύσκολα λόγω της άθλιας οικονομικής του κατάστασης και της αρρώστιας του.

Το 1923 (σε ηλικία 51 ετών), πεθαίνει στην Κέρκυρα αφήνοντας ανολοκλήρωτο το τελευταίο του έργο με τίτλο "Ο παπά Ιορδάνης περίχαρος και η ενορία του". Σημειωτέον πως το Μεταφραστικό έργο του υπήρξε μεγάλο καθώς μιλούσε 10 γλώσσες.

http://www.magikokouti.gr/theotokis.htm


*** Ο Κ. Θεοτόκης του κοινωνιστικού μυθιστορήματος

Ογδόντα χρόνια μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (1η Ιουλίου 1923) και η πνευματική φυσιογνωμία του Κερκυραίου λογοτέχνη, γνωστού από έργα του όπως «Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα», παραμένει επίκαιρη. Συγγραφέας με ισχυρή προσωπικότητα, στα χρόνια της γενιάς του Παλαμά, σημάδεψε με την εργοβιογραφία του την ελληνική διανόηση των αρχών του 20ού αιώνα.

Η δύναμη της πένας του εξακολουθεί να προκαλεί το φιλολογικό ενδιαφέρον και, παρ' ότι αγνοήθηκε από τη «γενιά του '30», θεωρείται σταθερός-συνειδητός υποστηρικτής των ιδεολογικών πεποιθήσεών του που συνάμα καλλιέργησε αδιάπτωτα τη συγγραφική τέχνη του.

Γεννήθηκε στους Καρουσάδες της Κέρκυρας το 1872 από εύπορη οικογένεια του νησιού. Γιος του Μάρκου Θεοτόκη και της Αγγελικής Πολυλά, ανιψιάς του Ιάκωβου Πολυλά, μεγάλωσε σε καλλιεργημένο αστικό περιβάλλον φοιτώντας στο ιδιωτικό σχολείο Κοντούτη και κατόπιν στο Εκπαιδευτήριο «Καποδίστριας». Σε ηλικία 17 ετών γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης για να σπουδάσει φυσικομαθηματικά. Λίγο αργότερα συνέχισε στη Βενετία, όπου και γνωρίστηκε με την κατοπινή σύζυγό του, τη μεγαλύτερή του κατά 17 χρόνια βαρόνη Ερνεστίνη φον Μάλοβιτς, η οποία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην κοινωνική, πνευματική και πολιτική του εξέλιξη.

Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης διακρίθηκε για την ευρύτητα πνεύματος και την ικανότητά του να αφομοιώνει όλα τα ιδεολογικά, φιλοσοφικά και αισθητικά ρεύματα της Ευρώπης με παρονομαστή την ελληνική λογιοσύνη της εποχής του. Ταξίδεψε σε αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ήλθε σε επαφή με όλες τις νέες αντιλήψεις περί κοινωνικής δικαιοσύνης και ήθους, γνώρισε το γερμανικό ιδεαλισμό και επηρεάστηκε από το νιτσεϊκό πνεύμα. Οταν επανεγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα γνώριζε άπταιστα δέκα γλώσσες (μεταξύ αυτών, αρχαία περσικά, σανσκριτικά, εβραϊκά) και ήταν έτοιμος να αφοσιωθεί στη λογοτεχνική και πολιτική δράση. Ως εκ τούτου, η φιλία του με τον Λορέντζο Μαβίλη επηρέασε τις κατοπινές επιλογές του. Ενστερνίστηκε τις σοσιαλιστικές ιδέες που τότε έκαναν την εμφάνισή τους στην Ευρώπη. Μαζί με τον ομότεχνο Κερκυραίο φίλο του επιδίωξε να συμβάλει με την παρουσία του στην κοινωνική αφύπνιση του ελληνικού λαού, στη δημιουργία αιχμών προβληματισμού και δράσης προς μια πιο σύγχρονη και απαλλαγμένη από άκαιρους ρομαντισμούς κοινωνία.

Η διαφθορά, η αδικία, η πολιτιστική υποβάθμιση, η οικονομική καταπίεση των ασθενέστερων στρωμάτων, σε αντιπαράθεση με την αριστοκρατία και την ολιγαρχία, γίνονται αντικείμενο της πεζογραφικής δημιουργίας του. Παράλληλα, στα χρόνια που έκανε τις πρώτες δημοσιεύσεις και μεταφράσεις του σε περιοδικά της εποχής («Η τέχνη», «Διόνυσος», «Ο Νουμάς»), συμμετείχε πολεμώντας στην κρητική επανάσταση και στον πόλεμο του 1897, και έζησε τα γεγονότα του κινήματος στο Γουδί (1909). Στο μεταξύ, ταξίδεψε σε πανεπιστήμια της Αυστρίας και της Γερμανίας, με αποτέλεσμα να απαρνηθεί τον Νίτσε και να γνωρίσει περαιτέρω τη μαρξιστική θεωρία. Εκτοτε συνδέθηκε με τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και πρωτοστάτησε στην ίδρυση του «Σοσιαλιστικού Ομίλου» στην Κέρκυρα (1911), ενώ συνέπραξε με τους δημοτικιστές του Γληνού και του Ψυχάρη. Στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου προσχώρησε στο Κόμμα Φιλελευθέρων αναλαμβάνοντας -πρόσκαιρα- πολιτική δράση στο πλευρό του Ελευθέριου Βενιζέλου.

Είναι η εποχή που ο Κ. Θεοτόκης ωρίμαζε πολιτικά και λογοτεχνικά, κάτι που αποτυπώνεται εμφανώς στα βιβλία «Η τιμή και το χρήμα» και «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους». Η εκφραστική μανιέρα του, πάντως, εξελίχθηκε σταδιακά. Από το γερμανικό ιδεαλισμό και τη μεσαιωνική μυθολογία των πρώτων διηγημάτων του («Πίστομα», «Ακόμα;», «Τίμιος κόσμος» κ.ά.) κατευθύνθηκε προς τη νατουραλιστή γραφή των Ζολά, Μπαλζάκ και Φλομπέρ, επικεντρώθηκε στον κοινωνικό ρεαλισμό και στην ηθογραφία. Ως εκ τούτου, ο τραγικός χαρακτήρας των ηρώων του ενισχύεται από τους δεξιοτεχνικούς διαλόγους και την πυκνότητα της αφηγηματικής τεχνικής του. Και βέβαια, σταθερό σημείο αναφοράς στην πεζογραφία του παραμένει ο ενθουσιασμός της μετακένωσης των προοδευτικών ιδεών όσο και ο προβληματισμός για την πραγματικότητα όπως αυτή διαγραφόταν κατά τη διάρκεια και το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Για τούτο και η κριτική τον έχει τοποθετήσει στους εισηγητές του κοινωνιστικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα προαναγγέλλοντας, τινί τρόπω, τους μαχόμενους συγγραφείς της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Κατά πολλούς μελετητές του έργου του, το «Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα» αποτελεί απόγειο της δημιουργίας του και προφανώς το περισσότερο διαβασμένο βιβλίο του.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΟΥΒΑΛΗΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 12/07/2003

http://archive.enet.gr/online/online_hprint.jsp?q=%C8%E5%EF%F4%FC%EA%E7%F2&a=&id=77927576


*** Κωνσταντίνος Θεοτόκης, «Πίστομα»

Σε μια πρώτη ανάγνωση τούτο το αφαιρετικό διήγημα ανταποκρίνεται στον ορισμό της «ρεαλιστικής αγροτικής» ηθογραφίας. Ιδιαίτερα πλούσιο σε δομικά στοιχεία, θα μπορούσε κάλλιστα να αναπτυχθεί πολύ περισσότερο ως προς την έκτασή του, αλλά είναι εμφανές ότι ο συγγραφέας προτίμησε αφενός την αφαίρεση, αφετέρου τη συμπύκνωση ιδεών σε πολύ λιτές εκφράσεις πλήρεις νοημάτων. Προκειμένου, λοιπόν, να αναζητήσουμε και να κατανοήσουμε τα πιθανά νατουραλιστικά χαρακτηριστικά του, ίσως χρειάζεται να επιχειρήσουμε καταρχήν μια καταγραφή των δομικών του στοιχείων.

Τα στοιχεία που δομούν το συγκεκριμένο διήγημα –αφανή και εμφανή- είναι οι χαρακτήρες του, το περιβάλλον, συγκεκριμένες αναφορές σε ήθη, η ματιά ή η στάση του συγγραφέα στα γεγονότα που αφηγείται, οι ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές ή πιέσεις της εποχής στην οποία γράφτηκε, εν τέλει τα στοιχεία που συνθέτουν την προσωπικότητα του συγγραφέα.

Οι χαρακτήρες του έργου είναι τρεις. Ο Αντώνιος Βραχνός ή Κουκουλιώτης[1], η γυναίκα του και το παιδί της, καρπός άνομης ερωτικής συνεύρεσης. Ο Κουκουλιώτης είναι το κέντρο βάρους στην πυκνή αφηγηματική τεχνική του Θεοτόκη. Είναι, ωστόσο, ένας από τους νιτσεϊκούς χαρακτήρες του Θεοτόκη, όπως περιγράφονται συχνά[2], ή απλά μια τραγική φυσιογνωμία που τη λούζει κρύος ίδρος και χλωμιάζει μπρος στο επερχόμενο συμβάν; Αν ένα διήγημα συμπυκνώνεται στον τίτλο του, τότε ο τίτλος αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον στην αναζήτησή μας. Ο Κουκουλιώτης δεν προβαίνει ο ίδιος στην πράξη. Επιβάλλει στη γυναίκα του να το κάνει και μάλιστα τοποθετώντας το παιδί μπρούμητα. Τούτη η ταφική πρακτική έχει πανάρχαιες ρίζες και ως επί το πλείστον χαρακτηρίζεται ως πράξη τιμωρίας[3]. Στη χριστιανική ταφική πρακτική το σώμα πρέπει να θάβεται με την όψη του προσώπου να ατενίζει τον ουρανό, προκειμένου να συμμετέχει εις ανάστασιν νεκρών[4]. Από αυτή την άποψη ενδεχομένως ο Κουκουλιώτης δίκαια χαρακτηρίζεται ως νιτσεϊκός χαρακτήρας, αν και η ίδια η έννοια του υπερανθρώπου συνεπάγεται την ιδέα της τραγικότητας.

Η προσπάθεια για ανάλυση των δομικών στοιχείων του διηγήματος οδηγεί σε διαφορετικά και βαθύτερα επίπεδα ερμηνείας, ανάμεσα στα οποία εντοπίζεται η διάσταση μεταξύ εθιμικού και κανονικού δικαίου. Το έθιμο της οικογενειακής τιμής απαιτεί να χαθεί ο παρά­νομος σπόρος, και από αυτή την άποψη ο Κουκουλιώτης δεν υπερβαίνει το εθιμικό δίκαιο αλλά γίνεται θύμα του, αντιτιθέμενος τον νόμο της πολιτείας και αλλάζοντας την οπτική μας στο ρεαλιστικό πορτραίτο που χαράζει με ελληνιστική[5] μαεστρία ο Κ. Θεοτόκης. Εδώ, επίσης, βρίσκουν την έκφρασή τους οι αναζητήσεις των νατουραλιστών για την κτηνώδη φύση του ανθρώπου, που εκδηλώνεται πιθανώς κάτω από κάποιες συγκεκριμένες κοινωνικές ή βιολογικές πιέσεις. Στην προκειμένη περίπτωση οι πιέσεις είναι και κοινωνικές και βιολογικές.Η κοινωνική πίεση έρχεται από τα έθιμα που απαγορεύουν τις άνομες σχέσεις και η βιολογική πίεση από την φυσική και ψυχική άρνηση του ξένου καρπού. Αυτού του είδους οι βιολογικές επισημάνσεις από τις πρωτόγονες ήδη κοινωνίες διαμόρφωσαν ένα status άρνησης σε νόθους απόγονους μιας φυλετικής δομής που στηριζόταν στην εξ αίματος συγγένεια[6]. Η ίδια βιολογική σχέση με αντίθετο προσανατολισμό, όμως, παρατηρείται στο δεύτερο πρόσωπο, τη μητέρα και σύζυγο του Κουκουλιώτη και στη σχέση της με το παιδί της. Δε ζητά την επιείκεια για τον εαυτό της αλλά για το παιδί, και τούτος είναι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο τολμά να αντικρούσει την οργή του συζύγου της.

Ο συγγραφέας περιγράφει, αλλά αποστασιοποιείται με τον τρόπο που αποστασιοποιούνται και παρατηρούν οι νατουραλιστές. Μένει βουβός μπρος στο δράμα που εκτυλίσσεται. Μόνον έμμεσα μπορεί να του αποσπάσει κανείς απόψεις για τα πρόσωπα της ιστορίας του. Μικρές λεπτομέρειες που κρύβουν οι ρομαντικές πινελιές στην κατά τα άλλα ρεαλιστική του αφήγηση. Ο ήλιος που χρυσώνει το πρόσωπο του παιδιού και το παιχνίδι του με τα χώματα στην ύστατη στιγμή είναι μια μεστή νοήματος απόδοση της παιδικής αθωότητας. Το πορτραίτο του Κουκουλιώτη, επίσης, αποδίδει φυσιογνωμικά ένα χαρακτήρα που κρύβει στα μάτια του την οργισμένη βιαιότητα τονισμένη με πράσινες λάμψεις στα μάτια του και τα σμιχτά χείλη της ανθρώπινης κακίας. Ως άνθρωπος ο Κ. Θεοτόκης –ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος σε κοινωνικά θέματα της εποχής του[7]- έχει άποψη, ως συγγραφέας όμως παρατηρεί μεθοδολογικά το συμβάν να εκτυλίσσεται δίχως εμβόλιμες παρατηρήσεις. Αυτό είναι ίσως το μείζον νατουραλιστικό στοιχείο στο διήγημά του, όπως και η ανθρώπινη κτηνωδία, υποκινούμενη από κοι­νωνικά ή ατομικά πάθη.

Η Ελλάδα της εποχής του Κ. Θεοτόκη δεν είναι η βιομηχανική κοινωνία των χωρών της Δ. Ευρώπης αλλά είναι αστικοποιημένη στο βαθμό που η πόλη περιχαρακώνεται στα δικά της ήθη, αντιτιθέμενη συχνά στο ηθικό πλέγμα της αγροτικής κοινωνίας. Συνεπώς η ματιά του είναι ματιά ενός αστού και το περίγραμμα του έργου του εμφανώς επηρεάζεται από το αστικό ηθικό του υπόβαθρο, αν και η νατουραλιστική φύση του έργου τού απαγορεύει οποιουδήποτε είδους ηθική εμπλοκή[8].

Παραπομπές - Σημειώσεις

[1] Το πρόσωπο είναι αληθινό, όπως και το περιστατικό και έχει καταγραφεί στο βιβλίο του πατέρα του Μ. Θεοτόκη Ο Ιωάννης Καποδίστριας εν Κεφαλληνία 1889. Βλ. περισσότερα στο Μπαλάσκας Κ. Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ο τραγικός του έρωτα και της ουτοπίας, Ειρμός, Αθήνα 1993, σ. 111.
[2] Βλ. Μπαλάσκας Κ., ό.π. σ. 115.
[3] Βλ. Taylor A, Burial Practice in Early England, Tempus, London, 2001, σσ.135-138. Επίσης, Warner E. “Russian Peasant Beliefs and Practices Concerning Death and the Supernatural”, στο Folklore, April 2000, σ. 7.
[4] Α΄ Κορινθίους 15
[5] Ο ρεαλισμός είναι η κυρίαρχη τάση της προσωπογραφίας στην ελλληνιστική τέχνη, όχι μόνο στη ζωγραφική απεικόνιση αλλά και τη λογοτεχνική παραγωγή με το μυθιστόρημα, τη βιογραφία, τη λυρική ποίηση και το επίγραμμα, στα οποία αναπτύσσεται η ρεαλιστική προσωπογραφία νέων εξατομικευμένων ρόλων. Οι καλλιτέχνες επιλέγουν περισσότερα κοσμικά θέματα, στα οποία καθρεφτίζεται ο εσωτερικός χαρακτήρας, τα συναισθήματα και τα βιώματα, ο ερωτισμός και η βία, αλλά πάνω απ' όλα η ανάγκη της αλήθειας. Περισσότερα βλ.. Pollitt J..J, Art in the Hellenistic Age, Cambridge University Press, New York 1986 σσ. 35-37.
[6] Ήδη από την αρχαϊκή περίοδο η εξ αίματος συγγένεια παίζει χαρακτηριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της πατριάς, σε βαθμό που χαρακτηρίζονται μέλη του οίκου ακόμη και τα νόθα τέκνα της πατρογραμμικής διαδοχής.
[7] Ο Θεοτόκης παρόλη την αριστοκρατική καταγωγή του, προσχώρησε στις σοσιαλιστικές ιδέες και έδωσε στο έργο του ένα κοινωνιστικό χρώμα. Βλ. Πολίτη Λ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας11, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2001, σ. 258.
[8] Γαι την ηθική ματιά του Θεοτόκη βλ. Τερζάκης Α. (Επιμ.), Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1955, σσ. 5-7.

© 2004 K. Καλογερόπουλος

http://www.archive.gr/print.php?type=N&item_id=59


*** Κωνσταντίνος Θεοτόκης

       Το Πίστομα

Όταν ύστερα από την αναρχία πού'χεν ανταριάσει τον τόπο δίνοντας εις όλα τα κακά στοιχεία το ελεύτερο να πράξουν κάθε λογής ανομία, η τάξη είχε πάλε στερεωθεί, κ' είχε δοθεί αμνηστία στους κακούργους, τότες επίστρεφαν τούτοι απ' τα βουνά κι από τα ξένα στα σπίτια τους, κι ανάμεσα στους άλλους που ξαναρχόνταν, εγύριζε στο χωριό του κι ο Mαγουλαδίτης Aντώνης Kουκουλιώτης.

Eίτουν τότες ώς σαράντα χρονών, κοντός, μαυριδερνός, μ' όμορφα πυκνά σγουρά γένια και με σγουρότατα μαύρα μαλλιά. Tο πρόσωπό του είχε χάρη και το βλέμμα του είτουν χαϊδευτικό και ήμερο αγκαλά κι αντίφεγγε με πράσινες αναλαμπές· το στόμα του όμως είτουν μικρότατο και κοντό δίχως χείλια.

O άνθρωπος τούτος, πριν ακόμα ρεμπελέψουν ο κόσμος, είχε παντρευτεί. Kι όταν πήρε των βουνών το δρόμο, για το φόβο της εξουσίας, άφηκε τη γυναίκα του μόνη στο σπίτι και τούτη δεν του εστάθη πιστή, αλλά με άλλον (νομίζοντας ίσως πως ο Kουκουλιώτης είτουν σκοτωμένος ή αλλιώς πεθαμένος) είχε πιάσει έρωτα κι απ' τον έρωτα τούτον είχε γεννηθεί παιδί που άξαινεν ωστόσο χαριτωμένα και που η γυναίκα περσά αγαπούσε.

Eγύριζε λοιπόν ο ληστής στο χωριό του την ώρα όπου βάφουν τα νερά. K' εμπήκε ξάφνως σπίτι του χωρίς κανείς να το προσμένει, εμπήκε σα θανατικό, αναπάντεχα τέλεια, κ' εκατατρόμαξεν η άτυχη γυναίκα, ετρόμαξε τόσο, που, παίρνοντας το ξανθό της παιδί στην αγκαλιά, τό'σφιγγε στα στήθια της τρεμάμενη, έτοιμη να λιγοθυμήσει και χωρίς να δύναται να προφέρει λέξη καμία.

Aλλά ο Kουκουλιώτης πικρά χαμογελώντας τής είπε:

"Mη φοβάσαι γυναίκα. Δε σου κάνω κανένα κακό, αγκαλά και σου πρέπουν. Eίναι το παιδί τούτο δικό σου; Nαι; Mα όχι δικό μου! Mε ποιον, λέγε, τό'χεις κάμει;"

T' αποκρίθη εκείνη λουχτουκιώντας.

"Aντώνη, τίποτε δε μπορώ να σου κρούψω. Tο φταίσμα μου είναι μεγάλο. Mα, το ξέρω, κ' η εγδίκησή σου θά'ναι μεγάλη· κ' εγώ, αδύνατο μέρος, και το νήπιο τούτο, που από το φόβο τρέμει, δε δυνόμαστε να σ' αντρειευτούμε. Kοίτα πώς η τρομάρα με κλονίζει καθώς σε τηρώ. Kάμε από με ό,τι θέλεις, μα λυπήσου το άτυχο πλάσμα που δεν έχει προστασία."

Kαθώς εμιλούσεν η γυναίκα εσκοτείνιαζεν η όψη του αλλά δεν την αντίκοβγε. Eτσώπασε λίγο κ' έπειτα της είπε:

"Γυναίκα κακή! Δεν ρωτώ τώρα ουδέ συμβουλή σου, ουδέ σε λυπούμαι, ουδέ το λυπούμαι. T' όνομα εκεινού θέλω. Eσέ δε θα σε πειράξω. Δε μολογάς το; θα το μάθω· το χωριό όλο γνωρίζει με ποιον εζούσες και τότες θα θυσιάσω και τους τρεις σας, θα πλύνω τη ντροπή πόχω λάβει από σας, πλάσματα άτιμα!"

Eμολόησε. Kι ο Kουκουλιώτης εβγήκε αμέσως. Kι αφού ύστερα από ώρα ξαναμπήκε στο σπίτι, εβρήκε τη γυναίκα στον ίδιο τόπον ασάλευτη με τ' αποκοιμισμένο τέκνο στην αγκάλη· τον αναντράνιζε. Mα αυτός εξαπλώθη κατά γης και σα χορτάτος εκοιμήθη ύπνον βαθύν ώς το ξημέρωμα.

Tην άλλην ημέραν αφού εξύπνησαν της είπε.

"Θα πάμε στα χτήματά μας να ιδώ μη και κείνα μού'χουν αρπάξει, καθώς μού'χε πάρει και σε ο σκοτωμένος."

"Tον σκότωσες!"

Tην ημέραν εκείνην ο ήλιος δεν εφάνη στην Aνατολή γιατί ο ουρανός είτουν γνέφια γιομάτος και το φως μετά βιάς επλήθαινε.

Kι ο Kουκουλιώτης βάνοντας φτιάρι και τσαπί στον ώμο εδιάταξε τη γυναίκα να τον ακολουθήσει μαζί με το παιδί της, κ' έτσι εβγήκαν κ' οι τρεις από το σπίτι.

Kαι φτάνοντας εις το χωράφι που είτουν πολύ νοτερό ακόμα από την πρωτυτερνή βροχή, ο ληστής εβάλθη να σκάψει λάκκο.

Δεν επρόφερνε λέξη και το πρόσωπό του είτουν χλωμό και ο ίδρος, που έβρεχε το μέτωπό του, έβγαινε κρύος. Tο σταχτί φως που έπεφτε από τον ουρανό εχρωμάτιζε παράξενα τον τόπο· το χινόπωρο την αυγήν εκείνην έλεγεν όλη του τη θλίψη. H γυναίκα εκοίταζε περίεργη κι ανήσυχη και το παιδάκι επαιγνιδούσε με τα γουλιά και με τα χώματα που ανάσκαφτεν ο κακούργος. K' εφάνη για μια στιγμήν ο ήλιος κ' εχρύσωσε τα ξανθά μαλλιά του νηπίου που αγγελικά χαμογελούσε.

Kι ωστόσο ο λάκκος είτουν έτοιμος, κι ο Kουκουλιώτης, ακουμπώντας στο φτυάρι, είπε της γυναικός του:
"Bάλ'το πίστομα μέσα".

(από τα Διηγήματα [Kορφιάτικες ιστορίες], Kείμενα 1982)

http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=82&author_id=11

[ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ:
 Λουχτουκιώ = κλαίω γοερά με λυγμούς, Πίστομα = μπρούμυτα, Αναντρανίζω = σηκώνω τα μάτια για να δω]

Δεν υπάρχουν σχόλια: