Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

ΕΛΠ 22 - Η φιλοσοφία της ύστερης Αρχαιότητας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 - Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ

Εισαγωγή (264)

Τους πρώτους μεταχριστιανικούς χρόνους μια σημαντική μεταστροφή συντελέστηκε στην ελληνική φιλοσοφία. Ο Στωικισμός, ο Επικουρισμός, ο Σκεπτικισμός και ο Περίπατος που μέχρι τότε κυριαρχούσαν, άρχισαν να πέφτουν. Οι μεταξύ τους διαμάχες είχαν ως αποτέλεσμα να θεωρηθεί πως η φιλοσοφική αναζήτηση είχε χάσει την επαφή της με τα ζητήματα που απασχολούσαν την κοινωνία και τους ανθρώπους της εποχής. Θεωρήθηκε επίσης πως αναλώνεται σε επιδέξιους αλλά ανούσιους λεκτικούς διαξιφισμούς που ενδιέφεραν και κατανοούσαν μόνον οι ‘ειδικοί’. Βαθμιαία λοιπόν διαμορφώνονται νέες τάσεις που προσπάθησαν να φέρουν ξανά τη φιλοσοφία στο προσκήνιο των ανθρώπινων προβληματισμών και να τη συνδέσουν ταυτόχρονα με το λαμπρό παρελθόν της. Έτσι, υπάρχει άνθηση στα φιλοσοφικά εγχειρίδια, που είχαν στόχο να φέρουν στο κοινό τις διάφορες διδασκαλίες. Επίσης, δημιουργείται έντονο ενδιαφέρον για υπομνηματιστικά έργα που αναλύουν και κάνουν προσιτά στο ευρύ κοινό έργα παλαιότερων φιλοσόφων. Η γνώση της φιλοσοφίας αποκτά εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα, γίνεται εφόδιο ρητορικής και εφόδιο παιδείας, παρά στάση ζωής. Έτσι αναπτύχθηκαν εκλεκτικιστικές τάσεις που διερευνούσαν και εναρμόνιζαν τις διάφορες απόψεις χωρίς να ενδιαφέρονται να τις ανασκευάσουν ή να τις αναπτύξουν.
Τέλος, κατά τη διάρκεια της Ύστερης Αρχαιότητας, εξαπλώθηκαν διάφορες μυστηριακές και σωτηριολογικές θρησκευτικές πεποιθήσεις που υπόσχονταν να απαλλάξουν το άτομο από τα δεινά μιας όλο πιο απρόσωπης και αυταρχικής αυτοκρατορίας. Η φιλοσοφία πέρασε σε μια κατάσταση όπου αναζητούσε λύσεις σε προβλήματα που είχαν σχέση με τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο, τη σχέση του με το θείο και το πώς μπορούσε να οδηγηθεί σε προσωπική λύτρωση. Οι φιλοσοφικές απόψεις και οι προβληματισμοί βγαίνουν έξω από τις σχολές κι εμφανίζονται στη ρητορική, στις επιστήμες και στις θρησκευτικές δοξασίες. Παρόμοια επιστροφή της φιλοσοφίας έχουμε και στην οντολογία, τη θεωρία των επιστημών, την ψυχολογία και τη θρησκειολογία.
Η μέθοδος διδασκαλίας της φιλοσοφίας αναμορφώνεται στα πρότυπα των ρητορικών σχολών έτσι ώστε να καλύπτει ευρύτερο κοινό.

6.1.5. Πλωτίνος, ο Ιδρυτής του Νεοπλατωνισμού (273)

Πρόκειται για το σπουδαιότερο ίσως φιλόσοφο της Ύστερης Αρχαιότητας. Γεννήθηκε στην Αίγυπτο το 204 μ.Χ. και ήταν μαθητής του μυστηριώδους Αμμώνιου Σακκά, ο οποίος προσπαθούσε να συγκεράσει τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη (274) σε μια ενιαία ‘αποκαθαρμένη’ φιλοσοφία.
Το γενικό θεωρητικό του πλαίσιο είναι πλατωνικό. Η οντολογική διάκριση μεταξύ νοητού και αισθητού κόσμου, όπου ο νοητός είναι αιώνιο και αναλλοίωτο πρότυπο του δεύτερου, αναφέρεται στον Τίμαιο. Ο αισθητός κόσμος είναι αέναα μεταβλητός και αυτή η μεταβολή ρυθμίζεται από μια κοσμική ψυχή, που ενεργεί σύμφωνα με το νοητό. Ιεραρχικά υψηλότερα βρίσκεται το εν αγαθό, πηγή και σκοπός όλων των οντοτήτων. Η βασική αυτή δομή έχει τρεις ‘υποστάσεις’. Το εν αγαθό, το νοητό νου και την ψυχή στο σύνολό της. Και τα τρία συνδέονται άρρηκτα από δυο αντίρροπες όσο και συμπληρωματικές τάσεις, την ‘πρόοδο’ και την ‘επιστροφή’ που τα εντάσσουν σε ένα ενιαίο δυναμικό σύστημα. Το στοιχείο αυτό, που βρίσκεται σε όλες τις βαθμίδες της πλωτινικής οντολογίας ανάγεται στην (αριστοτελική βασικά) συνάρτηση μεταξύ ουσίας και ενέργειας.
Η θεωρία της ‘διττής ενέργειας’ εξασφαλίζει πως κάθε οντότητα όχι μόνο συντηρείται μέσω της σύμφυτής της ενέργειας, αλλά και παράγει μια άλλη ενέργεια, κατώτερη και διακριτή από αυτήν. Έτσι εξηγείται η παραγωγή κάθε υπόστασης από την ανώτερη της, όπως και η διάχυση της άπειρης δυναμικότητας της πρώτης αρχής, δηλαδή του ενός, ως τις εσχατιές της ύλης.
Ο Πλωτίνος, παρόλο που σπάνια αποκαλύπτει τις άμεσες πηγές των διδασκαλιών του ενδιαφέρεται να συνδυάσει στοιχεία από όλες τις παλαιότερες, αφού όμως τις υποβάλλει σε κριτική επεξεργασία και τις εντάξει σε ένα αρκετά πρωτότυπο φιλοσοφικό σύστημα έντονα προσωπικό.
(275) Στην ανασύνταξη της αρχαίας φιλοσοφικής παράδοσης όπου κυριαρχεί ο Πλάτωνας και την εισαγωγή σημαντικών νέων στοιχείων δόθηκε ο όρος ‘νεοπλατωνισμός’. Τα έργα του Πλωτίνου εκδόθηκαν από το μαθητή του Πορφύριο σε μια συλλογή έξι θεματικών ενοτήτων. Κάθε μια από αυτές περιλαμβάνει εννέα πραγματείες. Έτσι η συλλογή ονομάζεται Εννεάδες.

Το Υλικό Σώμα
Η ύλη καταλαμβάνει την κατώτερη βαθμίδα στο σύστημα του Πλωτίνου. Ορίζεται ως το παντελώς μη ον, καθώς θεωρείται ταυτόσημη με την άρνηση κάθε ποιοτικού ή ποσοτικού προσδιορισμού. Αντίθετα από την αριστοτελική ύλη που διαφέρει από τη στέρηση του είδους, η ύλη του Πλωτίνου συνιστά μια αδρανή και απαθή υποδοχή που δεν δέχεται πραγματική αλλοίωση ή μεταβολή κι έτσι ταυτίζεται με την απόλυτη στέρηση και απροσδιοριστία. Η ύλη δε μορφοποιείται από τα πράγματα που φανερώνονται μέσα σε αυτήν, απλώς τα αντικατοπτρίζει. Προσδίδει όμως στα είδωλα που εμφανίζονται μέσα της κάποια χαρακτηριστικά, όπως η πυκνότητα στο χώρο, κι έτσι, συγκροτούνται τα αισθητά αντικείμενα, η ύπαρξη των οποίων είναι μόνον φαινομενική.
Είναι λοιπόν προφανές πως στον αισθητό κόσμο κυριαρχεί η φαινομενικότητα, για αυτό στερείται σταθερότητας και αλήθειας. Στον αισθητό κόσμο δεν υπάρχουν αυτοτελή αντικείμενα προσδιορισμένης ταυτότητας, αλλά μόνο πρόσκαιρες συναθροίσεις ειδώλων χωρίς οντολογικό πυρήνα. Η ύλη, έστω και αν φωτίζεται ή καλλωπίζεται από τα είδη μέσα της, παραμένει σκοτεινή και ά-σχημη.

Το Αισθητό Σύμπαν
 
Αφού όμως ο αισθητός κόσμος είναι εικόνα του νοητού, λογικά πρέπει να αντικατοπτρίζει και κάποια από τα υπέροχα χαρακτηριστικά του. Όλες οι αντιθέσεις του αισθητού σύμπαντος συμβιβάζονται και εναρμονίζονται μέσα από τη διευθέτηση της κοσμικής ψυχής, που το διοικεί και το ενοποιεί ως ‘εικόνα των νοητών θεών’. Όμως στον κόσμο υπεισέρχονται άλλοι δύο παράγοντες, οι ατομικές ψυχές και η φυσική ειμαρμένη. Έτσι, η καθολική πρόνοια ενεργεί ως δραματουργός. Άρα, ο αισθητός κόσμος είναι μια θεοφάνεια, μια έκφραση του όντος σε υλική και άρα ατελή και κατακερματισμένη μορφή. Είναι παντοτινός, χωρίς αρχή και τέλος, μιμούμενος την αιωνιότητα των νοητών ειδών. (277) Η κυκλική του κίνηση μιμείται την αιώνια μεταστροφή του θεϊκού νου προς τον εαυτό του. Αυτή λοιπόν η κίνηση της ψυχής όπου μεταχειρίζεται το λόγο, (γλωσσικές διατυπώσεις) έχει αποτέλεσμα τη γέννηση του ίδιου του χρόνου, ο οποίος αποτελεί ‘εικόνα της αιωνιότητας’.

Η Φιλοσοφική Αναγωγή


Ο άνθρωπος, εφόσον αποτελεί μέρος του αισθητού σύμπαντος και εντάσσεται σε αυτό, υπόκειται και στις νομοτέλειές του. Όμως, ο πυρήνας της ανθρώπινης ύπαρξης υπερβαίνει τους φυσικούς περιορισμούς. Είναι μια ανεξάρτητη ατομική ψυχή που ελέγχει και κατευθύνει το ζωντανό οργανισμό (τον άνθρωπο δηλαδή) «απέξω». Το ανώτερο ανθρώπινο (278) στοιχείο, αυτό που αποτελεί τον πραγματικό και εσώτερο εαυτό του, είναι αναπόσπαστο τμήμα του νοητού όντος και οδηγεί τον άνθρωπο στη συνειδητοποίηση της θεμελιακής ταυτότητάς του με το ίδιο, μέσω μιας εξαιρετικής και συναρπαστικής εμπειρίας. Για να συνειδητοποιήσουμε όμως αυτήν την θεμελιακή ταυτότητα, πρέπει να αποδεσμευτεί η ψυχή από τα πάθη και τις μέριμνες της ενσώματης ζωής. Η αποδέσμευση αυτή είναι η επιστροφή της στον εσώτερο εαυτό.
Εδώ ο Πλωτίνος συνδυάζει πλατωνικά στοιχεία ηθικής και αισθητικής θεωρίας με στοιχεία θρησκευτικού μυστικισμού που πήρε από το Συμπόσιον και το Φαίδρος. Ξεκινά από την άποψη του Πλάτωνα σχετικά με το τέλος του βίου ως ομοίωσιν θεώ, και την ταυτότητα μεταξύ όντος και ωραίου, κάτι που αποτελεί θεμέλιο για την αισθητική του θεωρία. Με αυτά τα δεδομένα, εισάγει μια υποδιαίρεση τριών φάσεων:
-του μουσικού : ευσυγκίνητος και ευαίσθητος στο ωραίο, συγκινείται όμως λιγότερο από το ίδιο το ωραίο, ενώ ταράζεται αμέσως από τα αποτυπώματά του ωραίου, όταν τα συναντήσει.
-Του εραστή : έχει κάποια ανάμνηση του ωραίου. Επειδή όμως (το ωραίο) είναι ξέχωρο από τα αισθητά αντικείμενα, δεν το αντιλαμβάνεται πλήρως κι έτσι εντυπωσιάζεται και συγκινείται από τις ορατές ομορφιές.
-Του φιλοσόφου : είναι από τη φύση του έτοιμος και ‘φτερωτός’, δεν έχει ανάγκη αποχωρισμού (της ψυχής από το σώμα). Έχει ανοδική πορεία και αν βρεθεί σε αμηχανία, χρειάζεται μόνον κάποιον να του δείξει το δρόμο.
Το κίνητρο για αυτήν την αναγωγή μέσω του ωραίου, είναι ο φιλοσοφικός έρως για το υπέρτατο αγαθό.

Η Ψυχή (279)


Η πλωτινική θεωρία βασίζεται στην ψυχογονία του Τίμαιου. Η ψυχή εμφανίζεται με δύο συστατικά, ένα αμέριστο στα σώματα και ένα μεριστό. Το αμέριστο, τη φέρνει σε επαφή με τον αμέριστο νου. Το μεριστό τη φέρνει σε επαφή με το ήδη καταμερισμένο στο χώρο σώμα, το οποίο όμως οργανώνει σε ενιαίο οργανισμό. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της φύσης της ψυχής είναι πως είναι ταυτόχρονα ενιαία και πολλαπλή. Έτσι ανταποκρίνεται στην τρίτη υπόθεση του πλατωνικού Παρμενίδη, στον οποίο αποτυπώνεται η λογική ιεραρχία.
Όπως γίνεται και στις αισθητικές ιδιότητες, έτσι και η παρουσία της ψυχής στο σώμα είναι φαινομενική. Σύμφωνα με την άνω θεωρία της διττής ενέργειας, η ψυχή προβάλλει στο οργανικό σώμα μια δεύτερη ενέργειά της (δύναμις) και αυτή είναι που δίνει ζωή στο σώμα το οποίο στην πραγματικότητα δεν είναι ζωντανό. Ζωή έχει μόνον η ψυχή που παραμένει πάντα προσηλωμένη στο νοητό, χωρίς να μπλέκεται στα αισθήματα και παθήματα του σώματος. Αυτή η λίγο περίεργη για τα τότε δεδομένα θεωρία, οδήγησε τον Πλωτίνο σε μια πρώτη αντίληψη του υποσυνείδητου.
Η κάθε ψυχή (280) ‘διοικεί’ τον οργανισμό που επιβλέπει (το σώμα δηλαδή) με τρόπο φυσικό και εναρμονισμένο με τις υπόλοιπες ψυχές. Όλες οι ψυχές έχουν σχέσεις συγγένειας και συμπάθειας.
Η εξάσκηση της διοίκησης του σώματος από την ψυχή, γίνεται μέσω των ‘λόγων’ των μορφοποιητικών στοιχείων που παράγονται κατά τη διαδικασία της θέασης των νοητικών ειδών από την ψυχή. Οι λόγοι εξασφαλίζουν στην ψυχή τη δυνατότητα να εκδηλώνεται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Με αυτόν τον τρόπο, προκύπτει η απέραντη και συγκροτημένη ποικιλία των αισθητών μορφών στη φύση.

Ο Νους
Ο νους είναι η δεύτερη υπόσταση του πλωτινικού οντολογικού συστήματος. Αντιστοιχεί κατ’ αρχήν στον κόσμο των ιδεών του Πλάτωνα. Πρόκειται για ένα οργανικό σύστημα ενεργητικών νοών που σχηματίζουν μια αδιάρρηκτη ενότητα όντος, ζωής και νόησης. Αυτό σημαίνει πως πρόκειται για πολλαπλή ενότητα κάτι που οφείλεται στο ότι πηγάζει άμεσα από το απόλυτο εν.
Ο νους είναι αυτοσύστατος, αφού (281) συγκροτείται μόνο από τη θέαση του νοητού αντικειμένου, που στην ουσία είναι αυτός ο ίδιος.
Η τέλεια και πλήρης αυτογνωσία του νου συνεπάγεται την αλήθεια και την ενάργεια των γνώσεων που αποκτά. Οι νοήσεις του δεν αντιστοιχούν σε αποφαντικές κρίσεις, όπου ένα κατηγόρημα αποδίδεται σε ένα αντικείμενο έτερον από αυτό. Στο επίπεδο του νου, οι αλήθειες έχουν αναλυτικό χαρακτήρα όπως για παράδειγμα, η αλήθεια που εκφράζει ένας ορισμός. Η ενότητα του νου εξασφαλίζεται από το ότι κάθε μέρος του περιέχει κατά κάποιον τρόπο το σύνολό του. Οπότε, κάθε τι μέσα στο νου είναι διάφανο, φωτεινό και δεν προβάλλει αντίσταση. Ο νους είναι απόλυτα φανερός και διαυγής, περιέχει και βλέπει τα πάντα.
Εφόσον ο νους εμπεριέχει και όλους τους άλλους νόες, ο καθένας από μας μπορεί να έχει πρόσβαση (μέσω του νου) στο σύνολο του νοητού.

Το Εν Αγαθό
Το Εν Αγαθό βρίσκεται στην κορυφή της μεταφυσικής ιεραρχίας του Πλωτίνου. Πρόκειται (282) για συγκερασμό του ενός (Πλάτων – Παρμενίδης) με την ιδέα του αγαθού (Πολιτεία).
Αν η ύλη αποτελεί μη ον και ο νους ταυτίζεται με το ον, το εν υπερβαίνει το όν και βρίσκεται επέκεινα της ουσίας (Πλάτων). Αυτό σημαίνει πως δεν διέπεται από τις νοητικές λειτουργίες του όντος και πως αυτό καθαυτό, δε μπορούν να το αγγίξουν οι νοητικές δυνάμεις του ανθρώπου. Παρόλα αυτά, ο Πλωτίνος κρατάει και μια πισινή λέγοντας πως η φύση του μπορεί να προσεγγισθεί ως ένα βαθμό, με έμμεσους τρόπους.
Το εν είναι το έσχατο θεμέλιο όλων των όντων, νοητών και αισθητών.
Η υπερβατικότητα του ενός προς το ον, είναι για τον Πλωτίνο μεταφυσικό αξίωμα που τον βοηθά να λύσει ορισμένα άλυτα μέχρι τώρα προβλήματα των μεσοπλατωνικών θεωριών, σχετικά με τη συγκρότηση του νοητού κόσμου (π.χ. η ενότητά του). Ταυτόχρονα, δίνει νέες κατευθύνσεις στη φιλοσοφική έρευνα εγκαινιάζοντας έτσι, αυτό που λέμε σήμερα νεοπλατωνισμό.
Οι υπόλοιπες υποστάσεις που παράγει το εν, περιγράφονται με μεταφορικές φράσεις που παραπέμπουν σε εικόνες απορροής ή ακτινοβολίας από μια πηγή. Δίνεται όμως η διευκρίνιση πως δε συνεπάγεται κανενός είδους απομείωση της αρχής.
(283) Από μια άποψη, το υπέρτατο αγαθό είναι παντού, αφού το αγαθό αυτό υπάρχει στο κάθε τι. Η επίγνωση αυτής της παρουσίας από τον άνθρωπο είναι μια συγκλονιστική εμπειρία, που αργότερα χαρακτηρίστηκε ως ‘μυστικιστική’ χωρίς ωστόσο να σχετίζεται με θρησκεία ή λατρευτικές πρακτικές. Την εμπειρία αυτήν την έζησε πολλές φορές ο Πλωτίνος.

Πορφύριος, ο Μαθητής του Πλωτίνου (284)

Ο Πορφύριος γεννήθηκε στην Τύρο της Φοινίκης. Σπούδασε για πολλά χρόνια στην Αθήνα όπου μέσα σε όλα, διδάχτηκε και το νεοπλατωνισμό από τον Λογγίνο, για να μαθητεύσει αργότερα δίπλα στον Πλωτίνο, στη Ρώμη. Ο Πλωτίνος επηρέασε τον Πορφύριο τόσο πολύ, που τα κυριότερα από τα έργα του Πορφύριου που σώζονται, δείχνουν την προσπάθειά του να επεξεργαστεί τη φιλοσοφία του Πλωτίνου και να διερευνήσει τις συνέπειές της στην ηθική, τη θρησκευτική πρακτική και τη φιλολογική εκδοχή. Επεξεργάζεται την πλωτινική άποψη για τη συνάρτηση ψυχής και σώματος. Ενδιαφερόταν για τις πρακτικές συνέπειες και τις εκδηλώσεις του φιλοσοφικού βίου, πράγμα που τον οδήγησε να υποστηρίξει μια ενίοτε ακραία ασκητική ηθική θεωρία, προφανώς επηρεασμένη από τον Πυθαγόρα.
Ο Πορφύριος δεν απαρνείται την αμιγώς (285) νοησιαρχική στάση του Πλωτίνου, ανοίγει όμως το δρόμο για τις κυρίαρχες κατευθύνσεις του νεοπλατωνισμού. Το ενδιαφέρον του για θρησκευτικές παραδόσεις και πρακτικές, για πολλών ειδών τελετές, την αλληγορική ερμηνεία παλαιότερων μύθων και άλλα μυστικιστικά, δείχνει την μεταστροφή της φιλοσοφικής σκέψης προς τη θεολογία και τη θεουργία. Αναπόφευκτα ήρθε σε σύγκρουση με το χριστιανισμό, τον οποίο πολέμησε με πάθος.
Επίσης, συνέβαλε σημαντικά στη διαμόρφωση της υπομνηματιστικής παράδοσης. Ξέρουμε πως έγραψε πολλά και εξαιρετικά υπομνήματα σε αρκετούς διαλόγους του Πλάτωνα. Τα υπομνήματα αυτά έχουν χαθεί, υπήρξαν όμως η βάση για τα μεταγενέστερα αντίστοιχα έργα των σχολών της Αθήνας και της Αλεξάνδρειας.
Η σημαντικότερη συνεισφορά του ήταν η αποδοχή της συστηματικής ανάγνωσης και του υπομνηματισμού των αριστοτελικών συγγραμμάτων ως προθεωρία στον πλατωνισμό. Χάρη στον Πορφύριο, η μελέτη του Αριστοτέλη έγινε απαραίτητη στην προετοιμασία όσων ήθελαν να σπουδάσουν τον Πλάτωνα. Η σύντομη ‘Εισαγωγή’ του χρησιμοποιούνταν σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, σε Δύση και Ανατολή. Εκεί ο Πορφύριος έθεσε χωρίς να αναλύσει ιδιαίτερα, το ζήτημα της φύσης των καθολικών εννοιών.
Από τα μεγάλα υπομνήματά του, έχουμε μόνον αποσπάσματα. Από αυτά, το υπόμνημα του έργου Κατηγορίαι, που έχει τη μορφή διδακτικού διαλόγου, μας δίνει ενδείξεις για τη συστηματικότητα και τη διεισδυτικότητα του Πορφύριου. Προσπαθεί να διασώσει τη θεωρία του Αριστοτέλη για την πρώτη (αισθητή) ουσία, την οποία ανάγει σε μια μορφή νομιναλισμού (δόγμα που πρεσβεύει πως οι έννοιες δεν έχουν πραγματική υπόσταση, αλλά υπάρχουν μόνο σαν όνομα (
nomine) τα οποία δίνονται βάση της εξωτερικής ομοιότητας των πραγμάτων. Σύμφωνα με αυτόν το νομιναλισμό, τα επιμέρους αντικείμενα της εμπειρίας μας, παρόλο που οντολογικά είναι μεταγενέστερα, για τη γλώσσα μας είναι πρωταρχικά σημαινόμενα.

(από ollthatjazz)