Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

ΕΛΠ 22 - Θέμα 3ης γραπτής εργασίας 2011-12

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΕΛΠ 22
ΑΚΑΔ. ΕΤΟΣ 2011-12

ΘΕΜΑ 3ης ΓΡΑΠΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η ελληνική λογιοσύνη κατά τους 17ο και 18 αιώνα επιχειρεί την εκ νέου γνωριμία της με την αρχαία ελληνική φιλοσοφική σκέψη, κυρίως μέσω των ιδεών που φτάνουν σε αυτή από τη Δύση.
Στο πλαίσιο αυτό διαμορφώνεται ένα ρεύμα μελέτης της αριστοτελικής σκέψης που καθορίζεται κυρίως από το έργο του Θεόφιλου Κορυδαλλέα αλλά και τη συμβολή εξίσου σημαντικών λογίων όπως του Μελέτιου Συρίγου, του Νικόλαου Κούρσουλα, του Γεράσιμου Βλάχου, του Σεβαστού Κυμηνίτη κ.α. Αυτοί σχολιάζουν, επικροτώντας ή επικρίνοντας τις απόψεις του Κορυδαλλέα σε σχέση με την αριστοτελική φυσική φιλοσοφία.
Με βάση αυτή την παραδοχή
α) Περιγράψτε τις διεργασίες και τις ζυμώσεις που συγκροτούν το «νεοαριστοτελικό» ρεύμα κατά την κορυδαλλική και μετακορυδαλλική περίοδο.
β) Διερευνήστε ποιος είναι ο στόχος της προσπάθειας για την άμεση επανασύνδεση του νεότερου ελληνισμού με την αρχαία ελληνική σκέψη από τους Έλληνες λογίους χωρίς κάποια αναφορά εκ μέρους τους στο Βυζάντιο.
γ) Εξηγήστε πως προσλαμβάνεται το έργο του Κορυδαλλέα και κατ’ επέκταση η αριστοτελική φιλοσοφία κατά τον 18ο αιώνα τόσο από την επίσημη εκκλησία όσο και από τους λόγιους κύκλους της εποχής. Αναφερθείτε ιδιαίτερα στη στάση του Ευγένιου Βούλγαρη και του Ιώσηπου Μοισιόδακα.

Έκταση: 2.000 – 2.500 λέξεις
Παράδοση: έως Τρίτη 20-03-2012

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ Ε.Α.Π.
Βιρβιδάκης Σ.., Ενότητα 8.1 « Η περίοδος της Τουρκοκρατίας», στο: Σ. Βιρβιδάκης κ.ά., Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη: Από την Αρχαιότητα έως τον 20ό Αιώνα, τ. Α΄, Πάτρα: Ε.Α.Π., 2000, σσ. 385-399.
Γ. Χριστιανίδης κ.ά., Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη: Από την Αρχαιότητα έως τον 20ό Αιώνα, τ. Β΄, Πάτρα: Ε.Α.Π., 2000, Ενότητα 9.2 «Η κυριαρχία του Αριστοτελισμού», και ενότητα 9.4.2 «Ευγένιος Βούλγαρης: η ιδιοποίηση του νέου επιστημονικού λόγου», σσ. 324-329 και σσ. 340-348.

ΛΟΙΠΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Κιτρομηλίδης Πασχάλης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ΜΙΕΤ, 2000, σσ. 29-34.
Πατηνιώτης Μανώλης, «Οι “Pestifarae Questiones” του Κυρίλλου Λουκάρεως και η ανάδυση του κορυδαλικού προγράμματος», στο Γ.Ν. Βλαχάκης και Ευθ. Νικολαΐδης (επιμ.) Πρακτικά Συνεδρίου, Βυζάντιο-Βενετία-Νεώτερος Ελληνισμός, Αθήνα, 2011, σσ. 211-244.
Πατηνιώτης Μανώλης, Εκλεκτικές συγγένειες, Ευγένιος Βούλγαρις και Θεόφιλος Κορυδαλέας, Δελτίο Αναγνωστικής Εταιρείας Κέρκυρας, (26), 2004, σσ. 27-78 και στο διαδίκτυο http://users.uoa.gr/~mpatin/Corfu.pdf
Πέτσιος Θ. Κώστας, Η περί Φύσεως συζήτηση στη Νεοελληνική Σκέψη., Όψεις της φιλοσοφικής διερεύνησης από τον 15ο ως τον 19ο αιώνα, β’ έκδοση, Ιωάννινα, 2003, σσ. 137-176.
Τσιότρας Ι. Βασίλειος, Η εξηγητική παράδοση της «Γεωγραφικής Υφηγήσεως» του Κλαυδίου Πτολεμαίου: επώνυμοι σχολιαστές, ΜΙΕΤ, 2006, σσ. 225-248.
Ψημμένος Κ. Νίκος, « Η “εκ παλαιών και νεωτέρων ερανισθείσα” Προθεωρία της “Εισόδου Φυσικής Ακροάσεως» του Θεοφίλου Κορυδαλέως», στο: Πρακτικά Συνεδρίου, Οι επιστήμες στον ελληνικό χώρο, Αθήνα, 1997, σσ. 143-147.http://users.uoa.gr/~mpatin/Corfu.pdfusers.uoa.gr

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

ΕΛΠ 22 - Ελληνιστική Φιλοσοφία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 – ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Εισαγωγή (218)
Τυπικά η ελληνιστική φιλοσοφία ξεκινά το 323 π.Χ. μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου και τελειώνει το 31 π.Χ. με το τέλος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Όμως οι τρεις σχολές που δημιουργούνται και αναπτύσσονται τότε έχουν μεγαλύτερο χρονικό εύρος. Οι Επικούρειοι, οι Στωικοί και οι Σκεπτικοί ξεκίνησαν να διαμορφώνουν απόψεις νωρίτερα και συνέχισαν να επιδρούν και αργότερα. Επειδή όμως συμπίπτουν χρονικά και διαθέτουν κοινά χαρακτηριστικά, τους εξετάζουμε ως ξεχωριστή υποενότητα.
Οι Επικούρειοι και οι Στωικοί ονομάζονται από τους Σκεπτικούς ‘Δογματικοί’ διότι θεωρούν πως η δική τους αλήθεια είναι αδιαμφισβήτητη ενώ δίνουν ιδιαίτερη σημασία στα ηθικά ζητήματα. Βασικό κίνητρο και των δύο αυτών σχολών είναι η προσπάθεια να αντιπαρατεθούν στη θεωρητική κατεύθυνση της προγενέστερης φιλοσοφίας και να τονίσουν την πρακτική χρησιμότητα του φιλοσοφικού βίου. Στα ερωτήματα για την ευτυχία των ανθρώπων ή ποια είναι η αρμόζουσα συμπεριφορά ανά περίπτωση, κάνουν συστηματική εξέταση και δίνουν διαφορετικές απαντήσεις.
Το ενδιαφέρον τους δεν περιορίζεται μόνον σε πρακτικές συμβουλές, αλλά στρέφονται και σε ερωτήματα ηθικής θεωρίας, όπως η φύση του αγαθού ή η ύπαρξη ηθικών νόμων. Ασχολούνται επίσης με ζητήματα σχετικά με τη δομή του φυσικού κόσμου και τη θέση του ανθρώπου, κάτι που τους οδήγησε σε σύνθετες και εκλεπτυσμένες φυσικές θεωρίες. Στη φυσική φιλοσοφία Επικούρειων και Στωικών κεντρικό ρόλο έχει η ύλη, όπως και το πρόβλημα της αιτιοκρατίας και της ελεύθερης βούλησης. Τέλος, προσπαθούν μόνιμα να αποκτήσουν βέβαιη γνώση, τονίζοντας την ανάγκη να καθορίζονται (219) κριτήρια αλήθειας, προκειμένου να θεμελιωθεί το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης.
Η θεωρία της γνώσης έρχεται συχνά στο προσκήνιο, καθώς οι Σκεπτικοί προσπαθούσαν συνεχώς να υπονομεύουν τα εμπειρικά θεμέλια Επικούρειων και Στωικών.
Τα ερωτήματα που απασχολούν τους φιλοσόφους της εποχής είναι κοινά, όπως και τα κίνητρα που θέτουν αυτά τα ερωτήματα. Οι περισσότεροι από αυτούς ζουν στην Αθήνα και συνδιαλέγονται μεταξύ τους, αλληλοεπηρεάζονται και αναδιαμορφώνουν τις θεωρίες τους. Δηλαδή, για να κατανοήσουμε τους Στωικούς, πρέπει να διακρίνουμε την επιρροή των Επικούρειων και τις επιθέσεις των Σκεπτικών.
Οι διαφοροποιήσεις βέβαια δεν προέρχονται μόνο από εξωτερικούς παράγοντες αλλά και από εσωτερικούς. Και οι τρεις σχολές αναπτύσσονται σε διάστημα τριών αιώνων και περιλαμβάνουν στοχαστές που συχνά έχουν διαφορετικές απόψεις.
Επίσης, και οι τρεις δε συνομιλούν μόνον μεταξύ τους αλλά και με το παρελθόν. Ο Σωκράτης και οι προσωκρατικοί είναι παρόντες στους φιλοσοφικούς στοχασμούς.
Τον Αριστοτέλη τον είχαν μάλλον περισσότερο παραγκωνισμένο. Αν και οι μαθητές του εξακολουθούσαν να δρουν παράλληλα, οι απόψεις τους μάλλον δεν είχαν θέση στις διαμάχες των τριών, παρά μόνον αρνητικά.
Οι ιστορικοί της φιλοσοφίας του 19ου αι. θεωρούσαν πως οι Ελληνιστικές Σχολές δε διαθέτουν καμία πρωτοτυπία, εξαρτημένες από τους προγενέστερους. Αυτό υπήρξε και δικαιολογία για να μην μελετηθεί η ελληνιστική φιλοσοφία μέχρι τα μέσα του 20ου αι. Καθοριστικός παράγοντας για αυτήν την παράλειψη (220) ήταν πρώτα το γεγονός πως οι ιστορικοί θεωρούν πως η ελληνιστική περίοδος είναι η παρακμή της κλασικής περιόδου και δεύτερον, η αντιπάθεια των φιλοσόφων της εποχής απέναντι σε ό,τι θεωρούσαν ως υλισμό και εμπειρισμό. Σταδιακά, αποδεικνύεται πως η ελληνιστική φιλοσοφία αξίζει συστηματική μελέτη γιατί εκτός από ιστορικό ενδιαφέρον, πραγματεύεται με πρωτοτυπία σημαντικά φιλοσοφικά ζητήματα.
Οι πληροφορίες που έχουμε για Επικούρειους, Στωικούς και Σκεπτικούς δυστυχώς είναι ελλειπής. Η πλειονότητα των κειμένων τους έχει χαθεί και οι πηγές που έχουμε είναι μεταγενέστερες και εχθρικές προς αυτούς. Έτσι, η αναγνώριση και εξέταση του έργου τους είναι σε συνεχή εξέλιξη.

Επικούρειοι 5.1. (221)

Ο Επίκουρος γεννήθηκε στη Σάμο και σπούδασε τον Πλάτωνα και το Δημόκριτο. Αργότερα βρέθηκε στη Μυτιλήνη όπου δημιούργησε δικούς του φιλοσοφικούς κύκλους για να καταλήξει στην Αθήνα, όπου ίδρυσε τη σχολή που ονόμασε Κήπο. Τα μέλη της ζούσαν αποτραβηγμένα από το δημόσιο βίο σύμφωνα με τις αρχές του Επίκουρου. Συνεχιστές του έργου του είναι ο Μητρόδωρος, ο Έρμαχος, ο Κωλώτης, ο Ζήνων ο Σιδώνιος, ο Φιλόδημος και ο ποιητής Λουκρήτιος.
Ο επικουρισμός είχε μεγάλη εξάπλωση σε μακρινές περιοχές.
Ο Επίκουρος έγραψε πολλές πραγματείες, με εύρος ενδιαφερόντων και έχουν διασωθεί (από το Διογένη Λαέρτιο) σαράντα αποφθέγματα και τρεις επιστολές :
- Κύριαι Δόξαι : τα αποφθέγματα που σώθηκαν
- Προς Ηρόδοτον : παρουσιάζεται η θεωρία για τα άτομα και το κενό
- Προς Πυθοκλέα : παρουσιάζεται η θεωρία για τα αστρονομικά φαινόμενα
- Προς Μενοικέα : παρουσιάζεται η θεωρία για την ηθική
Με βάση αυτά, το ποιητικό έργο του Λουκρήτιου ‘
De Rerum Natura’ και την αποκατάσταση κάποιων κειμένων που βρέθηκαν στην Ιταλία, προσπαθούμε να ανασυγκροτήσουμε τη φιλοσοφική του σκέψη.

Αρχικές παρατηρήσεις :

Ο Επίκουρος προτείνει δικό του φιλοσοφικό σύστημα, επειδή θέλει να αντιδράσει στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, οι οποίοι θεωρεί πως αναλώθηκαν σε θεωρητικές ακροβασίες και απομακρύνθηκαν από το βασικό στόχο που είναι η ανθρώπινη ευδαιμονία. (222) Για αυτό ο Επίκουρος επιστρέφει σε προγενέστερες φιλοσοφίες και κυρίως στην Ατομική, για να στηρίξει τη διαφοροποίησή του. Επίσης, τα επιμέρους στοιχεία της φιλοσοφίας του συνδέονται πολύ στενά. Ο στόχος της ηθικής του διδασκαλίας είναι να αποκτηθεί η τέλεια ηδονή και γαλήνη. Αυτό γίνεται μόνον αν αποφευχθούν οι ψευδείς αντιλήψεις για τη δομή των πραγμάτων. Το οποίο συμβαίνει μόνον αν διασφαλιστεί η δυνατότητα βέβαιης γνώσης, η οποία βασίζεται στα αισθητηριακά δεδομένα εμπειρίας. Δηλαδή :
Αισθητηριακό δεδομένο εμπειρίας -> Επιβεβαιωμένη δυνατότητα βέβαιης γνώσης -> Ορθές αντιλήψεις για τη δομή των πραγμάτων -> Τέλεια ηδονή και γαλήνη.

5.1.1. Η Θεωρία της Γνώσης

Η γνωσιολογία του Επίκουρου ταυτίστηκε με αυτή των νεώτερων εμπειριστών, γιατί βασίζεται στο ότι η εμπειρία είναι η βασική πηγή της ανθρώπινης γνώσης. Για τον ίδιο λόγο κατηγορήθηκε ως απλοϊκή.

Τα Κριτήρια Αληθείας

Η προϋπόθεση της επικούρειας θεωρίας για τη γνώση είναι η αποδοχή του ότι οι άνθρωποι μπορούν να αποκτήσουν βέβαιη γνώση του φυσικού κόσμου. Πού όμως θεμελιώνεται η βέβαιη γνώση, ποια είναι αυτά τα θεμέλια που μας επιτρέπουν να ελέγξουμε την αλήθεια των κρίσεών μας για τον κόσμο; Αυτά τα θεμέλια ονομάζονται Κριτήρια Αληθείας και είναι τρία:
Οι προλήψεις, οι αισθήσεις και τα πάθη.  
Προλήψεις : κατά τον Επίκουρο είναι οι γενικές έννοιες που σχηματίζονται κατά την παιδική μας ηλικία μέσα από την επανάληψη ομοιογενών εντυπώσεων. Ας πούμε η πρόληψη ‘άνθρωπος’ σχηματίζεται όταν δούμε πολλούς συγκεκριμένους ανθρώπους. Η επανάληψη δηλαδή, εγγράφεται στη μνήμη μας. (223)
Αυτό σημαίνει πως οι προλήψεις θεμελιώνονται στην αισθητηριακή εμπειρία, τις αποκτούμε όμως χάρη στην νοητική μας ικανότητα να σχηματίζουμε γενικές έννοιες. Με αυτές τις προλήψεις ως κριτήριο κρίνουμε κάθε νέο αισθητηριακό δεδομένο, το οποίο ταξινομούμε μέσω της γλώσσας. Οι προλήψεις είναι η απάντηση του Επίκουρου στο κεντρικό γνωσιολογικό πρόβλημα που απασχολεί Πλάτωνα και Αριστοτέλη, δηλαδή, κατά πόσον μπορούμε να γνωρίζουμε κάτι αν προηγουμένως δε γνωρίζουμε τίποτα.

Αισθήσεις : το πιο σημαντικό κριτήριο αληθείας. Πρόκειται για τις αισθητηριακές μας εντυπώσεις. Οι πηγές αναφέρουν ως βασική θέση του επικουρισμού, το γεγονός πως όλες οι αισθήσεις είναι αληθείς. Αυτός ο ισχυρισμός ήταν η αιτία που πολλοί μελετητές θεώρησαν τον Επίκουρο αφελή. Το επιχείρημα ήταν ότι υπάρχουν πολλές περιπτώσεις της καθημερινότητας, που αποδεικνύουν πως οι αισθήσεις μας είναι αναξιόπιστες, π.χ. ένα κουπί βάρκας φαίνεται σπασμένο μέσα στο νερό, χωρίς να είναι σπασμένο. Ο Επίκουρος λαμβάνει υπόψη αυτές τις περιπτώσεις και ισχυρίζεται πως τις εξηγεί επαρκώς. Πως γίνεται όμως να είναι αληθείς όλες οι αισθήσεις μας;

1η Ερμηνεία : Σύγχρονοι μελετητές υπέθεσαν πως ο Επίκουρος εννοεί πως οι αισθήσεις μας είναι πραγματικές, δεν υποστήριξε ποτέ πως είναι και πάντα αξιόπιστες. Στηρίχθηκαν στη ρήση που ταυτίζει το αληθές με το υπάρχον και το αντιπαραθέτουν με το μη ον και σε κείμενα που αναφέρουν πως κάθε αισθητηριακή αντίληψη είναι άλογος, δεν έχει δηλαδή προτασιακό περιεχόμενο που επαληθεύεται ή διαψεύδεται. Αυτή η ερμηνεία δείχνει την επικούρεια θεωρία κοινότοπη, εφόσον ισχυρίζεται πως όλες οι αισθητηριακές εντυπώσεις είναι πραγματικά συμβάντα. Έτσι όμως δεν εξηγείται η επίθεση που δέχτηκε ο Επίκουρος ή οι προσπάθειες των Επικούρειων να υπερασπίσουν τη θεωρία τους.

2η Ερμηνεία : Σχετίζεται με τις Επικούρειες απόψεις σχετικά με τη λειτουργία της αντίληψης. Οι Επικούρειοι υποστηρίζουν πως αντιλαμβανόμαστε τα εξωτερικά αντικείμενα, επειδή ομάδες ατόμων που απορρέουν από τα σώματα («είδωλα» ή “
simulacra”) φτάνουν στα αισθητήρια όργανά μας και δημιουργούν τις αισθητήριες εντυπώσεις. Τα είδωλα έχουν πολύ λεπτή υφή, κινούνται με μεγάλη ταχύτητα και διατηρούν τα χαρακτηριστικά των σωμάτων από όπου απορρέουν. Υπάρχει όμως περίπτωση εξαιτίας της απόστασης που διανύουν, ή από άλλα εμπόδια, να σχηματίσουν αισθητηριακές εντυπώσεις που δεν ανταποκρίνονται στα σώματα ή τα αντικείμενα από τα οποία ξεκινούν. Ο ισχυρισμός λοιπόν ότι οι αισθήσεις είναι αληθείς, σημαίνει στην ουσία πως οι αισθήσεις μας ανταποκρίνονται στα είδωλα που τις προκαλούν. Με αυτή την ερμηνεία όμως, η γνωσιολογική θεωρία του Επίκουρου αποσυνδέεται από την εμπειρία, γιατί η γνώση που αποκτούμε μέσω των αισθητηρίων αποτελεί γνώση των ειδώλων και όχι των πραγμάτων.

3η Ερμηνεία : Οι αισθήσεις είναι αληθείς γιατί ανταποκρίνονται πάντα σε ένα εξωτερικό αντικείμενο, έστω κι αν αυτό είναι μέρος αυτού που αντιλαμβανόμαστε σε κανονικές συνθήκες. (225) Όταν ας πούμε βλέπουμε έναν τετράγωνο πύργο από μακριά μας φαίνεται στρογγυλός. Η εντύπωση αυτή είναι αληθής, γιατί ανταποκρίνεται στο τμήμα εκείνο του πύργου από το οποίο απορρέουν αυτά τα είδωλα και το οποίο μοιάζει στρογγυλό.
Επιπλέον επιχείρημα υπέρ του ότι οι αισθητηριακές εντυπώσεις είναι αληθείς αποτελεί και το παρακάτω : «Αν αντιμάχεσαι όλες τις αισθητηριακές εντυπώσεις, δε θα έχεις σε τι να αναφερθείς για να κρίνεις ακόμη και αυτά που θεωρείς ψευδή».
Αυτό συμβαίνει γιατί μια αισθητηριακή εντύπωση δε μπορεί να διαψεύσει μια άλλη, προερχόμενη από την ίδια αίσθηση. Δεν έχουμε λόγο να προτιμήσουμε μια αίσθηση από μια άλλη, αφού κάθε αίσθηση έχει τα δικά της αντικείμενα. Ο ορθός λόγος δε μπορεί να διαψεύσει τις αισθητηριακές εντυπώσεις γιατί στηρίζεται σε αυτές.
Οι Επικούρειοι καταλήγουν πως η αισθητηριακή εντύπωση που θεωρούμε ψευδή, στην πραγματικότητα είναι δόξα, δηλαδή πεποίθηση του νου, που προσθέτει ή αφαιρεί στοιχεία από αισθητηριακές εντυπώσεις. Όμως, ακόμη δεν υπάρχει απάντηση στην ερώτηση πώς μπορούμε να διακρίνουμε με βεβαιότητα μια αισθητηριακή εντύπωση που είναι πάντα αληθής, από μια άλλη που μπορεί να είναι αληθής, μπορεί να είναι και ψευδής.

Η Μέθοδος της Επιστήμης (226)

Ποια όμως είναι η μέθοδος για να ελέγχουμε την αξιοπιστία των κρίσεών μας, σύμφωνα με τα κριτήρια αληθείας;
Για τον Επίκουρο, μερικές πεποιθήσεις είναι αληθείς, μερικές είναι ψευδείς. Αληθείς είναι αυτές που επαληθεύονται και δε διαψεύδονται από εναργείς αισθητηριακές εντυπώσεις. Ψευδείς είναι οι πεποιθήσεις που διαψεύδονται και δεν επαληθεύονται από εναργείς αισθητηριακές εντυπώσεις. Για την επαλήθευση αυτή, εισάγει τον όρο ‘επιμαρτύρησις’. Π.χ. : βλέπουμε κάποιον από μακριά και πιστεύουμε πως είναι κάποιος γνωστός μας. Η πεποίθηση αυτή είναι αληθής, αν επαληθεύεται (επιμαρτυρείται) από την αισθητηριακή μας εντύπωση, όταν αυτός ο άνθρωπος πλησιάσει και είναι πράγματι αυτός ο γνωστός. Η ίδια εντύπωση είναι ψευδής, αν δεν επαληθεύεται (ουκ επιμαρτυρείται) από την αισθητηριακή μας εντύπωση, γιατί από κοντά αναγνωρίζουμε πως ο άνθρωπος αυτός δεν είναι αυτός που νομίσαμε.
Δεύτερο παράδειγμα : «υπάρχει κενό» και «δεν υπάρχει κενό». Η πεποίθηση «δεν υπάρχει κενό» είναι ψευδής, επειδή διαψεύδεται (αντιμαρτυρείται) από την αισθητηριακή εντύπωση ‘υπάρχει κίνηση’. Δεν είναι δυνατόν λοιπόν αφού υπάρχει κίνηση να μην υπάρχει κενό, γιατί αλλιώς, πως θα υπήρχε κίνηση; (αν δεν υπήρχε το κενό μέσα στο οποίο μπορεί να κινηθεί το οτιδήποτε).
Από αυτό το παράδειγμα βλέπουμε πως στην επιστήμη συνήθως ξεκινάμε από πράγματα που παρατηρούμε άμεσα με τις αισθήσεις, για να αποδείξουμε άλλα που δεν παρατηρούμε άμεσα. Ο Επίκουρος υποστηρίζει ότι σε αυτές τις περιπτώσεις, αφού δε μπορούμε να επαληθεύσουμε καμιά πεποίθηση, μπορούμε να διαψεύσουμε τις ψευδείς και να αποδεχθούμε όσες δε μπορούμε να διαψεύσουμε. Επίσης, σε αρκετές περιπτώσεις πρέπει να αποδεχθούμε ως αληθείς περισσότερες από μια πεποιθήσεις για την εξήγηση ενός φυσικού φαινομένου, γιατί δεν έχουμε βρει ακόμα τον τρόπο να επιλέξουμε τη σωστή.
Άρα, (227) σύμφωνα με τον Επίκουρο, μπορούμε να οικοδομήσουμε τη γνώση μας σε σταθερές βάσεις, όταν χρησιμοποιούμε συστηματικά τα κριτήρια αληθείας, για την επαλήθευση ή διάψευση όλων των επιμέρους κρίσεών μας.

5.1.2. Η δομή των πραγμάτων (227)

Η απόκτηση βέβαιης γνώσης με την αξιοπιστία της αισθητηριακής εμπειρίας υπερασπίζει τη φυσική φιλοσοφία του Επίκουρου. Οι βασικές αρχές της επικούρειας ερμηνείας του φυσικού κόσμου συμφωνούν με τα δεδομένα των αισθήσεών μας και θεμελιώνουν σε αυτά το σύνολο των επιστημονικών κρίσεων για το σύμπαν.

Τα άτομα και το κενό

Ο Επίκουρος θέτει τρεις βασικές αρχές :
- Τίποτα δεν προκύπτει από το μη ον.
- Τίποτα δεν καταλήγει στο μη ον. (αλλιώς, ότι καταστρέφεται θα χάνονταν, αφού δε θα υπήρχαν αυτά στα οποία θα διαλύονταν)
- Το σύμπαν ήταν και θα είναι στην ίδια κατάσταση. (διότι δεν υπάρχει τίποτα στο οποίο να μεταβληθεί και τίποτα το οποίο να μπορεί να εισέλθει στο σύμπαν και να το μεταβάλει.)
Τα παραπάνω αποτελούν το σταθερό και αναλλοίωτο πλαίσιο όπου λειτουργούν τα συστατικά του κόσμου. Τα συστατικά που αναφέρει ο Επίκουρος είναι επηρεασμένα από την ατομική φιλοσοφία του Λεύκιππου και του Δημόκριτου καθώς, για την επικούρεια φυσική, ό,τι υπάρχει συνίσταται από άτομα και κενό.
Αφού λοιπόν όλα ανάγονται σε άτομα και κενό, τα άτομα και το κενό αποκλείονται αμοιβαία. Αποδεικνύεται η (228) ύπαρξη του κενού από το δεδομένο της κίνησης που είδαμε προηγουμένως. Το αδιαίρετο των ατόμων αποδεικνύεται από το ότι η επ’ άπειρον διαίρεση των ατόμων θα κατέληγε στο τίποτα, κάτι που δεν αναγνωρίζεται από την επικούρεια φυσική. Επίσης, τόσο το κενό, όσο και τα άτομα είναι άπειρα.
Έως τώρα ο Επίκουρος ακολουθεί τους Ατομικούς του 5ου αι., υπάρχουν όμως και σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Οι Επικούρειοι υποστηρίζουν πως παρόλο που το άτομο είναι η μικρότερη μονάδα, μπορούμε νοητά να το διαιρέσουμε κι άλλο (
minima). Έτσι, είναι αυτά τα ελάχιστα μέρη που αποτελούν τη μικρότερη μονάδα έκτασης που μπορούμε να συλλάβουμε με το νου μας. Σε κάθε άτομο υπάρχει πεπερασμένος αριθμών τέτοιων μονάδων που καθορίζει το μέγεθος του ατόμου. Το σχήμα του ατόμου καθορίζεται από τη διάταξη των ελάχιστων μερών που περιέχονται σε αυτό.
Υποστηρίζεται πως ο Επίκουρος τα λέει αυτά για τα ελάχιστα μέρη για να εξηγήσει το διαφορετικό σχήμα των ατόμων. Σύγχρονοι μελετητές δίνουν κι άλλη ερμηνεία : Η διαίρεση των ατόμων σε ελάχιστα μέρη είναι πιο ολοκληρωμένη απάντηση από αυτήν των ατομικών φιλοσόφων στα παράδοξα του Ζήνωνα, τα οποία βασίζονται στην επ’ άπειρον διαιρετότητα. Ο Ζήνων έλεγε πως για να φτάσουμε στο τέρμα ενός σταδίου πρέπει πρώτα να φτάσουμε στη μέση. Αν όμως το διάστημα μεταξύ αφετηρίας και μέσης διαιρείται επ’ άπειρον, δε θα μπορέσουμε (229) ούτε καν να ξεκινήσουμε, πόσο μάλλον να φτάσουμε στο τέρμα. Ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος προτείνουν το αδιαίρετο των ατόμων, άρα, αρνούνται την επ’ άπειρον διαιρετότητα, δε διαχωρίζουν όμως τη φυσική από τη θεωρητική διαιρετότητα.
Άλλη μια διαφορά : κατά τους Λεύκιππο και Δημόκριτο, οι πρωτεύουσες ιδιότητες των ατόμων είναι μόνο το σχήμα και το μέγεθός τους. Ο Επίκουρος προσθέτει και το βάρος. Συνεχίζει λέγοντας πως είναι το βάρος που δίνει στα άτομα την κίνηση προς τα κάτω, υποστηρίζοντας πως τα άτομα κινούνται με ίση ταχύτητα στο κενό.
Η ταχύτητα ενός σύνθετου σώματος καθορίζεται από τις συγκρούσεις των ατόμων στο εσωτερικό του. Όσο περισσότερα είναι τα άτομα που κινούνται προς μια κατεύθυνση, τόσο μεγαλύτερη η ταχύτητα του σύνθετου σώματος. Αν η κίνηση μερικών ατόμων εξισορροπεί την κίνηση των άλλων ατόμων προς την αντίθετη κατεύθυνση, το σώμα παραμένει ακίνητο.
Στην Επικούρεια φυσική διευκρινίζονται μερικές ασάφειες της διδασκαλίας των ατομικών φιλοσόφων. Π.χ. η θεωρία για τις δευτερεύουσες ιδιότητες των σύνθετων σωμάτων, δηλαδή το χρώμα, ο ήχος, η θερμοκρασία κλπ. Για τον Επίκουρο αυτές οι ιδιότητες δεν υπάρχουν ανεξάρτητα από τα σώματα, ούτε έχουν κατασκευαστεί από τον ανθρώπινο νου. Εξηγούνται από τους διαφορετικούς συνδυασμούς ατόμων και κενού που χαρακτηρίζουν τα σύνθετα σώματα. Ο Επίκουρος επίσης καθιστά σαφές πως εξαιτίας του άπειρου αριθμού των ατόμων που συνδυάζονται στο άπειρο κενό με άπειρους τρόπους, μπορεί να υπάρχουν άπειροι κόσμοι. Από αυτούς, άλλοι μπορεί να είναι ίδιοι με το δικό μας κι άλλοι εντελώς διαφορετικοί.
Άρα, η Επικούρεια φυσική δίνει κεντρική σημασία στην ύλη και την ατομική της σύσταση, ενώ χαρακτηρίζεται από έλλειψη απόλυτου προκαθορισμού και προβλεψιμότητας. Στο φυσικό σύστημα του Επίκουρου δεν υπάρχει τίποτα που να μην είναι σώμα (όπως οι πλατωνικές ιδέες) ούτε επιτρέπεται οποιαδήποτε εξήγηση με σκοπό να εκπληρωθούν με την κίνηση τα πράγματα της εμπειρίας μας. Ο Επίκουρος ενδιαφέρεται να εναρμονίσει τη φιλοσοφία του με τα εμπειρικά δεδομένα, που προσπαθεί να τα κατανοήσει πλήρως, μελετώντας τη φυσική δομή του κόσμου χωρίς να επικαλείται θεϊκή αιτιότητα.

Οι Θεοί και η Ανθρώπινη Ψυχή
Μπορεί ο Επίκουρος να μην επικαλείται τους θεούς για να εξηγήσει τα φυσικά φαινόμενα, αυτό όμως δε σημαίνει πως το θεϊκό στοιχείο λείπει από τη φιλοσοφία του. Όντως, αρνείται τις κοινές θρησκευτικές πεποιθήσεις της εποχής του, (οι θεοί ελέγχουν και παρεμβαίνουν) (231) δεν αρνείται όμως την ύπαρξή τους. Οι θεοί του Επίκουρου είναι μεν αθάνατοι και μακάριοι, η υπέρτατη ευδαιμονία όμως που τους χαρακτηρίζει οφείλεται στην πλήρη αδιαφορία τους για τον κόσμο και αυτό έχει ως συνέπεια την απουσία θείας πρόνοιας. Οι θεοί βρίσκονται σε αδιατάρακτη γαλήνη, κάτι που δε συνάδει με επιθυμία να δημιουργήσουν τον κόσμο ή να συμμετέχουν στην ανθρώπινη ζωή. Ο Επίκουρος ισχυρίζεται επίσης πως οι ατέλειες του κόσμου δείχνουν πως δεν ελέγχεται από τους θεούς.
Δέχεται πως στο φυσικό σύστημα υπάρχει το υπερφυσικό στοιχείο. Η εμπειρία πρέπει να μας καθοδηγεί και εδώ η εμπειρία λέει πως όλοι οι άνθρωποι καταλαβαίνουν την έννοια ‘θεός’, όλοι οι άνθρωποι έχουν προλήψεις των θεών. Ο Επίκουρος υποστηρίζει πως αυτές οι προλήψεις, σχηματίζονται από λεπτές απορροές που σχηματίζονται με τη σειρά τους από τα άτομα των θεών, που δεν έχουν την πυκνότητα του στερεού σώματος. Τέτοιου είδους απορροές γίνονται αντιληπτές από το νου μας και όχι από τις αισθήσεις, και συνήθως όταν κοιμόμαστε.
Το ίδιο συμβαίνει και με την ανθρώπινη ψυχή. Είναι μεν σώμα, αφού μπορεί να προκαλέσει και να υποστεί κάτι, το σώμα της όμως συνίσταται από πολύ λεπτά άτομα. Η Επικούρεια φυσική καθορίζει και το σχήμα των ατόμων της ψυχής ως σφαιρικό, γιατί έτσι επιτυγχάνεται καλύτερα η ταχύτητα της σκέψης. Άλλωστε η ψυχή είναι το κέντρο της αισθητηριακής αντίληψης και των ανθρώπινων νοητικών λειτουργιών. Ο Επίκουρος τονίζει ακόμη πως υπάρχει αμοιβαία εξάρτηση σώματος και ψυχής καθώς για να υπάρχει η ψυχή πρέπει να βρίσκεται σε ένα σώμα.
Έτσι (232) φτάνει στο συμπέρασμα πως αφού δεν υπάρχει η αθανασία της ψυχής, όπως δεν υπάρχει και ζωή μετά θάνατον, δεν υπάρχει λόγος να φοβούνται οι άνθρωποι το θάνατο, τη θεϊκή κρίση και την αιώνια τιμωρία.

5.1.3 Η Αναζήτηση της Ευδαιμονίας

Ο Επίκουρος εξηγεί με τέτοιον τρόπο την πραγματικότητα, ώστε να εξαλειφθεί ο ανθρώπινος φόβος για το θάνατο ή τις θεϊκές παρεμβάσεις. Έτσι γίνεται το κατάλληλο πλαίσιο για να αναπτυχθεί η θεωρία του για το πώς μπορούν οι άνθρωποι να ζουν ευτυχισμένοι. Ο υπέρτατος στόχος της ηθικής του είναι η ανθρώπινη ευδαιμονία που εξασφαλίζεται μόνον μέσα από μια κατάσταση αδιατάρακτης γαλήνης, δηλαδή την αταραξία.

Η Ηδονή

Τι σημαίνει για τον Επίκουρο ανθρώπινη ευδαιμονία; Οι πηγές είναι ξεκάθαρες: Ευδαιμονία = ηδονή. Για να στηρίξει τη θέση του αυτή δίνει ως απόδειξη την εμπειρία πως όλα τα ζώα από τη στιγμή που γεννιούνται επιζητούν την ηδονή. Άρα η ηδονή αποτελεί το σημαντικότερο πάθος που θα χρησιμοποιηθεί ως κριτήριο αληθείας για να επιλέξει ή να αποφύγει κανείς μια πράξη. Πολλοί αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν για ηδονισμό, αλλά το περιεχόμενο που δίνει ο Επίκουρος στην ηδονή είναι άλλο :
-δεν εννοεί τις ηδονές των ασώτων (233) και των απολαύσεων, αλλά την απαλλαγή από τον πόνο του σώματος και την ταραχή του νου.
-Την ευχάριστη ζωή την εξασφαλίζουν ο νηφάλιος στοχασμός που αναζητά τις αιτίες των πραγμάτων και απομακρύνει τις πεποιθήσεις που δημιουργούν σύγχυση ψυχής.
Αφού η ηδονή είναι η αποφυγή του πόνου, το μέγεθός της εξαρτάται από το βαθμό εξάλειψης του σωματικού πόνου και της ψυχικής διαταραχής. Αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να επιλέγουμε κάθε είδους ηδονή και να αποφεύγουμε κάθε είδους πόνο. Κάποιες φορές, ο πόνος είναι απαραίτητος για να εξασφαλίσει μια εντονότερη ηδονή, και κάποιες άλλες, η ηδονή έχει ως επακόλουθο ισχυρότερους πόνους.
Άρα, θα πρέπει ο άνθρωπος να εξετάζει προσεκτικά την κάθε περίσταση προκειμένου να ακολουθήσει ή να απορρίψει μια επιθυμία του, θεωρώντας ίσως πως η επιθυμία αυτή θα προκαλέσει ηδονή ή πόνο. Ο Επίκουρος δίνει μια ενδιαφέρουσα ταξινόμηση των ανθρώπινων επιθυμιών:
-άλλες επιθυμίες είναι φυσικές και άλλες μάταιες.
-Από τις φυσικές, άλλες είναι αναγκαίες και άλλες απλώς φυσικές.
-Από τις αναγκαίες, άλλες είναι αναγκαίες για την ευδαιμονία, άλλες για τη σωματική ευεξία και άλλες για τη ζωή.
-Η σωστή κατανόηση αυτών των πραγμάτων, επιτρέπει να ανάγουμε τις αιτίες για κάθε προτίμηση και αποστροφή, στην υγεία του σώματος και την αταραξία της ψυχής, γιατί αυτός είναι ο σκοπός της μακάριας ζωής.

Π.χ. : η επιθυμία για τροφή είναι φυσική και αναγκαία. Η επιθυμία για ακριβά ρούχα είναι φυσική και όχι αναγκαία. Η επιθυμία απόκτησης δόξας είναι μάταιη. Ο Επίκουρος δεν προτείνει τη ζωή του ασκητή που στερείται κάθε ηδονής (234) αλλά υποστηρίζει πως μια απλή ζωή μπορεί να μας βοηθήσει να πλησιάσουμε την ευδαιμονία.

Η Ελεύθερη Βούληση
Μπορούμε όμως να επιλέξουμε όταν οι πράξεις μας προκαθορίζονται από τα αίτιά τους; Επιτρέπει ο Επίκουρος στον κόσμο των ατόμων και του κενού να συμβαίνουν γεγονότα που προκαλεί η ελεύθερη ανθρώπινη βούληση; Πρόκειται για δύσκολο ερώτημα και οι μελετητές του Επίκουρου δίνουν διαφορετικές ερμηνείες στα κείμενα που το αναφέρουν.
Σίγουρα, το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης σχετίζεται άμεσα με την εκτροπή στην κίνηση των ατόμων. Αφού τα άτομα εκτρέπονται, δεν υπάρχει λόγος να θεωρούμε προκαθορισμένη την ανθρώπινη συμπεριφορά, όχι πάντα τουλάχιστον.


5.2 Οι Στωικοί (235)

Ο στωικισμός ιδρύθηκε από το Ζήνωνα τον Κιτιέα και ονομάστηκε έτσι από την Ποικίλη Στοά της Αγοράς των Αθηνών. Ο Ζήνων διαίρεσε τη φιλοσοφία σε τρία μέρη, τη λογική, τη φυσική και την ηθική. Μετά το θάνατό του οι μαθητές του ανέπτυξαν ο καθένας όποιο μέρος τους άρεσε, αλλά ήταν ο Χρύσιππος αυτός που ανέπτυξε και συστηματοποίησε τα τρία μέρη της στωικής φιλοσοφίας. Για αυτό το λόγο, τα έργα του θεωρούνται από πολλούς ως ο κανών της.
Η στωική φιλοσοφία, επηρέασε ιδιαίτερα τους Ρωμαίους.
Η τελευταία φάση της στωικής φιλοσοφίας επικεντρώνεται στην ηθική, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως η λογική και η φυσική θεωρούνται υποδεέστερες. Αντίθετα, οι στωικοί τονίζουν πάντοτε την άμεση σχέση μεταξύ των τριών μερών. Ο τελικός σκοπός του στωικού είναι να μάθει πώς να ζει. Απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό είναι να μπορέσει κανείς να αποκτήσει σαφή γνώση της αλήθειας και επαρκή κατανόηση του κόσμου. Οι Στωικοί υποστηρίζουν πως το αντικείμενο της φιλοσοφίας είναι πάντα το ίδιο, το λογικό σύμπαν, που μπορεί να εξεταστεί από τρεις διαφορετικές αλλά συνεπείς μεταξύ τους απόψεις (236). Άρα, η τριμερής διαίρεση της φιλοσοφίας εκθέτει με μεγαλύτερη ευκρίνεια τη διδασκαλία των θεωριών τους. Για να δείξουν την εξάρτηση αυτή οι Στωικοί συγκρίνουν τη φιλοσοφία με ζωντανό οργανισμό, με αυγό, με εύφορο χωράφι και πόλη.

5.2.1. Η Στωική Λογική
Οι στωικοί ονομάζουν λογική ό,τι έχει γενικά σχέση με το λόγο, είτε την ομιλία είτε τον ορθό λόγο. Διαιρείται στη διαλεκτική (που περιλαμβάνει όχι μόνο τη λογική με τη σύγχρονη σημασία της αλλά και τη γραμματική, τη σημασιολογία, τη φιλοσοφία της γλώσσας και τη θεωρία της γνώσης) και τη ρητορική (που ασχολείται με τα σχήματα και τη διάταξη του ρητορικού λόγου).

Το Λεκτόν
Βάση της στωικής λογικής αποτελούν :
-ο ήχος ή η φωνή που εκφέρουμε όταν λέμε κάτι, το σημαίνον (π.χ. ο Δίας)
-αυτό που εννοούμε, το σημαινόμενον (η κατάσταση των πραγμάτων που δηλώνεται από τη φωνή και μπορούμε εμείς να αναγνωρίσουμε) και
-το εξωτερικό αντικείμενο, το τυγχάνον (ο Δίας ο ίδιος)
Η στωική αυτή διάκριση εκθειάζεται για τη συνάφειά της με σύγχρονες φιλοσοφικές θεωρίες,  όπως του
Gottlob Frege που διακρίνει και αυτός το νόημα αυτού που λέμε από το εξωτερικό αντικείμενο στο οποίο αναφερόμαστε (ας πούμε άλλη λέξη το ‘Αυγερινός’ άλλη λέξη το ‘Αποσπερίτης’ αλλά και οι δύο εννοούν το ίδιο αστέρι).
Το (237) σημαινόμενον ονομάζεται και λεκτόν, δηλαδή αυτό που λέγεται , αυτό που μπορεί να λεχθεί, το νόημα. Τα λεκτά μπορεί να είναι ελλιπή, (ρήμα χωρίς υποκείμενο π.χ. ‘γράφει’) ή αυτοτελή (π.χ. ‘έγραψε’).
Η σημαντικότερη ομάδα λεκτών είναι τα αξιώματα, οι πλήρεις προτάσεις που δέχονται τιμές αληθείας, μπορούν δηλαδή να είναι αληθείς ή ψευδείς. Π.χ. Είναι μέρα. Πρόκειται για αξίωμα που ή είναι αλήθεια ή δεν είναι.

Η Προτασιακή Λογική
Το στωικό λογικό σύστημα έχει ως μονάδα την πλήρη πρόταση και όχι τους όρους της πρότασης. Για αυτό οι Στωικοί θεωρούνται εισηγητές της σημερινής προτασιακής λογικής (ο Αριστοτέλης συστηματοποίησε την κατηγορική λογική). Οι Στωικοί μελέτησαν τις σχέσεις μεταξύ των προτάσεων και μερικούς από τους διαφορετικούς τύπους σύνθετων προτάσεων που μπορεί να σχηματίζουν. (π.χ. είναι βράδυ και πεινάω). Επίσης, διαζευκτικές προτάσεις (π.χ. ή πεινάω ή διψάω), υποθετικές προτάσεις (π.χ. αν πεινάω, τότε διψάω). Ασχολήθηκαν αρκετά με τον καθορισμό των πινάκων αληθείας αυτών των σύνθετων προτάσεων, τον καθορισμό δηλαδή όλων των περιπτώσεων κατά τις οποίες οι προτάσεις αυτές είναι αληθείς ή ψευδείς. Οι Στωικοί συμβολίζουν τις σύνθετες προτάσεις με χαρακτηριστικό τρόπο, χρησιμοποιώντας τακτικούς αριθμούς (αν το πρώτο, τότε το δεύτερο) αντί για τα γράμματα της αλφαβήτου που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης.
Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της στωικής φιλοσοφίας είναι τα επιχειρήματα που κατασκευάζει χρησιμοποιώντας σύνθετες προτάσεις, οι απόψεις τους για το πότε αυτά τα επιχειρήματα είναι έγκυρα και κυρίως η πεποίθησή τους πως όλα τα έγκυρα επιχειρήματα ανάγονται σε πέντε τύπους επιχειρημάτων, τους πέντε ‘αναποδείκτους’.
1.Αν το πρώτο, τότε το δεύτερο. Αλλά το πρώτο. Άρα το δεύτερο
2.Αν το πρώτο, τότε το δεύτερο. Αλλά όχι το δεύτερο. Άρα όχι το πρώτο.
3.Όχι και το πρώτο και το δεύτερο. Αλλά το πρώτο. Άρα όχι το δεύτερο.
4.Ή το πρώτο, ή το δεύτερο. Αλλά το πρώτο. Άρα όχι το δεύτερο.
5.Ή το πρώτο, ή το δεύτερο. Αλλά όχι το δεύτερο. Άρα το πρώτο.
Παράδειγμα πρώτου αναπόδεικτου : Όταν είμαι σε πάρτυ, χορεύω. Αλλά είμαι σε πάρτυ. Άρα χορεύω.
Σύμφωνα με τους στωικούς, όλα τα έγκυρα επιχειρήματα, όσο πολύπλοκα (238) κι αν είναι, ανάγονται ή αναλύονται στα παραπάνω λογικά σχήματα. Το λογικό αυτό σύστημα, καλύπτει όλους τους τύπους επιχειρημάτων και διαθέτει επίσης τη μέθοδο που αποτελεί βάση για να κρίνει κανείς με βεβαιότητα την εγκυρότητά τους.
H Καταληπτική Φαντασία
Κατά τους Στωικούς η πηγή των στοιχείων για τις προτάσεις των επιχειρημάτων μας, άρα η πηγή της ανθρώπινης γνώσης, είναι η αισθητηριακή εμπειρία. Πιστεύουν ότι αυτή προηγείται κάθε νοητικής διαδικασίας, έτσι ώστε η εξάλειψή της να οδηγεί στην αναίρεση οποιασδήποτε δυνατότητας απόκτησης γνώσης. Πιστεύουν ακόμη πως όταν γεννιούνται οι άνθρωποι, ο νους τους μοιάζει με άγραφο χαρτί όπου αποτυπώνονται οι εντυπώσεις από τα εξωτερικά αντικείμενα που επενεργούν στα αισθητήρια όργανα. Αυτές οι εντυπώσεις ονομάζονται ‘φαντασίας’ και άλλοτε παρομοιάζονται με αποτυπώσεις κέρινης σφραγίδας και άλλοτε με μεταλλαγές του ατμοσφαιρικού αέρα, που οφείλονται στην ταυτόχρονη επενέργεια διαφορετικών ήχων.
Εξαιτίας των επαναλαμβανόμενων εντυπώσεων του ίδιου πράγματος που προσλαμβάνουμε από τον εξωτερικό κόσμο, σχηματίζονται στο νου μας έννοιες τις οποίες οι στωικοί (όπως και οι Επικούρειοι) ονομάζουν προλήψεις. (239)
Με βάση αυτές τις έννοιες και με τη βοήθεια διαφόρων νοητικών διεργασιών όπως η αναλογία, η σύνθεση και η εναντίωση, σχηματίζονται στο νου και άλλες γενικές έννοιες που δεν αποτελούν πλέον άμεσα παράγωγα της αισθητηριακής μας εμπειρίας. Π. χ. οι γενικές έννοιες ‘πράσινο’ και ‘σκύλος’ προέρχονται από τα αισθητηριακά μας δεδομένα, ενώ η γενική έννοια ‘κύκλωψ’ σχηματίζεται κατά αναλογία με την έννοια ‘άνθρωπος’ και η γενική έννοια ‘θάνατος’ σε αντίθεση με την έννοια ‘ζωή’. Σύμφωνα με τους Στωικούς, αυτός είναι ο τρόπος που στην ηλικία των 14 αναπτύσσεται στον άνθρωπο ο ορθός λόγος, που τον διακρίνει ως είδος από τα άλλα ζώα.
Αυτό όμως που κυρίως απασχολεί τους Στωικούς είναι το πώς θα θεμελιώσουν τη δυνατότητα των ανθρώπων να αποκτήσουν βέβαιη γνώση. Θέτουν και αυτοί το ζήτημα των κριτηρίων αληθείας (των Επικούρειων) για να καθορίσουν τι είναι ακριβώς εκείνο το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για να αποφασίζουμε αν οι κρίσεις μας είναι αληθείς ή ψευδείς. Στους Στωικούς όμως το κριτήριο αληθείας είναι συγκεκριμένο είδος εντυπώσεων, που τις ονομάζουν ‘καταληπτικάς φαντασίας’ και τις ορίζουν ως:
«Καταληκτική φαντασία είναι αυτή η οποία προέρχεται από κάτι που υπάρχει, αποτυπώνεται και σφραγίζεται σύμφωνα ακριβώς με αυτό που υπάρχει, και είναι τέτοια ώστε δε θα μπορούσε να προέρχεται από κάτι που δεν υπάρχει».
Άρα, αυτές οι εντυπώσεις είναι από τη φύση τους αξιόπιστες και εναργείς, καθώς παρουσιάζουν τα αισθητηριακά δεδομένα με τρόπο σαφή και ευκρινή. Αν λοιπόν οι άνθρωποι έχουν τέτοιες εντυπώσεις, μπορούν, με βάση αυτές, να σχηματίσουν αληθείς κρίσεις. Υπάρχουν όμως τέτοιες εντυπώσεις; Οι Σκεπτικοί αμφισβητούν την ύπαρξή τους, αλλά οι Στωικοί επιμένουν πως υπάρχουν, γιατί μόνον έτσι στηρίζεται η ανθρώπινη γνώση. Οι Στωικοί ορίζουν την επιστήμη ως το σύστημα των ασφαλών και αμετάβλητων καταλήψεων και θεωρούν πως την αποκτούν μόνον οι σοφοί, ενώ όλοι οι άλλοι παραμένουν ανόητοι και φαύλοι.

Η Στωική Φυσική
Αντικείμενό της είναι η φύση, με την ευρεία (240) σημασία, όχι μόνον του φυσικού κόσμου αλλά και κάθε ζωντανού οργανισμού, των ανθρώπων και των θεών. Η στωική φυσική είναι στην ουσία της μια φιλοσοφία της φύσης και όχι φυσική με τη σημερινή σημασία του όρου, αν και αρκετές φορές στηρίζεται στην παρατήρηση φυσικών φαινομένων.

Το συνεχές
Οι Στωικοί έχουν δύο αρχές :
-Ο κόσμος αποτελεί έναν ενιαίο, ζωντανό οργανισμό, ένα συνεχές που δε μπορεί να διαιρεθεί σε διακριτά μόρια
-Ο κόσμος συνίσταται από δύο στοιχεία, ένα ενεργητικό (φύση, λόγος ή θεός) και ένα παθητικό (ύλη)
Τα στοιχεία αυτά δε μπορούν να διαχωριστούν γιατί το ενεργητικό υπάρχει σε όλον τον κόσμο και δίνει στην ύλη τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της. Καταλαβαίνουμε έτσι πως οι Στωικοί κατανοούν το σύμπαν ως κάτι που διαθέτει νόηση και ταυτίζουν τη φύση με το θεό που εδώ παρουσιάζεται ως το υπέρτατο λογικό ον, βρίσκεται μέσα στο φυσικό κόσμο και διευθύνει τα πάντα ως ψυχή και νους.
Σύμφωνα με τη στωική φυσική υπάρχουν μόνον σώματα. Γιατί για να υπάρχει κάτι θα πρέπει να μπορεί να προξενεί ή να υφίσταται κάποια μεταβολή. Αυτό συμβαίνει μόνο στα σώματα, που γενικά προβάλλουν αντίσταση σε κάθε εξωτερική πίεση. Αυτό δε σημαίνει πως οι Στωικοί είναι υλιστές. Άλλωστε υποστηρίζουν πως το σώμα δε συνίσταται μόνον από την ύλη αλλά και από το λόγο. Η ύλη και ο λόγος συγκροτούν όσα υπάρχουν και διαχωρίζονται μόνο με σκοπό την εννοιολογική ανάλυση. (241) Και ο θεός είναι ένα είδος φωτιάς που δίνει ζωή στον κόσμο.
Υποστηρίζουν ακόμη πως οι μεταμορφώσεις της φωτιάς που αντιστοιχούν στις δραστηριότητες του θεού προκαλούν τις φάσεις του κοσμικού κύκλου. Ο κόσμος δεν είναι αδημιούργητος και άφθαρτος, αλλά καταστρέφεται (εκπύρωσις) και ξαναγεννιέται. Μόνον ο θεός εξακολουθεί να υπάρχει ως φωτιά που απορροφά τα πάντα. Όταν ο κόσμος ξαναγεννιέται, ο θεός εμφανίζεται ως πνεύμα, μια πύρινη μορφή αέρα. Οργανικοί και ανόργανοι οργανισμοί οφείλουν τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητές τους σε αυτό το πνεύμα που συνέχει τα πάντα με τον ‘τόνο’, ένα είδος κίνησης που καμιά φορά περιγράφεται ως στιγμιαία εναλλαγή των αντίθετων κινήσεων προς τα μέσα και προς τα έξω. Τα δύο αυτά συστατικά του πνεύματος (η φωτιά και ο αέρας) αναμειγνύονται σε διαφορετικές ποσότητες δημιουργώντας διαφορετικά πράγματα του φυσικού κόσμου. Για τους ανθρώπους, μέρος αυτού του πνεύματος είναι η ψυχή.
Άρα το πνεύμα έχει δύο λειτουργίες στη φυσική τάξη :
-δίνει εσωτερική συνοχή στα μεμονωμένα σώματα καθώς τα συγκρατεί ο τόνος
-καθιστά τον κόσμο ένα ενιαίο σώμα, αφού διαπερνά όλα τα πράγματα.

Η Ειμαρμένη
Σε αυτήν την κοσμική τάξη που ρυθμίζεται από το θεό ή το λόγο οι σχέσεις των σωμάτων υπακούουν σε νόμους που δεν έχουν εξαίρεση. Οι νόμοι αυτοί αποτελούν την ‘ειμαρμένη’, που ταυτίζεται με τη θεία πρόνοια.
Οι Στωικοί πιστεύουν πως για ότι συμβαίνει υπάρχουν αίτια που δε θα επέτρεπαν να συμβεί οτιδήποτε άλλο. Η έννοια της τύχης (πάντα σύμφωνα με τους Στωικούς) δηλώνει απλά το γεγονός πως τα αίτια δεν έχουν ακόμα κατανοηθεί. Για αυτό άλλωστε όλα τα μελλοντικά γεγονότα είναι προβλέψιμα από αυτόν που κατανοεί το σύνδεσμο των αιτιών και η αστρολογία με τη μαντική θεωρούνται εμπειρικές επιστήμες.
Ακόμα (242) κι έτσι όμως, υπάρχει χώρος για αυτό που είναι απλώς δυνατόν και όχι αναγκαίο. Ο Χρύσιππος θεωρούσε το δυνατόν ως κάτι που μπορεί να είναι αληθές και για το οποίο δεν υπάρχουν εμπόδια που να το εμποδίσουν να συμβεί. Ανέπτυξε μια πολύπλοκη θεωρία για την αιτιότητα θέλοντας να εξηγήσει την ελεύθερη ανθρώπινη βούληση και να υποστηρίξει πως οι άνθρωποι είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους. π.χ. ο κυλιόμενος κύλινδρος. Υποθέτουμε πως ο κύλινδρος βρίσκεται σε μια επίπεδη επιφάνεια. Το γεγονός πως ο κύλινδρος κυλάει, αποδίδεται σε δυο αίτια :
1. σε έναν εξωτερικό παράγοντα που αρχικά του δίνει ώθηση και
2. στο συγκεκριμένο σχήμα του.
Συνεπώς, το γεγονός πως ο κύλινδρος κυλάει είναι αποτέλεσμα και της εξωτερικής ώθησης και της εσωτερικής του φύσης. Το πρώτο είδος αίτιου (η εξωτερική ώθηση) ονομάζεται ‘συνεργόν’ και ‘προκαταρκτικόν’ ενώ το δεύτερο (η εσωτερική φύση) ‘προηγούμενον’ και ‘αυτοτελές’. Σύμφωνα με το Χρύσιππο η ειμαρμένη είναι το σύνολο των εξωτερικών αιτίων που επιδρούν στο άτομο και λειτουργούν έτσι ώστε να πραγματοποιήσουν τα προκαθορισμένα τους αποτελέσματα. Όμως τα εξωτερικά αίτια πυροδοτούν μόνον καταστάσεις χωρίς να αποτελούν από μόνα τους αναγκαία συνθήκη για την ανθρώπινη πράξη.
Οι Στωικοί τονίζουν πως παρόλο που οι άνθρωποι είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους, μόνον ο σοφός είναι ελεύθερος, γιατί η ελευθερία συνίσταται στο να πράττει κανείς με τη θέλησή του σύμφωνα με αυτά που προκαθορίζει η θεία πρόνοια για το συνολικό καλό του κόσμου. Άρα, ο στωικισμός δεν είναι μια μοιρολατρική φιλοσοφία που προτείνει την απραξία, αφού είναι στο χέρι μας να πράττουμε σύμφωνα με ό,τι έχει προκαθοριστεί.

Η Στωική Ηθική
Απαραίτητη προϋπόθεση για τη συγκρότηση και εφαρμογή των στωικών ηθικών θεωριών είναι η βέβαιη γνώση της δομής του φυσικού κόσμου και η θέση του ανθρώπου σε αυτόν. Οι Στωικοί πιστεύουν πως μόνον όταν οι άνθρωποι κατανοήσουν (μέσω του ορθού λόγου) τις λειτουργίες του σύμπαντος θα μπορέσουν να βρουν τον τρόπο για να πετύχουν και αυτοί – ως μέρος της φύσης – τον τελικό σκοπό που είναι η τέλεια ευδαιμονία. Σύμφωνα με τη στωική ηθική, μόνο η συμφωνία με τη φύση μπορεί να εγγυηθεί μια ευτυχισμένη ζωή. Η εναντίωση στις φυσικές επιταγές φέρνει δυστυχία και καταστροφή.

Η Αρετή (243)
Η φύση σύμφωνα με την οποία πρέπει να ζούμε είναι ο λόγος, τόσο ο ορθός λόγος που διέπει την καθολική φύση, όσο και ο ορθός λόγος που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη φύση. Μέσω του ορθού λόγου αποκτούμε την έννοια του αγαθού, της αρετής. Για τους Στωικούς, η ενάρετη ζωή μας οδηγεί στην ευδαιμονία. Αρκεί και μόνον η συγκατάθεσή μας σε αυτήν την έννοια για να τροποποιηθούν τα κίνητρά μας, ώστε να ρέπουμε πως το αγαθό, την αρετή.
Καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η αρετή είναι το αγαθό και η ευδαιμονία εξαρτάται από αυτήν και όχι από τα συμβατικά αγαθά (πλούτος κλπ) όλα αυτά είναι αδιάφορα, διότι δεν παίζουν κανένα ρόλο στην απόκτηση της αρετής και της ευδαιμονίας.
Από τα αδιάφορα, κάποια είναι σύμφωνα με τη φύση (κατά φύσιν) και άρα προτιμητέα (προηγμένα) ενώ άλλα είναι αντίθετα με τη φύση (παρά φύσιν) και άρα απορριπτέα (αποπροηγμένα). Π.χ. ο πλούτος είναι τυπικά προτιμητέος και η φτώχια τυπικά απορριπτέα, κανένα όμως από τα δύο δεν έχει σημασία για την ηθική αξία ενός ανθρώπου.
Υπάρχουν και τα απολύτως αδιάφορα.
Οι τρεις αυτές κατηγορίες αδιάφορων δεν είναι αγαθά, (244) καθώς δεν αποτελούν συστατικά της αρετής, μπορούν όμως να χρησιμοποιηθούν θετικά ή αρνητικά. Καλύτερα να προτιμάμε την πρώτη κατηγορία (τα κατά φύσιν προηγμένα αδιάφορα) διότι αυτά συμβαδίζουν με τη φύση.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν τη θεωρία του φυσικού νόμου που επηρέασε τις συζητήσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Για τους Στωικούς η αντίθεση μεταξύ ατομικής και καθολικής φύσης είναι φαινομενική. Η καθολική φύση θεσπίζει έναν κανόνα για κάθε άνθρωπο κι αυτός ο κανόνας είναι το κριτήριο μέσω του οποίου αποφασίζουμε κατά πόσον εκπληρώνουμε ή όχι τους ατομικούς μας σκοπούς.
Δηλαδή, οι Στωικοί ισχυρίζονται πως ο ενάρετος άνθρωπος έχει επιθυμίες που συμβαδίζουν με αυτό που είναι αγαθό για τον κόσμο.

Τα Πάθη
Η ενάρετη ζωή, η σύμφωνη με τη φύση, είναι ο δρόμος για την ευδαιμονία. Τα ανθρώπινα πάθη είναι η πηγή της δυστυχίας. Τα πάθη δεν έχουν την έννοια των ισχυρών συναισθημάτων όπως ο έρωτας ή η φιλοδοξία. Συμπεριλαμβάνουν ένα πλήθος ψυχικών καταστάσεων όπως ο πόνος, ο θυμός, η ντροπή κ.α.
Σε αντίθεση με τους προηγούμενους φιλοσόφους, οι Στωικοί δε θεωρούν πως τα πάθη προέρχονται από κάποιο άλογο μέρος της ψυχής. Θεωρούν πως είναι ψευδείς κρίσεις, μη έλλογες κινήσεις της λογικής ψυχής (245) και για αυτό δε χαρακτηρίζουν τα άλογα ζώα αλλά τους ανθρώπους, που πρέπει να επικρίνονται για αυτά.
Επομένως, ένας άνθρωπος έχει πάθη όταν συμφωνεί με μια ψευδή εντύπωση και δημιουργεί την παρόρμηση να ζητήσει ή να αποφύγει πράγματα που είναι στην πραγματικότητα αδιάφορα. Για αυτό και τα πάθη χαρακτηρίζονται ως παρορμήσεις πέρα από το κανονικό μέτρο. Ο Χρύσιππος λέει πως το ανθρώπινο πάθος είναι ορμή πλεονάζουσα, ας πούμε, όταν πίνουμε δύο ποτά, έχουμε τον έλεγχο του εαυτού μας και μπορούμε να σταματήσουμε όταν θέλουμε. Όταν όμως πιούμε πολλά ποτά, αυτό δεν μπορεί να γίνει. Το ίδιο γίνεται με την παρόρμηση του πάθους, γιατί και αυτή δε μπορεί να ελεγχθεί καθώς δεν υπακούει στον ορθό λόγο και δεν είναι σύμφωνη με τα φυσικά μέτρα.
Άρα, αν η ψυχή του ανθρώπου είναι απαλλαγμένη από πάθη, ο ορθός λόγος και οι επιθυμίες συμφωνούν, κι έτσι ο άνθρωπος ζει σύμφωνα με τη φύση. Οι Στωικοί διακηρύττουν πως τα ανθρώπινα πάθη πρέπει να εξαλειφθούν τελείως και όχι μόνον να περιοριστούν. Μόνο ο σοφός είναι σχεδόν απαλλαγμένος από κάθε πάθος και λέμε σχεδόν, διότι και αυτός χαρακτηρίζεται από θετικές συγκινησιακές καταστάσεις, όπως η χαρά, η ευλάβεια κι η επιθυμία να συμβούν καλά πράγματα στους άλλους και στο κοινωνικό σύνολο.

Τα Καθήκοντα
Τι γίνεται όμως με την ηθική πρακτική; Από τι πρέπει να κατευθύνονται οι ανθρώπινες πράξεις για να είναι ηθικά αποδεκτές; Οι Στωικοί λένε πως όλες οι πράξεις που είναι σύμφωνες με την έλλογη ανθρώπινη φύση είναι ηθικές και ονομάζονται ‘καθήκοντα’. (να τιμάς τους γονείς σου, να γυμνάζεσαι, να τρως με μέτρο, να αγαπάς την πατρίδα σου). Όλες οι πράξεις, όλων των ανθρώπων, ηθικών και φαύλων μπορούν να ονομαστούν ‘καθήκοντα’ αν είναι ηθικά αρμόζουσες. Όμως, οι πράξεις των σοφών είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία και ονομάζονται «κατορθώματα». Η διαφορά τους βρίσκεται στα κίνητρα.
Κατόρθωμα : μια πράξη που γίνεται από το σοφό (246) που συνειδητοποιεί πως η προσπάθεια απόκτησης ενός αγαθού είναι πιο σημαντική από την απόκτησή του. Η αρετή δεν είναι θέμα αποτελεσμάτων αλλά συμπεριφοράς, τέλεια εναρμονισμένης με τον ορθό λόγο της φύσης. Ο σοφός που επιστρέφει κάτι που δανείστηκε, δεν το κάνει επειδή γνωρίζει πως η πράξη αυτή είναι επιθυμητή, αλλά γιατί ξέρει πως η ηθικά ορθή πράξη είναι αυτή που συμφωνεί με την αρετή.
Το ιδιαίτερο γνώρισμα του ενάρετου ανθρώπου είναι πως δεν επιλέγει πράγματα σύμφωνα με τη φύση αλλά τα επιλέγει και βάσει κάποιων αρχών.
Οι Στωικοί υποστηρίζουν πως μόνο η αρετή που διέπει τις πράξεις των σοφών αποτελεί αγαθό. Το ελάχιστο ηθικό παράπτωμα μας κάνει φαύλους και όλα τα ηθικά σφάλματα είναι ισότιμα για αυτούς. Παρομοιάζουν τον ανήθικο με αυτόν που πνίγεται στη θάλασσα, λένε πως είναι το ίδιο είτε πνιγείς στο ένα, είτε στα πέντε μέτρα. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως η στωική ηθική είναι από τις πιο απαιτητικές. Υπάρχουν όμως άνθρωποι τόσο ενάρετοι; Οι Στωικοί παραδέχονται πως είναι πάρα πολύ δύσκολο να γίνει κανείς σοφός και για αυτό ποτέ δεν ισχυρίστηκαν για τους εαυτούς τους πως το έχουν καταφέρει. Από την άλλη όμως, είναι τόσο ανεφάρμοστη η στωική ηθική, όσο νομίζουμε; Οι Στωικοί, παρόλη τη διάκριση σε πράξεις σοφών και φαύλων, πιστεύουν πως με συνεχή προσπάθεια και οι φαύλοι μπορούν να βελτιωθούν, και αυτή είναι η ελπίδα τους.

(από ollthatjazz)

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

ΕΛΠ 22 - Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη

4.3.1 ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (206)

4.3.1 Η Ηθική ως Επιστήμη


Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η ηθική φιλοσοφία είναι μια συγκεκριμένη μορφή επιστήμης που δεν απαιτεί όμως την ακρίβεια των μαθηματικών, επειδή το αντικείμενό της είναι ρευστό. Οι περιγραφές της, εκτός του ότι καθορίζονται από την εκάστοτε ηθική κοινότητα, είναι εκ φύσεως 'ως επί το πολύ', δηλαδή προσεγγίσεις που δέχονται μερικό εμπλουτισμό και διευκρινήσεις. Αυτό δε σημαίνει ότι είναι υποκειμενική ή αυτοϋπονομεύεται επιστημονικά. Το ζητούμενο είναι να καθοριστεί ένας επιστημονικός λόγος που θα αντιστοιχεί στη σύσταση του αντικειμένου. Θα παρουσιάσουμε την αριστοτελική ηθική με οδηγό τα Ηθικά Νικομάχεια.

4.3.2 Η έννοια ευδαιμονία


Πρόκειται για τη βάση της αριστοτελικής ηθικής και είναι συνδεδεμένη με εκείνη του ‘τέλους’, του σκοπού.
Αν θεωρήσουμε πως αγαθόν σημαίνει αυτό που επιδιώκουμε με τις πράξεις μας, τότε η ανθρώπινη δραστηριότητα κατακερματίζεται σε διαφορετικούς στόχους. Κάθε επιμέρους στόχος όμως, είναι ένα ενδιάμεσο στάδιο για την επίτευξη κάποιου στόχου. Π.χ. οργώνω για να σπείρω, σπέρνω για να θερίσω, θερίζω για να φάω κ.ο.κ. Το σύνολο αυτών των πράξεων οδηγεί στο τέλος του να γίνω καλός γεωργός, κάτι που με τη σειρά του έχει σκοπό τη βελτίωση της ζωής. Το να υπάγουμε την πράξη αυτή σε μια αλυσίδα επιμέρους επιδιώξεων θα οδηγούσε στον κατακερματισμό της προσωπικής ζωής και στην απόλυτη σχετικότητα της έννοιας τέλος, το αγαθό δηλαδή που επιλέγει ο καθένας.
Ο Αριστοτέλης θεωρεί πως το τελειότερο τέλος, άρα αγαθόν, είναι εκείνο που αποτελεί ‘καθ’ αυτόν διωκτόν’, δηλαδή κάτι που επιδιώκουμε για αυτό καθ’ αυτό, και όχι ως μέσον για κάτι άλλο. Τέτοιο αύταρκες τέλος είναι η ευδαιμονία. Κάθε πράξη της ηθικής ζωής, πρέπει να προσανατολίζεται προς την επίτευξη αυτού του αγαθού που καθορίζει τον ηθικό χαρακτήρα των πράξεων και την ηθική ποιότητα των σκοπών (207).
Επίσης, η έννοια του τέλους σε συνδυασμό με την αυτάρκεια, έχει και μια χρονική διάσταση: αν η ευδαιμονία είναι ένα αύταρκες τέλος, τότε αφορά το σύνολο του ανθρώπινου βίου κι όχι μια ορισμένη περίοδο. Η ευδαιμονία υπάρχει μόνον στην προοπτική του ‘βίου τελείου’. Έτσι αποφεύγουμε την παρανόηση να θεωρηθεί η ευδαιμονία ως κάτι που έρχεται και φεύγει, όπως οι άλλες ιδιότητες. Η ταύτιση αυτή όμως δε σημαίνει πως ευδαίμων γίνεται κάποιος τη στιγμή του θανάτου του, αλλά πως πρέπει να βιώνει την ηθική ποιότητα μέσα από τη διάρκεια και τη συνέχεια.
Ο παραπάνω ορισμός είναι ‘τυπικός’, δε μας εξηγεί το περιεχόμενο της ευδαιμονίας. Αν θεωρήσουμε τέλειο αγαθό αυτό που είναι αύταρκες, παραμένει το ερώτημα για το ποια ενέργεια το εξασφαλίζει. Η ευδαιμονία δε μπορεί παρά να προέρχεται από μια ‘ενέργεια κατά λόγον ή μη άνευ λόγου’, δηλαδή από μια ενέργεια που εκπορεύεται από το λόγο.

4.3.3 Η φρόνηση


Για την ηθική συμπεριφορά, λόγος είναι η ‘φρόνησις’, η ηθική κρίση ή αίσθηση. Η φρόνηση αποτελεί το κέντρο της ηθικότητας χάρη στην έλλογη φύση της. Αποτελεί την κορύφωση του ηθικού βίου και μπορεί αρχικά να ταυτιστεί με τη συνειδητή ηθική απόφαση και πράξη, που προέρχεται από την κρίση και τη διάθεση του πράττοντος.
Η φρόνηση είναι αίσθηση, σύλληψη και κατανόηση της συγκεκριμένης ηθικής κατάστασης και πράξης. Κατανοεί την ιδιαιτερότητα των περιστάσεων, τις στάσεις των εμπλεκόμενων ηθικών υποκειμένων, τις προθέσεις και τους στόχους τους. Η ηθική αίσθηση, έχει ένα επιπλέον γνώρισμα: είναι ‘επιτακτική’, αποφασίζει δηλαδή τι πρέπει να παραχθεί. Πριν τη στιγμή της απόφασης δεν υφίσταται ηθική γνώση και φρόνηση. Για τον Αριστοτέλη, η ηθική ποιότητα του πράττοντος φανερώνεται στις πράξεις του και όχι στην πρόθεση ή τα συναισθήματά του.
Η φρόνηση (208) γνωρίζει και τα ‘καθόλου’, τις αρχές που καθορίζουν την ηθική μας συμπεριφορά. Η γνώση αυτή δεν είναι θεωρητική με την έννοια της επιστημονικής γνώσης. Το ‘καθόλου’ δεν είναι ένα συμπέρασμα με μαθηματική αλήθεια, αλλά μπορεί να εμπλουτιστεί, να αποσαφηνιστεί ή και να διορθωθεί. Για αυτό και στην αριστοτελική ηθική δεν υπάρχουν κανόνες, αλλά παραδείγματα. Ο φρόνιμος λειτουργεί μέσα σε μια ηθική κοινότητα ως προσωποποίηση του τρόπου με τον οποίον πρέπει να προσεγγίζονται τα ηθικά διλήμματα. Ο τρόπος αυτός δε μας υπαγορεύει τι να πράξουμε, μας καθοδηγεί στο πώς να λάβουμε ηθικές αποφάσεις.
Η φρόνηση δεν είναι όμως μια αυτόνομη έλλογη λειτουργία που αναγνωρίζει το ηθικά καλό και δημιουργεί ηθικούς κανόνες. Ορίζεται ως ‘διανοητική’ αρετή (η ικανότητα για κρίση) και δεν καλύπτει το χώρο των ‘ηθικών αρετών’ που αφορούν τη συμπεριφορά του πράττοντος, τα πάθη και τις ορέξεις του. Η φρόνηση προϋποθέτει την ηθική αρετή, δηλαδή την ηθική διάθεση του υποκειμένου, τη λήψη ηθικών αποφάσεων και την εκτέλεση ηθικών κρίσεων.
Εκείνος που δεν είναι αγαθός, δε μπορεί να είναι φρόνιμος. Η πράξη και η επιτυχία της δεν καθορίζονται μόνον από την τελική τους έκβαση. Φρόνιμος δεν είναι μόνον αυτός που πράττει το σωστό μια δεδομένη στιγμή, αλλά αυτός που πράττει «πως έχων» δηλαδή, καθοδηγούμενος από την αντίστοιχη προδιάθεση και έξη. Η ηθική αρετή συνιστά τη ‘βιωματική προ-κατάληψη’ που καθιστά δυνατή την ίδια τη φρόνηση. Η εξάρτηση της ηθικής γνώσης/φρόνησης από το ‘χαρακτήρα’ του πράττοντος, έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς μας απομακρύνει από το σωκρατικό μοντέλο που θεωρούσε πως η κατοχή της ηθικής γνώσης οδηγεί οπωσδήποτε στην ορθή πράξη. Ο Αριστοτέλης αναλύει επί μακρόν την περίπτωση του ‘ακρατούς’, εκείνου που ενώ γνωρίζει το ηθικά ορθό αδυνατεί να το πράξει, διότι αδυνατεί να εναρμονίσει τις ηθικές του έξεις με το πρόσταγμα του ‘λόγου’.

4.3.4 Οι Ηθικές Αρετές

Τέτοιες θεωρούνται η ανδρεία, η γενναιότητα κ.α. Ορίζονται ως ‘μέσον’ ανάμεσα σε (209) δυο ακρότητες: η ανδρεία είναι η αρετή στο μέσο μεταξύ θράσους και έλλειψης φόβου. Άρα, ανδρείος είναι εκείνος που αποφεύγει τα ηθικά άκρα.
Η μεσότητα δεν έχει να κάνει με έναν άχρωμο μέσο όρο, αλλά την ηθική ακρότητα, δηλαδή κάτι δύσκολο να επιτευχθεί.
Το μέσον για να επιτευχθεί καθορίζεται ανάλογα με την περίσταση και την ηθική κοινότητα.
Η επίτευξη του ηθικού μέσου γίνεται μόνον υπό την εποπτεία της φρόνησης, υπό την προϋπόθεση δηλαδή πως κάποιος γνωρίζει τι είναι ηθικό αγαθό.
Αν παραβλέψουμε τη διάσταση του ήθους, (ηθική έξη) δε μπορούμε να εξηγήσουμε το νόημα της ηθικής ευθύνης του πράττοντος, γιατί το ήθος και η ηθική έξη, που είναι συναίτιες του τρόπου που πράττουμε, δείχνουν την εξάρτηση του υποκειμένου από την πόλη και το περιβάλλον του.

4.3.5 Η Σχέση Ηθικής και Πολιτικής

Η δυνατότητα ηθικής πράξης και φρόνησης παραπέμπουν στο χώρο της πολιτικής. Η πόλη είναι προϋπόθεση δημιουργίας ηθικών ανθρώπων. Σύμφωνα με τα Πολιτικά, υπάρχει απόλυτη συνάφεια ηθικής και πολιτικής διάστασης και διακρίνουμε τρεις συνιστώσες :

1. Η πόλη δεν έχει στόχο μόνον την επιβίωση των ανθρώπων, αλλά την οργανωμένη και τελεολογικά προσανατολισμένη συνύπαρξη που εξασφαλίζει το ευ ζην, την ηθική τελείωση του ανθρώπου. Το απόφθεγμα του Αριστοτέλη ‘ο άνθρωπος είναι από τη φύση του πολιτικό ζώο’, έχει και την ηθική του διάσταση. Η ηθική τελείωση του ανθρώπου πραγματώνεται μέσα σε μια πολιτική κοινότητα.
2. Η τελειότητα της πολιτικής οργάνωσης έχει να κάνει άμεσα με την ηθική ποιότητα των πολιτών. Ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται πως οι όροι ‘αγαθός ανήρ’ και ‘σπουδαίος πολίτης’ δεν ταυτίζονται. Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός πως τέλεια πόλη είναι εκείνη που καταφέρνει και ταυτίζει τις δύο έννοιες. Άρα, οι αρχές της πολιτικής συνύπαρξης υπόκεινται σε εκείνες της ηθικής.
3. Η παιδεία ορίζεται στην ουσία ως ηθική παιδεία που προετοιμάζει ηθικά αγαθούς πολίτες.

4.3.6 Αρχές της Πολιτικής Θεωρίας (210)


Επειδή δεν θεωρούμε πως η πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη είναι απλά αντανάκλαση της ηθικής του, θα διασαφηνίσουμε την πολιτική του θεωρία πέρα από την ηθική της συνάφεια. Τα Πολιτικά στέκουν μετέωρα ανάμεσα σε ένα ιδανικό πολίτευμα και των υπαρκτών πολιτευμάτων. Όλα τα πολιτεύματα περιγράφονται ως αυτοτελείς μορφές που αξιώνουν επιβίωση και νομιμοποίηση. Επίσης, για να προσεγγίσουμε τα Πολιτικά, πρέπει να αποσαφηνίσουμε τις έννοιες αυτάρκεια, πολίτης και θεσμοί.
Α) Η πόλη οφείλει να είναι αυτάρκης, να αυτοκαθορίζεται και να εξασφαλίζει τη διατήρησή της.
Β) Ο πολίτης είναι ο θεμέλιος λίθος της πόλης, μετέχει στην αξιολόγηση και τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας.
Γ) Οι θεσμοί εξυπηρετούν τον ίδιο το νόμο και είναι ανεξάρτητοι των προσώπων που τους αντιπροσωπεύουν.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, διαφοροποιούνται και τα πολιτεύματα που χωρίζονται σε τρία είδη :
1. η βασιλεία (εξουσία του ενός) / μοναρχία (το αρνητικό της)
2. η αριστοκρατία (εξουσία των ηθικά και γνωστικά άριστων) / ολιγαρχία (το αρνητικό της) και
3. η δημοκρατία (εξουσία του συνόλου) / οχλοκρατία (το αρνητικό της)
Το σημαντικό είναι οι ‘παρεκβάσεις’ αυτών των πολιτευμάτων, τα αρνητικά τους. Το χάσμα μεταξύ αρνητικών και θετικών οφείλεται στον παράγοντα του ‘κοινού καλού’ και του νόμου. Οι παρεκβάσεις προσανατολίζονται στο καλό μιας ορισμένης τάξης και αντικαθιστούν το νόμο με τη βούληση των διοικούντων.

4.3.7 Κριτική στην Πλατωνική Πολιτεία


Στην Πολιτεία το ζητούμενο ήταν να δημιουργηθεί μια πόλη που θα λειτουργούσε ως απόλυτη ενότητα. Για αυτό ήταν επιβεβλημένη η κατάργηση της οικογένειας, η κοινοκτημοσύνη των παιδιών και η θεώρηση του πολίτη ως υπηρέτη του πολιτικού οργανισμού.
Ο Αριστοτέλης έρχεται σε ρήξη με αυτό λέγοντας πως ‘η πόλη αποτελεί στην ουσία της πολλότητα’. Δεν αρνείται την αυτάρκεια και την εσωτερική ενότητα, διαβλέπει όμως πως η πόλη δε μπορεί να καταργήσει τη διαφορετικότητα των πολιτών και δε μπορεί να νοείται ως σύνολο ομοίων.

4.3.8 Θεωρητικός και Πρακτικός Βίος (211)


Η πρόταση ‘ο άνθρωπος είναι από τη φύση του πολιτικό ζώο’ περιγράφει τη μισή μόνο αριστοτελική θεωρία. Η άλλη μισή που βρίσκεται στα Ηθικά Νικομάχεια αφορά την ηθική και οντολογική αξία του ‘θεωρητικού βίου’.
Θεωρητικός βίος είναι εκείνος της συνεχούς εξάσκησης της θεωρητικής γνώσης. Με αυτόν τον τρόπο ζει κάποιος που βρίσκεται σε απόλυτη αυτάρκεια, δεν έχει ανάγκη φίλων και καρπώνεται τη μέγιστη ηδονή, αυτήν της γνώσης. Ο βίος αυτός δίνει την ύψιστη δυνατή ευδαιμονία εξισώνοντας τον άνθρωπο με το θεό.
Πολλοί έχουν προσπαθήσει να ενώσουν τη θεωρία με τη φρόνηση. Οι ερμηνείες είναι πολλές.
Άλλοι πιστεύουν πως η θεωρία είναι ανώτερη της ηθικής δραστηριότητας, μπορεί να επιτευχθεί και χωρίς αυτήν και να οδηγήσει στην απόλυτη ευδαιμονία.
Άλλοι λένε πως η φρόνηση είναι υπηρετική της θεωρίας/σοφίας.
Άλλοι θεωρούν πως η θεωρία όντως δεν έχει ηθικό περιεχόμενο.
Όλα αυτά γίνονται γιατί το αριστοτελικό κείμενο παίρνει πολλές ερμηνείες. Η απάντηση σε αυτή τη διαμάχη είναι τεράστιας σημασίας γιατί από αυτήν κρίνεται το κατά πόσον η ανθρώπινη ευτυχία εξαρτάται ή όχι, αποκλειστικά και μόνο από μια συγκεκριμένη δραστηριότητα (στην προκειμένη περίπτωση, τη θεωρία) και το κατά πόσον η ευδαιμονία μπορεί να επιτευχθεί και χωρίς τις ηθικές αρετές και της φρόνησης που ορίζουν τη σχέση μας με τους άλλους.

(από ollthatjazz)