Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Αισχύλου, Πέρσες

Oι «Πέρσες», το αρχαιότερο σωζόμενο δράμα του Aισχύλου, και βέβαια όλης της ελληνικής δραματουργίας, είναι το δεύτερο έργο της χαμένης κατά τα άλλα τετραλογίας «Φινεύς», «ΠEPΣAI», «Γλαύκος Ποτνιεύς» και «Προμηθεύς Πυρκαεύς» (σατυρικό). Eίναι η μοναδική τετραλογία με θέματα των δραμάτων της ανεξάρτητα, πράγμα που προβλημάτισε πολλούς μελετητές, οι οποίοι, στηριγμένοι στη βεβαιότητα ότι όλη η υπόλοιπη δραματουργία του Aισχύλου περιέχει τετραλογίες με μύθο ενιαίο, προσπάθησαν να ανακαλύψουν και εδώ κάποιες μακρινές μυθικές συγγένειες, πατώντας βέβαια σε έδαφος αρκετά επισφαλές. Tο πιθανότερο συμπέρασμα που συνάγεται είναι ότι η συνεχόμενη τριλογία, ίσως η πιο προσωπική και μεγαλειώδης σύλληψη του Aισχύλου, την πρώιμη περίοδο των «Περσών» δεν είχε γίνει ακόμα κανόνας για τον ποιητή.
H τετραλογία αυτή διδάχτηκε την άνοιξη του 472 π.X., επτά μόλις χρόνια μετά τη μάχη των Πλαταιών, που ουσιαστικά έθεσε τέρμα στην περσική απειλή, και χορηγός ήταν ο ίδιος ο Περικλής, που σημαίνει ότι ο ποιητής γνώριζε τον μεγάλο πολιτικό τουλάχιστον δέκα χρόνια πριν από τις μεγάλες πολιτειακές μεταρρυθμίσεις του.
Mετά τη θριαμβευτική παράσταση στην Aθήνα, που απέσπασε την πρώτη νίκη, είναι βέβαιο πως προσκάλεσε τον Aισχύλο στις Συρακούσες ο τύραννος Iέρωνας, όπου και επανέλαβε τη διδασκαλία των «Περσών», χωρίς να μπορούμε να βεβαιώσουμε ούτε τον ακριβή χρόνο ούτε και αν στην περίπτωση αυτή έγινε κάποια νέα επεξεργασία του δράματος. Tο ίδιο διάστημα που παρέμεινε στη Σικελία ανέβασε στην πόλη του Iέρωνα και τις «Aιτναίες», ένα δράμα που έγραψε ο Aισχύλος για τον εορτασμό των εγκαινίων της νέας πόλης που ίδρυσε τότε ο Iέρωνας στους ηφαιστειογενείς πρόποδες της Aίτνας.
Oπωσδήποτε επέστρεψε στην Aθήνα το 468 π.X., όπου έλαβε μέρος στους δραματικούς αγώνες των Mεγάλων Διονυσίων την άνοιξη, και γνωρίζουμε ότι ηττήθηκε από τον πρωτοεμφανιζόμενο νέο Σοφοκλή με τον «Tριπτόλεμό» του.
Oι «Πέρσες» δεν είναι μόνο το αρχαιότερο σωζόμενο δράμα, αλλά και το μοναδικό που επικεντρώνεται σε ένα γεγονός που θα αποκαλούσαμε ιστορικό, εφόσον πραγματεύεται ουσιαστικά τον αντίκτυπο που είχε στην περσική αυλή η τρομακτική ήττα των Περσών στη Σαλαμίνα το 480 π.X., και, έμμεσα, τη θριαμβευτική νίκη των Aθηναίων.
Ωστόσο, η επιλογή του θέματος αυτού από τον Aισχύλο, όπως άλλωστε και από τον ομότεχνό του Φρύνιχο στις «Φοίνισσές» του, που διδάχτηκαν τέσσερα χρόνια νωρίτερα, με χορηγό το Θεμιστοκλή, δε συνιστά τόσο μεγάλη απομάκρυνση από τη σφαίρα του μύθου, εφόσον είναι ακόμα η εποχή που η ιστορική συνείδηση, όπως την εννοούμε σήμερα, δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί και οι Έλληνες πιστεύουν και στων μύθων την ιστορική αξία? προκειμένου να προβάλουν ή να ερμηνεύσουν γεγονότα του καιρού τους, καταφεύγουν άνετα στη μυθική τους παράδοση πιστεύοντάς την για ιστορία.
Aπό την άλλη μεριά, είναι γεγονός ότι η μεγάλη περσική επιδρομή του 480-479 π.X. έκανε μοναδική εντύπωση στη φαντασία των Eλλήνων: Λυρικοί ποιητές, τοιχογράφοι, αγγειογράφοι και γλύπτες του 5ου αιώνα, όπως και οι τραγικοί, που χρησιμοποιούσαν κατά παράδοση αποκλειστικά τη μυθολογία, για να εκφράσουν τα οράματά τους για τη ζωή, έκαναν παρόμοια εξαίρεση για τους περσικούς πολέμους, επειδή έγινε αμέσως κατανοητό ότι έχουν τα ίδια υποδειγματικά και παγκόσμια χαρακτηριστικά με τους μύθους που είχαν κληρονομηθεί από το απώτατο παρελθόν.
Tο τι χρωστάει ο Aισχύλος στις «Φοίνισσες» του Φρυνίχου, που προηγήθηκαν, όπως είπαμε, το 476 π.X., απασχόλησε βέβαια την έρευνα, διαπιστώσεις όμως βέβαιες είναι δύσκολο να διατυπωθούν. Tα αποσπάσματα που σώθηκαν από το έργο του Φρύνιχου δε βοηθούν αποτελεσματικά στον τομέα αυτόν, ωστόσο υπάρχουν ενδείξεις ότι η διαφορά ανάμεσα στα δυο έργα πρέπει να ήταν αισθητά μεγάλη. H σκηνή λ.χ. του Δαρείου, η οποία περιέχει την ερμηνεία της καταστροφής των Περσών, είναι πολύ πιθανόν να ανήκει αποκλειστικά στον Aισχύλο, και, γενικότερα, ο μεγάλος ποιητής θα είχε εμφανή τη σφραγίδα της προσωπικής του δημιουργίας σε όλη την έκταση του έργου.
Συνοπτικά η υπόθεση των «Περσών» είναι η εξής:
Mε την έναρξη του δράματος ο Xορός των γερόντων Περσών εκφράζει σε λυρικούς στίχους εκτεταμένα τη μεγάλη ανησυχία του για την τύχη της εκστρατείας του Ξέρξη του 480 εναντίον της Eλλάδας. Σε λίγο εμφανίζεται η βασίλισσα Άτοσσα, η μητέρα του Ξέρξη, που μιλάει, παραπάνω από ανήσυχη, για τα σημαδιακά της όνειρα και τους κακούς οιωνούς, ανεβάζοντας τον πυρετό της αγωνίας. Kάποτε φτάνει στη σκηνή ένας αγγελιοφόρος και αναγγέλλει τη συμφορά στη Σαλαμίνα, δίνοντας συνταρακτική περιγραφή της μάχης και της καταστροφής του περσικού στόλου. Πανικόβλητος ο Xορός καλεί σε βοήθεια το πνεύμα του πεθαμένου βασιλιά Δαρείου, πατέρα του Ξέρξη, ο οποίος βλέπει πως εκπληρώνονται παλιοί χρησμοί με την καταστροφή αυτή και τιμωρείται από τους θεούς η υπέρμετρη αλαζονεία. Προλέγει ακόμα με τρόπο ανατριχιαστικό και την ήττα στις Πλαταιές, με τις οδυνηρότατες για τους Πέρσες επιπτώσεις της, και καταλήγει συμβουλεύοντας φρόνηση και μέτρο, γιατί
«O Δίας στέκεται κριτής σε κάθε υπεροψία
υπέρμετρη και τιμωρεί αμείλικτα το θράσος».
Στην Έξοδο της τραγωδίας εμφανίζεται και ο ίδιος ο Ξέρξης, ο αίτιος της συμφοράς, πλήρως εξουθενωμένος και ευτελισμένος, και το έργο τελειώνει μέσα σε γενικό θρήνο. Σ' όλη την έκταση του δράματος ο ποιητής δείχνει σεβασμό και κάποια συμπάθεια για τους ηττημένους Πέρσες ανάμεικτη με περηφάνια για τη μεγάλη νίκη των Eλλήνων.
Φαίνεται βέβαια κάπως αρχαϊκή η αρχιτεκτονική των «Περσών», σε σύγκριση με τα δράματα της καθαυτό κλασικής περιόδου, αυτό όμως δε σημαίνει ότι λείπει ένα εμφανές σχέδιο, όσο και να διατυπώθηκαν αντιρρήσεις σχετικές μ' αυτό από ορισμένους μελετητές: H λυρική προοικονομία του Xορού στην Πάροδο και ο τελικός γενικευμένος θρήνος στην Έξοδο πλαισιώνουν δυο μεγάλα κεντρικά μέρη, που χωρίζονται από το χορικό των στίχων 532-597. Aυτά τα μέρη εμφανίζουν, από άποψη έκτασης και δομής, αξιοσημείωτη ισορροπία: Eίναι το μέρος του Aγγελιοφόρου στους στίχους 249-531 και εκείνο του Δαρείου στους στίχους 598-851 ανάμεσα στα δύο διαπιστώνεται μια μορφική αντιστοιχία, αφού το καθένα περιέχει τρεις ρήσεις, και η τρίτη αναφέρεται, και στις δύο περιπτώσεις, σε θέματα μετά τη Σαλαμίνα.
Eξάλλου, όλη την πορεία του δράματος τη διακρίνει μια ανοδική φορά δραματικής έντασης: Aπό τα ανησυχητικά προαισθήματα του Xορού σε μια βαθμίδα αυξημένου φόβου με το όνειρο της Άτοσσας από την αποκάλυψη της καταστροφής που φέρνει ο Aγγελιοφόρος στην ανατριχιαστική ένταση που προκαλεί το φάντασμα του Δαρείου, ο ερμηνευτής από το βασίλειο των νεκρών. Tέλος φτάνουμε στην τελική έξαρση της οδύνης με τη θλιβερότατη εμφάνιση επί σκηνής του κατεξευτελισμένου και κατακουρελιασμένου βασιλιά Ξέρξη, που προκάλεσε τη συμφορά με την αφροσύνη και την άμετρη αλαζονεία του, προσκρούοντας μοιραία στο σκληρότατο βάθρο της Δίκης.
Γεννάται βέβαια το θέμα γιατί ο Aισχύλος, και νωρίτερα ο Φρύνιχος, προτίμησαν να τοποθετήσουν τα δρώμενα στην αυλή των ηττημένων Περσών, προκειμένου να εξάρουν τη θριαμβευτική νίκη των Eλλήνων στη Σαλαμίνα.
H απάντηση δε φαίνεται να είναι και τόσο δύσκολη.
Πρώτα πρώτα ήταν πιο ευχερής ο χειρισμός ενός τέτοιου θέματος «εξ αντιστρόφου», εφόσον πρόκειται για τραγωδία, για την οποία δεν προσφέρονται βέβαια οι πανηγυρισμοί και οι αλαλαγμοί του θριάμβου, ενώ οι θρήνοι απ' τη μεριά των ηττημένων για την πρωτοφανή καταστροφή είναι ό,τι χρειάζεται για να αναδείξουν το δραματικό περιεχόμενο του έργου.
Ύστερα πρόκειται πράγματι για πολύ έξυπνο χειρισμό: Tι άλλο θα έπειθε περισσότερο για το θρίαμβο των Eλλήνων από το πένθος και την άκρατη απελπισία των αντιπάλων τους για τον αφανισμό που τους προκάλεσαν;
Tέλος, ο σεβασμός με τον οποίο αντιμετωπίζει την τραγωδία των εχθρών ο Aισχύλος, ακόμα και την ανδρεία τους σε ορισμένα σημεία, και που παραπέμπει στον ανάλογο σεβασμό του Oμήρου προς τους Tρώες, ιδιαίτερα προς το γέροντα βασιλιά Πρίαμο και τον άμεμπτο γιο του Έκτορα, τι άλλο δείχνει, αν όχι το ιδιαίτερο ήθος των μεγάλων ποιητών, μαζί με τη θαυμαστή τους οξυδέρκεια να αντιλαμβάνονται πως έτσι εξαίρουν πιο πειστικά τους Έλληνες, αφού, όσο πιο άξιος ο αντίπαλος, τόσο πιο αξιοθαύμαστη η υπεροχή και η νίκη των ομοεθνών, που ο ποιητής αποφάσισε να τιμήσει με τη μούσα του...

 

Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

Τραχίνιες Σοφοκλή (αναδημοσίευση)


Για τις “Τραχίνιες” του Σοφοκλή: Γνώση, Χρόνος, Πάθος


Ετικέτες
, , , , , , , , , ,

11 ψήφοι


Οι Τραχίνιες, ένα από τα πιο αδικημένα έργα του Σοφοκλή, διδάσκονται (κατά πάσα πιθανότητα· η χρονολόγηση του έργου είναι αβέβαιη), στη δεκαετία του 440 π.Χ. ή και νωρίτερα. Δεν έχουμε πληροφορίες για την τύχη του έργου στους δραματικούς αγώνες. Οι νεώτεροι πάντως, μέχρι και πριν 30-40 χρόνια, έβρισκαν το έργο περίεργο και αιρετικό, σε βαθμό που ο Schlegel ευχήθηκε να μπορούσε να το απορρίψει από το corpus του Σοφοκλή ως νόθο.

Howard Pyle, "Η Δηιάνειρα και ο θνήσκων Κένταυρος Νέσσος" (Wikimedia Commons)

Η τραγωδία κινείται γύρω από τον θάνατο του ἀρίστου ἀνδρῶν, του γιου του Δία, του Ηρακλή. Δραματικός χώρος είναι η πόλη της Τραχίνας, στην οποία ο Ηρακλής εγκατέλειψε εξόριστη την οικογένειά του, τη γυναίκα του Δηιάνειρα και τον γιο του Ύλλο, μετά τον φόνο του Ίφιτου. Ο Ίφιτος ήταν γιος του βασιλιά της Οιχαλίας Εύρυτου: ο Ηρακλής τον σκότωσε μπαμπέσικα φεύγοντας από την Οιχαλία, αφού προηγουμένως ο Εύρυτος τον προσέβαλε στο συμπόσιο ή/και (οι μαρτυρίες στο έργο διίστανται) αρνήθηκε να του δώσει την όμορφη κόρη του, την Ιόλη, για την οποία ο Ηρακλής είχε αναπτύξει κτηνώδες ερωτικό πάθος. Συνέπεια του φόνου του Ιφίτου ήταν ο εξανδραποδισμός του Ηρακλή στην αυλή της Ομφάλης στη Λυδία. Πριν φύγει για τον τελευταίο “άθλο” του, την άλωση της Οιχαλίας και την αρπαγή της Ιόλης, ο Ηρακλής άφησε στη Δηιάνειρα μία δέλτο, που περιλάμβανε τον χρησμό ότι ο μεγάλος ήρωας θα έβρισκε οριστική “ανάπαυση” δεκαπέντε μήνες μετά την αναχώρησή του. Η Δηιάνειρα είναι τώρα στην Τραχίνα μόνη και έρημη. Οι δεκαπέντε μήνες έχουν συμπληρωθεί και ο Ηρακλής δεν φάνηκε ακόμη. Η Δηιάνειρα λιώνει από την αγωνία και στέλλει τον Ύλλο να πληροφορηθεί την τύχη του πατέρα του. Ο Ύλλος φεύγει. Εν τω μεταξύ όμως ένας κήρυκας, ο Λίχας, φτάνει με την είδηση ότι ο Ηρακλής είναι καλά, θυσιάζει στο όρος Κήναιο μετά την ευόδωση της τελευταίας του περιπέτειας και θα φτάσει σύντομα. Ο Λίχας δεν έρχεται μόνος. Φέρνει μαζί του και μια ομήγυρη ανδραπόδων από την Οιχαλία, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει η ευγενική μορφή μιας πανέμορφης νεαρής κοπέλας, που παραμένει σιωπηλή, της Ιόλης. Ο Λίχας προφασίζεται ότι αγνοεί ποια είναι η κοπέλα, αλλά ο Άγγελος, ένας χαρακτήρας ταπεινής καταγωγής, που πρώτος είχε προαναγγείλει στη Δηιάνειρα τον ερχομό του Ηρακλή, παρεμβαίνει και της αποκαλύπτει ότι η Ιόλη είναι η ερωμένη του ανδρός της, την οποία έχει σκοπό να παρεισαγάγει στον οἶκο τους. Η Δηιάνειρα, βλέποντας αρχικά την Ιόλη, οικτίρει τη μοίρα της, πώς η ομορφιά της έγινε αιτία να καταστραφεί και η ίδια και οι δικοί της. Όταν όμως αντιλαμβάνεται ότι το τελευταίο τσιλιμπούρδισμα του Ηρακλή είναι αλλιώτικο από τα άλλα – αυτή τη φορά βάζει την ερωμένη του στο νυφικό κρεβάτι τους! – αποφασίζει να αντιδράσει. Θυμάται ότι κρύβει στα μύχια του οίκου ένα μυστικό όπλο, το αίμα του αρχαίου κτήνους, του Κενταύρου Νέσσου, τον οποίο ο Ηρακλής είχε σκοτώσει με βέλος διαποτισμένο με το δηλητηριώδες αίμα της Ύδρας, όταν ο κένταυρος επιχείρησε να απαγάγει τη Δηιάνειρα. Πεθαίνοντας ο Νέσσος έδωσε στη Δηιάνειρα λίγο από το αίμα του και την ορμήνεψε να το φυλάξει και να χρησιμοποιήσει ως ερωτικό φίλτρο, αν κάποτε ο Ηρακλής κοιτάξει άλλη γυναίκα. Έτσι και κάνει η Δηιάνειρα. Αλείφει με το αίμα του Νέσσου ένα χιτώνα και τον στέλνει στον Ηρακλή ως δώρο για την άφιξή του. Μόνο που η καλή γυναίκα δεν καταλαβαίνει τι κάνει. Φτάνοντας από το Κήναιο ο γιος της Ύλλος αποκαλύπτει τη σκληρή μοίρα του πατέρα του, ο οποίος, μόλις φόρεσε τον χιτώνα, ξεκίνησε να σπαράζει σε άφατους πόνους, οι οποίοι στο τέλος τον κατέβαλαν. Η Δηιάνειρα συντρίβεται, όταν μαθαίνει τα νέα, και πολύ περισσότερο όταν ο γιος της εξακοντίζει εναντίον της μύδρους. Αποχωρεί σιωπηλά από τη σκηνή. Εντός ολίγου, η Τροφός της περιγράφει πώς η κυρία του οίκου αυτοκτόνησε πάνω στο νυφικό κρεβάτι με σπαθί. Ο Ηρακλής εισέρχεται – στην πραγματικότητα, τον κουβαλούν – στη σκηνή στην Έξοδο. Αρχικά είναι αναίσθητος, σε λίγο όμως ξυπνά μέσα σε ουρλιαχτά και φοβερές απειλές κατά της Δηιάνειρας. Όταν ο Ύλλος, μετανιωμένος για τον δικό του ρόλο στην ιστορία, του αποκαλύπτει τι έγινε, ο Ηρακλής αντιλαμβάνεται ότι εκπληρώθηκε ένας ακόμη χρησμός, τον οποίο μας αποκαλύπτει τώρα και ο οποίος προέλεγε ότι θα έβρισκε τον θάνατο μόνο από τα χέρια ενός πεθαμένου. Η αντίληψη του χρησμού επενεργεί ενορατικά στον Ηρακλή, ο οποίος ανακτά την ψυχραιμία του και απευθύνεται στον Ύλλο. Οι εντολές του όμως είναι φρικτές. Ζητά από τον Ύλλο να αποδείξει πως αξίζει να λέγεται γιος του: να τον κάψει στην Οίτη, για να απαλλαγεί από τους πόνους, και να παντρευτεί την Ιόλη. Ο Ύλλος φρικιά, αλλά αναγκάζεται να υπακούσει. Η τραγωδία τελειώνει με την πορεία του Ηρακλή και της συνοδείας του προς το όρος.

Στις Τραχίνιες κυριαρχούν τρία μεγάλα θέματα:
(α) η γνώση και η μεταβλητότητα των πραγμάτων
(β) ο χρόνος (το παρελθόν ως απειλή για το παρόν)·
(γ) το πάθος (ως κτηνώδης δύναμη που επηρεάζει τους ανθρώπους και απειλεί την τάξη και τον πολιτισμό).

Παρόλο που Ηρακλής και Δηιάνειρα δεν συναντώνται στο έργο ποτέ, συνδέονται πολύ στενά από τα τρία αυτά θέματα, τα οποία είναι επίσης αλληλένδετα τα ίδια, διεισδύουν βαθιά το ένα μέσα στο άλλο και λειτουργούν παραπληρωματικά. Η θεματολογία αυτή, δηλαδή, λειτουργεί ως συνεκτικό στοιχείο σε ένα έργο το οποίο κατά τα άλλα κατηγορήθηκε για τη «δίπτυχη» πλοκή του και για υποτιθέμενη έλλειψη συνοχής.

Α. ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
Η γνώση στις Τραχίνιες αποκτά τρεις αλληλένδετες έννοιες. H γνώση συνιστά προϊούσα επίγνωση:
(α) της τραγικής ανθρώπινης άγνοιας και του πεπερασμένου της ανθρώπινης αντίληψης (αποτελεί ψευδαίσθηση να πιστεύει ο άνθρωπος ότι μπορεί ποτέ να αντιληφθεί πλήρως την κατάστασή του)·
(β) της αστάθειας της ανθρώπινης τύχης μέσα στη γενική μεταβλητότητα των πραγμάτων·
(γ) της αδυναμίας του ανθρώπινου μυαλού να συλλάβει τη Διὸς βουλήν, η οποία δεν προκαθορίζει τις ανθρώπινες επιλογές, αλλά αφενός αφορά τους πάντες και τα πάντα (ακόμη και τον ἀνδρῶν ἄριστον, τον ίδιο τον γιο του Δία), αφετέρου εξασφαλίζει μακροπρόθεσμη ισορροπία μέσα από τη βραχυπρόθεσμη βίαιη σύγκρουση. Το τελευταίο στοιχείο, η αποκατάσταση της ισορροπίας, είναι ομολογουμένως το πιο υπαινικτικό και το πιο αμφιλεγόμενο, καθώς το έργο αποφεύγει οποιαδήποτε ρητή αναφορά στην αποθέωση του Ηρακλή και στο μέλλον των Ηρακλειδών.

Hans Sebald Beham (1500-1550), "Ο Ηρακλής στην πυρά". Χαρακτικό. Wikimedia Commons

Το θέμα της μεταβλητότητας των πραγμάτων συνδέει και τα τρία θέματα του έργου μεταξύ τους: το θέμα της τραγικής ανθρώπινης άγνοιας, το θέμα του χρόνου, αλλά και την αμφισημία του βίαιου πάθους, το οποίο υποφώσκει μέσα στο ανθρώπινο «θηρίο» και το οποίο ενίοτε διαταράσσει την ισορροπία των πραγμάτων, ενίοτε όμως παράγει καινούρια ισορροπία προκαλώντας απίθανες κατά τα άλλα συγκλίσεις (όπως ο γάμος του Ύλλου με την Ιόλη).
Το θέμα της «γνώσης» αφορά παραδόξως την τραγική ανθρώπινη άγνοια πάνω από όλα: την αδυναμία του ανθρώπου να αποκτήσει πραγματική επίγνωση των δυνάμεων που διέπουν τις πράξεις του. Ο άνθρωπος δεν αποκτά συνείδηση της μοίρας του παρά μόνο μετά το γεγονός. Το μοτίβο του μανθάνειν (και μάλιστα του ἐκ-μανθάνειν – η πρόθεση  εδώ υπογραμμίζει την προϊούσα αποκάλυψη) είναι κεντρικό στις Τραχίνιες. Το έργο δομείται πάνω σε σειρά διαδοχικών αποκαλύψεων, που φωτίζουν τη συνείδηση καθενός από τους πρωταγωνιστές, αλλά μόνο εκ των υστέρων και εκ του αποτελέσματος:
(α) Εκ των υστέρων η Δηιάνειρα αντιλαμβάνεται την πραγματική καταγωγή της Ιόλης και το ρόλο που επρόκειτο αυτή άθελά της να παίξει στην τραγωδία. Εκ των υστέρων επίσης αντιλαμβάνεται ότι οι συμφορές που της επισώρευσε αφενός η ομορφιά της και αφετέρου η θέση της πλάι σε έναν τόσο ασταθή, απόντα σύζυγο, όπως ο Ηρακλής, δεν είναι τίποτα μπροστά σε όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν. Εκ των υστέρων, κυρίως, συλλαμβάνει την πραγματική φύση του «ερωτικού φίλτρου» και τα πραγματικά κίνητρα του Νέσσου. Η εισαγωγική ρήση της Δηιάνειρας δίνει την εντύπωση ότι έχει επίγνωση της μεταβλητότητας των πραγμάτων και της αδυναμίας του ανθρωπίνου μυαλού να την προβλέψει. Ακόμη και αυτή η πεσιμιστική προσέγγιση της ανθρώπινης μοίρας, ωστόσο – ένα είδος «ψυχολογικής αυτοάμυνας» απέναντι στην αλλαγή – αποδεικνύεται ελλιπής: τα χειρότερα έπονται για τη Δηιάνειρα.
(β) εκ του αποτελέσματος ο Λίχας συνειδητοποιεί ότι το «δώρο» της Δηιάνειρας είναι δώρο θανάτου, όχι μόνο για τον Ηρακλή, αλλά και για εκείνον τον ίδιο·
(γ) Είναι αργά πια, όταν ο Χορός καταλαβαίνει την πραγματική σημασία της σιωπής της Δηιάνειρας και της απόσυρσής της στη νυφική παστάδα. Είναι αργά πια, επίσης, όταν ο Ύλλος καταλαβαίνει ότι κατηγόρησε τη μητέρα του άδικα· μόνο με τον θάνατό της συνειδητοποιεί ότι στην αυτοκτονία την εξώθησαν οι δικοί του μύδροι εξίσου με τις δικές της τύψεις·
(δ) ο Ηρακλής κατανοεί τη σχέση του Νέσσου με τα πάθη του, μόνο αφού καταφέρθηκε κατά της Δηιάνειρας με σκληρά λόγια· αντιλαμβάνεται ότι η άλωση της Οιχαλίας δεν ήταν η ολοκλήρωση της περιπέτειας εκείνης (και άρα η εκπλήρωση του χρησμού, που τον ήθελε να ησυχάζει μετά από αυτήν), αλλά η απαρχή των πραγματικών του δεινών.

Francesco Bartolozzi, Deianeira (Pushkin Museum of Fine Arts). Wikimedia Commons

Η σκηνή με τα ψεύδη του Λίχα είναι παραδειγματική για την αδυναμία της ανθρώπινης συνείδησης να διαπεράσει τα φαινόμενα. Πέρα από τις όποιες άλλες (πολλές) λειτουργίες της σκηνής, τα ψεύδη του Λίχα αποτελούν παιγνίδι του Σοφοκλή με τη σύμβαση του Αγγέλου στην τραγωδία (ο Άγγελος συμβατικά είναι αψευδής) και συνδέονται με το θέμα της δυνατότητας του ανθρωπίνου μυαλού να συλλαμβάνει πλήρως την πραγματικότητα. Ο Λίχας ψεύδεται στη Δηιάνειρα, αλλά τα κίνητρά του δεν διευκρινίζονται ποτέ. Τι έχει να κερδίσει με τα ψεύδη του; Στοχεύει κι αυτός σε κάποια αμοιβή, όπως ο Άγγελος; Ενεργεί κατ’ εντολή του Ηρακλή προσπαθώντας να θολώσει τα νερά; Ή μήπως όντως από οίκτο και ευγένεια αποφεύγει να πληγώσει τη Δηιάνειρα την ίδια στιγμή που της παρέχει αφορμή για ευφροσύνη;
Στις Τραχίνιες κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι χρησμοί, των οποίων το ακριβές νόημα, ως συνήθως, αποκαλύπτεται μετά την επαλήθευσή τους. Ο χρησμός αποτελεί έμβλημα της αντίθεσης ανάμεσα στην ενάργεια των πραγμάτων για τους θεούς και στην αχλύ που καλύπτει την ανθρώπινη συνείδηση μέχρι την τελευταία τραγική στιγμή. Ο τελευταίος στίχος της τραγωδίας (1278), αλλά και η απορία του Χορού για την «αδιαφορία που δείχνει ο Ζευς για τα παιδιά του» (139-140) υπογραμμίζουν το θέμα αυτό. Πίσω και πάνω από τα ανθρώπινα υπάρχει η ανώτερη συνείδηση των θεών, η οποία δεν προκαθορίζει μεν, γνωρίζει ωστόσο εκ των προτέρων.
Η τραγωδία τονίζει επανειλημμένα την αδυναμία των ανθρώπων να κατανοήσουν πλήρως τον κόσμο στον οποίο ζουν, άρα και τους ανθρώπους που τους περιτριγυρίζουν: ο Χορός δεν μπορεί να κατανοήσει τη Δηιάνειρα· η Δηιάνειρα δεν αντιλαμβάνεται ποια είναι και τι συμβολίζει η Ιόλη· ο Ύλλος δεν καταλαβαίνει τη μητέρα του· ο Ηρακλής δεν συνειδητοποιεί τη σχέση του Νέσσου με τα πάθη του κτλ.
Τα τραγικά σφάλματα των ανθρώπων εκπηγάζουν από την ψευδαίσθησή τους ότι μπορούν να κατανοήσουν την ανώτερη τάξη των πραγμάτων, ότι έχουν πλήρη έλεγχο των επιλογών τους [1]. Αόρατες δυνάμεις, ωστόσο – άλλες ζωώδεις, άλλες θεϊκές – συνενεργούν με την ανθρώπινη βούληση, συνήθως με καταστροφικές επιπτώσεις στα σχέδια των ανθρώπων.
Στις Τραχίνιες οι άνθρωποι δεν δρουν πραγματικά· στην ουσία αντιδρούν – και αντιδρούν βίαια – σε σειρά δραστικών ανατροπών, συχνά επιδεινώνοντας τη θέση τους: η Δηιάνειρα μετατρέπεται σε κάτι που μισεί, μια ραδιούργο γυναίκα· ο Ηρακλής καταφέρεται με μένος κατά της ύβρεως του Ευρύτου διαπράττοντας σοβαρότερη ύβρη. Οι βίαιες αντιδράσεις των ανθρώπων είναι σύμπτωμα της αντιληπτικής τους αδυναμίας. Δεν είναι τυχαίο, ωστόσο, ότι ο Ηρακλής ανακτά την αυτοκυριαρχία του, αποκτά μια σχεδόν θεία γαλήνη όντας στα νύχια του πάθους, όταν συνειδητοποιεί ακριβώς την εσώτερη λογική των πραγμάτων, που του διέφευγε μέχρι τότε. Η βαθύτερη γνώση, η πραγματική γνώση, είναι πηγή ισορροπίας, καθώς συνιστά ευθυγράμμιση της ανθρώπινης συνείδησης με τη συνείδηση των αθανάτων.

Guido Reni, "Η απαγωγή της Δηιάνειρας" (Μουσείο του Λούβρου). Wikimedia Commons

Με το θέμα της γνώσης συνδέονται σειρά από εικόνες, μεταφορές, γνωμικές ρήσεις, που δίνουν έμφαση στην αστάθεια της ανθρώπινης τύχης στο πλαίσιο της γενικής μεταβλητότητας των ανθρωπίνων πραγμάτων, μέσα στον αιώνιο κύκλο της χαράς και της λύπης.
Οι αναφορές στη μεταβλητότητα αφορούν εξίσου στη Δηιάνειρα και στον Ηρακλή. Ο γιος του Διός, ο ἀνδρῶν ἄριστος, ο οποίος υπέστη στη ζωή του ποικίλες ανατροπές και ανακατατάξεις, με πιο εξευτελιστικό τον εξανδραποδισμό και τη θητεία του υπό την Ομφάλη, προστατευόταν εντούτοις στο τέλος πάντα από την εύνοια «κάποιου θεού». Τέτοια βεβαιότητα καθησύχαζε τον Ύλλο στους 15 μήνες της απουσίας του πατέρα του· τέτοια βεβαιότητα ενισχυόταν στη συνείδηση του Ηρακλή του ιδίου από την επικάλυψη δύο χρησμών: ο πρώτος προέβλεπε τον θάνατό του μόνο από τα χέρια κάποιου που δεν βρίσκεται πια στη ζωή (ο Ηρακλής εξέλαβε τον χρησμό αυτό ως σχῆμα ἀδύνατον), ο δεύτερος προφήτευε ευφρόσυνη τελευτή για τα βάσανά του με τη λήξη της περιπέτειας στην Οιχαλία (ο Ηρακλής θεώρησε ότι αυτή έληξε με την άλωση της πόλης). Η βεβαιότητα και του Ύλλου και του Ηρακλή θα συντριβεί εκκωφαντικά στην πορεία της δράσης.

Jean-Louis Lagrenee, "H απαγωγή της Δηιάνειρας" (Μουσείο του Λούβρου). Wikimedia Commons

Το στίγμα της αέναης μεταβλητότητας των πραγμάτων δίδεται εντονότερα στην Πάροδο, όπου η περιστροφή της Άρκτου, η εναλλαγή της ημέρας και της νύκτας, αλλά κυρίως η κυκλική, ακατάπαυστη κίνηση των κυμάτων δημιουργούν μια αίσθηση αιώνιας αλλαγής: βλ. Easterling σ. 21. Αυτό που πρέπει να προστεθεί στα γραφόμενα της Easterling είναι ότι οι εικόνες αυτές δεν επενδύουν την έννοια της μεταβλητότητας των πραγμάτων με την ίδια ΑΓΩΝΙΑ που εκφράζει η εισαγωγική ρήση της Δηιάνειρας στον Πρόλογο (1-3), κάθε άλλο. Για τη Δηιάνειρα – για τον άνθρωπο, για τον πολιτισμό – η αλλαγή συνιστά υπαρξιακή απειλή· για τη φύση, όμως, όλες οι αλλαγές καταλήγουν, έστω διά της βίας, στην ισορροπία και στην ανανέωση. Η διαλεκτική αυτή αντίθεση είναι βασική για την κατανόηση του θέματος της γνώσης και της μεταβλητότητας στις Τραχίνιες: ο άνθρωπος συμπαρασύρεται στη δίνη των στοιχείων και καταλήγει ολοκαύτωμα των παθών του, παρανάλωμα σειράς επιλογών στις οποίες κατά τα άλλα προβαίνει ελεύθερα· η ισορροπία της φύσης, όμως, όσο απειλείται προσωρινά από τη βία, άλλο τόσο τρέφεται από αυτήν· η φύση συνθέτει τις αντιθέσεις και μέσα από το χάος γεννά καινούρια τάξη πραγμάτων.

Β. ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ:

Το θέμα του χρόνου επίσης παρουσιάζει τρεις εκφάνσεις στις Τραχίνιες:

Arnold Böcklin, "Νέσσος και Δηιάνειρα" (Pfalzgalerie). Wikimedia Commons
(α) πρώτον, συνδέεται με το θέμα της γνώσης μέσω του μοτίβου της γραφής·
(β) συνδέεται επίσης με το θέμα της γνώσης, καθώς το έργο εμμένει ιδιαίτερα στη σχέση του παρελθόντος με το παρόν: η τελική, αναδρομική, expostfacto διερμήνευση του παρελθόντος δίνει καινούριο νόημα στο παρόν·
(γ) τέλος, η διάσταση παρελθόντος-παρόντος δημιουργεί εκ πρώτης όψεως δυαδική αντίθεση ανάμεσα στον πρωτογονισμό και τον πολιτισμό, την άγρια φύση και τον πολιτισμένο οἶκον.
Η γραφή ενέχει τη σταθερότητα που στερείται ο χρόνος και η τύχη των ανθρώπων. Στο έργο οι δύο γραπτές δέλτοι περιλαμβάνουν τους χρησμούς, που τόσο βαθιά επηρεάζουν τα δρώμενα: οι χρησμοί είναι παροιμιωδώς φευγαλέοι και όμως καταγράφονται με το σταθερό και αναλλοίωτο μέσο της γραφής. Η γνώση, η ανώτερη γνώση των θεών, διατίθεται στους ανθρώπους προφανής αλλά όχι διαφανής, γραπτή αλλά όχι ρητή. Η απατηλή βεβαιότητα που προκαλούν οι χρησμοί – αφενός επειδή εκπορεύονται από τους θεούς, αφετέρου επειδή το γραπτό τους μήνυμα φαντάζει τόσο διαυγές και σταθερό – συνδέει με έμφαση τα θέματα της γνώσης και του χρόνου: οι χρησμοί είναι διαυγείς, αλλά μόνο αναδρομικά. Ο Σοφοκλής θα επανέλθει στο σημείο αυτό στον Οιδίποδα Τύραννο: ακόμα και αν βλέπει ο άνθρωπος, στην πραγματικότητα είναι τυφλός· ακόμα κι αν ακούει, δεν ακούει πραγματικά, παρά μόνο εκ των υστέρων.
Το θέμα του χρόνου, συνδέεται, επίσης, με το θέμα του πάθους, καθώς η διάσταση παρελθόντος-παρόντος φαίνεται να ανταποκρίνεται στη διάσταση δύο ομάδων αξιών: «από τη μια μεριά οι αξίες του οἴκου, που εκπροσωπούνται από τη Δηιάνειρα, οι ‘ήσυχες’ αρετές που θαυμάζονταν τον πέμπτο αιώνα, από την άλλη οι άγριες περιοχές της φύσης (Κήναιον, Οίτη), ο αρχαϊκός ηρωισμός, η βιαιότητα του κτήνους, που χαρακτηρίζει τον Ηρακλή, ο οποίος ‘ποτέ δεν αναδύεται εξ ολοκλήρου από τη μακρινή μυθολογία και από τις αρχέγονες δυνάμεις της φύσεως τις οποίες αυτός υποτάσσει’» (Easterling, 23-24, με παράθεμα από τον Segal, 100). Η δυαδική αυτή αντίθεση, όμως, ισχύει μόνο εκ πρώτης όψεως. Στην πραγματικότητα, καταρρέει πλήρως στο πρόσωπο και της Δηιάνειρας και – πολύ περισσότερο – του Ηρακλή. Στην πραγματικότητα, οι δυνάμεις του πολιτισμού και του χάους φαίνεται να ενυπάρχουν εγγενώς στην ανθρώπινη φύση, η οποία από τη μια ρέπει προς τη δημιουργία, τον πολιτισμό, τη λογική, και από την άλλη είναι έρμαιο εξωλογικών δυνάμεων, όπως το ερωτικό πάθος. Η Δηιάνειρα καταστρέφει τον οίκο που προσπαθεί να διασώσει· ο Ηρακλής διαιωνίζει τον οίκο που ο ίδιος έχει ανατρέψει.

Ζωγράφος του Βατικανού, "Ηρακλής και Νέσσος". Αττική μελανόμορφη υδρία του 6ου αι. π.Χ. (Μουσείο του Λούβρου). Wikimedia Commons

Η Δηιάνειρα προβάλλει αρχικά ως το ιδεώδες θήλυ, μια τυπική γυναίκα, κατά τα θέσμια του γένους και της κοινωνικής της θέσης: πιστή και πειθήνια, παθητική και υποταγμένη, αδύναμη και αναβλητική (με μια λέξη: σώφρων, τη στιγμή που ο Ηρακλής είναι ὠμόφρων!), με μόνιμη έγνοια τη διατήρηση της οικογένειάς της, την ασφάλεια και την καθαρότητα του οίκου της. Ακόμα και με τα άψυχα αντικείμενα αυτού του νοικοκυριού φαίνεται να αναπτύσσει σχέση σχεδόν μητρική (βλ. τη σκηνή της αυτοκτονίας). Ο θάνατός της επέρχεται, χαρακτηριστικά, μέσα στον νυφικό θάλαμο, το κατεξοχήν πεδίο «καταξίωσης» μιας παντρεμένης γυναίκας. Η Δηιάνειρα όντως φαίνεται εκ πρώτης όψεως να εκπροσωπεί τις αξίες του οἴκου. Η βίαιη μεταστροφή της στο δεύτερο τρίτο του έργου δεν ενέχει ίχνος από τη βαρβαρότητα μιας Μήδειας και μόνο ψήγματα από την υστεροβουλία και την ανειλικρίνεια μιας Κλυταιμήστρας: έστω και αν η δράση της δεν είναι προϊόν αγνού, ανιδιοτελούς, «ρομαντικού» έρωτα (περιφρουρώντας τον οἶκον προασπίζει και τη δική της θέση μέσα σ’ αυτόν, καθώς το status των γυναικών είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτό των ανδρών τους), η Δηιάνειρα παρασύρεται από το «αρχαίο κτήνος»· δεν καταφέρεται κατά της Ιόλης ούτε καν κατά του Ηρακλή, απλά προσπαθεί να διαφυλάξει την ενότητα του οἴκου με ένα τρόπο που της φαντάζει ανώδυνος· ακόμη και τη στιγμή που ετοιμάζεται να παραδώσει τον χιτώνα στον Λίχα κατατρύχεται από αμφιβολίες· και η μετάνοιά της είναι σχεδόν ταυτόχρονη με την αποστολή του «δώρου». Και όμως αυτή η Δηιάνειρα καθίσταται εξίσου ανατρεπτική για τον οἶκον όσο και ο Ηρακλής. Όσο και αν διαφέρει από μια Μήδεια ή μια Κλυταιμήστρα, όσο και αν η σεξουαλικότητά της – η γυναικεία σεξουαλικότητα αποτελούσε μόνιμη πηγή ανησυχίας για το ανδρικό φαντασιακό – απευθύνεται προς τος σύζυγό της, καταλήγει στο ίδιο φθαρτικό αποτέλεσμα όσο εκείνες.

 

Η Δηιάνειρα ενσαρκώνει και αυτή τον τύπο της «επικίνδυνης» γυναίκας, μια δύναμη «έκνομη», βίαιη, υπονομευτική· αναδεικνύει όμως ταυτόχρονα και την αστάθεια του ιδίου του οἴκου, τα δύο μέτρα και τα δύο σταθμά που διέπουν τα ηθικά του ερείσματα: τα φυγόκεντρα ερωτικά πάθη του Ηρακλή θα άφηναν αλώβητο τον οἶκον, αν το κεντρομόλο ερωτικό πάθος της Δηιάνειρας δεν αντιδρούσε! Η Δηιάνειρα υποσκάπτει τον οἶκον υπερασπιζόμενη τα νόμιμα δικαιώματά του· ο Ηρακλής τον διαιωνίζει με το ίδιο μέσο με τον οποίο τον είχε διαταράξει, με την Ιόλη, την οποία επιβάλλει, τελικά, ως σύζυγο για τον γιο του. Η ειρωνεία του Σοφοκλή είναι λεπτότατη.
«Αμφισημία» είναι ο όρος που περιγράφει καλύτερα τον Ηρακλή ως μυθολογική προσωπικότητα, αλλά και ως ήρωα τραγωδίας. Η προσωπικότητά του διαμορφώνεται μέσα από σειρά αντιθέσεων, οι οποίες αναδεικνύουν την οριακή του θέση ανάμεσα στην αγριότητα και τον πολιτισμό, στο χάος και την έννομη τάξη, στον άνδρα και τη γυναίκα, στον άνθρωπο και τον θεό. Ο Ηρακλής καθαίρει τη φύση από τα κτήνη· αλλά αυτή η κάθαρσις δεν θα επιτυγχανόταν ενδεχομένως ποτέ, αν ο ίδιος δεν μοιραζόταν κάτι από τη βιαιότητα, την αγριότητα και τον πρωτογονισμό του κτήνους.
Αντιδρά στην ύβρη του Ευρύτου (λειτουργώντας, τροπον τινά, ως θεός-τιμωρός), αλλά η αντίδρασή του είναι η ίδια υβριστική. Συγκροτεί τον οἶκον γλυτώνοντας τη Δηιάνειρα από τα νύχια ενός πρωτογενούς κτήνους, αλλά συνταράζει τα θεμέλιά του, όταν, υποκύπτοντας σε ένα πάθος ανατρεπτικό, επεισάγει σ’ αυτόν μια άλλη γυναίκα και μάλιστα νεώτερη και ευγενούς καταγωγής. Απειλεί τον Ύλλο με μίασμα, όταν του προτείνει να τον κάψει ζωντανό, οι θεατές όμως γνωρίζουν (δεν μπορεί να το αποκλείσει αυτό ο Σοφοκλής) ότι το ολοκαύτωμα στην προκειμένη περίπτωση είναι συνθήκη αποθέωσης. Προκαλεί επίσης φρικίαση στον Ύλλο, όταν του προτείνει να ενωθεί ερωτικά με τη γυναίκα που οδήγησε στον θάνατο και τους δύο του γονείς (και αυτό είναι μορφή μιάσματος), όμως και πάλι οι θεατές γνωρίζουν ότι αυτή ή ένωση θα γεννήσει το λαμπρό γένος των Ηρακλειδών. Ο Ηρακλής υπερβαίνει τα ανθρώπινα ηθικά μέτρα· είναι μια δύναμη της φύσης, η οποία συντείνει μεν στον πολιτισμό, αλλά δεν βολεύεται πλήρως μέσα σ’ αυτόν. Δεν ανήκει πλήρως ούτε στο «παρελθόν» αλλά ούτε στο «παρόν». Η διάκριση αυτών των δύο «ομάδων αξιών» έχει νόημα μόνο για να διαπιστώσουμε ότι ούτε ο Ηρακλής ούτε η Δηιάνειρα τις εκπροσωπούν απολύτως.
Ο μαγνητισμός του σεξουαλικού πάθους, ο οποίος συμπαρασύρει τους ήρωες σε μια δίνη (αυτο)καταστροφής, είναι τελικά ένα χαρακτηριστικό του «αρχαίου κτήνους», το οποίο μοιράζονται τόσο η Δηιάνειρα όσο και ο Ηρακλής. Η αυτοκτονία της Δηιάνειρας (πάνω στο νυφικό κρεβάτι, «διαπαρθενευμένη» τροπον τινά από το ξίφος – αυτοκτονία παράδοξη για τα τραγικά μέτρα, εφόσον στην τραγωδία οι γυναίκες σπανίως αυτοκτονούν με ξίφος) μπορεί να θεωρηθεί ως τελευταία, απονενοημένη πράξη σεξουαλικής ένωσης των δύο συζύγων. Η «νόσος» του Ηρακλή, ο αφόρητος πόνος που του προκαλεί το δηλητήριο του Νέσσου, δεν είναι άσχετη με το μοτίβο του έρωτα ως νόσου (το πάθος του για την Ιόλη περιγράφεται ως  «νόσος», 445-6) και βέβαια δεν διαχωρίζεται από το μοτίβο της βίας ως διφορούμενης δύναμης, το οποίο διατρέχει τις Τραχίνιες. Ο Ηρακλής περιγράφει την νόσον ως άγριο θηρίο με γλώσσα παρόμοια με αυτήν που χρησιμοποιείται για την περιγραφή της πάλης του με τον Νέσσο και τον Αχελώο (Easterling, 25). O Χορός προβάλλει την Αφροδίτη ως θεϊκή δύναμη, της οποίας η ευθύνη για τα τεκταινόμενα είναι τελικά εξίσου μεγάλη με αυτή του Διός (497-8, 515-6, 860-1). Το ερωτικό πάθος είναι τελικά το στοιχείο εκείνο του «παρελθόντος» (των αρχέγονων δυνάμεων του Χάους και της Βίας), που επιβιώνει αλώβητο και καθορίζει το παρόν, αλλά όχι μονοσήμαντα, ποτέ μονοσήμαντα. Το πάθος είναι μια αμφίσημη, δίκοπη δύναμη, που εμφιλοχωρεί ύπουλα στα θεμέλια του πολιτισμού και υποφώσκει εκεί σιωπηλά μέχρι να το χτυπήσει το φως το ήλιου: όπως το δηλητήριο του Νέσσου.


ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ:

Bowman, L. 1999. «Prophecy and Authority in the “Trachiniai”». The American Journal of Philology. 120: 335-350
EasterlingPE. 1996. Σοφοκλέους Τραχίνιαι. Μτφρ. Π. Μ. Φαναράς. Αθήνα: Ινστιτούτο του βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα.
Holt, P. 1989. «The end of the Trachiniai and the Fate of Herakles». The Journal of Hellenic Studies109: 69-80
Hutchinson, G.O. 1999. “Sophocles and Time” στο J. Griffin (επιμ.), Sophocles Revisited, Oxford University Press, New York
Kraus S, C. 1991. «“Logos Men Est’ Arxaios”: Stories and Story-Telling in Sophocles’ Trachiniae». Transactions of the American Philological Association (1974-), 121: 75-98
Levett, B. 2004. SophoclesWomen of Trachis. Duckworth companions to Greek and Roman tragedy. London: Duckworth.
Segal, C. 1977. ’Sophocles Trachiniae: myth, poetry and heroic values’. Yale Classical Studies 25, 99-158.
—-. 1981. Tragedy and civilization: an interpretation of Sophocles. Cambridge, MA. & London: Harvard University Press.
—-. 1995. Sophocles’ Tragic World: Divinity, Nature, Society. Cambridge, MA & London:
Winnington-Ingram, R. P. 1999. Σοφοκλής: μια ερμηνευτική προσέγγιση. Αθήνα: Ινστιτούτο του βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα.


[1] Ο χρησμός παρέχει στους ανθρώπους την επισφαλή και άρα ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ πεποίθηση ότι μπορούν να ελέγξουν τη μοίρα τους, άρα τελικά, αντί να τους συνδράμει, καταλήγει να τους οδηγεί στην καταστροφή. (πηγή)


Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Άπαντα Κ.Π. Καβάφη

Θέμα: Κωνσταντίνος Π. Καβάφης Άπαντα.


           Για τα 150 χρόνια από τη γέννησή του. 


          «Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ' ένα σπίτι της οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία. Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολι. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα.
           Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά».



Αυτοβιογραφικό σημείωμα του Κ.Π. Καβάφη (1863-1933)




Κωνσταντίνος Π. Καβάφης - Ποιήματα 

               Ακολουθεί ο πλήρης κατάλογος των ποιημάτων του Κ.Π. Καβάφη στα ελληνικά (154 αναγνωρισμένα, 75 ανέκδοτα, 27 αποκηρυγμένα).
                Τα ποιήματα διακρίνονται σε ομάδες με χρονολογικά κριτήρια.
                Για την ανάλυση ιστορικών και μυθολογικών προσώπων στα ποιήματα μπορείτε να κάνετε κλικ εδώ.
                Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από  έντονη συμβολιστική τάση που συνδυάζεται με λιτό και διαχρονικά επίκαιρο λόγο.

1896-1904

[BAR]

1905-1915

[BAR]

1916-1918

[BAR]

1919-1933

[DOT][1919] Ο ήλιος του απογεύματος
[DOT][1919] Ίμενος
[DOT][1919] Των Εβραίων (50 μ.Χ.)
[DOT][1919] Να μείνει
[DOT][1919] Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.Χ.)
[DOT][1919] Του Πλοίου
[DOT][1920] Είγε Ετελεύτα
[DOT][1920] Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)
[DOT][1920] Για Νάρθουν-
[DOT][1920] Ο Δαρείος
[DOT][1920] Αννα Κομνηνή
[DOT][1921] Βυζαντινός Άρχων, Εξόριστος, Στιχουργών
[DOT][1921] Η Αρχή των
[DOT][1921] Εύνοια του Αλεξάνδρου Βάλα
[DOT][1921] Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ.Χ.
[DOT][1921] Ο Δημάρατος
[DOT][1921] Εκόμισα εις την Τέχνη
[DOT][1921] Από την σχολήν του περιωνύμου φιλοσόφου
[DOT][1921] Τεχνουργός Κρατήρων
[DOT][1922] Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες
[DOT][1922] Προς τον Αντίοχον Επιφανή
[DOT][1922] Σ' ένα βιβλίο παλιό-
[DOT][1923] Εν απογνώσει
[DOT][1923] Ο Ιουλιανός, ορών ολιγωρίαν
[DOT][1923] Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής
[DOT][1923] Θέατρον της Σιδώνος (400 μ.Χ.)
[DOT][1924] Ο Ιουλιανός εν Νικομηδεία
[DOT][1924] Πριν τους αλλάξει ο Χρόνος
[DOT][1924] Ηλθε για να διαβάσει
[DOT][1924] Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια
[DOT][1924] Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει
[DOT][1925] Τέμεθος, Αντιοχεύς· 400 μ.Χ.
[DOT][1925] Από υαλί χρωματιστό
[DOT][1925] Το 25ον έτος του βίου του
[DOT][1925] Εις Ιταλικήν παραλίαν
[DOT][1925] Στο πληκτικό χωριό
[DOT][1925] Απολλώνιος ο Τυανεύς εν Ρόδω
[DOT][1926] Η αρρώστια του Κλείτου
[DOT][1926] Εν δήμω της Μικράς Ασίας
[DOT][1926] Ιερεύς του Σεραπίου
[DOT][1926] Μέσα στα καπηλειά
[DOT][1926] Μεγάλη συνοδεία εξ ιερέων και λαϊκών
[DOT][1926] Σοφιστής απερχόμενος εκ Συρίας
[DOT][1926] Ο Ιουλιανός και οι Αντιοχείς
[DOT][1927] Αννα Δαλασσηνή
[DOT][1927] Μέρες του 1896
[DOT][1927] Δύο νέοι, 23 έως 24 ετών
[DOT][1927] Παλαιόθεν Ελληνίς
[DOT][1927] Μέρες του 1901
[DOT][1928] Ουκ έγνως
[DOT][1928] Ένας νέος, της Τέχνης του Λόγου - στο 24ον έτος του
[DOT][1928] Εν Σπάρτη
[DOT][1928] Εικών εικοσιτριετούς νέου καμωμένη από φίλον του ομήλικα, ερασιτέχνην
[DOT][1928] Εν μεγάλη Ελληνική αποικία, 200 π.Χ.
[DOT][1928] Ηγεμών εκ δυτικής Λιβύης
[DOT][1928] Κίμων Λεάρχου, 22 ετών, σπουδαστής Ελληνικών γραμμάτων (εν Κυρήνη)
[DOT][1928] Εν πορεία προς την Σινώπην
[DOT][1928] Μέρες του 1909, '10, και '11
[DOT][1929] Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.
[DOT][1929] Αλέξανδρος Ιανναίος, και Αλεξάνδρα
[DOT][1929] Ωραία λουλούδια και άσπρα ως ταίριαζαν πολύ
[DOT][1929] Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων
[DOT][1929] Στον ίδιο χώρο
[DOT][1930] Ο καθρέπτης στην είσοδο
[DOT][1930] Ρωτούσε για την ποιότητα
[DOT][1930] Ας φρόντιζαν
[DOT][1931] Κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων
[DOT][1931] Στα 200 π.Χ.
[DOT][1932] Μέρες του 1908
[DOT][1933] Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας


[BAR]

Τα Ανέκδοτα (1877;-1923)

[DOT][1877;] [More happy thou, performing Member]
[DOT][1882] Leaving Therapia
[DOT][1882;] Darkness and Shadows
[DOT][1884;] Αν μ' Ηγάπας
[DOT][1884;] Προς τας Κυρίας
[DOT][1884;] Ο Βεϊζαδές προς την Ερωμένην του
[DOT][1884] [Dunya Guzeli]
[DOT][1885] Όταν, φίλοι μου, αγαπούσα...
[DOT]
[1885] Το Νιχώρι
[DOT][1891] Αλληλουχία κατά τον Βωδελαίρον
[DOT][1892] [Η Κόρη του Μενκερά]
[DOT][1892] «Nous n'osons plus chanter les roses»
[DOT][1892] Ινδική Εικών
[DOT][1892] Πελασγική Εικών
[DOT][1892] Το Μετέπειτα
[DOT][1892] Οι Μιμίαμβοι του Ηρώδου
[DOT][1892] Κυανοί Οφθαλμοί
[DOT][1893] [Οι Τέσσαρες Τοίχοι της Κάμαράς μου]
[DOT][1893] Έμπορος Αλεξανδρεύς
[DOT][1893] Λαγίδου Φιλοξενία
[DOT][1893] Εν τω Κοιμητηρίω
[DOT][1893] Πριάμου Νυκτοπορία
[DOT][1893] Επιτάφιον
[DOT][1893] Θεατής Δυσαρεστημένος
[DOT][1894] Όποιος Απέτυχε
[DOT][1894] Το Πιόνι
[DOT][1894] Τρόμος
[DOT][1894] Στο Σπίτι της Ψυχής
[DOT][1894] [Βροχή]
[DOT][1895] [La Jeunesse Blanche]
[DOT][1895] Γνωρίσματα
[DOT][1895] Αιωνιότης
[DOT][1896] Σύγχυσις
[DOT][1896] Λήθη
[DOT][1896] Σαλώμη
[DOT][1896] Χαλδαϊκή Εικών
[DOT][1896] Ο Ιουλιανός εν τοις Μυστηρίοις
[DOT][1897] Η Τράπεζα του Μέλλοντος
[DOT][1897] [Αδύνατα]
[DOT][1897] Πρόσθεσις
[DOT][1897] Ανθοδέσμαι
[DOT][1898] Λοεγκρίν
[DOT][1898] Η Υποψία
[DOT][1899;] Στρατηγού Θάνατος
[DOT][1899] Η Επέμβασις των Θεών
[DOT][1899] Ο Βασιλεύς Κλαύδιος
[DOT][1899] Η Ναυμαχία
[DOT][1900] Όταν ο Φύλαξ είδε το Φως
[DOT][1900] Οι Εχθροί
[DOT][1903] Τεχνητά Άνθη
[DOT][1903;] Θεόφιλος Παλαιολόγος
[DOT][1903;] Δυνάμωσις
[DOT][1904] Ο Σεπτέμβρης του 1903
[DOT][1904] Ο Δεκέμβρης του 1903
[DOT][1904] Ο Γεννάρης του 1904
[DOT][1904] Σταις Σκάλαις
[DOT][1904] Στο Θέατρο
[DOT][1906] Ποσειδωνιάται
[DOT][1907] Το Τέλος του Αντωνίου
[DOT][1908] 27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.
[DOT][1908] Κρυμμένα
[DOT][1911] Έρωτος Άκουσμα
[DOT][1913] «Τα δ' άλλα εν Άδου τοις κάτω μυθήσομαι»
[DOT][1913] Έτσι
[DOT][1914] Επάνοδος από την Ελλάδα
[DOT][1914] Φυγάδες
[DOT][1915] Κι ακούμπησα και πλάγιασα στες κλίνες των
[DOT][1917] Μισή Ώρα
[DOT][1917] Σπίτι με Κήπον
[DOT][1917] Μεγάλη Εορτή στου Σωσιβίου
[DOT][1917] Συμεών
[DOT][1919] Ο Δεμένος Ώμος
[DOT][1920] Νομίσματα
[DOT][1921] Πάρθεν
[DOT][1923] Απ'το Συρτάρι


[BAR]

Τα Αποκηρυγμένα (1886-1898)




[BAR]